Τερτυλλιανός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κόιντος Σεπτίμιος Φλορένς Τερτυλλιανός (στη λατινική, Quintus Septimius Florens Tertullianus), ή απλά Τερτυλλιανός (155/160 - 223/240) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εκκλησίας κατά τα τέλη του 2ου, με αρχές 3ου αιώνα. Έδρασε στην περιοχή της Β. Αφρικής και η συμβολή του υπήρξε σημαντική, αφενός διότι υπήρξε ο πρώτος θεολόγος που έγραψε στα λατινικά, αφετέρου για την ορολογία την οποία χρησιμοποίησε. Χαρακτηρίζεται ως απολογητής και αντιρρητικός συγγραφέας και υπήρξε φλογερός κήρυκας, οπαδός των ενθουσιαστικών τάσεων και της άκαμπτης ηθικής αυστηρότητας. Τελικώς μεταστράφηκε στο Μοντανισμό, και παρά το θορυβώδη βίο του, πέθανε στην αφάνεια.

Ο βίος του

Το βιογραφικά στοιχεία που διαθέτουμε για τον Τερτυλλιανό είναι λίγα. Γεννήθηκε από εθνικούς γονείς, ενώ σπούδασε και έδρασε στην Καρθαγένη (Καρχηδόνα) της Β. Αφρικής[1]. Η παιδεία του ήταν λατινική και ελληνική, αλλά σε εμάς διασώζονται μόνο τα λατινικά συγγράμματα. Με βάση το έργο του διαφαίνεται ότι είχε πραγματοποιήσει σπουδές στη νομική, τη ρητορική, την ιατρική και τη στωική φιλοσοφία. Ήταν έγγαμος και στα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στη Ρώμη, διάγοντας άσωτο βίο[2].

Η ζωή του και η δράση του, τοποθετούνται μεταξύ 155/160 και 223[3], ενώ κατά άλλους φτάνει μέχρι και το 240[4]. Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό κατά τον ίδιο, προήλθε από τη γενναιότητα που επιδείκνυαν οι χριστιανοί ενώπιον του μαρτυρίου. Δε μπορεί όμως να καθοριστεί με ακρίβεια, αν και τοποθετείται μεταξύ 193-195[5][6]. Έτσι ο βίος του σήμερα διαχωρίζεται σε τρεις περιόδους. Στην καθολική περίοδο (περ. 195-205), την ημι-μοντανιστική περίοδο (205-212) και τη μοντανιστική (212 ως τέλος)[7]. Βασικός στόχος του απέβη να αποστομώσει τους πολεμίους της εκκλησίας, συγγράφοντας έργα, που είδαν το φως μεταξύ των ετών 196 και 212. Ο Τερτυλλιανός μολονότι τελικά δημιούργησε τόσο θόρυβο και προβλήματα στην εποχή του, πέθανε στην αφάνεια, άγνωστο πότε, εκτός εκκλησίας και πιθανώς απογοητευμένος από το μοντανισμό[8].

Ο Τερτυλλιανός εμφανίζεται σε μία εποχή όπου ανθούν σε τέσσερα μεγάλα κέντρα τις εποχής ισάριθμες σπουδαίες προσωπικότητες. Μαζί με αυτόν οι Ειρηναίος Λυώνος, Κλήμης Αλεξανδρείας και Ιππόλυτος Ρώμης, αναλαμβάνουν να θεμελιώσουν το χριστιανικό μήνυμα στα σημαντικότερα κέντρα της εποχής. Ο ίδιος εκφράζει μία προσπάθεια ακραίας επιθετικής τακτικής εκμηδενισμού των αντιπάλων της εκκλησίας, φτάνοντας τελικά στο σημείο να καταπολεμήσει και την ίδια την εκκλησία[9]. Εκφράζει επίσης το όραμα μιας τέλειας ηθικής κοινωνίας και της ελεύσεως του παρακλήτου.

Κρίνοντας το έργο του Τερτυλλιανού θα λέγαμε πως δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τη Δύση να βρει τον ορθό θεολογικό δρόμο. Έδωσε όμως τα γλωσσικά όργανα που είχε ανάγκη, τη θεολογική λατινική της ορολογία, η οποία δεν επαρκούσε. Αναμφισβήτητα υπήρξε πληθωρική και σπουδαία μορφή, γι αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε πως χάρη στη συμβολή του, η Καρχηδόνα στην εποχή του, γίνεται το σημαντικότερο κέντρο των χριστιανικών γραμμάτων στη Δύση[10]. Άλλωστε υπήρξε διδάσκαλος της κατηχητικής σχολής της περιοχής[11].

Για το βίο του Τερτυλλιανού, πρέπει να ειπωθεί πως υπάρχουν πηγές πλείστες σε μυθικά και υπερβολικά στοιχεία. Νεώτεροι ερευνητές με προεξάρχοντα τον T.D. Barnes απήλλαξαν τελικά τα στοιχεία τα οποία χάλκευαν την προσωπικότητα του μεγάλου συγγραφέα. Έτσι σήμερα αμφισβητείται πως ήταν γιος Ρωμαίου αξιωματούχου, διακεκριμένος νομικός[12] καθώς και πως δημιούργησε δική του ομάδα ακολούθων[13], ενώ γνωρίζουμε πως δε χειροτονήθηκε ιερέας[14][15].

Το έργο του

Θεώρηση

Η εσωτερική και προσωπική πνευματική πορεία του Τερτυλλιανού μας είναι άγνωστη. Παρόλα αυτά μέσα από το έργο του μπορούμε να συνάγουμε σαφή στοιχεία για το χαρακτήρα του[16]. Ο Τερτυλλιανός λοιπόν μέσα από το έργο του προβάλλει την τέλεια ζωή, το θάρρος, την αγωνιστικότητα, τη γενναιότητα. Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό συνέπεσε δε, με την έκρηξη του προφητικού κινήματος του Μοντανισμού, κάτι που φαίνεται πως τον επηρέασε και γι αυτό τελικά προσχώρησε στις τάξεις του. Γι αυτό φαίνεται πως δε γεύθηκε το ρεαλισμό της εκκλησίας και τη συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων[17]. Η μετριότητα ήταν ο εχθρός του και η εκκλησία γι αυτόν προφανώς συνιστούσε μία τέτοια κατάσταση.

Το έργο του χαρακτηρίζεται από μερικές βασικές παραμέτρους. Τέτοιες είναι ο πολεμικός χαρακτήρας και η νομική σκέψη, σε ότι αφορά την έκθεση της διδασκαλίας του, αλλά και η ρητορική και η γενικότερη φιλοσοφική κατάρτιση η οποία βοηθά τη δομή της. Ο ίδιος διαφαίνεται ως ένας αντιαιρετικός, διδακτικός και ηθικολόγος διδάσκαλος, ο οποίος με δριμύ και πολεμικό ύφος, ενεργεί εκστρατεία ενάντια στους αντιπάλους του χριστιανισμού με σκοπό να τους αποστομώσει και να τους εξουθενώσει[18]. Χρησιμοποιεί εργαλεία όπως η ειρωνεία, η σοφιστεία, τη δικανική επιχειρηματολογία όντας οξύς και οργισμένος. Όπλα του αποβαίνουν η ρητορεία και ο δικανισμός[19]. Ο Θεός φερ ειπείν κατανοείται ως νομοθέτης, η σωτηρία ως πειθαρχεία, ακόμα και η αποστολική διαδοχή νομιμοποιεί τη συνέχεια της εκκλησίας και κατανοείται υπό το πρίσμα του δικανισμού και όχι τόσο ως ιστορικό και θεολογικό επιχείρημα.

Η δεύτερη σοφιστική είναι το ρητορικό σχήμα που κυρίως χρησιμοποιεί. Αναμφισβήτητα μέσα από το έργο του διακρίνεται η θαυμάσια ρητορική του ικανότητα[20], κάτι που προϋποθέτει ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο. Η φιλοσοφία γενικότερα απορρίπτεται από τον Τερτυλλιανό, καθότι οι φιλόσοφοι έχουν διαστρέψει την αλήθεια. Παρόλα αυτά αναγνωρίζει στην ανθρώπινη δύναμη να σχηματίζει αμυδρή εντύπωση περί θεού. Από τη Στοά μάλιστα δέχτηκε εισήγαγε έννοιες όπως η έννοια της φύσεως, ενώ διακρίνεται και μία σχετική επιρροή από τον μεσο-Πλατωνικό Αλβίνο[21].

Σε ότι αφορά το ύφος του, αυτό θεωρείται δυνατό, μοναδικό και παλλόμενο[22]. Έχει ενθουσιασμό, οργή και δε χαλιναγωγείται γινόμενο εριστικό και φτάνοντας ακόμα και σε ύβρεις[23]. Αυτοχαρακτηρίζεται ανυπόμονος, παρόλα αυτά είναι διαυγής και διεισδυτικός. Συγγραφικά μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ιδιοφυΐα[24].

Γλώσσα

Ο Τερτυλλιανός είναι ο πρώτος συγγραφέας που έγραψε στα λατινικά, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μεγάλο αριθμό νέων λέξεων[25]. Η θεολογική γλώσσα στα λατινικά στην εποχή του, είναι βέβαιο πως δεν επαρκούσε, εξού και δανείστηκε όρους από τη φιλοσοφία και κυρίως τα νομικά.

Η χρήση της λατινικής γλώσσας τον τοποθετεί ανάμεσα στους κορυφαίους δεξιοτέχνες. Είναι αριστοτεχνικός χειριστής της, συνάμα δε και δημιουργός. Στην ουσία δημιούργησε ως ένα βαθμό τη χριστιανική λατινική ορολογία με τη βοήθεια της καθομιλουμένης και των τύπων των οποίων ο ίδιος έπλαθε[26]. Έτσι δίνει μία ζωντανή γλώσσα στην εκκλησία, με στόχο τη γλωσσική ακρίβεια.

Σε μερικά σημεία η σκέψη του είναι ασαφής και δυσνόητη[27], αν και είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια. Το ύφος του είναι σκοτεινό, κάτι που τον οδηγούσε ορισμένες φορές σε ασυνταξίες και έλλειμμα καλλιέπειας.

Ο Τερτυλλιανός χαρακτηρίζεται ως ο δεύτερος μεγαλύτερος πατέρας της δυτικής θεολογίας, μετά τον ιερό Αυγουστίνο. Η αξία του έργου εντοπίζεται ιδιαίτερα σε μεταγενέστερους θεολόγους οι οποίοι υιοθέτησαν την ορολογία του, αλλά και το νομικό πνεύμα του.

Συγγράμματα

Ο Τερτυλλιανός έγραψε πληθώρα συγγραμμάτων τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά, με τα ελληνικά όμως να έχουν απολεσθεί. Το εύρος των συγγραμμάτων, αλλά και η ποικιλία των θεμάτων που τον απασχολούν τον συνιστούν ως το μεγαλύτερο λατίνο συγγραφέα μέχρι τα μέσα του Δ΄ αιώνα.

Τα συγγράμματά του θα παρατεθούν χρονολογικά όπως υπό τον Barnes επιχειρήθηκε, με κύριο στόχο να διαφανεί και η πνευματική πορεία και προβληματισμός του συγγραφέα.

  • De spectaculis (Περί θεαμάτων) [196-197]: Σκοπός του έργου είναι η απαγόρευση προς τους χριστιανούς να παρακολουθούν θεάματα
  • De idololatria (Περί ειδωλολατρίας) [196-197]: Πραγματεία που τονίζει την αποφυγή θυσιών στα είδωλα, αλλά και υπηρεσιών προς το κράτος και στρατό.
  • De cultu flaminarum II (Περί στολισμού των γυναικών) [196-197]: Συνετάχθη με σκοπό να καταδικάσει το στολισμό των γυναικών.
  • Ad nationes (Προς τα έθνη) [197]: Απολογητικό σύγγραμμα με σκοπό να απαντήσει στις εξ εθνικών κατηγορίες
  • Adversus Judaeos (Κατά Ιουδαίων) [197]: Σύγγραμμα που έχει ως σκοπό να καταδείξει ότι ο νόμος της ΠΔ διαρκούσε μέχρι την έλευση του Χριστού.
  • Ad martyras (Προς μάρτυρας) [197]: Έργο με στόχο να ενθαρρύνει τους μάρτυρες της πίστεως.
  • Apologeticum (Απολογητικός) [197-198]: Αποτελεί από τα σπουδαιότερα έργα. Είναι απολογητικής φύσεως και κατ ουσίαν επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα των απολογητών του β΄ αιώνος. Το έργο αυτό διακρίνεται από δικανικό και λαϊκόφιλοσοφικό πνεύμα
  • De tistomonio animae (Περί μαρτυρίας ψυχής) [198]: Αναπτύσσει την ιδέα ότι η ψυχή είναι από τη φύση της χριστιανική και ομιλεί για την ενότητα του Θεού.
  • De baptismo (Περί βαπτίσματος) [198-203]: Πραγματεία περί του βαπτίσματος και της απαραίτητης τέλεσής του.
  • De oratione (Περί προσευχής) [198-203]: Ερμηνεύει την Κυριακή προσευχή και πραγματοποιεί γενικότερες υποδείξεις περί προσευχής.
  • De poenitentia (Περί μετανοίας) [198-203]: Έργο που υποστηρίζει ότι η μετάνοια είναι μία και προ του βαπτίσματος. Η εκκλησία θα μπορούσε να δεχτεί και μία δεύτερη μετά, εφόσον προηγηθεί δημόσια εξομολόγηση.
  • De patientia (Περί υπομονής) [198-203]: Εκθειάζει την αρετή της υπομονής.
  • Ad uxorem (Προς την σύζυγον) [198-203]: Σύγγραμμα προς τη γυναίκα του ώστε να μείνει χήρα μετά το θάνατό του ή κατελάχιστον να παντρευτεί χριστιανό.
  • De praescriptione haereticum (Περί ενστάσεως κατά των αιρετικών) [203]: Αποτελεί το έργο το οποίο αποτελεί το κορύφωμα της δικανικής σκέψης του Τερτυλλιανού. Βασικές γραμμή του βιβλίου είναι πως μόνοι αληθινοί κήρυκες του ευαγγελίου είναι οι Απόστολοι οι οποίοι εμπιστεύτηκαν τη διδασκαλία τους στις εκκλησίες που ίδρυσαν, ενώ οι αιρετικοί δε νομιμοποιούνται να εγείρουν αξιώσεις στη διδασκαλία του Χριστού και της Αγίας Γραφής. Υπάρχει επίσης κατάλογος 32 αιρέσεων.
  • Scorpiace (Σκορπιακόν) [203-204]: Σύγγραμμα το οποίο τονίζει της αξία του μαρτυρίου που απέρριπταν οι γνωστικοί.
  • Adversus Hermogenum (Καρά Ερμογένους) [204-205]: Καταφέρεται ενάντια στο επιχείρημα του Ερμογένη, που αρνιόταν τη δημιουργία.
  • De pallio (Περί Τρίβωνος) [205]: Μικρό σαρκαστικό έργο κατά των κατηγόρων του, διότι φορούσε φιλοσοφικό τρίβωνα και όχι ρωμαϊκή τήβεννο.
  • De cultu feminarum I (Περί στολισμού των γυναικών) [205-206]: Απορρίπτει το στολισμό της γυναίκας ως δαιμονική ενέργεια.
  • De carne Christi (Περί της σαρκός του Χριστού) [206]: Αναιρεί τη δοκητική πλάνη περί φαινομενικού σώματος του Χριστού.
  • Adversus Valentianos (Κατά βαλεντινιανών) [206-207]: Διακωμωδεί το γνωστικό Βαλεντίνο και τους οπαδούς του, τους περιφορνεί και τους σαρκάζει, δίχως να εισέρχεται σε συστηματική αναίρεση των απόψεών του.
  • De anima (Περί ψυχής) [206-207]: Σύγγραμμα που στοχεύει να αναιρέσει τις γνωστικές αντιλήψεις περί ψυχής.
  • De resurrectione mortuorum (Περί της αναστάσεως των νεκρών) [206-207]: Έργο που έχει στόχο να αποδείξει το αληθές της αναστάσεως των νεκρών.
  • Adversus Marcionem (Κατά Μαρκίωνος) [207-208]: Είναι έργο που αποτελείται από 5 βιβλία και αποτελεί το εκτενέστερο έργο του. Υποστηρίζεται η ταυτότητα του αγαθού και δημιουργού Θεού, η ταυτότητα του Μεσσία της ΠΔ και του Χριστού και καταπολεμεί τις γενικότερες αντιλήψεις του Μαρκίωνα. Αποτελεί εξαντλητική αναίρεση των θέσεών του.
  • De corona militis (Περί στεφάνου στρατιωτών) [208]: Καταδικάζει τη στέψη των στρατιωτών και την υπηρεσία των πιστών στον στρατό.
  • De exhortatione castitatis (Περί προτροπής εις αγνείαν) [208-209]: Σκοπό τους έργου να πείσει ένα χήρο φίλο του να μην παντρευτεί δεύτερη φορά, διότι θα αποτελούσε είδος πορνείας.
  • De fuga in persecutione (Περί φυγής και διωγμών) [208-209]: Ως μοντανιστής, καταδικάζει τη φυγή των μελών της εκκλησίας σε εποχή διωγμών.
  • De virginibus velandis (Περί του καλύμματος των παρθένων) [208-209]: Ηθικιστικό έργο που προσδιορίζει με ποιο τρόπο πρέπει οι γυναίκες να φορούν το κάλυμμα της κεφαλής (οι άγαμες νέες), το μήκος, το πλάτος κ.α.
  • Adversus Praxeam (Κατά Πραξέα) [210-211]: Ίσως το σημαντικότερο θεολογικό έργο του. Καταπολεμεί τον μοναρχιανό πατροπασχίτη Πραξέα ως υπαίτιο της καταδίκης του Μοντανού, από τον επίσκοπο Ρώμης. Επιχειρεί είδος τριαδολογίας, που είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη.
  • De monogamia (Περί μονογαμίας) [210-211]: Αυστηρά μοντανιστικό έργο που καταδικάζει το δεύτερο γάμο.
  • De jejunio (Περί νηστείας) [210-211]: καταδικάζει τους πιστούς της εκκλησίας που αρνούνται τη νηστεία των μοντανιστών και υπερασπίζεται τη διδασκαλία τους.
  • De pudicitia (Περί αγνείας) [210-211]: Ειρωνεύεται πλέον τη δεύτερη μετάνοια στους κόλπους της εκκλησίας και διαφαίνεται η γενικότερη μεταστροφή των αντιλήψεών τους προς το μοντανισμό.
  • Ad scapulam (Προς Σκαπούλαν) [212]: Αποτελεί είδος επιστολικού φυλλαδίου, που απευθύνεται προς ανθύπατο Αφρικής Σκαπούλα, με σκοπό να τον επιτιμήσει για τους διωγμούς των χριστιανών.

Νόθα, αμφιβαλλόμενα και απολεσθέντα

Τα απολεσθέντα έργα του Τερτυλλιανού ειναι οκτώ: "De spe fidelium", "De paradiso, Adversus Appeleiacos", "De censu animae", "De fato", "Ad amicum philosophorum", "De Aaron vestibus", "De ectasi". Το τελευταίο θεωρείτο το σπουδαιότερο εξ αυτών καθώς υπερασπιζόταν τα εκστατικά φαινόμενα των μοντανιστών. Επίσης στον κώδικα Agobardinus αναφέρονται τα έργα "De carne et anima", "De animae submissione" και "De supertitione saeculi" για τα οποία δε γνωρίζουμε τίποτα.

Στα αμφιβαλλόμενα έργα του ανήκει το "Passio Perpetuae et Felicitatis", που πολλούς ερευνητές το θεωρούν δικό του, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχτεί, ενώ νόθα έργα του είναι τα: "De execrandis gentium diis", "Adversus omnes haereses", "Carmen adversus marcionitas", "Carmen ad Flavium de resurrectione mortuorum et de judicio Domini".

Διδασκαλία-Θεολογία

Εισαγωγή

Η θεολογία του Τερτυλλιανού κατά βάση είναι αντιρρητική και προσδιορίζεται από την πολυμάθειά του και τη νομική του αντίληψη. Κάτι τέτοιο διαφαίνεται από τη σύνταξη έργων κατά των αιρετικών της εποχής, γνωστικών και μοναρχιανών, αλλά και τη μνεία σε πολλές αιρετικές ομάδες. Επίσης πρέπει να τονιστεί πως το έργο του στηρίχτηκε σε προγενέστερους συγγραφείς και ιδίως των απολογητών και του Ειρηναίου[28].

Σταθερή μέριμνά του ήταν η απόδειξη της αλήθειας της εκκλησίας. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τον Ειρηναίο, γι αυτό και οι βασικές αρχές που ακολουθεί, καθοδηγούνται από τη σκέψη του. Γι αυτό και βάση της θεολογίας του κάνει κι αυτός τον Κανόνα της Αλήθειας[29], ο οποίος προσδιοριζόταν από τον ένα και τριαδικό Θεό[30]. Εισάγει τους όρους trinitas και persona, που πλέον θα καθιερωθούν στη δυτική θεολογική ορολογία, ενώ Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση θα αποτελέσουν τα όπλα του στην προάσπιση από τους αιρετικούς. Το ευαγγέλιο, κατά το μοντέλο της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελεί το νόμο.

Η περίπτωση του Τερτυλλιανού είναι πολύ σημαντική. Εκφράζει ένα κλίμα το οποίο βρέθηκε μεταξύ Αθηνών και Ρώμης. Ο ίδιος δηλαδή βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παραδόσεις και νοοτροπίες, τις οποίες αφομοιώνει στη θεολογία του. Αποτέλεσμα ήταν το δόγμα να διατηρήσει τον Ελληνικό μανδύα του και ως τέτοιο να περάσει και στο λατινικό κόσμο[31]. Η συνείδησή του όμως παραμένει εκκλησιαστική[32], σε σημείο να παρουσιάζει εξαιρετική ιδιομορφία. Η ιδιομορφία έγκειται στο ότι ακόμα και την εποχή που ο Τερτυλλιανός έφυγε από την εκκλησία, δεν εγκατέλειψε ριζικά την εκκλησιαστική θεολογική παράδοση, αφού θεωρούσε αδιαπραγμάτευτες τις θεολογικές βάσεις του χριστιανισμού[33].

Η θεολογία του χαρακτηρίζεται επίσης ως πρακτική και συγκεκριμένη. Δεν θεολόγησε αφηρημένα και στοχαστικά[34] και προσπάθησε να αποκρούσει τις νοθεύσεις του περιβάλλοντος. Δεν θεωρείται διεξοδική, αλλά απέβη εξαιρετικά χρήσιμη για μεταγενέστερες θεολογικές ζυμώσεις[35]. Η παιδεία που είχε λάβει όμως είχε παγιωθεί στη συνείδησή του, με αποτέλεσμα το νομικό πνεύμα να παρεμβαίνει σημαντικά στη θεολογία του. Έτσι σημαντικό ρόλο παίζουν οι ανταμοιβές, οι τιμωρίες, οι αποζημιώσεις[36]. Η πίστη του είναι άδολη και θερμή, ενώ αναγνώριζε πως υπάρχουν πράγματα τα οποία δε μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος παρά μόνο με την οδό της θεογνωσίας. Υπάρχουν όμως και σημεία στα οποία διαφωνεί με την εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι παρότι η γραμμή του είναι βιβλική, σε μερικά σημεία η πίεση που δέχτηκε ως πιστός από τις παρεκκλίσεις των αιρετικών τον οδηγούν να δώσει ερμηνείες οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό νόημα του ιερού κειμένου[37].

Θεός και Τριαδολογία

Προϋποθέσεις

Η περί του Ενός Τριαδικού Θεού διδασκαλία του Τερτυλλιανού, παρά τις επί μέρους αδυναμίες της εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από την αρχαία εκκλησία και επέδρασε στη διαμόρφωση του δόγματος της Νίκαιας[38]. Όπως ήδη ειπώθηκε ο Τερτυλλιανός ως βάση και αφετηρία της θεολογίας του θέτει την Παράδοση και την πιστότητα σε αυτή, καθώς κινδύνευε σοβαρά η αλήθειά της από τις αιρέσεις. Ο αγώνας που διάγει είναι αμφίπλευρος, αφού οι επιδράσεις προέρχονταν τόσο από το γνωστικισμό, όσο και από το μοναρχιανισμό, αλλά και λογής λογής θεολόγους οι οποίοι ερμήνευαν κατά το δοκούν τη χριστιανική διδασκαλία.

Ο Τερτυλλιανός ως βάση του τριαδικού δόγματος θέτει την εν Χριστώ αποκάλυψη. Ο μόνος λόγος που μπορεί να γίνει για το Θεό είναι στο μέτρο που Αυτός παρουσίασε το Θεό. Η αλήθεια λοιπόν είναι μία και δόθηκε άπαξ δια παντός από τον Χριστό. Γι αυτό και η αληθινή θεολογία είναι αυτή που ανταποκρίνεται με πιστότητα στην αποκάλυψη του Θεού. Ως αποκάλυψη ο Τερτυλλιανός θεωρεί το λόγο της Αγίας Γραφής, ο οποίος δόθηκε στην εκκλησία και η οποία είναι η μόνη που μπορεί να τον ερμηνεύσει. Με τους αιρετικούς, κατά τον Τερτυλλιανό, δε μπορεί να γίνει συζήτηση στη βάση της Αγίας Γραφής, διότι δεν έχουν τις προϋποθέσεις να την κατανοήσουν και να την ερμηνεύσουν[39]. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό πως η Αγία Γραφή δεν απομονώνεται, αλλά εντάσσεται στη συνάφεια της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Η Αγία γραφή μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε όσους έχουν τη γνήσια Αποστολική Διαδοχή, διότι όσοι είναι εκτός, δεν είναι κληρονόμοι της αποκαλύψεως όπως η κάθε τοπική εκκλησία.

Η θεολογία του Τερτυλλιανού, πριν αποχωρήσει στην εκκλησία είναι απόλυτα εκκλησιοκεντρική. Γι αυτό και το περιεχόμενο της πίστεως είναι θέμα μόνο της εκκλησίας και όχι των αιρετικών[40]. Στην πραγματικότητα η όλη επιχειρηματολογία του κατέρρευσε όταν ασπάστηκε το Μοντανισμό, αφού πλέον αποσυνέδεσε την ερμηνεία της Γραφής από την εκκλησία.

Θεός

Κατά τον Τερτυλλιανό, ο κανόνας της πίστεως, ο οποίος δόθηκε από το Χριστό, περιείχε την πίστη στον ένα και τριαδικό Θεό, καθώς και το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας[41].

Ο Θεός κατά τον Τερτυλλιανό χαρακτηρίζεται ως απλός, αγαθός, προαιώνιος, αγένητος, άπειρος και δημιουργός του κόσμου. Είναι το ύψιστο ον. Η πραγματικότητά του δε μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε άλλο[42] και η βάση για να εισέλθει κάποιος στο μυστήριο αυτό, είναι το βάπτισμα. Ο Θεός είναι αόρατος αλλά συνάμα και οράται, είναι ακατάληπτος αλλά εμφανίζεται κατά χάρη, είναι ασύλληπτος αν και συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις[43]. Είναι φανερό πως σε αυτό το σημείο ο Τερτυλλιανός μας καταδεικνύει τη διαφορά της θεϊκής ουσίας, η οποία είναι απρόσιτη στον άνθρωπο και των θείων ενεργειών οι οποίες κατά χάρη γίνονται προσιτές, στην ανθρώπινη διάνοια.

Ο Θεός, ισχυρίζεται ο Αφρικανός συγγραφέας, πριν συμβεί οτιδήποτε ήταν μόνος. Ήταν ο ίδιος το δικό του σύμπαν, ο δικός του τόπος, τα πάντα. Ήταν μόνος με την έννοια ότι δεν υπήρχε τίποτα έξω από αυτόν, τίποτα έξω από τη δική του ύπαρξη. Εν τούτοις, ακόμα και τότε δεν ήταν μόνος, γιατί είχε μαζί του κάτι που ήταν μέρος της υπάρξεώς του, δηλαδή το Λόγο του. Γιατί ο Θεός είναι λογικός και ο Λόγος υπήρχε πρώτα μαζί του και από αυτόν επεκτάθηκε στα πάντα[44].

Στο ζήτημα της ενότητας του Θεού, ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής. Έτσι η ενότητα του Θεού αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της θεολογίας του[45]. Το ζήτημα μάλιστα το είχαν θέσει ήδη ο Μαρκίων και οι Μοναρχιανοί, οι οποίοι είχαν εμφανιστεί με σκοπό να δώσουν λύση στο εν λόγω θέμα. Γι αυτό και κάνει σκοπό του να αποδείξει πως ενότητα και τριαδικότητα δεν είναι ασυμβίβαστα πράγματα. Η ουσία λοιπόν και τα πρόσωπα μπορούν να διαχωρίζονται, με την ουσία να αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό και ενοποιητικό παράγοντα[46]. Έτσι για τον Αφρικανό συγγραφέα ένας είναι ο θεός, κατά τη φύση και τη δύναμη, και τριαδικός κατά τα πρόσωπα:

"Ο Υιός είναι ο ίδιος ο Πατήρ, διαφέρει από αυτόν όχι λόγω χωρισμού αλλά λόγο διαφοράς έργου, όχι λόγω διαιρέσεως, αλλά λόγω διακρίσεως. Γιατί ο Πατήρ και ο Υιός δεν ταυτίζονται, αλλά διακρίνονται ως προς τη σειρά...Έτσι ο Πατήρ είναι άλλος από τον Υιό, επειδή είναι μεγαλύτερος, όπως αυτός που γεννά είναι άλλος από αυτόν που γεννιέται, αυτός που αποστέλλει είναι μεγαλύτερος από αυτόν που αποστέλλεται"[47].

Η απόλυτη ενότητα του Θεού προκύπτει από το γεγονός ότι είναι πνεύμα. Σε αυτό το σημείο ο Τερτυλλιανός θα εγείρει μία καινοφανή διδασκαλία. Ο Θεός λέει ο Τερτυλλιανός, μπορεί να είναι πνεύμα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι εκτός κάθε αισθήσεως. Είναι μάλιστα σωματικός[48]. Κύριος σκοπός του εν προκειμένω είναι να καταδείξει πως ο Θεός είναι πραγματικός και όχι κάτι το αφηρημένο. Ο όρος σωματικός δε θέλει να καταδείξει την παχυλότητα της ύπαρξης, αλλά ότι δεν είναι φαντασία ή αφηρημένη έννοια. Αυτό συμβαίνει διότι το τελείως ασώματο είναι ανύπαρκτο[49]. Γι αυτό και η σωματικότητα αυτή δεν ομοιάζει με καμία άλλη ύπαρξη.

Κατά τον Τερτυλλιανό επίσης ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, όπως άλλωστε και το Άγιο Πνεύμα[50][51]. Τελικά ο ίδιος μας λέγει πως "Etsi ubique teneo unam substantiam in tribus cohaerentibus"[52]. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μεν διάφοροι, αποτελούν ενότητα όμως εξ απόψεως ουσίας[53]. Η κοινωνία και η ενότητα των προσώπων όμως δε μειώνει τη διάκριση των υποστάσεων. Αντιθέτως η εξουσία του πατρός είναι εξουσία και των δύο άλλων προσώπων[54]. Στο έργο Adversus Praxeam θα λέγαμε τελικά πως ο Τερτυλλιανός καταγράφει με σαφήνεια τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, αφού διακρίνει τον Πατέρα από το Πρόσωπο του Υιού, όχι όμως και από την Ουσία[55].

Οι αναφορές του σχετικά με το Άγιο Πνεύμα είναι λίγες και περιορισμένες. Τα στοιχεία που μπορεί να δει κάποιος είναι τα εξής: Το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και συναριθμείται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, ενώ την ύπαρξή του την έχει από τον Πατέρα[56], δια του Υιού[57]. Αναφέρει εν προκειμένω: "Παράγω τον Υιό από καμία άλλη πηγή παρά από την ουσία του Πατρός. Τον περιγράφω ότι δεν κάνει τίποτα χωρίς το θέλημα του Πατρός, ότι παίρνει όλη τη δύναμή του από τον Πατέρα. Πως λοιπόν μπορώ να καταργήσω από την πίστη εκείνη τη μοναρχία όταν ασφαλίζω τον Υιό, ως παραδιδόμενη στον Υιό από τον πατέρα; Αυτή η διαβεβαίωση ας ληφθεί ότι ισχύει και για το τρίτο πρόσωπο του Θεού, αφού θεωρώ ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από καμία άλλη πηγή από τον πατέρα, δια του Υιού"[58]. Έτσι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας είναι κατά πάντα τέλειος Θεός[59]. Πάντως υπάρχουν ορισμένα χωρία που φαίνεται να συγχέει το Πνεύμα του Υιού με το Άγιο Πνεύμα, καθότι ως Πνεύμα ενίοτε αναφέρει τη θεία φύση του Χριστού.

Υποταγή (Subordinatio)

Στο θέμα της υπάρξεως των τριών προσώπων και εν μέρη στο ζήτημα των σχέσεων, ο Τερτυλλιανός είναι ορθός. Παρουσιάζει όμως στο σύστημά του τη λεγόμενη Υποταγή, τη διάκριση δηλαδή μεταξύ προφορικού και ενδιάθετου Λόγου. Ο Τερτυλλιανός χρησιμοποιεί τις έννοιες Σοφία και Λόγος για το πρόσωπο του Υιού, με τη διαφορά ότι ο όρος Σοφία προσιδιάζει στην φάση του Ενδιάθετου Λόγου (δηλαδή τη φάση πριν αποκτήσει δική του υπόσταση ο Υιός, πριν τη δημιουργία) και Λόγος κατά την εποχή της δημιουργίας και μετά. Το μοντέλο αυτό ονομάζεται και μοντέλο των δύο γεννήσεων του Υιού-Λόγου. Ο Υιός λοιπόν προήλθε εκ της ουσίας του πατρός και αποτελεί, κατά τον Τερτυλλιανό, μέρος του όλου. Στην ιδέα περί Υποταγής οδηγούν μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα των συγγραμμάτων του. Ένα από αυτά είναι η εικόνα του μέρους της ουσίας του Πατρός[60].

Αυτή βέβαια η εικόνα δε θέλει να δείξει πως μερίζεται η ουσία, αλλά πως συμμετέχει ο Υιός, καθώς είδαμε πως ο ίδιος προτάσσει με στόμφο την ενότητα της Τριάδας και το αδιαίρετο Πατρός και Υιού[61]. Κύριος δηλαδή στόχος του είναι να δείξει το ομοούσιο των δύο προσώπων. Η κατηγορία όμως που του προσάπτεται, ότι υπέπεσε στο στο δόγμα της υποταγής, είναι μάλλον παρεξηγημένη και εσφαλμένη[62]. Ο Τερτυλλιανός, κάτι που είναι δύσκολο να το καταλάβουν οι δυτικοί θεολόγοι, γράφει για την οικονομική τριάδα και όχι για την αιώνια ζωή μέσα στην τριάδα. Οι Δυτικοί ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν την ad se (εσωτερική) και ad extra (εξωτερική) κατάσταση Ζωής του Θεού, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να καταλάβουν τον Τερτυλλιανό και άλλους[63].

Χριστολογία

Η συμβολή του Τερτυλλιανού στο χριστολογικό δόγμα ήταν εξίσου σπουδαία με τη συμβολή του στο τριαδικό. Η σημαντικότητα μάλιστα έγκειται τόσο στη διασύνδεσή του με το τριαδικό, όσο και για την αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων οι οποίες είχαν προέλθει λόγω του συγκρητισμού της εποχής[64]. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γ. Φλορόφσκι "Το σύμβολο της Συνόδου της Χαλκηδόνας, δεν προδιατυπώνεται με ακρίβεια από τον Τερτυλλιανό, αλλά αυτός το πλησιάζει, αυτό προεικονίζεται μέσα σε αυτή τη φύση της σκέψεώς του"[65]. Πάντως η κύρια κατεύθυνση που έχει η διδασκαλία του είναι αντιδοκητική, συγγράφοντας δύο έργα[66] που με επιχειρήματα προσπαθεί να αποδείξει την πραγματικότητα του σώματος του Χριστού.

Ο Χριστός κατά τον Τερτυλλιανό, αναμφισβήτητα προσέλαβε ανθρώπινη σάρκα, έτσι ώστε ο Υιός του Θεού να αποκτήσει τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Συνάμα όμως προσέλαβε σάρκα ώστε η ιστορία της θείας οικονομίας να γίνει πραγματικότητα και να φέρει την ανάσταση στο ανθρώπινο γένος[67]. Γι αυτό το σώμα του Χριστού ήταν ίδιο με αυτό των ανθρώπων[68] και διόλου φαινομενικό όπως ισχυριζόταν ο Μαρκίωνας, πνευματικό ή αστρικό όπως ισχυρίζονταν οι Βαλεντίνος και Απελλής αντίστοιχα. Η ανθρώπινη ύπαρξη μάλιστα ήταν ακέραια διότι είχε και ψυχή. Ο Χριστός δηλαδή υπήρξε πλήρης και τέλειος άνθρωπος[69], εξου και έφερε αδιάβλητα πάθη. Η άρνηση της πραγματικής σαρκώσεως του Χριστού σήμαινε συνάμα άρνηση του πάθους και της σταυρικής Του θυσίας. Αυτό θα σήμαινε ανατροπή της σωτηρίας και τελικά θα οδηγούσε σε μια εσφαλμένη σωτηριολογία δίχως ερείσματα.

Ο Χριστός όμως είχε και θεϊκή φύση. Αναφέρει ο Τερτυλλιανός στο έργο του Ad Nationes (21): "Έχουμε διδαχθεί ότι αυτός προέρχεται από τον Θεό και σ αυτήν την πρόοδο γεννάται έτσι ώστε να είναι ο Υιός του θεού, και καλείται Θεός λόγω της ενότητος της ουσίας με τον Θεό...έτσι ο Χριστός είναι Πνεύμα από Πνεύμα και Θεός από Θεό, όπως φως ανάβεται από φως. Έτσι ότι έχει προέλθει από Θεό είναι αμέσως Θεός και Υιός Θεού και οι δύο είναι ένας. Κατ αυτόν επίσης τον τρόπο, όπως αυτός είναι Πνεύμα από Πνεύμα και Θεός από Θεό, έχει γίνει δεύτερος κατά τον τρόπο υπάρξεως-κατά τη σειρά και όχι τη φύση...που κατήλθε μέσα σε ορισμένη παρθένο, και έγινε σάρκα εις την μήτρα της, είναι κατά τη γέννησή του Θεός μαζί και άνθρωπος".

Η γέννηση του Χριστού προήλθε από την παρθένο Μαρία. Η αναφορά αυτή στόχο έχει Εβιωνίτες και το Βαλεντίνο. Αναφέρει επίσης πως η Θεοτόκος, μετά το τοκετό έχασε την Παρθενία της. Η διδασκαλία αυτή του Τερτυλλιανού, συνήθως κατανοείται εσφαλμένα, καθώς σα στόχο είχε να καταδείξει ότι ο Υιός του Θεού πέρασε και από αυτό το στάδιο[70]. Στην ουσία στόχος του είναι να καταπολεμήσει του Δοκητές . Γι αυτό και ο Τερτυλλιανός αναφέρει πως πριν τη γέννηση η Θεοτόκος ήταν παρθένος, όχι όμως και μετά τη γέννηση του Λόγου. Στο ζήτημα της συλλήψεως ο Τερτυλλιανός φαίνεται να διαφωνεί με την εκκλησία και τη Αγία Γραφή. Αναφέρει πως έγινε από την Παρθένο Μαρία, μετά από κάθοδο του Λόγου. Κι αυτό διότι η Αγία γραφή, κατά τον Τερτυλλιανό, ως Πνεύμα εννοεί το άσαρκο Λόγο[71]. Και σε αυτό το σημείο η διδασκαλία αυτή φαίνεται να προέρχεται από την πίεση των Μοναρχιανών Πατροπασχιτών[72], οι οποίοι τόνιζαν ότι το Πνεύμα του Θεού Πατρός ήταν αυτό που τελικά σαρκώθηκε.

Κατά την ένωση των δυο φύσεων, σύμφωνα με τον Αφρικανό συγγραφέα, δεν αλλοιώνονται οι δύο φύσεις τού Χριστού[73]. Όπως ο Θεός είναι Ένας και τρία τα πρόσωπα, έτσι ο Χριστός έχει δύο φύσεις στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η ενότητα παραμένει άρρητη και απερινόητη και πραγματική και δεν καταργείται από τη διαφορότητα των δύο φύσεων[74]. Οι φύσεις μάλιστα είχαν διατηρήσει και αυτές τα ενεργήματά τους[75]. Ο Τερτυλλιανός σε αυτό το σημείο προσεγγίζει και το ζήτημα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο φύσεων. Στο πρόσωπο λοιπόν το Χριστού συναντιόνται δύο διαφορετικές καταστάσεις. Το κτιστό με το άκτιστο, το σαρκικό με το πνευματικό, το θνητό με το αθάνατο, δίχως να αίρονται τα όρια των δύο διαφορετικών κόσμων. Παρόλα αυτά όταν αναφέρεται στο πάθος του Χριστού το αποδίδει μόνο στην ανθρώπινη φύση[76]. Αντίστοιχα και για το θάνατό του. Η άποψη όμως είναι σωστή αν ληφθεί υπόψιν ότι το κλίμα μέσα στο οποίο θεολογεί, πρέπει να αντιμετωπίσει τους Πατροπασχίτες, που ισχυρίζονταν πως ο Θεός έπαθε στο σταυρό μαζί με τον Υιό. Πρέπει λοιπόν να γίνει κατανοητό πως η θεολογία πολλές φορές των πατέρων, όπως εν προκειμένω του Τερτυλλιανού προσδιορίζεται από τα θεολογικά προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει. Άλλωστε υπάρχουν σημεία στα οποία ο ίδιος αποδίδει το θάνατο στον Υιό του Θεού[77].

Η σάρκωση του Υιού δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά κίνηση του Θεού για τη σωτηρία το ανθρώπου. Η πρόσληψη της σάρκας γίνεται για να αποκατασταθεί η αρχική ωραιότητα και ακεραιότητα η οποία χάθηκε λόγω του κακού[78]. Ο Χριστός λοιπόν είναι ο εξαγγελμένος Υιός του Θεού από την ΠΔ, ο οποίος ήλθε για να συμπληρώσει το νόμο της. Η ενσάρκωση όμως είναι ένα παράλογο μυστήριο ανερμήνευτο και αδιανόητο για την ανθρώπινη λογική[79].

Μία από τις θεωρίες που εγέρθηκε είναι πως ο Τερτυλλιανός προάγει το δόγμα της ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης. Αν εξαιρέσουμε ότι μιλάμε για μία μεταγενέστερη θεωρία του σχολαστικισμού δε φαίνεται κάποια ισχυρή μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό αυτό[80]. Ο Χριστός κατά τον Τερτυλλιανό είναι ο δεύτερος Αδάμ ο οποίος ανανέωσε την ανθρώπινη φύση με το λυτρωτικό του έργο και ιδίως με το πάθος και την ανάστασή του. Ο άνθρωπος καθαρίστηκε από τον ρύπο της παλαιάς ζωής και πήρε νέα πνευματική μορφή[81]. Το κήρυγμα του Χριστού ήταν έργο που απέβλεπε στη νέα διαθήκη και τη βασιλεία των ουρανών.

Εκκλησιολογία-Μυστήρια

Ο Τερτυλλιανός δεν παρουσιάζει κάποια συγκροτημένη εκκλησιολογία. Αυτή εμφανίζεται συνήθως για απολογητικούς ή για κατηχητικούς σκοπούς. Παρόλα αυτά στα έργα του διακρίνουμε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απόψεις για το μυστήριο της εκκλησίας[82].

Ο χαρακτηρισμός που αποδίδει ο Τερτυλλιανός στην εκκλησία είναι μητέρα[83]. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε λίγο νωρίτερα από τον Ειρηναίο, με αποτέλεσμα να αποτελούν τους πρώτους συγγραφείς που τον χρησιμοποιούν. Ο ίδιος όμως προχωρά λίγο περισσότερο, καθώς η εκκλησία σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, είναι αυτή που τρέφει τα μέλη της, τα οποία εισάγονται με το βάπτισμα στην αγκαλιά της. Η σχέση εκκλησίας και Χριστού, παρομοιάζεται με την σχέση Αδάμ και Εύας. Έτσι βλέπει μία προτύπωση, διότι όπως η Εύα προήλθε από την πλευρά του Αδάμ, έτσι και η εκκλησία προήλθε από τον Χριστό[84]. Η εκκλησία είναι ο φύλακας της αλήθειας της πίστεως. Στο σύνολό της έχει την Αγία Γραφή, την οποία όμως μόνο αυτή μπορεί να ερμηνεύσει ορθά. Εκτός αυτής δε νομιμοποιείται ουδείς να την ερμηνεύει, διότι η εξουσία αυτή δόθηκε με βάση την διαδοχή της εξουσίας που έδωσαν οι απόστολοι όταν ίδρυσαν τις τοπικές εκκλησίες. Αυτό ήταν και το στοιχείο της ενότητάς τους[85]. Κατά τη μοντανιστική περίοδο της ζωής του όμως η εκκλησιοκεντρική θεώρηση αυτών των αληθειών αντικαταστάθηκε από την αντίληψη περί εκκλησίας του Πνεύματος[86].

Στη μοντανιστική περίοδο της ζωής του ο Τερτυλλιανός ισχυρίζεται πως η εκκλησία είναι πνευματική κοινωνία των τριών θείων προσώπων[87] και έχει αόρατη μορφή. Η ιεραρχική της δομή πλέον παραμερίζεται και προβάλλεται μόνο το αόρατο στοιχείο. Η σκέψη αυτή οπωσδήποτε έρχεται σε αντίθεση προς την εκκλησία που δίδασκε όταν ανήκε σε αυτήν. Τα μυστήρια πλέον δεν εξαρτώνται από την αποστολική διαδοχική εξουσία, αλλά από μία αόριστη πνευματική κατάσταση στην οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και η άφεση των αμαρτιών πλέον μπορεί να παρέχεται από ένα πνευματικό άνθρωπο.

Αλλαγές παρόμοιες θα δούμε και στην περί μυστηρίων αντίληψή του. Οι πληροφορίες όμως που λαμβάνουμε από το έργο του είναι σημαντικότατες για την εσωτερική ζωή του χριστιανισμού της εποχής του. Το βάπτισμα κατά τον Τερτυλλιανό εισάγει το μέλος στην εκκλησία. Είναι αναγκαίο για τη σωτηρία και εμφανίζεται σε δύο μορφές. Το βάπτισμα του ύδατος και το βάπτισμα του αίματος, τα οποία παρουσιάζονται με Χριστοκεντρικό ένδυμα. Το βάπτισμα πρέπει να παρέχεται με σύνεση στα νέα μέλη και γι αυτό είναι αντίθετος στην πρακτική του νηπιοβαπτισμού, η οποία προφανώς τελείτο στην εποχή του, διότι είναι πιθανό τα νέα μέλη αργότερα να αθετήσουν την υπόσχεσή τους[88]. Το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο και ανυπόστατο[89], ενώ πρέπον είναι να τελείται την εορτή του Πάσχα, αν και κάθε ημέρα είναι ημέρα Κυρίου και μπορεί να τελεσθεί το ελεύθερα[90]. Το βάπτισμα πρέπει να τελείται στο όνομα της Αγίας Τριάδας και συνάμα από τον επίσκοπο[91], για να έχει εγκυρότητα. Μπορούν όμως ακόμα και λαϊκοί, αρκεί να έχουν τη συγκατάθεση του επισκόπου[92]. Από το δικαίωμα αυτό όμως εξαιρούνται τις γυναίκες. Στο τελετουργικό κατονομάζεται και το χρίσμα ως το τέλος του μυστηρίου.

Οι αναφορές του στη Θεία Ευχαριστία είναι λίγες και στη συνάφεια άλλων θεολογικών ζητημάτων. Παρόλα αυτά υπάρχει ένας σκεπτικισμός καθώς ο Τερτυλλιανός φαίνεται τον άρτο να το θεωρεί σύμβολο και όχι τόσο πραγματική παρουσία. Το κείμενο αυτό όμως μπορεί να έχει δύο ερμηνείες[93]. Η Θεία Ευχαριστία όμως αποτελεί είδος πνευματικής τροφής, που ενεργεί στην ύπαρξη του χριστιανού[94]. Στην εποχή του Τερτυλλιανού φαίνεται επίσης ότι είχε καθιερωθεί κάποιο είδος τυπικού, μία ευχαριστιακή επίκληση για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Τα δώρα αυτά είναι πολύτιμα, γι αυτό οι πιστοί φέρουν ευθύνη αν τους πέσουν[95]. Η μετάνοια επίσης είναι βασικό σημείο στη διδασκαλία του, εξου και συνέγραψε δύο μελέτες. Η πρώτη (De poenitentia) συνεγράφη όταν ήταν μέλος της εκκλησίας, ενώ η δεύτερη (De pudicitia), όταν ήταν μέλος του Μοντανισμού. Στο πρώτο σύγγραμμά του ο Τερτυλλιανός αναφέρει πως ο άνθρωπος έχει μία φυσική κλίση να μετανοεί μετά από ανάρμοστες πράξεις. Τώρα καλεί τον κόσμο να μπει στη "λογική του Θεού" ώστε να αποδοθεί πραγματική άφεση αμαρτιών. Δύο μετάνοιες δικαιούται ο άνθρωπος. Μια προ του βαπτίσματος και μία μετά[96]. Ο άνθρωπος βέβαια οφείλει μετά το βάπτισμα να πάψει να αμαρτάνει. Αλλά εφόσον συμβεί πρέπει να οδηγηθεί στην εξομολόγηση. Η εξομολόγηση πρέπει να συμβεί όμως από μία σειρά έμπρακτων ενεργειών που αποδεικνύουν την ισχυρή θέληση για μετάνοια. Τέτοιες είναι ο λιτός και ασκητικός βίος, η νηστεία, ο βίος δίχως απολαύσεις, ο λίγος ύπνο πάνω σε σάκους. Η προσευχή και η επίκληση της πρεσβείας των αγίων, αλλά και των πρεσβυτέρων και των αδελφών του για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του[97].

Οι απόψεις αυτές όμως όταν μετακινήθηκε στο Μοντανισμό άλλαξαν. Στην ουσία πλέον καταπολεμεί τους κανόνες μετανοίας της εκκλησίας, διότι πλέον αυτές δεν πρέπει να ανήκουν στην εκκλησιαστική ιεραρχία, αλλά μόνο στην πνευματική εκκλησία. Αυτή λοιπόν η συγχώρηση πλέον μπορεί να δίδεται από ανθρώπους, οι οποίοι είναι απλώς πνευματικοί. Ποιοι είναι αυτοί όμως δεν αναφέρονται. Παραδέχεται βεβαίως ότι ο επίσκοπος μπορεί να συγχωρήσει ορισμένα μικρά αμαρτήματα[98], δίχως όμως να προσδιορίζει ποια. Στο δεύτερο βιβλίο επίσης διαχωρίζει τα αμαρτήματα σε βαρέα και μη, σε συγγνωστά και μη. Εδώ γενικά υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Σα μέλος της εκκλησίας δεχόταν συγχώρηση αρκεί να υπάρχει ειλικρινή μετάνοια, ενώ τώρα όχι. Τα ασυγχώρητα αμαρτήματα ήσαν ο φόνος, η ειδωλολατρεία και η πορνεία. Οι αντίπαλοί πάντως επιδείκνυαν τη συγχωρητικότητα που είχε επιδείξει ο Χριστός. Ο ίδιος αντέτασσε πως αυτή η συγχωρητικότητα ήταν κάτι που δε μπορούσε να μεταβιβαστεί[99]. Ο Τερτυλλιανός εδώ μάλιστα θα αλλάξει και τον τρόπο σκέψης των προσευχών μετανοίας. Ενώ στη πρώτη φάση δέχεται ότι μάρτυρες μεσολαβούν για την εξιλέωση του μετανοούντα, πλέον διαφωνεί αναφέροντας πως αυτοί κατάφεραν μόνο τη δική τους εξιλέωση και πως η άφεση αυτή ανήκει μόνο στον Χριστό, που τη θεμελίωσε στη σταυρική του θυσία[100].

Εσχατολογία

Η εσχατολογία του Τερτυλλιανού, όπως και η υπόλοιπη θεολογία του, παρουσιάζει χαρακτηριστική ιδιομορφία η οποία και σφραγίζει το έργο του. Ο ίδιος μπορεί να μη συνθέτει κάποια συστηματική πραγματεία πάνω στο ζήτημα, αλλά μας δίνει πληροφορίες σχετικά με το εσχατολογικό του όραμα[101].

Εισαγωγικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως οι σχετικές απόψεις του χαρακτηρίζονται αφενός από την έντονη επιθυμία του για την υπέρβαση των ορίων αυτού του κόσμου, αφετέρου από το φόβο της μελλούσης τιμωρίας[102]. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό οι ψυχές των ανθρώπων πριν την ανάσταση θα περάσουν μία περίοδο δίχως σώμα, κατά το οποίο θα γευθούν είτε την τιμωρία για τις άνομες πράξεις τους ώστε να εξιλεωθούν, είτε την παρηγορία. Στην ουσία οι τιμωρημένες ψυχές θα βρίσκονται σε μία φυλακή για μία ισχυρή δοκιμασία που θα προδικάσει τη μελλοντική κρίση, η οποία θα γίνει μετά την ανάσταση[103]. Η εικόνα αυτή θα λέγαμε μάλιστα πως κινείται στο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, περί καθαρτηρίου πυρός. Οι μόνοι τελικά που δε θα γευθούν τη δοκιμασία αυτή είναι οι μάρτυρες.

Οι ψυχές στη μέση αυτή κατάσταση αναμένουν την ανάσταση των νεκρών. Με το ζήτημα αυτό ο Τερτυλλιανός ασχολείται αρκετά καθώς συνέγραψε δύο έργα (De Carne Christi, Ressurectione Carnis). Κατά την τελική κρίση λοιπόν άλλοι θα γευθούν τον παράδεισο και άλλοι θα οδηγηθούν στην αιώνια καταδίκη. Εκεί θα αποδοθεί δικαιοσύνη και ανταμοιβή των έργων του ανθρώπου εν ζωή. Η ανάσταση ουσιαστικά στο σύστημα του Τερτυλλιανού είναι μία αναγκαία πραγματικότητα για την επικράτηση της δικαιοσύνης του Θεού, μία δικαιοσύνη που μπορεί πραγματικά να αποδοθεί μόνο όταν ο άνθρωπος αποκτήσει και το σώμα[104]. Απορρίπτει επίσης την περίπτωση της μετεμψύχωσης και αποδίδει με ζωηρά και έντονα χρώματα τη μετά την ανάσταση ζωή για έκαστη πλευρά.

Ο Τερτυλλιανός ανήκει στους χιλιαστές θεολόγους. Εντάσσεται θα λέγαμε στην ίδια μοίρα με τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο, που υποστηρίζουν πως μια γήινη χιλιετής βασιλεία θα προηγηθεί της αιώνιας. Σε αυτή την περίοδο οι άνθρωποι θα συμβασιλεύσουν με δικαιοσύνη μαζί με το Χριστό πριν επέλθει τελικά η ανάσταση. Είναι αναμφισβήτητο βέβαια πως οι Μοντανιστικές του αντιλήψεις ενίσχυσαν τη χιλιαστική προοπτική της θεολογίας του[105], γι αυτό και ανέμενε την εποχή της καθόδου της νέας Ιερουσαλήμ, όπως η Αποκάλυψη αναφέρει (21, 1-14). Η περίοδος αυτή θα είναι μία περίοδος ευδαιμονίας των δικαίων, οι οποίοι θα απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά ως ανταπόδοση των κόπων τους. Ενώ όμως στο Adversus Marcionem κατά βάση προβάλλει τις υλικές απολαύσεις παρατηρούμε σε άλλα σημεία να δίνει έμφαση περισσότερο στις πνευματικές προϋποθέσεις. Εξου και ερμηνεύει αλληγορικά τη λεγόμενη επηγγηλμένη χώρα, τη ρέουσα μέλι και γάλα, αναφέροντας πως αυτή είναι ο Χριστός[106].

Κατά τον Τερτυλλιανό η διδασκαλία αυτή εναρμονίζεται στις βαθύτερες προσδοκίες των ανθρώπων. Η προσδοκία της άλλης ζωής προκύπτει από την έμφυτη δικαιοσύνη που έδωσε ο θεός στον άνθρωπο. Γι αυτό και οι Έλληνες φιλόσοφοι περίμεναν μία τέτοια κατάσταση μετά θάνατον. Το πρόσωπο και εδώ του Χριστού, πάντα παραμένει κυρίαρχο, παρά τις διάφορες πηγές από τις οποίες αντλεί τη διδασκαλία του (Αγία Γραφή, Ειρηναίος, Μοντανισμός κ.α.).

Υποσημειώσεις

  1. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 362
  2. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 186
  3. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 399
  4. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 362
  5. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 186
  6. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 399
  7. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 188
  8. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 362
  9. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 357
  10. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 356
  11. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 188
  12. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 363
  13. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 362
  14. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 399
  15. Στο έργο του Παραίνεση προς αγνότητα: "Nonne et laici sacerdotes sumus?" δηλ. Δεν είμαστε και οι λαϊκοί ιερείς;
  16. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 186
  17. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 358
  18. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 358
  19. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 358-359
  20. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 359
  21. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 360
  22. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 188
  23. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 188
  24. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 189
  25. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 189
  26. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 361
  27. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 205
  28. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 360
  29. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 437
  30. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 400
  31. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 401
  32. ο.π.
  33. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 361
  34. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 400
  35. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 360
  36. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 437
  37. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 437
  38. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 402
  39. De resurrectione Carnis 3, 1
  40. Liber de Praescriptionibus Adversus haerticos 37
  41. Liber de Praescriptionibus Adversus haerticos 13
  42. Adversus Marcionem 3
  43. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 190
  44. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 203
  45. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 209
  46. "Trinitas unius divinitatis, Pater et Filius et Spiritus Sanctus". De pudicita 21
  47. Adversus Praxeam 7
  48. Adversus Praxeam 7
  49. De carne Christi 11
  50. "Caeterum, qui Filium non aliunde deduco, sed de substantia Patris". Adversus Praxeam 4
  51. "Spiritum non aliunde puto, quam a Patre per Filum". Αυτόθι 4
  52. Αυτόθι 205
  53. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 213
  54. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 408
  55. Adv. Praxeam 12
  56. Adversus Praxeam 2
  57. Αυτόθι 4
  58. Αυτόθι 4
  59. Αυτόθι 30
  60. Adversus Praxeam 7
  61. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 410
  62. Γ. Φλορόφσκι, ενθ.αν., σελ. 205
  63. ο.π.
  64. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ΄. 415
  65. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 207
  66. Adv. Praxeam, De carnis Christi
  67. De Carne Christi 1
  68. De Carne Christi 5
  69. De Carne Christi 11
  70. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ΄. 415
  71. Adversus Praxeam 27
  72. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ΄. 227
  73. Adversus Praxeam 27
  74. De Carnis Christi 5
  75. Adversus Praxeam 27
  76. Adversus Praxeam 27
  77. De carnis Christi 51
  78. ο.π. 6
  79. ο.π. 5
  80. K.Adam, Der Christus des Galubens, Dusseldorf (2 ed.) 1956, σελ. 253
  81. De carne Christi 17
  82. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 421
  83. Ad martyres 1
  84. De anima 43
  85. De Praescriptionibus 20
  86. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 423
  87. De baptismo 6
  88. De baptismo 18
  89. Αυτόθι 19
  90. Αυτόθι 19
  91. Αυτόθι 6
  92. Αυτόθι 17
  93. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 428-429
  94. De oratione 6
  95. De corona 3
  96. De poenitentia 20
  97. De poenitentia 9
  98. De pudicitia 13
  99. De pudicitia 11
  100. Αυτόθι 22
  101. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 434
  102. Β.Ε. Daley, The hope of th early church, A handbook of Patristic eschatology, Cambridge 1991, σελ. 34
  103. De anima 58
  104. Apologeticus Adversus gentes 48
  105. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 436
  106. De ressurectione 26

Βιβλιογραφία

  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", τ. Α΄, Αθήνα 2000.
  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977
  • Γεώργιος Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί και ασκητικοί πατέρες του 5ου αιώνα", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.

Βλέπε επίσης

  • The Tertullian Project: Τα έργα του Τερτυλλιανού σε πρωτότυπο και μεταφράσεις.