Θεοτόκος

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

«Θεοτόκος»[1] και «Παναγία» »[2], «Θεομήτωρ»[3] ή «Μήτηρ Θεού»[4], «Υπέραγνη Δέσποινα»[5] και «αγία Μαρία η αειπάρθενος» [6], είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας"[7].

Ο Ορθόδοξος κόσμος, "την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»"[8], αλλά και ως "θεία Πύλη και μήτηρ της όντως ζωής[9],...του μονογενούς Υιού του Θεού, ην διελθών...πάσιν ανθρώποις σωτηρίαν απειργάσατο"[10]. Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της "δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν", "τις εικονογραφικές παραστάσεις", "τους εκκλησιαστικούς ύμνους" και τα "εγκωμιαστικά έργα" τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της[11].

Η τιμή προς τη Θεοτόκο, "έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας"[12], από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (=γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο[13] και Υιό του Θεού. Γι αυτό ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος»[14], δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος και έτσι, η ίδια, αφού ελεύθερα υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και συνεργάστηκε[15], κατέστη η της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[16].

Η Θεοτόκος ως ιστορικό πρόσωπο

Είναι αλήθεια ότι τα ίδια τα κείμενα της Καινής Διαθήκης "δεν μας αναφέρουν τίποτε σχετικό με τους γονείς της Παρθένου Μαριάμ, την παιδική της ηλικία και άλλα συναφή γεγονότα με την προσωπική της ζωή"[17]. Γνωρίζουμε ότι το σπίτι της Μαρίας ήταν στην Ναζαρέτ και εκεί βρισκόταν, όντας αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ (βλ. Λουκ. 1,26-28), πριν ακόμη μεταφερθεί στο δικό του σπίτι[18]. Εκεί, στην άσημη και περιφρονημένη (Ιω. 1,46) Ναζαρέτ, την επισκέφτηκε ο άγγελος και εκεί δέχθηκε τον Ευαγγελισμό, δηλαδή τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (βλ. Λουκ. 1,26-35).

Όπως φαίνεται από τις επιλογές των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, προφανώς θεωρούσαν σημαντικό ν' ανταποκριθούν πρώτα στα πιο επείγοντα ζητήματα της αποστολής τους, και ήταν έτσι φυσικό, οι αφηγήσεις για την παιδική ηλικία του Ιησού να εμφανιστούν αργότερα[19]. Καταρχάς, ο ευαγγελιστής Μάρκος αγνοεί τις διηγήσεις αυτές, ο Ματθαίος τις εξιστορεί με επίκεντρο τον Ιωσήφ, ενώ με τις διηγήσεις Λουκά έρχεται στο προσκήνιο η Μητέρα του Χριστού[20] όχι μόνο ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ως ιστορική πηγή των σημαντικών γεγονότων της Θείας Γέννησης[21], γεγονότα τα οποία "κρατούσε όλα στην καρδιά της και τα σκεπτόταν"[22].

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Joseph Holzner:

"Πόσα ταξίδια να έκανε [ο Λουκάς] απ' την Καισαρεία στην Παλαιστίνη, στα Ιεροσόλυμα για τον Ιάκωβο, στην Βηθλεέμ και στην Ναζαρέτ για τους συγγενείς και τους ομηλίκους του Ιησού, προ πάντων όμως για την μητέρα του Ιησού, όσο ζούσε, που τώρα ήταν γερόντισσα ογδόντα ετών. Ποιος μπορούσε να του διηγηθή την θαυμαστή εκείνη ιστορία των Χριστουγέννων, με τέτοιο τρόπο, παρά η πιστή ανάμνησις μιας μητέρας που αγαπά;"[23].

Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τη Θεοτόκο

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα "Θεοτοκολογία" ή "Μαριολογία", ως μια ανεξάρτητη περιοχή διδασκαλίας[24], αφού κέντρο της πατερικής διδαχής είναι πρωτίστως η Θεολογία, η Χριστολογία και η Εκκλησιολογία, από τα οποία απορρέουν και οι υπόλοιπες θεωρήσεις[25]. Για το λόγο αυτό, σε όλες τις σχετικές αναφορές, το πρόσωπο της Μαρίας εξαίρεται σε αρραγή ενότητα με το Χριστολογικό δόγμα και όχι ως αυτόνομη προσωπικότητα όπως για παράδειγμα υφίσταται στην περίπτωση της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας[26].

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"

Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας

Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[27]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[28]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[29] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος).

Ο Νεστόριος, από τη στιγμή που απέρριπτε την έννοια της Θεοτοκίας, αυτομάτως θεωρούσε πως η ένωση των δύο φύσεων του Χριστού συνέβαινε σε ένα βουλητικό-ηθικό επίπεδο και όχι ουσιαστικό. Δεν πίστευε στην πλήρη ένωση της ανθρώπινης φύσης με την θεία, αλλά θεωρούσε ότι ο Λόγος πήγε και ενοίκησε σε μια ανθρώπινη υπόσταση[30]. Όμως, η διδασκαλία αυτή ουσιαστικά θα καθιστούσε "ανώφελη" την ενανθρώπηση του Λόγου, αφού κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν για την ανάσταση καθώς δεν εξασφαλίζεται η θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης[31]. Αντίθετα, η πρόσληψη της φθαρτής φύσης μας από τον Χριστό-Λόγο[32], η "ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και η διατήρηση της ετερότητας τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση"[33]. Έτσι, η Μαρία, λαμβάνει τον τίτλο της Θεοτόκου επειδή "γεννάει τον σαρκωμένο Θεό και όχι θεοφόρο άνθρωπο"[34] και λαμβάνει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στα κτιστά όντα όχι διότι προηγείται η εξουσία κάποιας "θεάς" ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας, αλλά διότι ένας άνθρωπος γίνεται το όργανο για την επιτέλεση του σχεδίου της θείας οικονομίας, που είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους[35].

Στο παραπάνω πλαίσιο, εντάσσεται και η λεγόμενη περί Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία η οποία αναπτύχθηκε από την αρχαία εκκλησία και εξής. Πρόκειται για τον αντιθετικό παραλληλισμό ανάμεσα στην ανυπάκουη παρθένο την Εύα, και την Μαρία η οποία εξάλειψε την ανυπακοή, της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[36], και ανάμεσα στον Αδάμ από τον οποίο εισήλθε η φθορά στην ανθρώπινη φύση και τον Χριστό ο οποίος προσλαμβάνει και θεραπεύει την φθαρτότητα[37]. Η διδασκαλία αυτή, η οποία διατυπώνεται από τους Ιγνάτιο και Ειρηναίο, παραλαμβάνεται κατόπιν από τον Τερτυλλιανό. Παρόμοιες ιδέες αναπτύσσει και ο Επιφάνιος και αργότερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος παραλληλίζει πλέον την Εύα με την Εκκλησία, λέγοντας ότι από τον Αδάμ προήλθε η Εύα και από τον Χριστό η Εκκλησία[38].

Ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής συνειδήσεως αρκετά νωρίς, μαρτυρούμενος κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα "υπό του Ωριγένους και του Ιππολύτου Ρώμης ως όρος ήδη της παραδόσεως"[39]. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε "πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος" όταν καταφέρονταν ενάντια στον Νεστόριο και τους οπαδούς του, οι οποίοι δίδασκαν ενάντια στην Ιερά Παράδοση[40] χρησιμοποιώντας για τη Μαρία τους όρους ανθρωποτόκος και χριστοτόκος[41]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[42]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[43].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[44], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[45]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[46]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά[47] Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[48], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[49] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[50], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[51]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[52]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[53]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[54].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η σημασία της Παρθενίας στην Ορθόδοξη διδασκαλία

Η σημασία της παρθενίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποιον ηθικισμό ή πουριτανισμό, αλλά έχει οντολογικό περιεχόμενο[55] καθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι "η παρθενία είναι το πολίτευμα των αγγέλων, το ιδίωμα κάθε ασώματης φύσεως"[56], πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί "το χάρισμα εκείνο που ακεραιώνει την ανθρώπινη φύση" με αποτέλεσμα μια πραγματικά παρθενική ζωή να οδηγεί γρηγορότερα στην οντολογική ολοκλήρωση[57]. Κατ' αυτή την έννοια, και σύμφωνα με την οντολογική και όχι ηθική ερμηνεία, "υπάρχει παρθενία, γιατί δεν υπάρχει θάνατος"[58]. Αρκεί να επισημανθεί αυτό που αναφέρει ο άγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος, ότι δηλ. "και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι", αφού "το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή...όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα"[59] ή όπως λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "ο γαρ λέγων, Παρθένος ειμί τω σώματι, τη δε ψυχή φθονεί τω αδελφώ, ούτος ουκ εστι παρθένος· την γαρ παρθενίαν αυτού διέφθειρεν η του φθόνου μίξις"[60].

Η σημασία της Παρθενίας της Θεοτόκου

Η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα.

Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[61]. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[62]. Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[63]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[64].

Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[65].

Περί της, προ του τόκου, Παρθενίας της Θεοτόκου

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[66]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[67], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[68]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[69]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[70], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[71].

Περί της, κατά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[72], αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[73]. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς "υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας", εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα[74]. Πάντως, στην περίπτωση του Ιοβινιανού, ο οποίος καταπολεμώντας τον Δοκητισμό διακήρυσσε ότι η Θεοτόκος "ουχί και παρθένος εγέννησεν"[75], έδρασε o Αμβρόσιος Μεδιολάνων και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον Ιοβινιανό υπονοώντας έτσι ότι η Μαρία παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα[76]. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο Ιωάννης Δαμασκηνός: "ώσπερ δε συλληφθείς [ο Κύριος] Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"[77]. Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (1,23): "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν". Κατά την έκφραση αυτή επομένως "η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"[78]. Συνεπώς, η Ιερά Παράδοση διδάσκει ότι ο Χριστός "δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"[79].

Παναγία η Παντάνασσα (βασίλισσα των πάντων). Χαραρακτηριστική επωνυμία για την αξία της Θεοτόκου μέσα στην ορθόδοξη παράδοση

Περί της, μετά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου, θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό "ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή" η Μαρία, η το "θαύμα γνωρίσασα";[80]. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: "ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"[81]. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες Aντιδικομαριανίτες, μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου, καταφέρθηκαν έντονα οι Επιφάνιος, Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος[82]. Η σειρά των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων η οποία παρουσιάζει ως κοινή συνισταμένη τη διδασκαλία για το αειπάρθενο της Μαρίας είναι μακρά: καταρχάς, οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες "δεν εκφράζονται διά την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ' ούτε και διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις" ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται για τη Θεοτόκο "νοείται το «Αειπάρθενος»"[83]. Από εκεί και πέρα οι Ωριγένης († 253/4), Γρηγόριος Θαυματουργός († 270), Μέγας Αθανάσιος († 373), Δίδυμος ο Τυφλός († 398), Ιωάννης ο Χρυσόστομος († 407), Επιφάνιος Σαλαμίνος († 404), Κύριλλος Αλεξανδρείας († 444) και πολλοί άλλοι, εκφράστηκαν υπέρ του μετά τόκον, αειπάρθενο της Θεοτόκου[84]. Εκτός όμως της σειράς των πατερικών διατυπώσεων, Οικουμενική επικύρωση έλαβε το αειπάρθενον:

  • α) Με την αναφορά: "ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν" η οποία περιέχεται στον όρο πίστεως της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553) και συγκεκριμένα στον έκτο αναθεματισμό κατά των "Τριών κεφαλαίων", δηλ. κατά των ετεροδοξιών του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης[85].
  • β) Με την αναφορά: "την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες" την οποία βρίσκουμε στον α΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691).

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της Θεοτόκου, ή αλλιώς η αειπαρθενία αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: "α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"[86].

Ο αλόχευτος τόκος της Θεοτόκου

Με τον όρο αλόχευτος τόκος, αναφερόμαστε στην διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, την ανώδυνη γέννα της Θεοτόκου δεν ακολούθησε φυσική λοχεία. Τίποτε "δεν γνώρισε η Μαρία από την παλαιά φυσική γέννηση, γιατί σαν μητέρα λειτουργούσε ως απαρχή στην ανακαινισμένη ανθρωπότητα, στους καινούργιους ρυθμούς στους οποίους μπήκε η φύση των ανθρώπων με την καινοφανή γέννηση του τόκου της"[87]. Τoν αλόχευτον τόκον, τον οποίο ψάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία[88], βεβαιώνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Καν. 79) η οποία μάλιστα ορίζει να αφορίζονται όσοι τιμούν τα λόχια της Θεοτόκου:

"Επειδή ομολογούμε ότι ο θείος Υιός της Παρθένου γεννήθηκε χωρίς λοχεία καθώς και ότι η σύλληψη του ήταν άσπορη και επειδή τα διακηρύσσουμε αυτά σ' όλο το ποίμνιο, όσους από άγνοια κάμνουν κάτι από αυτά που δεν πρέπει τους υποβάλλουμε σε διόρθωση. Γι' αυτό, επειδή κάποιοι ύστερα από τη μέρα της άγιας γέννησης του Χριστού του Θεού μας φαίνεται πως ψήνουν σιμιγδάλι και το μοιράζουν μεταξύ τους με το πρόσχημα τάχα της τιμής της λοχείας της άχραντης Παρθενομήτορος, ορίζουμε να μη γίνεται τίποτε τέτοιο από τους πιστούς. Γιατί αυτό δεν είναι τιμή για την Παρθένο, που γέννησε πάνω από τον ανθρώπινο νου και τη λογική τον αχώρητο στη σάρκα Λόγο, να ορίζουμε δηλαδή και να περιγράφουμε σε γενικές γραμμές τα σχετικά με τον ανέκφραστο τοκετό της σύμφωνα με τα κοινά και όσα συμβαίνουν σ' εμάς. Αν λοιπόν κανείς από τώρα και στο εξής συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, αν είναι κληρικός, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται"[89].

Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Νύσσης: "Τούτου γαρ μόνου χωρίς λοχείας η γέννησις, ώσπερ και χωρίς γάμου η σύστασις. Ου γαρ εστιν επί της αφθόρου τε και απειρογάμου κυρίως το όνομα της λοχείας ειπείν διότι παρθενίας τε και λοχείας ασύμβατα εστι περί την αυτήν τα ονόματα"[90].

Κακοδοξίες περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου[91]

Διάφορες αιρέσεις χρησιμοποιούν συγκεκριμένες βιβλικές λέξεις ή φράσεις μεμονωμένες, για να προσβάλλουν την διδασκαλία του Αειπαρθένου της Θεοτόκου. Τα χωρία και οι λέξεις, που συνήθως σκανδαλίζουν είναι τα εξής:

  • 1) "καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ού έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον" (Ματθ. 1,25). Βάσει του "έως ου" λέγεται ότι ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις, μόνο μέχρι τη γέννηση του Ιησού.

Στην πραγματικότητα, το "έως ου" χρησιμοποιείται για να δείξει αν κάτι συνέβη ή όχι, χωρίς να δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή της καταστάσεως μετά το όριο αυτό, καταλήγοντας μάλιστα να έχει τη σημασία του "διηνεκώς". Για παράδειγμα, στο Β΄ Βασιλ. 6, 23 αναφέρεται: "τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν" και φυσικά, με το σκεπτικό των αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου η Μελχάλ θα έπρεπε να τεκνοποιήσει μετά τον θάνατον της. Επίσης, στο Ματθ. 28,20 γράφει: "ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τού αιώνος". Μήπως αυτό θα σήμαινε ότι μετά, δεν θα βρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Παρόμοια Γραφικά χωρία υπάρχουν αρκετά.

  • 2) Στο παραπάνω χωρίο (Ματθ. 1,25), υπάρχει η λέξη "πρωτότοκος" και υποστηρίζεται ότι ο Ιησούς υπήρξε απλώς ο πρώτος που γεννήθηκε, αλλά στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα παιδιά.

Είναι γνωστό ότι, η λέξη "πρωτότοκος" στην Αγία Γραφή λαμβάνει ποκιλία ερμηνειών και δηλώνει είτε τον πρώτο γεννηθέντα μεταξύ αδελφών όπως στο Γεν. 35,23, είτε τον μονογενή όπως στο Εβρ. 1,6 (αφού ο Θεός δεν έχει υστερότοκα παιδιά), είτε τον εκλεκτό όπως στο Εβρ. 12,6. Παρομοίως, στο Σοφ. Σολ. 7,1, ο Αδάμ καλείται πρωτόπλαστος, χωρίς να υπάρχει δευτερόπλαστος, αφού είναι ο μόνος που πλάστηκε. Σημαντικότερο όλων είναι ότι "άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ' ως τον μόνον, τον Μονογενή"[92]. Άλλωστε θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Καινή Διαθήκη σε κανένα σημείο δεν μιλάει για τέκνα της Μαρίας, ώστε να δεχθούμε ότι ο Ιησούς ήταν πρωτότοκος μεταξύ πολλών παιδιών της.

Η Θεοτόκος (Γλυκοφιλούσα). Ένταση προκλήθηκε τον 5ο αιώνα, από τη διδασκαλία του Νεστορίου να μη θεωρείται η αειπάρθενος Μαρία, Θεοτόκος
  • 3) Κάποτε, τα ιερά κείμενα αποκαλούν τον Ιωσήφ "άνδρα της Μαρίας" (Ματθ. 1, 16) και την 'Μαρία "γυναίκα του Ιωσήφ" (Ματθ. 1, 20 και 24). Το "άνδρα" και "γυναίκα" σημαίνει κατά τους αιρετικούς, ότι η Μαρία, μετά τη γέννηση του Ιησού, γέννησε και άλλα τέκνα με τον Ιωσήφ, ως άνδρα της.

Στην πραγματικότητα, όπως βλέπουμε στα χωρία Αποκ. 21,2 και Λουκ. 2,5, στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται το ανήρ και γυνή ακόμη και για τον χρόνο της μνηστείας, χωρίς να αναφέρονται σε συζυγική συνάφεια, οπότε καμμία βεβαιότητα γι αυτό δεν μπορούμε να έχουμε. Επίσης, μετά τον τοκετό, είναι εμφανής στην Αγία Γραφή η απόσταση μετάξύ Ιωσήφ και Μαρίας αφού αναφέρεται ότι ο Ιωσήφ "παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού" (Ματθ. 2,14.21) και όχι τη σύζυγό του.

  • 4) Το γνωστό πρόβλημα των αδελφών του Ιησού.

Εκτός από το γεγονός που προαναφέρθηκε, ότι δηλ. στην Καινή Διαθήκη πουθενά δεν αναφέρονται παιδιά, ως τέκνα της Μαρίας, ήδη από τον 4ο αιώνα τίθεται το ερώτημα: εάν η Παρθένος είχε πράγματι και άλλα παιδιά, για ποιο λόγο ο αποθνήσκων επί του σταυρού Ιησούς να εμπιστευτεί τη μητέρα του στον Ιωάννη (Ιω. 19,26-27); Όπως αναφέρει ο Επιφάνιος "ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, εις τα ίδια ανεχώρει, ου προς τον αλλότριον"[93]. Και βέβαια, μια σειρά αντεπιχειρημάτων έχει διατυπωθεί για το θέμα των "αδελφών του Ιησού" τους/τις οποίους/ες, "η ορθόδοξη ανατολική παράδοση δέχεται...ως παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο"[94] :

  1. Ο Ιησούς δωδεκαετής, απέκρουσε, ότι είναι γιος του Ιωσήφ (Λουκ. 2,49).
  2. Ο Ιησούς διεκήρυσσε ως πατέρα του το θεό (Ιω. 5,1-7).
  3. Οι ίδιοι οι αδελφοί του Ιησού "Ουδέ...επίστευον εις αυτόν" (Ιω. 17,3-5).
  4. Ο Ιάκωβος ξεκινά την επιστολή του ως εξής: "Ιάκωβος, θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος" (Ιακ. 1,1). Αν ήταν πράγματι αδελφός του Ιησού, εκτός ότι θα ήταν ανέκαθεν πιστός, θα έγραφε ότι είναι αδελφός του Χριστού ώστε να δώσει κύρος στα λεγόμενά του.
  5. Το ίδιο ισχύει και για τον Ιούδα ο οποίος ξεκινά γράφοντας: "Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου", και για να προσδώση κύρος στον εαυτό του, επικαλείται την ιδιότητά του ως αδελφός του Ιακώβου, και δεν αναφέρει ότι είναι αδελφός του Ιησού.
  6. Ο Ιωάννης μαρτυρά για τον Ιησού ότι "ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός" (Ιω. 1,14).
  7. Επίσης, ο Ιωάννης, ο υιός Ζαχαρίου, μαρτυρά ότι "καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτος εστιν ο υιος του θεού" (Ιω. 1,33).
  8. Ο Απόστολος Παύλος μαρτυρά για τον Χριστό ότι "ου κατά νόμον εντολής σαρκικής γέγονεν, αλλά κατά δύναμιν ζωής ακατάλυτου" (Εβρ. 7,16).
  9. Ο Απόστολος Πέτρος μαρτυρά για τον Ιησού ότι "εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ' επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος...φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός...ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού..." (Β΄ Πέτρ. 1,16-18)[95].

Καινοτομίες των Ρωμαιοκαθολικών για τη Θεοτόκο και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Όπως προείπαμε, αν και σε κάποια ζητήματα που αφορούσαν την Θεοτόκο, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[96], στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[97], γεγονός το οποίο δείχνει μια προσπάθεια μονομερούς[98] ανάπτυξης Μαριολογίας από τους δυτικούς, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα, οδηγώντας την λατινική εκκλησία σε επικύρωση διδασκαλιών χωρίς Οικουμενική μαρτυρία[99].

Το περί ασπίλου συλλήψεως δόγμα

Με απλά λόγια, το δόγμα αυτό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ("ανακηρύχτηκε ως δόγμα από τον Πάπα Πίο Θ΄ τό 1854"[100]), μολονότι μερικές φορές συγχέεται λανθασμένα με το αειπάρθενο της Θεοτόκου[101], στην πραγματικότητα υποστηρίζει τα εξής: ότι κατά τη σύλληψη της στην κοιλία της μητέρας της, η Μαρία, είχε ειδικά απαλλαγεί με θεϊκή παρέμβαση από την κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος στο οποίο, ως ανθρώπινο ον, διαφορετικά θα υπέκειτο. Ήταν δηλαδή σαν, γι' αυτήν ειδικά, να μην είχε συμβεί η Πτώση. Σ' αυτή την άποψη, οι Ορθόδοξοι απαντούν "ότι παρόμοιο δόγμα δεν μπορεί να αποδειχθεί από την Γραφή ή την Παράδοση και ότι επιπλέον αντιφάσκει προς τη διδασκαλία, που διδάσκεται από ολόκληρη την Εκκλησία, ότι οι συνέπειες της Πτώσεως επηρεάζουν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος"[102]. Όπως διατυπώνει στην απάντησή της, η "Εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄", από τα διάφορα καινοφανή διδάγματα, μεταξύ των οποίων και η διδασκαλία για "την άσπιλον σύλληψιν της αειπαρθένου...αποδεικνύεται...ότι η ανατολική και ορθόδοξος καθολική του Χριστού Εκκλησία κρατεί τα αρχαιοπαράδοτα δόγματα, κοινώς τότε εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει ομολογούμενα, και ότι η Δυτική διέστρεψεν αυτά διά ποικίλων νεωτερισμών"[103]. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υφίσταται η πίστη στην "άφθορον σύλληψιν" του Χριστού και όχι στην '"άσπιλον σύλληψιν" της Θεοτόκου[104].

Ασφαλώς, το δόγμα αυτό σχετίζεται, κατά ένα μέρος, με τον βαθμό αναμαρτησίας της Θεοτόκου. Πράγματι, η Μαρία υπήρξε η πρώτη η οποία πραγμάτωσε όλες τις ιδιότητες της αγιότητας[105]. Κατ' αυτό τον τρόπο αποδίδεται στη Θεοτόκο και σταθεροποιείται γι αυτήν η προσωνυμία Παναγία ή και αγιωτέρα των αγίων, όπως αναγνωρίζουν οι Πατέρες της Παραδόσεως[106]. Όσο όμως κι αν θεωρούν σημαντικό τον πλήρη εξαγνισμό της Μαρίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί το "μυστήριον της σαρκώσεως του Λόγου", εν τούτοις, διδάσκουν ότι το Άγιο Πνεύμα "επενήργησε και το μυστήριον του κατά πάντα αγιασμού αυτής...αλλά πάντες τον εξαγνισμόν τούτον...θεωρούν γενόμενον μετά την γέννησιν αυτής και δη κατά τον Ευαγγελισμόν"[107], σε αντίθεση με τις απόψεις των δυτικών σχολαστικών και κυρίως του Θωμά Ακινάτη (13ος αι.) ο οποίος πλησίαζε προς το περιεχόμενο του δόγματος της ασπίλου συλλήψεως[108]. Στην πραγματικότητα, η δυτική θεολογική λογική "επέβαλε την άρση αυτής της ενοχής" του προπατορικού αμαρτήματος, "για να είναι η Μαρία αμέτοχη, σε τούτο το ρύπο και την ενοχή, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. Ωστόσο η ορθόδοξη θεολογία δεν έχει κανένα παρόμοιο πρόβλημα, μια και δεν δέχεται καμιά κληρονομική ένοχη στους απογόνους του Αδάμ, παρά μονάχα την κληρονόμηση της αρρώστιας, της φθοράς και του θανάτου"[109]. Όλοι οι αρχαίοι Πατέρες και Διδάσκαλοι, δεν έπαυαν να διδάσκουν ότι η Μαρία "συγκαταλέγεται και μεταξύ των ανθρώπων, των κληρονομησάντων ελλείψεις και αδυναμίας από της πτώσεως...από της οποίας μόνος απηλλαγμένος, επομένως δε και όλως αμέτοχος των συνεπειών ταύτης, τυγχάνει ο...σαρκωθείς και ενανθρωπήσας Κύριος, Σωτήρ πάντων των ανθρώπων"[110].

Τo δόγμα της Μεταστάσεως της Θεoτόκoυ

Η κοίμηση της Θεοτόκου

Η διδασκαλία αυτή ("θεσπίστηκε το 1950 με επίσημη διακήρυξη του πάπα Πίου IB΄"[111]) "αποτελεί νεόκοπο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας", σύμφωνα με το οποίο, "η Θεοτόκος δεν πέθανε φυσικώς, αλλ' όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, ο Θεός τη μετέστησε ένσωμη στη θεία Βασιλεία του", για την Ορθόδοξη όμως Παράδοση, η διδασκαλία αυτή "είναι σωστή στην ιδέα της ένσωμης μεταστάσεως, εσφαλμένη δε, ως προς το στοιχείο του θανάτου της Θεομήτορος, το οποίο αρνείται"[112]. Οι Ορθόδοξοι δέχονται "—αν και όχι ενιαίως— τη μετάσταση της Θεοτόκου, της οποίας όμως προηγήθη ο σωματικός θάνατος" τον οποίο εορτάζουν "ως «Κοίμησιν» αυτής στις 15 Αυγούστου"[113]. Αυτό όμως το δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το πρόσωπο της Θεοτόκου, δηλαδή η ενσώματη μετάσταση της, "δεν έχει ουσιαστική ομοιότητα με τη σχετική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρώτα πρώτα τούτο το δόγμα είναι φυσική συνέπεια και συνέχεια της άσπιλης σύλληψης, ενώ στην ορθόδοξη πράξη δεν υπάρχει πουθενά τέτοιος δεσμός. Εφόσον, κατά τη ρωμαιοκαθολική θεολογία, η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ' αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη"[114]. Το στοιχείο όμως του θανάτου του σώματος της Θεοτόκου, είναι πολύ σημαντικό για την ορθόδοξη θεώρηση της μεταστάσεως: "το να δεχτεί κανείς ότι η Θεοτόκος δεν πέθανε —όπως κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί— είναι σαν να την αποκόπτει από την ιστορικότητα της και τη φυσική της συνέχεια στη φύση του Αδάμ. Αυτό όμως πλήττει την αλήθεια της και την αυθεντική θέση που κατέχει στο λυτρωτικό κύκλο του αχράντου Τόκου της"[115].

Υποσημειώσεις

  1. Ωριγ. PG 17,321Α.
  2. Ωριγ. PG 17,329C.
  3. Γρηγ. Νύσσης PG 46,1176B.
  4. Εφραίμ Σύρου, Ευχαί, στο Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμ. 6, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 351.
  5. Ιω. Χρυσοστ. PG 61,724.
  6. Επιφαν. Πανάριον, Αίρεσις οη΄, 5.
  7. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 113.
  8. Θεοδώρου Ανδρέας, ό.π.
  9. Κοντάκιον, στα προεόρτια γεννήσεως θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 488.
  10. Στιχηρά Ιδιόμελα σε ήχο πλ. Β', εις το Γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 489.
  11. Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57.
  12. «Θεοτόκος», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  13. «Θεοτόκος», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  14. Ακάθιστος Ύμνος, Α΄ στάσις, «Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού», έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 107.
  15. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 133.
  16. Ιω. Δαμασκ. PG 96,656Α.
  17. Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 90.
  18. "Μαρία" ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 656.
  19. "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 627.
  20. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 628.
  21. Holzner Joseph, Παύλος, έκδ. 8η, Δαμασκός, Αθήνα 1972, σελ. 389.
  22. Λουκ. 2,19: Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση, 7η έκδ., Αθήνα 2003, σελ. 171.
  23. Holzner Joseph, Παύλος, ό.π.
  24. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 295.
  25. Ματσούκας, ό.π.
  26. Ματσούκας, ό.π., σελ. 295-296.
  27. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 125.
  28. Μεταφρασμένο παράθεμα από την Επιστολή #101, στο Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π.
  29. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205.
  30. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 291.
  31. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, ό.π., σελ. 267.
  32. Ματσούκας, Ορθοδοξία και Αίρεση..., ό.π., σελ. 293.
  33. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, ό.π., σελ. 266.
  34. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, ό.π., σελ. 293.
  35. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, ό.π., σελ. 294.
  36. Ιω. Δαμασκ. PG 96,656Α.
  37. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 668-669.
  38. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 669.
  39. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 671.
  40. Φλορόφσκυ, ό.π.
  41. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 205.
  42. Φλορόφσκυ, στο ίδιο.
  43. "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 667.
  44. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 126.
  45. -Η Θεοτόκος-, Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 114.
  46. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 127.
  47. Για παράδειγμα, οι Γνωστικοί δίδασκαν ότι ο Χριστός γεννήθηκε «per virginem» δηλαδή διά της Παρθένου ("ως διά σωλήνος": Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 307) και όχι «ex virgine δηλαδή εκ της παρθένου όπως είναι η Ορθόδοξη διατύπωση (βλ. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 206).
  48. Ματθ. 1,18. 13,55. Μάρκ. 3,31-32. Λουκ. 2,33 κ.ά.
  49. Λουκ. 1,31.
  50. Ματθ. 1,20.
  51. Λουκ. 1,43. Η παραπάνω αγιογραφική επιχειρηματολογία βρίσκεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205-206.
  52. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 206.
  53. Κοντοστεργίου Δέσποινα, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 185.
  54. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 93-94.
  55. Δαμασκηνός Ιωάννης, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 496 (υποσημ. #297).
  56. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 435.
  57. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 496 (υποσημ. #297).
  58. Ματσούκας Α. Νίκος, Το πρόβλημα του κακού - Δοκίμιο πατερικής θεολογίας, 3η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 157.
  59. Περί των 8 λογισμών της κακίας, στο Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 1ος, εκδ. Ε', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 95.
  60. PG 49,303.
  61. "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.
  62. Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.
  63. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 135.
  64. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 136.
  65. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  66. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 628.
  67. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο, στ. 629.
  68. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π.
  69. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο.
  70. "Εβιωναίοι", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 292.
  71. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 208.
  72. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 671.
  73. ΘΗΕ, ό.π.
  74. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 672.
  75. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 209-210.
  76. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 210.
  77. PG 94, 1161 ΑΒ.
  78. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 464.
  79. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, ό.π., σελ. 115.
  80. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  81. PG 46,396D-397A.
  82. "Aντιδικομαριανίται", ΘΗΕ, τόμ. 2 (1963), στ. 862-863.
  83. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 469.
  84. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 469-470.
  85. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 194.
  86. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 464. Στο άρθρο αυτό (στ. 464-472) ο Στυλιανός Παπαδόπουλος αναλύει σε βάθος όλα τα σχετικά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και καταγράφει την πλήρη γραμμή της Ορθόδοξης Πατερικής και Υμνογραφικής Παράδοσης στο ζήτημα της Αειπαρθενίας.
  87. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 71.
  88. Θεοδώρου, ό.π., σελ. 275.
  89. Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, Κώδικας Ιερών Κανόνων (Κείμενο - Ερμηνεία - Σχόλια)', έκδ. Γ', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 153.
  90. Εις τo Άσμ. των Ασμάτων, PG 44,1053Α.
  91. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 465-467.
  92. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 467.
  93. PG 42,716Α.
  94. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 630, υποση. #1.
  95. Για την πλήρη επιχειρηματολογία βλ.: "Αδελφοί του Ιησού", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 391-395.
  96. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 671.
  97. ΘΗΕ, ό.π.
  98. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει ξεχωριστή "Θεοτοκολογία" ή "Μαριολογία" (Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, ό.π., σελ. 295.
  99. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 672.
  100. Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 410.
  101. Φούγιας Γ. Μεθόδιος (Μητροπολίτης Πισιδίας), Ορθοδοξία Ρωμαιοκαθολικισμός & Αγγλικανισμός (μτφρ. από τη β' Αγγλική έκδοση), Λιβάνης, Αθήνα 1996, σελ. 296.
  102. Φούγιας, Ορθοδοξία..., ό.π.
  103. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 935.
  104. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 121.
  105. Ιωάν. Χρυσ., PG 49,296. 303. 318. Eπιφάν., PG 42, 713D. 725Β.
  106. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 673.
  107. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), ό.π.
  108. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 674.
  109. Ματσούκας, Δογματική..., τόμ. Β', ό.π., σελ. 296.
  110. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), ό.π.
  111. Ματσούκας, Δογματική..., τόμ. Β', ό.π., σελ. 296.
  112. Θεοδώρου, ...Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, ό.π., σελ. 121-122.
  113. Θεοδώρου, ...Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, ό.π., σελ. 122.
  114. Ματσούκας, Δογματική..., τόμ. Β', ό.π., σελ. 297.
  115. Θεοδώρου, ...Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, ό.π., σελ. 122.

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 119-125.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 112-119.
  • "Θεομητορικαί εορταί", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 274-276.
  • "Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Θεοτόκος", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Οι πληροφορίες των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων για την Πανάγια», στο Βιβλικές Μελέτες Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 (σελ. 260-281).
  • "Μαρία η Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 40, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Μαρία η Θεοτόκος", Κολιτσάρας Θ. Ιωάννης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, 'Η Ζωή', 2η έκδ., Αθήναι 1998, σελ. 219-222.
  • "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 649-722.
  • "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 627-633.
  • "Παναγία", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 91-96.
  • Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 89-119.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 204-216.
  • Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57-92.
  • Φίλης Χαρ. Λουκάς, Η Αξία των Καταλόγων του Γενεαλογικού Δένδρου του Ιησού Χριστού, Αθήνα 1978, σελ. 19-23.
  • Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Η αειπάρθενος μητέρα του Θεού», στο Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989 (σελ. 125-139).
  • Ιωάννου Δαμασκηνού, «Η Θεοτόκος», Κείμενο-Εισαγωγή-Σχόλια: Αθανάσιος Γέφτιτς, Μετάφραση: Μάινας, Τριανταφυλλόπουλος, Χιωτέλλη, Σταθόπουλος, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995.