Αποστολικοί Πατέρες
Αποστολικοί Πατέρες στο χριστιανισμό, αποκαλείται μια ομάδα συγγραφέων οι οποίοι αποτελούν τους συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών συγγραμμάτων, τα οποία γράφτηκαν μετά τους Αποστόλους[1] και θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο, προσωπικά συνδεδεμένοι με αυτούς[2]. Αρχικά θεωρούνταν πέντε[3], αλλά εν συνεχεία εκδοτικοί οίκοι καταχρηστικώς, προσέθεσαν και άλλους. Τα έργα των συγγραφέων αυτών, ουσιαστικά περιλαμβάνουν μια ανομοιογενή συλλογή συγγραμμάτων που διαφέρουν όχι μόνο στη μορφή, αλλά και σε θεολογικές τοποθετήσεις[4]. Οι συγγραφείς αυτοί όμως συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταθεροποίηση της θέσεως της Εκκλησίας μέσω της γραμματείας τους, ενώ επέδειξαν πολύπλευρη δραστηριότητα φθάνοντας μερικοί από αυτούς μέχρι το μαρτυρικό θάνατο.
Περιεχόμενα
Σύσταση και ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης
Η έννοια του Αποστολικού Πατρός
Ο όρος "Αποστολικοί Πατέρες", αν και σήμερα έχει επικρατήσει στην επιστημονική ορολογία δεν ακριβολογεί εν προκειμένω, διότι περιλαμβάνει και έργα ανωνύμων εκκλησιαστικών συγγραφέων[5]. Οι μόνοι πατέρες εξ αυτών οι οποίοι δικαιούνται τον όρο, είναι οι Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας και Κλήμης Ρώμης, οι οποίοι έφεραν τον τίτλο του προφήτη, ο οποίος μπορεί να εναλλάσσεται και με τον τίτλο Απόστολος[6]. Οι εν λόγω πατέρες υπήρξαν στην πράξη ποιμένες τοπικών εκκλησιών με διευρυμένη υπεροπτική δικαιοδοσία, φροντίζοντας την πνευματική καλλιέργεια των χριστιανών. Τα υπόλοιπα κείμενα που κατατάσσονται σε αυτή τη συνομολογία προέρχονται είτε από ανώνυμους συγγραφείς, είτε από επώνυμους, εμφανίζουν όμως προβλήματα στο να τα θέσουμε ως τέτοια είτε λόγω ψευδούς υπογραφής και αγνώστου συγγραφέα, είτε λόγω των διαφόρων επεξεργασιών που δέχτηκαν κατά καιρούς (π.χ. Ερμάς)[7]. Η αξία των επιστολών αυτών όμως, παρά τις όποιες αποκλίσεις και προβλήματα, παραμένει σημαντική.
Η δράση των Αποστολικών Πατέρων παρατηρείται από τα τέλη του 1ου αιώνα, αργότερο μέχρι τα μέσα του 2ου και ως στόχο είχε «να διαφυλαχθεί η πίστη από τις νοθεύσεις και τις παραχαράξεις»[8], αλλά και να «εκφράσουν το ήθος και τον ενθουσιασμό της νεανικής Εκκλησίας»[9]. Μάλιστα ο Κώδικας του εν Κωνσταντινουπόλει Μετοχίου του Παναγίου Τάφου περιείχε συλλογή έργων των περισσοτέρων εξ αυτών, με αποτέλεσμα να "φανερώνει οτι ήδη κατά τη Βυζαντινήν εποχήν ούτοι κατετάσσοντο εις ιδιαιτέραν ομάδα, της οποίας τα συγγραφικά προϊόντα συνεξεδίδοντο"[10]. Ο Cotelier ήταν ο πρώτος που εξέδωσε τα έργα των ψευδό-Βαρνάβα, Κλήμεντα Ρώμης, Ιγνατίου Αντιοχείας, Πολυκάρπου Σμύρνης και τον Ποιμήν του Ερμά, ενώ εν συνεχεία στην επανέκδοσή τους ο Gallanti προσέθεσε τους Παπία Ιεραπόλεως, Κοδράτο, την «Προς Διόγνητον Επιστολή» καθώς και τη «Διδαχή των Αποστόλων». Σήμερα θεωρείται πως η «Διδαχή των Αποστόλων», η «Επιστολή Βαρνάβα» αλλά και ο «Ποιμήν του Ερμά», ανήκουν σε άλλη κατηγορία συγγραφών[11], τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου, ενώ η «Προς Διόγνητον Επιστολή» κατατάσσεται πλέον στα απολογητικά έργα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο όρος Αποστολικοί Πατέρες να αποδίδεται μόνο στους Ιγνάτιο Αντιοχείας, Πολύκαρπο Σμύρνης, Κλήμη Ρώμης και Παπία Ιεραπόλεως[12].
Το όνομα Aποστολικοί Πατέρες πρώτη φορά απεδόθη από τον «Ittig[13], ο οποίος βεβαίως ηκριβολόγησεν εν προκειμένω αφού εξέδωσε έργα μόνο του Ιγνατίου, του Κλήμεντα και του Πολυκάρπου, οι οποίοι και των Αποστόλων μαθηταί υπήρξαν, άρα "αποστολικοί" και τα γνωρίσματα του πατρός κατέχουν»[14]. Τα συγγράματα των αποστολικών πατέρων κατα βάση αφορούν επιστολές[15], οι οποίες εγράφησαν «εκ περιστάσεων», με αποτέλεσμα να «αποδώσουν λιγότερα της δυναμικότητός τους, εφόσον παν περιστατικό περικλείει εν εαυτό κάποια προχειρότητα»[16].
Ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης
Η σημασία της εμφάνισης των επί της ουσίας Αποστολικών Πατέρων υπήρξε πολύ σημαντική για την ενότητα και τη σταθεροποίηση της Εκκλησίας στο εχθρικό περιβάλλον το οποίο προσπαθούσε να επιβιώσει. Τα έτη της δράσης των αποστόλων είχαν παρέλθει και ο χριστιανισμός παρέμεινε μία θρησκεία με διασκορπισμένες κοινότητες σε όλη ρωμαϊκή επικράτεια. Την εποχή αυτή, λίγο προ την αντίδραση του εθνισμού, ήδη παρουσιάζονται τα πρώτα προβλήματα νοθεύσεως της νέας πίστεως, σε μία εποχή που η πρόσβαση στα γνήσια αποστολικά κείμενα ήταν περιορισμένη. Συνάμα όμως συμβαίνουν και σημαντικές εσωτερικές ζυμώσεις, που προετοιμάζουν την εκκλησία να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις και δεδομένα που ισχύουν με το τέλος των Αποστόλων.
Ο Γνωστικισμός και ο Ιουδαϊσμός λοιπόν είναι προ των πυλών, ενώ εσωτερικά εκκλησιαστικά ζητήματα τίθενται επί τάπητος. Οι Αποστολικοί Πατέρες με το κύρος τους και μέσω της γραμματείας τους, αναλαμβάνουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των τοπικών εκκλησιών. Στη γραμματεία την οποία ανέπτυξαν σκοπό έχουν να κατασταθούν μέσα επικοινωνίας μεταξύ των μελών των απομακρυσμένων εκκλησιών, παραινώντας και μεταδίδοντας την ευαγγελική αλήθεια. Γι αυτό και τα έργα των Αποστολικών Πατέρων με εξαίρεση την «Προς Διόγνητον επιστολή» απευθύνονταν σε χριστιανούς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μέσω των επιστολών αυτών «η ζωή της νεαρής Εκκλησίας, οι παλμοί και τα προβλήματά της, η θεολογία και το πνεύμα της»[17]. Μάλιστα «η ποικιλία των προσεγγίσεων, που τα κείμενα προσφέρουν, τους δίνει ιδιαίτερη αξία για την κατανόηση της ζωής και της θεολογίας της εκκλησίας»[18] της εποχής αυτής. Με μια προσεκτική ματιά μάλιστα διαπιστώνουμε πως παρότι οι επιστολές αυτές δεν περιέχουν συστηματικές πραγματείες, περιέχουν «παν θεολογικόν στοιχείον απαραίτητον υπό τας τότε συνθήκας δια την κατοχύρωσιν της χριστιανικής πίστεως»[19].
Η επιστολογραφία τους αναδεικνύει το «θείον και ανθρώπινον συγχρόνως σωτήρα της ανθρωπότητος, τις κακοδοξίες, την ενότητα της εκκλησίας, τα θεμελιώδη μυστήρια, την ηθική αγωγή, την ανάσταση και την κρίση»[20]. Γι αυτό και απέκτησαν μεγάλο κύρος και αναγιγνώσκονταν συχνά σε συναθροίσεις μετά βιβλικών αναγνωσμάτων, σε σημείο μάλιστα η επιστολή Κλήμεντα Προς Κορινθίους, «να περιληφθή μέσα στον Αλεξανδρινό Κώδικα της Βίβλου, ενώ η Συριακή Εκκλησία να τη θεωρήσει μέρος της Αγίας Γραφής»[21]. Στις επιστολές αυτές παρατηρείται επίσης χρήση Καινοδιαθηκικών χωρίων, αν και σπανίως κατά γράμμα, αλλά και παραθέσεις ποικίλης προελεύσεως όπως αποκρύφων έργων και της θύραθεν Ελληνικής γραμματείας.
Η συνεισφορά τους
Οι Αποστολικοί πατέρες καλύπτουν χρονικά ένα καίριο καθοριστικό πλαίσιο. Την εποχή αμέσως μετά το φυσικό τέλος των Αποστόλων, αποτελώντας έτσι γέφυρα της αποστολικής εποχής με τους μετέπειτα χρόνους. Παρότι τα κείμενά τους γράφονται περιστασιακά, μας παραδίδουν σημαντικές ειδήσεις για τη ζωή και τη δράση της εκκλησίας, ενώ ερμηνεύουν και διαφυλάσσουν το πνεύμα της ζώσας αποστολικής παράδοσης[22]. Σκοπός τους είναι η διακράτηση του ήθους της εκκλησίας, εκφράζοντας το δόγμα και προφυλάσσοντας από τις αιρέσεις. Επιμένουν στο τριαδολογικό μυστήριο της εκκλησίας[23], ενώ αντιστέκονται στον εξιουδαϊσμό, το Δοκητισμό και το γνωστικισμό, δίχως η διδασκαλία τους να γίνεται αφηρημένη ή να προσκολλάται σε επιμέρους τομείς, αλλά διατηρώντας την καθολικότητα της έκφρασης. Σωτηριολογία, εκκλησιολογία, εσχατολογία, μυστηριακή ζωή και ήθος δεν παραμερίζονται, αποτελώντας παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Φροντίζουν επίσης για τις ιστορικές δομές της εκκλησίας. Ο πνευματολογικός και θείος χαρακτήρας της εκκλησίας, δένεται με τον ορατό και ιστορικό, παραδίδοντάς τη σημαντική ιστορική μετάβαση της χαρισματικής εξουσίας των αποστόλων στους επισκόπους.
Οι Αποστολικοί Πατέρες διαφυλάσσουν επίσης και την κοινωνική διάσταση της εκκλησίας. Μεριμνούν μέσα από τη γραμματεία τους για τους αδυνάτους. Για τα παιδιά, τις γυναίκες, τα ορφανά, τους δούλους, καταδικάζουν τη εμβρυοκτονία και τη βρεφοκτονία[24] που ήταν συχνό φαινόμενο στην εποχή τους[25], υπεραμυνόμενοι της ζωής των εμβρύων και των νηπίων. Τέλος, επισημαίνεται ο ηρωικός βίος των χριστιανών, ειδικά στην περίπτωση του Iγνατίου, όπου οδευόμενος προς το μαρτύριο δε γογγύζει, αλλά γεμάτος ελπίδα οδηγείται στο μαρτύριο.
Η διδασκαλία τους
Εισαγωγή
Η διδασκαλία των αποστολικών πατέρων απηχεί την άμεση και ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας[26]. Η διδασκαλία της παράδοσης την εποχή των Αποστολικών Πατέρων, κατά κανόνα συμβαίνει προφορικώς, ενώ το ευαγγέλιο δεν έχει ακόμα συνταχθεί σε ένα ενιαίο κανόνα. Στην εκκλησία μάλιστα όπως διαβλέπουμε από τον Παύλο, τη διδασκαλία αυτή την είχαν αναλάβει από τον Κύριο οι Απόστολοι, οι Προφήτες (μία ειδική χαρισματική τάξη, όπου είχε λάβει εξουσία από τους αποστόλους να συνεχίσουν το έργο τους) και οι διδάσκαλοι[27]. Η προφορική παράδοση όμως με το χρόνο άρχισε να αλλοιώνεται, ενώ και η γραπτή είτε ερμηνευόταν από ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους κατά το δοκούν, είτε παραχαρασσόταν. Η εκκλησία λοιπόν έπρεπε να βρει ένα ασφαλές κριτήριο για τη μετάδοση του θείου μηνύματος[28].
Οι Αποστολικοί Πατέρες χρησιμοποιούν αρκετά την Αγία Γραφή. Βέβαια γι αυτούς κατεξοχήν Αγία Γραφή θεωρείται η Παλαιά Διαθήκη, αφού η Καινή δεν έχει συνταχθεί ακόμα σε κάποιο κανόνα. Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Αποστολικούς πατέρες είναι πρόγευση της διδασκαλίας του Χριστού. Καταδεικνύει τις βασικές αρχές του χριστιανισμού οι οποίες μας δείχνουν ένα Θεό δημιουργό, την έλευση του μεσσία και το πάθος Του, αλλά και το χριστιανικό ήθος, με την φιλοξενία, την υπακοή, την πίστη, την επιείκεια, τη μακροθυμία και τη μετάνοια να λαμβάνουν κεντρική θέση. Αλλά και η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται και ιδίως το πνεύμα της. Έτσι ο νόμος καταργείται και η τυπολατρία εξοβελίζεται ως αναχαιτιστική της οικείωσης του θείου μηνύματος. Οι Απόστολοι θεωρούνται οι αυθεντικοί πατέρες και ερμηνευτές του θείου μηνύματος και δε δύναται ουδείς να πει κάτι διαφορετικό από αυτούς. Ο Ιγνάτιος μάλιστα λέγει "διατάσσομαι υμίν"[29]. Τελικώς οι Αποστολικοί πατέρες, αναλαμβάνουν σε μία δύσκολη εποχή, να συνδέσουν με το λόγο τους και την αυθεντία τους, ως συνεχιστές και εκφραστές του αποστολικού μηνύματος, τις διασκορπισμένες κοινότητες των χριστιανών, μεταφέροντας το αναλλοίωτο αποστολικό μήνυμα και επιλύοντας τις εξωτερικές και εσωτερικές προκλήσεις που εμφανίζονταν στην εκκλησία.
Θεολογικά οι Αποστολικοί Πατέρες, παρουσιάζουν μία τριαδολογία που είναι σαφής η θεότητα των τριών προσώπων της Θεότητας[30]. Η θεολογία αυτή είναι στενά συνυφασμένη με την εκκλησιαστική ζωή και στόχο έχει να ενισχύσει τους πιστούς στη χριστιανική κλίση τους. Η ομολογία αυτή αφενός συνοψίζει την πίστη της αρχαίας εκκλησίας, αφετέρου δηλώνει το κέντρο της λατρευτικής της ύπαρξης[31]. Η ενότητα άλλωστε της πίστης και της λατρείας, της θεολογίας και της δοξολογίας είναι εμφανής[32]. Παρόλα αυτά θα πρέπει να επισημανθεί πως στην περιορισμένη έκθεση της θεολογίας των Αποστολικών πατέρων δεν απουσιάζουν ασάφειες και συγχύσεις, ενώ η θεολογική επεξεργασία του συνειρμού τους δεν είναι πάντοτε επαρκής[33].
Θεολογία
Τριάδα, Πατήρ Θεός και Άγιο Πνεύμα
Οι Αποστολικοί πατέρες μέσω των επιστολών απευθύνονται προς το χριστιανικό ποίμνιο. Το γεγονός αυτό προσδιορίζει τη θεολογία τους, γύρω από ένα εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα. Ασφαλώς η τριαδολογία τους δεν παρουσιάζει την αρτιότητα που διαμορφώθηκε κατά τον Δ΄ αιώνα, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό αφού αφενός είναι περιστασιακή, αφετέρου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα οι ανάλογες δογματικές προκλήσεις και ερεθίσματα[34]. Παρόλα αυτά αποτέλεσε τη ζύμη για περαιτέρω επεξεργασία.
Στους Αποστολικούς Πατέρες όποτε συναντάμε μία τριαδολογική ομολογία, αυτή είναι συνάρτηση του εκκλησιολογικού της χαρακτήρα. Ο Άγιος Ιγνάτιος αναφέρει χαρακτηριστικά πως η εκκλησία είναι:
- "του Θεού Πατρός και του ηγαπημένου Ιησού...εν αμώμω Πνεύματι"[35] και
- "ως όντες λίθοι ναού Πατρός, ητοιμασμένοι εις οικοδομήν Θεού Πατρός, αναφερόμενοι εις τα ύψη δια της μηχανής Ιησού Χριστού, ος εστί ο σταυρός, σχοινίω χρώμενοι τω πνεύματι τω αγίω"[36].
Είναι λοιπόν εμφανές πως η πίστη τους στην τριαδική μονάδα είναι αναντίρρητη[37].
Η πίστη στο Θεό Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα είναι η πίστη που έχει δεχτεί ο πιστός στην εκκλησία με το Βάπτισμά του[38]. Η νέα ζωή μάλιστα συμβαίνει μόνο "εν Υιώ και Πατρί και Πνεύματι"[39]. Ο Θεός είναι μόνος και ύψιστος, Θεός της αλήθειας, ζων και σοφός, δημιουργός και ισχυρός δεσπότης της κτίσεως. Ο θεός είναι απολύτως εκτός κάθε διαστάσεως χώρου[40], ενώ η αρμονία και η τάξη είναι χαρακτηριστικά που έδωσε ο ίδιος. Παρουσιάστηκε στον κόσμο δια του Ιησού Χριστού[41] και είναι αυτός ο οποίος δια του Χριστού κάλεσε τον κόσμο από το σκότος στο φως και από την αγνωσία στη γνώση[42]. Είναι "άγιος εν αγίοις, ευεργέτης πνευμάτων και θεός πάσης σαρκός, σωτήρ απηλπισμένων, βοηθός και αντιλήπτωρ".[43].
Η θεότητα του Αγίου Πνεύματος στους Αποστολικούς πατέρες αναδεικνύεται με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα η συμμετοχή του Αγίου Πνεύματος στο χώρο της οικονομίας και ειδικότερα στο χώρο της εκκλησίας και η συναρίθμησή του με τον Πατέρα και τον Υιό υπογραμμίζει την ισοτιμία του με τα δύο άλλο πρόσωπα, ενώ διασκεδάζει και κάθε αιρετική αντίληψη για κτιστότητα[44]. Αντιθέτως θα λέγαμε όμως πως προβάλλει την οντολογική τους συνάφεια. Έτσι ο Κλήμης αναφέρει πως "Ζη γαρ ο θεός και ζη ο Κύριος Ιησούς Χριστός και το Πνεύμα το Άγιον"[45]. Οι Γραφές είναι αληθείς διότι εγράφησαν δια του Αγίου Πνεύματος[46] και συνάμα σ' αυτές έχει καταγραφεί ο λόγος του Αγίου Πνεύματος[47]. Η κλήση των πιστών γίνεται δια του Αγίου Πνεύματος, ενώ στην εκκλησία γίνεται πλήρης έκχυσίς Του. Κατά τον Ιγνάτιο το Άγιο Πνεύμα είναι ένα εκ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας (υποσ. 26, 27, 29). Μάλιστα η υποταγή στον επίσκοπο αναλογεί με την υποταγή "τω Χριστώ, το Πατρί και το Αγίω Πνεύματι", όπως αναφέρει στον Πολύκαρπο[48]. Η Β΄ προς Κορινθίους αναφέρει πως η αφθαρσία του ανθρώπου συμβαίνει δια του Αγίου Πνεύματος[49]. Κατά τον Ερμά τα έργα του ανθρώπου δείχνουν ότι ο άνθρωπος έχει καταξιωθεί από το Άγιο Πνεύμα και παρουσιάζει στοιχεία πραότητος, ησυχίας, ταπεινοφροσύνης και αποχή πονηρών σκέψεων και πράξεων, ενώ στο Βαρνάβα είναι έντονη η διασύνδεση του Πνεύματος με τον Κύριο, εξ ου και ονομάζεται Πνεύμα Κυρίου[50].
Χριστολογία
Οι Αποστολικοί Πατέρες για την προΰπαρξη του Υιού και τη θεότητά του παρέχουν ικανές μαρτυρίες[51]. Κύριος σκοπός των χριστολογικών αναφορών είναι να στηρίξουν τους πιστούς για το έργο που επιτελεί το γεγονός της σαρκώσεως και συνάμα η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι δοκητικές πλάνες[52].
Η επιστολή του ψευδο-Βαρνάβα αρχικώς κατανοεί τη βιβλική φράση "ποιήσωμεν κατ εικόνα και καθομοίωσιν ημών τον άνθρωπον" ως λόγο του Θεού Πατρός προς τον Υιό[53]. Μάλιστα ο Υιός του Θεού, που προϋπήρχε και συμμετείχε στο δημιουργικό έργο, "ήλθεν εν σαρκί"[54]. Κατά τον Κλήμεντα το σκήπτρο της μεγαλοσύνης του Θεού, ο Χριστός, ήλθε ως ταπεινός άνθρωπος, όπως το Άγιο Πνεύμα είχε πει[55]. Ο Υιός λοιπόν κατά τους Αποστολικούς πατέρες είναι το "απαύγασμα της μεγαλωσύνης του θεού, τοσούτων μείζων εστίν αγγέλων, όσω διαφορότερον όνομα κεκληρωνόμηκε"[56].
Ο Κλήμης όμως προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Ο Ιησούς είναι αυτός στον οποίο ανήκει η δόξα και η μεγαλοσύνη, η τιμή και το κράτος, νυν και στους αιώνες των αιώνων[57]. Ο Πατήρ δοξάζεται δια μέσου του Υιού, ενώ σε μερικά χωρία του Κλήμεντος αναφέρεται πως η δοξολογία των πιστών απευθύνεται και αποκλειστικά προς τον Υιό[58]. Η αναφορά αυτής της δοξολογίας είναι απόδειξη της θεότητας του Υιού[59].
Ο Υιός του Θεού επίσης προήλθε εκ σιγής[60]. Ο Ιγνάτιος γενικώς προτιμά μία άκρως αποφατική θεολογία[61] για να περιγράψει το φαινόμενο της ύπαρξης και της σαρκώσεως του Υιού. Η αποφατικότητα αυτή καταδεικνύει και την ανομοιότητα της κτιστής πραγματικότητας από την άκτιστη θεϊκή[62]. Έτσι η σάρκωσή Του Υιού "εν ησυχία Θεού επράχθη"[63], όπως και η προέλευσή Του. Ο Ιησού Χριστός λοιπόν είναι θεός της εκκλησίας ("...εν θελήματι του Πατρός και Ιησού Χριστού του θεού ημών")[64], το πάθος του είναι πάθος θεού[65] και ο άρτος της ευχαριστίας είναι άρτος Θεού όπως και ο οίνος, αίμα Θεού.
Το εντυπωσιακότερο κομμάτι στη χριστολογία των αποστολικών πατέρων βρίσκεται στον άγιο Ιγνάτιο. Και αυτό διότι αναφέρεται με σαφήνεια στις δύο φύσεις του Χριστού. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
- "Εις ιατρός εστί, σαρκικός τε και πνευματικός, γεννητός και αγέννητος, εν σαρκί γενόμενος θεός, εν θανάτω ζωή αληθινή, και εκ Μαρίας και εκ Θεού, πρώτον παθητός και τότε απαθής, Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών"[66],
- "Τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι ημάς ορατόν, τον αψηλάφητον, τον απαθή, τον δι υμάς υπομείναντα"[67].
- "...τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα και χωρήσαντα"[68].
Είναι χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα περιεκτικά τα χωρία αυτά, καθώς αναφέρονται στις δύο φύσεις του Χριστού, στον τρόπο σαρκώσεως, στην αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων[69] και στην ενότητα και διαφορότητα Πατρός και Υιού. Επιπρόσθετα απευθυνόμενος προς τον Πολύκαρπο, ερμηνεύει την πραγματικότητα της θείας φύσης του Χριστού, τις ιδιότητές της και την αλήθεια της ανθρωπότητάς του και τις ιδιαιτερότητές της[70].
Είναι χαρακτηριστικό επίσης, πως για τον Ιγνάτιο οποιαδήποτε απο-θεοποίηση του Χριστού αποθεμελιώνει τη χριστιανική πίστη, ενώ με αυτόν τον τρόπο καταδικάζει και τη δοκητική πλάνη που αμφισβητούσε την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Θεότητα λοιπόν και ανθρωπότητα ενυπάρχουν στο ένα πρόσωπο του Ιησού. Γι αυτό και ο Χριστός "παρα τω πατρί ην και εν τέλει εφάνη"[71], ενώ συνάμα είναι υιός ανθρώπου και υιός Θεού[72]. Ο Χριστός ήλθε για να φέρει την καινή ζωή και τη σωτηρία, ενώ θεωρεί πως Ιουδαϊσμός και λόγοι του Ιησού, βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή[73]. Ο Κλήμης πάλι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού αναφέρεται ελάχιστα. Τη θεωρεί ως έσχατο σημείο ταπείνωσης και οδό για τη ζωή των πιστών.
Το ίδιο περιστασιακή είναι και η αναφορά στην Επιστολή Βαρνάβα. Η σάρκωση προσφέρει τη ριζική ανακαίνιση και αναπλάθει τον άνθρωπο, ενώ καταργεί το κράτος του θανάτου. Στην περίπτωση του ψευδό-Βαρνάβα πάντως βλέπουμε μία Χριστολογία με πνευματολογικές προεκτάσεις, ενώ στον Ερμά είναι αρκετά πολύπλοκη, ακόμα και αντιφατική, πιθανώς διότι η θεολογία στο σύγγραμμά αυτό έρχεται σε δεύτερη μοίρα[74], ενώ κρίνεται και ως αδόκιμος θεολόγος[75]. Ο ίδιος χαρακτηρίζεται επίσης από τη λεγόμενη πνευματολογική ή και αγγελολογική χριστολογία, αφού φαίνονται κάποιες ταυτίσεις του Χριστού με τον Άγγελο Μιχαήλ. Από την άλλη πλευρά ο Χριστός όμως είναι και προγενέστερος της κτίσεως. Οπότε μοιραία εγείρονται ερωτήματα για τις θεολογικές δυνατότητές του. Ο Ερμάς διαφαίνεται να μιλά για θεολογική δυάδα και όχι τριάδα. Πατήρ και Πνεύμα δηλαδή είναι δυάς και ο Χριστός είναι άνθρωπος που μέσα του κατοίκησε το Πνεύμα. Η θεολογία αυτή μάλιστα κατά τον S. Cave θεωρείται αρκετά παράξενη σε σημείο να θεωρεί πως δε μπορεί να έχαιρε εκτιμήσεως στην Αρχαία Εκκλησία, αγνοώντας το βασικό ζήτημα της τριαδικής θεότητος[76]. Πάντως εκφράζονται και άλλες απόψεις κατά τις οποίες ο όρος Πνεύμα έχει και διαφορετική έννοια από το Άγιο Πνεύμα. Η λέξη πνεύμα εν προκειμένω μιλά για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας τριάδας, πρωτού σαρκωθεί, λαμβάνοντας διαφορετική θέση από το Πνεύμα το Άγιον, που είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας[77].
Πέρα των προλεγομένων κοινή είναι η γραμμή σε όλους τους Αποστολικούς Πατέρες, ότι ο Χριστός είναι ο σωτήρας της ανθρωπότητας, ο οποίος την έβγαλε από το σκότος και την αγνωσία, φανέρωσε την καινή κτίση και παρέδωσε την εκκλησία, που είναι η συνέχιση του έργου Του. Ο άνθρωπος πλέον δύναται να ακολουθήσει το θείο Λόγο, ενώ στόχος του χριστιανού είναι η ένωση με το Χριστό.
Εκκλησιολογία
Η εκκλησιολογία των Αποστολικών Πατέρων είναι προέκταση της εκκλησιολογίας του Αποστόλου Παύλου. Κεντρικό σημείο της αποτελεί η νέα κατάσταση που φέρει στο κόσμο, τη νέα πραγματικότητα στην καθολική και τοπική της παρουσία[78]. Γι αυτό και οι Αποστολικοί πατέρες δε φείδονται κοσμητικών επιθέτων. Αντιθέτως χρησιμοποιούν τις πιο εκλεκτές λέξεις για να την περιγράψουν. Η εκκλησία έτσι είναι "ευλογημένη, αξιομακάριστος, αγία, εκλεκτή και αξιόθεος, ηγαπημένη και πεφωτισμένη, αξιοπρεπής, αξιομακάριστός, αξιέπαινος, αξιοεπίτευκτος, αξιόαγνος, θεοπρεπέστατη, αγιοφόρος, ηλεημένη εν παντι χαρίσματι, πεπληρωμένη εν πίστη και αγάπη" κ.α.
Η εκκλησία στο σύστημα του Ιγνατίου είναι το όργανο που συνεχίζει το έργο του Ιησού στο κόσμο. Συνεχίζει το απολυτρωτικό Του έργο και είναι απόδειξη της αδιάκοπης παρουσίας Του. Γι αυτό και κατέχει ολόκληρη τη χάρη αφού είναι "ανυστέρητος [εστί] παντός χαρίσματος"[79]. Στον Κλήμη και στον Ποιμένα, όπως και στον Ιγνάτιο, η εκκλησία υπάρχει αϊδίως στη βουλή του Θεού και είναι προωρισμένη "προ αιώνων δια παντός εις δόξα παράνομον"[80]. Η εκκλησία είναι άνωθεν διδόμενη[81] και αποκαλύφθηκε στην ιστορία όταν σαρκώθηκε ο Υιός του Θεού. Κατά τον Ποιμένα υπάρχει από την αρχή της δημιουργίας, αλλά και προ αυτής[82]. Η διδαχή επίσης μας επισημαίνει τη διπλή φύση της εκκλησίας καθώς είναι μυστήριο θείο και κοσμικό[83].
Στο εκκλησιαστικό σύστημα των απολογητών, εξαίρεται το ορατό κομμάτι της εκκλησίας, η οποία καλεί τους πιστούς να γευθούν το αόρατο. Δηλαδή πάντοτε έχουν στραμμένα τα μάτια τους στην ιστορική ύπαρξη της εκκλησίας, που μέλος είναι όποιος έχει εναρμονίσει τη ζωή του με τα διδάγματά της. Ο όρος Εκκλησία εν προκειμένω κυρίως τονίζει τον τοπικό χαρακτήρα της εκκλησίας, αλλά και τον καθολικό και οικουμενικό[84]. Η καθολικότητα δε και η οικουμενικότητα είναι συστατικά της ταυτότητάς της, καθώς η εκκλησία είναι "υπό των τεσσάρων ανέμων"[85] και "από των περάτων της γης"[86]. Η καθολικότητα αυτή εντοπίζεται στη σάρκωση του Υιού και την αλήθεια την οποία βιώνει και όχι στις διαστάσεις της[87].
Σημαντικό σημείο στην εκκλησιολογία των Αποστολικών πατέρων είναι ενότητα της εκκλησίας. Αυτή είναι θείο δώρο, λόγω της παροχής χάριτος από τον Χριστό. Η ενότητα αυτή δεν μπορεί όμως να παραβληθεί με ανθρώπινα μέτρα, διότι δεν είναι προϊόν εξωτερικής συμφωνίας, αλλά εσωτερικής. Αυτή η ενότητα οδηγεί τα μέλη της να μην είναι αυτονομημένα και απομονωμένα, αλλά σύμφωνα σε ένα κοινό ενιαίο σώμα το οποίο αποτελεί "μία προσευχή, μία δέησις, ένας νους, μία ελπίς εν αγάπη, εν τη χαρά αμώμω, ο εστίν Ιησούς Χριστός, ου άμεινον ουδέν εστίν. Πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχουν Θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ ενός Πατρός προελθόντα και εις ένα όντα και χωρήσαντα"[88]. Η ενότητα αυτή όμως έχει ανάγκη και κάποιο εξωτερικό κριτήριο, το οποίο συγκροτείται από την ομόνοια επισκόπου-πρεσβυτέρων και λαού, με τον πρώτο να εγγυάται την οδό της ενότητας, καθώς είναι η δύναμη εκείνη που έχει τη χαρισματική ευθύνη της συνοχής και της συγκρότησης του σώματος[89]. Ο Επίσκοπος τελικά είναι η ορατή εικόνα και το σύμβολο της ενότητας, καθώς έχει το λειτούργημα και το χάρισμα της ομόνοιας. Η ενότητα και η πληρότητα αυτή, πληρώνεται με την ευχαριστιακή κοινωνία. Για τη μετοχή στο ευχαριστιακό δείπνο αναφέρει ο Ιγνάτιος :
"Σπουδάσατε ουν μία ευχαριστία χρήσθαι, μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού, εν θυσιαστήριον, ως επίσκοπος άμα τω προσβυτερίω και διακόνοις"[90].
Η εκκλησία λοιπόν σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις. Αυτή η πεποίθηση τους Αποστολικούς πατέρες είναι έντονη, όπως περιγράφεται και στο κείμενο της Διδαχής[91].
Μυστήρια
Βασικό μέλημα της διδασκαλίας των Αποστολικών Πατέρων είναι να καταγραφεί το περιεχόμενο της νέας ζωής της Εκκλησίας και η νέα μοναδική σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Έτσι βασικό ζήτημα αποβαίνει η μυστηριακή ζωή και σχέση των μελών της εκκλησίας.
Το Βάπτισμα είναι η απαρχή της καινής ζωής και της σωτηρίας του ανθρώπου[92], το οποίο παρέχει άφεσιν αμαρτιών[93]. Ο άνθρωπος νεκρώνει την αμαρτία και λαμβάνει νέα ζωή, αφού το πάθος του Χριστού συνέβη "ινά τω πάθει το ύδωρ καθαρίση"[94]. Τελείται στο όνομα της Αγίας Τριάδας[95] και παύει το φθαρτό και ασθενές της ανθρώπινης φύσεως. Σε πολλά σημεία το μυστήριο λαμβάνει την έννοια της σφραγίδος. Η σφραγίδα ως σύμβολο παρατηρείται αρκετές φορές στην Παλαιά Διαθήκη και το νόημά της είναι να καταδείξει την ιδιαιτερότητα της χριστιανικής ζωής. Η εισαγωγή τελικά στο σώμα της εκκλησίας δεν είναι μία ατομική υπόθεση, αλλά κοινωνική και κοινοτική.
Το έτερο μυστήριο που αναφέραται στους Αποστολικούς Πατέρες είναι η Θεία Ευχαριστία. Το μυστήριο αυτό παρέχει την ενότητα της κοινότητας, ενώ συνάμα είναι ζωτικός παράγοντας για την νέα ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο άνθρωπος έχει ανάγκη για υλική τροφή, έτσι έχει ανάγκη για πνευματική, που εν προκειμένω είναι η ευχαριστιακή τροφή του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας[96]. Η μετοχή στο Δείπνο του Κυρίου "κατασκηνώνει" στις καρδιές των ανθρώπων τον Κύριο και χαρίζει γνώση, πίστη και αθανασία[97]. Η Θεία Κοινωνία είναι θυσία για τα δοκιμασμένα μέλη, αλλά εν καθαρά καρδία και προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα[98].
Η Θεία Ευχαριστία δεν αποτελεί απλώς οίνο και άρτο, ή σύμβολα της σαρκός και του αίματος του Κυρίου. Είναι "μία σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού", "εν θυσιαστήριον", "εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού"[99]. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δοκητές κατά τον Ιγνάτιο "ευχαριστίας και προσευχής απέχονται δια το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού"[100]. Άρνηση της ευχαριστίας σημαίνει πνευματικό θάνατο, διότι δεν παρέχεται το φάρμακο της αθανασίας, το αντίδοτο του μη αποθανείν[101]. Αυτό συμβαίνει διότι η σάρκα του Χριστού ενώθηκε με τη θεία υπόσταση και γι αυτό παρέχει τα χαρίσματα της θεϊκής υποστάσεως, όπως αθανασία, αφθαρσία, αγιότητα καθώς ο άρτος και ο οίνος πραγματικά μετατρέπονται σε σάρκα και αίμα Χριστού[102].
Η εισαγωγή στην εκκλησία αποτελεί είδος μετάνοιας. Ο χριστιανός δοκιμάζει πολλές πίκρες και πτώσεις και έτσι καλείται σε διαρκή επάνοδο. Για τη θεραπεία αυτή ο Κλήμης προτρέπει να μετέλθουν οι χριστιανοί τον ευκλεή αγώνα, να ατενίσουν το αίμα του Χριστού και τη θυσία Του, που έγινε προς μετάνοια δική μας. Η μετάνοια μάλιστα ήταν κάτι που από την Παλαιά Διαθήκη είχε εφαρμοστεί. Ο Κλήμης σε μεγάλο μέρος της Α΄ προς Κορινθίους καλεί και προτρέπει σε μετάνοια, που είναι το θεμέλιο του χριστιανικού ήθους. Η μετάνοια αυτή τόσο στον ψευδο-Βαρνάβα, όσο και τον Κλήμη και τον Ιγνάτιο, όπως είδαμε, εκδηλώνεται με την εξομολόγηση[103][104]. Αυτό διότι η αμαρτία συνδέεται άρρηκτα με την ενότητα του ποιμνίου.
Η μυστηριακή και εκκλησιαστική ζωή, οδηγεί στη μυστική εν Χριστώ ζωή. Ο Ιγνάτιος και εδώ είναι εκφραστής ενός κλίματος, που αργότερα θα δούμε σε ανάπτυξη από τον Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο Ομολογητή, Συμεών το Νέο Θεολόγο και τον ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Μετά τον Παύλο και Ιωάννη, ο Ιγνάτιος σημειώνει μία ορολογία που απηχεί την εσωτερική μυστική κατάσταση για τη μετοχή στο Θείο[105]. Ο Κλήμης επίσης αναφέρεται σε αυτή την ένωση προσδίδοντας και ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Την κίνηση του ανθρώπου και του Θεού συνάμα, προς επίτευξη της μυστικης ενώσεως.
Πολίτευμα και οργάνωση της εκκλησίας
Ανωτέρω ήδη έγινε μία νύξη για το ρόλο του επισκόπου στην εκκλησία, από τον Ιγνάτιο. Ο επίσκοπος λοιπόν την εποχή αυτή είναι ο προεστός της λατρευτικής σύναξης[106], ο υπεύθυνος για την ενότητα και τη συγκρότηση του σώματος της εκκλησίας[107], ο χαρισματικός ηγέτης που έλαβε το χάρισμα από τον Κύριο να συνάγει τους πιστούς και να τους προφυλάσσει από την πλάνη[108]. Η υπακοή τελικά στον επίσκοπο, είναι υπακοή στον ίδιο τον Κύριο, εφόσον ο επίσκοπος έχει την ορθή ομολογία, αφού ο επίσκοπος είναι εις τόπο και τύπο Χριστού[109].
Στον Κλήμεντα Ρώμης και την Διδαχή παραλαμβάνουμε επίσης μερικά ακόμα στοιχεία. Στα δύο αυτά κείμενα[110][111] λαμβάνουμε πληροφορίες πως οι Απόστολοι εγκαθιστούσαν επισκόπους και διακόνους κατά τόπους. Οι Απόστολοι δηλαδή μεριμνούσαν για την τοπική ζωή των εκκλησιών. Στην περίπτωση του Κλήμεντος όμως έχουμε ένα μοντέλο Θεός-Ιησούς-Απόστολοι-επίσκοποι, διάκονοι, όπου εξαίρεται η συνέχεια της ζωής της χάριτος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί που θα εκλέγονται μάλιστα στο ιερατείο θα πρέπει να είναι ελλόγιμοι και δεδοκιμασμένοι[112]. Οι επίσκοποι λοιπόν προφανώς ήσαν υπεύθυνοι για την οργάνωση των τοπικών εκκλησιών. Ο όρος αυτός βέβαια υπέθετε διοικητικό και ιερατικό βαθμό, αλλά η ορολογία ακόμα δε φαίνεται να έχει παγιωθεί[113]. Η περίοδος που γράφονται οι επιστολές αυτές άλλωστε είναι αναμφίβολα μεταβατική, αφού αναφέρονται και οι θεσμοί των προφητών και των διδασκάλων. Στην περίπτωση όμως του Ιγνατίου φαίνεται πως μετάβαση αυτή έχει ολοκληρωθεί, καθώς δεν έχουμε πια διασύνδεση του επισκόπου με τον πρεσβύτερο. Έτσι παρατηρούμε μέσα από τη γραμματεία των Αποστολικών πατέρων, πως η εποχή τους, είναι το μεταβατικό στάδιο οπού παγιώνεται το εκκλησιαστικό πολίτευμα, καθώς οι Απόστολοι αποχωρούν από το προσκήνιο. Τη διοικητική, ιερατική και ποιμαντική πλέον μέριμνα την αναλαμβάνουν οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης.
Μέσα από τις επιστολές τελικά εξάγεται ότι στη μεταποστολική εποχή υπάρχει μία βαθειά συνείδηση ότι οι τρεις αυτοί θεσμοί έχουν μια μοναδική πνευματική εξουσία που τους προσφέρεται με τη χειροτονία ως χάρη Θεού για να συνεχίσουν το σωστικό και αγιαστικό έργο του Χριστού[114].
Εσχατολογία
Η εσχατολογία των Αποστολικών πατέρων εναρμονίζεται με την εσχατολογία της Καινής Διαθήκης, με επιρροές όμως από την αντίστοιχη διδασκαλία του Ιουδαϊσμού[115]. Η συντέλεια λοιπόν του κόσμου είναι μια κατάσταση που αναμένεται να έρθει συντόμως. Έτσι η όλη διδασκαλία αλλά και η λατρεία της εκκλησίας κινείτο μέσα σε αυτό το πνεύμα. Η αναμονή της βασιλείας του θεού λειτουργεί ως πρόκληση και πρόσκληση για τη χριστιανική ζωή. Η εγρήγορση προετοιμάζει τη ζωή της κληρονομίας και αυτή προσδιορίζεται από την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, να μετέχει και να τηρεί το ευαγγέλιο, ώστε ο ίδιος να προδικάζει το μέλλον του. Στη Διδαχή θα λέγαμε ότι παρουσιάζεται συνοπτικά η προσδοκία της Εκκλησίας για την έσχατη κατάσταση.
Ο χρόνος της δεύτερης ελεύσεως είναι άγνωστος. Το μόνο που είναι γνωστό είναι πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι σε εγρήγορση. Λίγο πριν το τέλος η ανομία και η αμαρτία θα αυξηθεί και ο ψευδοΘεός που θα παρουσιαστεί θα πράξει σημεία για να πλανεύσει την ανθρωπότητα. Οι πιστοί θα περάσουν από δοκιμασίες. Τότε θα εμφανιστούν τα σημεία του Θεού και της αλήθειας. Εν ριπή οφθαλμού θα γίνει η φανέρωση του Χριστού και θα επακολουθήσει η μέλλουσα κρίση. Οι άνθρωποι θα αναστηθούν, διότι ο Ιησούς άνοιξε το δρόμο με την ανάστασή Του, κατά τον Κλήμη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η Επιστολή Βαρνάβα, η οποία κάνει υπολογισμούς για το τέλος της φυσικής ιστορίας. Οι ημέρες λοιπόν της δημιουργίας ισοδυναμούν με χίλια έτη. Εν συνεχεία θα έρθει η έβδομη ημέρα που είναι η ημέρα που θα παύσει η ανομία και θα κριθεί ο κόσμος. Ο καιρός αυτός πλησιάζει κατά τον ψευδο-Βαρνάβα αφού το μεγαλύτερο μέρος της έκτης χιλιετίας είχε περάσει. Την έβδομη μέρα θα διαδεχθεί η 8η η οποία θα είναι "άλλου κόσμου αρχή"[116].
Η γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων
- Προς Διόγνητον Επιστολή
- Α΄ Επιστολή Κλήμεντος (Προς Κορινθίους)
- Β΄ Επιστολή Κλήμεντος (Προς Κορινθίους)
- Διδαχή των Αποστόλων
- Επιστολή Βαρνάβα
- Οι Επτά Επιστολές του Ιγνατίου
- Επιστολή προς Φιλιππησίους Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης
- Μαρτύριο Πολυκάρπου
- Ποιμήν του Ερμά
Υποσημειώσεις
- ↑ Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
- ↑ Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
- ↑ Βαρνάβας, Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ερμάς
- ↑ Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
- ↑ Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 11
- ↑ Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 11 (υποσ. 2)
- ↑ Νικολαΐδης Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, σελ.. 12-13
- ↑ Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, σελίς 163
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 349-350
- ↑ Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Sanctorum Patrum qui temporibus apostolics floruerunt opera, 1672
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 350
- ↑ 11 εκ των 13 εξεταζομένων κειμένων είναι επιστολές
- ↑ ενθ. αν.
- ↑ Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», τόμος Α΄, σελίς 164
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
- ↑ Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 177
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 483
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 484
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, ενθ.αν., σελ. 487
- ↑ Carcopino Jerome, «Η Καθημερινή Ζωή στη Ρώμη στο Απόγειο της Αυτοκρατορίας», Παπαδήμας, Αθήνα 1981, σελ. 106
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 164
- ↑ Α΄ Κορινθίους 12, 28
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 165
- ↑ Ιγνατίου, Προς Ρωμαίους 4, 3
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 175
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 175
- ↑ Μαρτύριο Πολυκάρπου 16, 1-3
- ↑ Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, Α, 1, Αθήνα 1963, σελ. 236
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 389
- ↑ Προς Σμυρναίους Πρόλογος
- ↑ Προς Εφεσίους 9, 1
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 390
- ↑ J. Lebreton, Histoire du Dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee II, Paris 1928, σελ. XIII
- ↑ Ιγνατίου, Προς Μαγνησιείς 13, 1
- ↑ Ποιμήν του Ερμά, Εντολή 1, 1
- ↑ Προς Μαγνησιοίς 8, 2
- ↑ Κλήμεντος, Προς Κορινθίους Α΄, 59, 2
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 170
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 397
- ↑ Α΄ Κορινθίους 58, 2
- ↑ Aυτόθι 45, 2
- ↑ Αυτόθι 13, 1
- ↑ Ιγνατίου, Προς Πολύκαρπον 1, 3
- ↑ Β΄ Κορινθίους 14, 4
- ↑ Επιστολή 1, 3
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ενθ.αν., σελ. 171
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 389
- ↑ Επιστολή 6, 12
- ↑ Επιστολή 5, 11
- ↑ Κλήμεντος, Προς Κορινθίους Α΄ 16, 2
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 172
- ↑ Κλήμεντος, Α΄ Κορινθίους 65, 2
- ↑ Αυτόθι 20, 11-12 κ 50 7
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 173
- ↑ Ιγνατίου, Προς Μαγνησιοίς 8, 2
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 396
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 175
- ↑ Προς Εφεσίους, Πρόλογος
- ↑ Προς Εφεσίους, Πρόλογος
- ↑ Ιγνατίου Προς Ρωμαίους 6, 3
- ↑ Προς Εφεσίους 7, 2
- ↑ Προς Σμυρναίους 5, 2
- ↑ Προς Μαγνησιείς 7, 2
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 176
- ↑ Ν. Νικολαΐδης, Αποστολικοί Πατέρες, σελ. 411
- ↑ Προς Μαγνησιείς 6, 1
- ↑ Προς Εφεσίους 20, 2
- ↑ Προς Μαγνησιείς 10, 3
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 179
- ↑ Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 390
- ↑ The Doctrine of the Person of Christ, London 1962, (7th impr.) page 71-72
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 179
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 187
- ↑ Προς Σμυρναίους, Πρόλογος
- ↑ Ιγνατίου, Προς Εφεσίους, Πρόλογος
- ↑ Β΄ Κορινθίους 14, 2-3
- ↑ Όρασις 2, 4, 1
- ↑ Διδαχή 11, 11
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 190
- ↑ Διδαχή 10, 5
- ↑ Διδαχή 9, 4
- ↑ Ιγνατίου, Προς Σμυρναίους 8, 2
- ↑ Ιγνατίου, Προς Μαγνησιείς
- ↑ Προς Φιλαδελφείς 9, 1
- ↑ Προς Φιλαδελφεις 4
- ↑ 9, 1 και 10, 5
- ↑ Ποιμήν Ερμά, όρασις 3, 3, 5
- ↑ Ποιμήν, Εντολή 4, 3, 1
- ↑ Ιγνατίου, Προς Εφεσίους 18, 2
- ↑ Διδαχή 7, 1-4
- ↑ Διδαχή 10, 3
- ↑ Διδαχή 10, 1
- ↑ Διδαχή 14, 1-3
- ↑ Προς Φιλαδελφείς 4
- ↑ Προς Σμυρναίους 7, 1
- ↑ Προς Εφεσίους 20, 2
- ↑ Προς Σμυρναίους 7, 1
- ↑ Επιστολή Βαρνάβα 19, 12
- ↑ Ά Προς Κορινθίους 51, 3
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 205
- ↑ Ιγνατίου, Προς Μαγνησιείς 7
- ↑ Ιγνατίου, Προς Φιλαδελφοίς 9, 1
- ↑ Κ.Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 192
- ↑ Προς Σμυρναίους 8, 2
- ↑ Διδαχή 15, 1-2
- ↑ Κλήμεντος, Α΄ Κορινθίους, 42, 1-5
- ↑ Προς Κορινθίους Α΄ 44, 2
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 196
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 198
- ↑ Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 293
- ↑ Επιστολή 15, 3-8
Βιβλιογραφία
- Ιωάννη Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003
- Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, Αθήνα 1998
- Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
- Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.
- Νικολαΐδης Ι. Νίκος, "Αποστολικοί Πατέρες, Γραμματολογική και Θεολογική προσέγγιση", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002.
- Κρικώνης Χρήστος, "Αποστολικοί Πατέρες", τ. Α΄, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1995.