Σύμβολο της Πίστης (Νίκαια-Κωνσταντινούπολη)

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Το Σύμβολο της Πίστης της συνόδου της Κωνσταντινούπολης (Β΄ Οικουμενική Σύνοδος) αποτελεί το κατεξοχήν δογματικό σύμβολο της Αληθείας για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την επιτομή της σαφούς σχέσεως μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Διαμορφώθηκε από τις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις των Αρειανιστών, με τους διαφόρους εκπροσώπους της, καθώς και των Πνευματομάχων, οι οποίοι αρνούνταν της φυσική θειότητα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Εκκλησίας, στο οποίο αποτυπώνεται με τρόπο περιεκτικό, η ορθόδοξη πίστη στον Άγιο Τριαδικό Θεό, την Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου και την Θεία Οικονομία.

Το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, απαρτίζεται εκ των πρώτων πέντε άρθρων από το δογματικό σύμβολο της Νίκαιας, ενώ τα υπόλοιπα επτά προέρχονται εκ της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως. Επικυρώθηκε από από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και υπό των τριών τελευταίων και απέβη «σεπτόν τε και οικουμενικόν της Πίστεως Σύμβολον»[1] και ο «αυθεντικότατος και επισημότατος όρος πίστεως και το αλάθητον κριτήριον και ο απλανής και ακριβής γνώμων της Ορθοδοξίας»[2]. Το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιήθηκε βαθμηδόν ως βαπτιστήριο σύμβολο στην εκκλησιαστική πράξη, ενώ από τον 4ο αιώνα ήδη συμπεριελήφθη «εις τα συνοδικά γενικού και υποχρεωτικού χαρακτήρος σύμβολα δια πάντας τους βεβαπτισμένους χριστιανούς»[3], το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα.

Το σύμβολο χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία, στη Λειτουργία των βαπτισμένων, τη διδαχή και το εν γένη χριστιανικό βίο και αποτελεί τον «απόλυτο κανών της ορθοδόξου δογματικής πίστεως»[4].

Η διαμόρφωση του Συμβόλου

Ο ΆγιοςΓρηγόριος Ναζιανζηνός
Εκ των διαμορφωτών του Συμβόλου

Κύριοι διαμορφωτές του συμβόλου σήμερα εμφανίζονται οι Καππαδόκες πατέρες, των οποίων η δογματική αποσαφήνιση στη διδασκαλία των όρων και της τριαδολογικής σχέσης επικυρώθηκε με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και ειδικώς οι Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος Θεολόγος με τη θεολογία που διατύπωσαν. Κατά το Νικηφόρο Κάλλιστο, ο έτερος Καππαδόκης θεολόγος Γρηγόριος Νύσσης[5] ήταν και ο άμεσος συντάκτης και διαμορφωτής του συμβόλου. Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Περί του Αγίου Πνεύματος είχε θεολογικά αναλύσει την κυριότητα του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε χρησιμοποιήσει σε ουδέτερο γένος το επίθετο «Κύριος» ως χαρακτηριστικό του Πνεύματος[6].

Κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο είχε εκδοθεί Σύμβολο το οποίο περιείχε ομολογία πίστεως περί της ομοουσίου σχέσεως Πατρός και Υιού. Οι διαμάχες όμως που ακολούθησαν, με την εμφάνιση κυρίως των πνευματομάχων αιρέσεων, υποχρέωσε του πατέρες της εκκλησίας είτε να συντάξουν ένα νέο παράλληλο σύμβολο προς την κατεύθυνση απαλοιφής κάθε περίπτωσης αιρετικής απόχρωσης διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, είτε να προβούν σε προσθήκες προς την αντίστοιχη κατεύθυνση. Οι προσθήκες του συμβόλου κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο είναι οι εκφράσεις «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», «σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου», «καθεζόμενον εκ δεξιόν του Πατρός», «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», «εις μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν εκκλησίαν, ομολογούμεν εν βάπτισμα εις άφεσιν αματιών, προσδωκόμεν αναστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντως αιώνος». Τα επί μέρους αυτά στοιχεία επισημαίνονται με κάποιες παραλλαγές ή αυτούσια σε σύμβολα της εικοσαετίας 341-360, τα οποία συντάσσονταν προς αποκατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας και που συχνά περιείχαν ορθόδοξες κατά την εκκλησία θέσεις[7]. Το ότι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εντοπίζει το έργο της συνόδου στην προσθήκη του άρθρου περί του Αγίου Πνεύματος και ο Μέγας Βασίλειος παραθέτει το σύμβολο της Νίκαιας χωρίς την έκφραση «Θεόν εκ Θεού» [8], καταδεικνύει ότι τα νέα στοιχεία είχαν γίνει δεκτά πριν τη σύνοδο. Από το σύμβολο της Νίκαιας οι εκφράσεις που δεν περιελήφθησαν στο σύμβολο των ρν΄ πατέρων, είναι οι «τουτέστιν εκ της ουσίας του πατρός», «Θεόν εκ Θεού», «τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη». Οι τρεις αυτές εκφράσεις προφανώς θεωρήθηκαν περιττές επαναλήψεις[9] ένεκα της εμφάνισης λέξεων και φράσεων όπως «ομοούσιον», «Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού» και «δι ού τα πάντα εγένετο». Επίσης αφαιρέθηκαν και οι αναθεματισμοί λόγω ότι το σύμβολο έπρεπε να περιλαμβάνει πλέον μόνο θέσεις και όχι αρνήσεις[10].

Κύριος στόχος των εκφράσεων ήταν να δοθούν απαντήσεις και να αποκλειστούν εκπεφρασμένες κακοδοξίες, όπως του Μακεδονίου, του Απολλιναρίου, του Μαρκέλλου Άγκυρας και των πνευματομάχων. Έτσι:

  • Το 8ο άρθρο αναφέρει «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν».

Η διατύπωση αυτή έχει άμεση αναφορά κατά των πολεμίων του Αγίου Πνεύματος και έχει βάση αγιογραφική. Έτσι η λέξη «Κύριον» ελήφθη εκ B΄ Κορινθίων 3, 17-18, αν και ο A.Adam υποστήριξε πως αυτό μπορεί να αποχωριστεί και από το εν λόγω χωρίο, αφού κατά βάση στόχο έχει να δηλώσει την αυτοτέλεια του Αγίου Πνεύματος. Η λέξη «ζωοποιόν» από Κατά Ιωάννην 6, 63/Προς Ρωμαίους 8,12/Β΄ Κορινθίους 3,6. Η φράση «τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» από το Κατά Ιωάννην 15, 26. Τέλος η σύνοδος θέλησε να αποφύγει τον όρο «ομοούσιος» (για το Άγιο Πνεύμα) κατ΄ οικονομίαν, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εισαγωγή αιρετικών στην εκκλησία. Γι΄ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε τον όρο «τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», που επί της ουσίας διδάσκει το ομοούσιο. Τέλος η έκφραση «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν» πάρθηκε εκ της Β΄ Καθολικής επιστολής Πέτρου 1, 21, που αναφέρεται πως «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν οι Άγιοι του Θεού άνθρωποι». Επίσης δια του τονισμού των «προφητών», στόχο καταστάται η αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη, ώστε να εξαίρεται μέσω της φράσης αυτής «η προπαρασκευαστική σημασία της εν Παλαιά Διαθήκη αποκαλύψεως δια τα εν Χριστώ πραγματοποιηθέντα αλλ η σημασία του γεγονότος παραμένει αμείωτος ως προς το ότι η κατά τα ανωτέρω τάξις και θέσις της Παλαιάς Διαθήκης εντάσσεται εν τω συμβόλω εντός αυτών τούτων των περί Αγίου Πνεύματος αποφάσεων και προσδιορισμού»[11]

  • Η φράση του 3ου άρθρου «σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» απευθύνεται προς την θέση του Απολλιναρίου, ο οποίος κήρυττε το Θεό Λόγο εγκατεικημένο στον Χριστό, αντί της λογικής ψυχής. Αυτή η έκφραση προϋπάρχει στο σύμβολο της Νίκης (Θράκης) του 359, προτού εμφανιστεί η θέση του. Στόχος επίσης και τετάρτου άρθρου («Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα»), είναι ο Απολιναρισμός.
  • Η έκφραση του πρώτου άρθρου «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς» κατά Μαρκιωνιτών, Μανιχαίων και Ερμογένους, που δέχονταν ύλη αιώνια, ταυτοχρόνως δε με την έκφραση «ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων» και κατά των αρειανών.
  • Η έκφραση του β΄ άρθρου «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» χρησιμοποιείται κατά Αρειανών, Μαρκέλλου Άγκυρας, Φωτεινού Σιρμίου και Ευνομίου που κήρυσσαν εν χρόνο γέννηση.
  • Οι εκφράσεις «καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης» και «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος» κατά Μαρκέλλου Άγκυρας προς δήλωση της αιωνίου διακρίσεως Πατρός και Υιού.
  • Τα άρθρα 6 και 7 «καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» και «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος» κατά Μαρκέλλου Άγκυρας και Φωτεινού Σιρμίου, που αρνούνταν αιώνια ύπαρξη ως Θεανθρώπου και λαμβανόμενη από Κατά Λουκάν Ι, 33.
  • Ο όρος «ομοούσιος» παραλείφθηκε προς αποφυγή σαβελλιανιστικών ερμηνειών, αλλά καιευκολότερη εισαγωγή των ετεροδόξων[12], το ίδιο και οι εκφράσεις «αληθινόν εκ Θεού αληθινού» και «δι ού τα πάντα εγένετο» ως περιττές, για λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω.
  • Τα τελευταία 4 άρθρα συμπλήρωσαν το σύμβολο έτσι ώστε να το καταστήσουν εύχρηστο και ως ομολογία πίστεως και ως βαπτιστήριο σύμβολο[13], καθώς και για λειτουργική χρήση[14]. Ταυτόχρονα οι αλήθειες των εκφραζόμενων αυτών άρθρων κύριο στόχο είχαν να καταδείξουν τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα κατά τη σειρά τις οποίες εμφανίζονται. Έτσι η καθολική εκκλησία εντάσσεται στην περιοχή ενέργειας του Αγίου Πνεύματος ενώ το βάπτισμα αναγνωρίζεται «ως έχων ισχύν στην εκκλησίαν, υπό την ενεργεία του Αγίου Πνεύματος ως σωτηριολογικό γεγονός»[15]

Το σύμβολο

1. Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.

2. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων• φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.

3. Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.

4. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.

5. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.

6. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.

7. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.

8. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.

9. Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.

10. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

11. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

12. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Ἀμήν.

Απόδοση στη νέα ελληνική

1. Πιστεύω σε ένα Θεό που είναι Πατέρας και Παντοκράτορας, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, όλα όσα βλέπουμε κι όσα είναι αόρατα σε μας.
2. (Πιστεύω) Και σε ένα Κύριο τον Ιησού Χριστό, τον μονάκριβο Υιό του Θεού, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από όλους τους αιώνες. Είναι φως που προήλθε από φως, είναι Θεός αληθινός από Θεό Αληθινό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, είναι από την ίδια ουσία με τον Πατέρα, και μέσω αυτού έγιναν τα πάντα.
3. Για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας κατέβηκε από τους ουρανούς και πήρε τη δική μας σάρκα από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, και έγινε άνθρωπος.
4. Σταυρώθηκε για μας όταν ήταν ηγεμόνας ο Πόντιος Πιλάτος, και έπαθε, και τάφηκε.
5. Την τρίτη ημέρα μετά το θάνατό του αναστήθηκε από τους νεκρούς σύμφωνα με τις Γραφές.
6. Και ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα.
7. Και θα έρθει πάλι με δόξα να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, και δεν θα υπάρξει τέλος στη βασιλεία Του.
8. (Πιστεύω) Και στο Πνεύμα το Άγιο, το Κύριο, το ζωοποιό, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, που προσκυνείται και δοξάζεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, το οποίο μίλησε μέσω των προφητών.
9. (Πιστεύω και) Σε μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
10. Ομολογώ ένα βάπτισμα με το οποίο επιτυγχάνεται άφεση αμαρτιών.
11. Προσδοκώ την ανάσταση των νεκρών.

12. Και τη ζωή στον Μέλλοντα Αιώνα.

Η αυθεντικότητα τής προέλευσης του συμβόλου

Το σύμβολο της συνόδου Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι τα πρώτα επτά άρθρα του είχαν θεσπιστεί από τη σύνοδο της Νίκαιας, ενώ τα υπόλοιπα πέντε από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης ονομάζεται και σύμβολο των «ρν΄ (150) πατέρων».

Το σύμβολο αυτό τελικά αποτέλεσε σημείο διχασμού της θεολογικής κοινότητας και οι ερευνητές κατά βάση έστρεψαν σε δύο κατευθύνσεις τις τοποθετήσεις τους, για το αν τελικά συνετάχθη ένα νέο σύμβολο πίστεως ή όχι, αλλά και κατά πόσο το σύμβολο αυτό όντως ετέθη συμπληρωματικώς ή παραλλήλως με το σύμβολο της Νίκαιας. Θεολόγοι όπως οι Hort, Harnack[16], Kattenbush[17], Kuntze[18] διετύπωσαν ενστάσεις και υποστήριξαν πως το σύμβολο αυτό δεν είναι γνήσιο της συνόδου, αλλά μεταγενέστερο. Στο κέντρο των επιχειρημάτων τους βρέθηκαν τόσο οι αλλαγές στο σύμβολο, που θεώρησαν ότι άλλαζαν τη μορφή και τη σύσταση του συμβόλου της Νίκαιας, όσο και οι προσθέσεις που καθαυτούς αλλοίωναν το σύμβολο και ήσαν αντίθετες προς τον πρώτο κανόνα. Ως θέση πρότειναν πως η βάση βεβαίως είναι το σύμβολο της Νίκαιας, αλλά με προσθήκες και βελτιώσεις εν ταις κατηχήσεσι του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Ταυτόχρονα θεμελίωναν αυτή την άποψη στηριζόμενοι πως ουδέποτε ενεφανίσθη με αυτή τη μορφή το σύμβολο των ρν΄ πατέρων έως της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου.

Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να ισχύει, καθώς παρά τις σποραδικές μαρτυρίες που υπάρχουν, φαίνεται πως το σύμβολο αυτό ή η ομολογία ήταν γνωστή από το Θεόδωρο Μοψουεστίας, το Νεστόριο, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, το Διογένη Κυζίκου κ.α. [19] . Η σπάνια χρήση του, αφενός εξηγείται από το ότι δεν είχε λάβει όντως αρχικώς οικουμενική διάσταση η σύνοδος[20][21], παρά την άμεση ανακήρυξή της, όπως ανωτέρω κατεδείχθη, αλλά και από το ότι δεν θέλησαν οι πατέρες να υποβιβάσουν την σύνοδο της Νίκαιας, αφού ο αγώνας για 50 έτη κατά των ετεροδόξων είχε επικεντρωθεί στο κύρος του συμβόλου της Νίκαιας[22]. Μάλιστα στον Αγκυρωτό του Επιφανίου που συνετάχθη επτά έτη νωρίτερα της συνόδου φέρεται να υπάρχει εξ ολοκλήρου το σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης, αλλά η έρευνα έχει καταλήξει πως πρόκειται για ύστερη αντικατάσταση του συμβόλου της Νίκαιας. Πέραν τούτου, ο Ιωάννης Καρμίρης συμφωνώντας με τον Η. Schwarz, παρατηρεί πως «ουδείς … κατελάχιστον ημφεσβήτησε την ύπαρξιν ή τη γνησιότητα ή το κύρος του συμβόλου Κπόλεως, αλλά πάντες ομοφώνος απεδέχθησαν αυτό ως πρϋπάρχον κοινόν και γνήσιον Σύμβολον, συμπεριλαμαβανομένων και των παπικών αντιπροσώπων»[23][24] κατά τη Δ΄ Οικουμενική σύνοδο.

Οι Hort καιHarnack επίσης υποστήριξαν πως οι κοινές λέξεις, συμβόλου Νικαίας και Συμβόλου Νικαίας – Κωνσταντινούπολης, είναι 33 προς τις 178, ενώ αυτές είτε είναι πρωτότυπες, είτε εκλείφθησαν από άλλο σύμβολο. Ο Schmidt αναιρώντας αυτή την άποψη υποστήριξε πως 86 λέξεις είναι κοινές, ενώ κατά τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, αν αφαιρέσουμε τις προσθήκες περί του Αγίου Πνεύματος και ύστερα, 76 από τις 126 είναι κοινές δηλαδή τα 3/5. Αλλά και πάλι θεωρεί πως αυτή η αρίθμηση είναι εσφαλμένη, καθώς ως λέξεις περιλαμβάνονται και τα άρθρα, οι σύνδεσμοι και οι προθέσεις. Έτσι παρατηρώντας το σύμβολο της Νίκαιας ανευρίσκουμε 140 λέξεις εκ των οποίων 87 είναι κύριες λέξεις, 23 είναι προθέσεις, 22 σύνδεσμοι και 28 άρθρα. Αφαιρώντας τους αναθεματισμούς τελικά παρατηρεί πως από τις 56 κύριες λέξεις[25] του συμβόλου της Νίκαιας, οι 53 χρησιμοποιήθηκαν στο σύμβολο Νίκαιας- Κωνσταντινούπολης[26], ενώ στο εν λόγω σύμβολο οι παραλειπόμενες 3 λέξεις από το σύμβολο της Νίκαιας αντικαταστάθηκαν από 19 λέξεις, πλειάδα των οποίων είχαν φιλολογικό χαρακτήρα[27] λόγω λεξικών αναγκών, που επιβάλλονταν για λόγους ύφους, ευφωνίας και ρυθμού, ώστε να διευκολύνουν την απομνημόνευση και την εμμελή ανάγνωση[28]. Την ίδια στιγμή η ομοιότητα του Κυριλλικού συμβόλου αγγίζει τις 38 λέξεις από τις 170. Διάθεση μάλιστα για προσθήκες, οι οποίες δε θα συνιστούσαν μεταβολή αλλά συμπλήρωση, λόγω ελλείψεων στο σύμβολο, είχαν εκφραστεί και από τον πρωτεργάτη σύγκλησης της συνόδου Μέγα Βασίλειο, αναφέροντας πως «πλην της εις το Πνεύμα το άγιον δοξολογίας, δια το εν παραδρομή τους πατέρας ημών τούτου του μέρους επιμνησθήναι, ούπω κατ’αυτό ζητήματος τότε κεκινημένου…εκτός του προκοπής τινά αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως»[29].

O Μέγας Βασίλειος
Πρόδρομος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου

Η παραδοχή βέβαια πως η νέα αυτή προσπάθεια δεν αλλοιώνει το σύμβολο της Νίκαιας θεμελιώθηκε και με διαφορετικούς τρόπους, αλλά και με σοβαρά επιχειρήματα εκατέρωθεν. Έτσι κατά βάση είναι πιστευτό πως το σύμβολο αποτελεί το ίδιο σύμβολο το οποίο αναδεικνύει «πλατύτερον» την πίστη της συνόδου της Νίκαιας[30]. Συνάμα, η ταυτόχρονη διακήρυξη προς τον αυτοκράτορα πως στόχος της συνόδου ήταν και η διατύπωση «σύντομων όρων» ενίσχυσε προς αυτή την κατεύθυνση την έρευνα, συμπληρωματικά με τα παραπάνω. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα διατυπώνονται απορίες γιατί εφόσον πραγματικώς το σύμβολο αυτό είχε στόχο να αντικαταστήσει το σύμβολο των «τιη΄ πατέρων», πληρώνοντας το λογικό κενό που υπήρχε με την εμφάνιση νέων δοξασιών, αγνοήθηκε πλήρως κατά τις συζητήσεις μεταξύ Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννη Αντιοχείας για την αποκατάσταση κοινωνίας των δύο εκκλησιών κατά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο[31] (παρά την άποψη του H.Scwhartz ότι επικυρώθη υπό της τρίτης οικουμενικής συνόδου, άποψη που κρίνεται εσφαλμένη λόγω λάθος εκτίμησης και κατανόησης ενός χωρίου κυρώσεως παπικών αντιπροσώπων[32], αφού η αναφορά γίνεται τελικά προς το σύμβολο της Νίκαιας και όχι το Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης); Για πιο λόγο εμφανίζεται σποραδικά μέχρι την επισημοποίηση του από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η κατά γράμμα ερμηνεία του πρώτου κανόνα δεν αφήνει περιθώριο για σύνταξη νέου κανόνα; Από κάποιους θεολόγους[33] αυτό πιθανώς ερμηνεύεται ότι το σύμβολο τέθηκε ως μια ομολογία πίστης η οποία αναγνωρίστηκε από την Δ΄ οικουμενική σύνοδο ως σύμβολο, εξού και κατά την διάρκεια τη συνόδου αυτής ανεγνώσθησαν και τα δύο σύμβολα[34], κατά άλλους η σύνοδος συνέταξε δικό της νέο σύμβολο παραλλήλως προς της Νίκαιας, προς αντιμετώπιση της νέας δογματικής κατάστασης[35], ενώ τέλος, κατά μια άλλη προσέγγιση, το σύμβολο αυτό κατά το ρηθέν του Μεγάλου Βασιλείου αποτέλεσε τη φυσική συμπλήρωση του ελλειπόντων ζητημάτων του προϋπάρχοντος[36].

Δείτε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή 55 «εις το Άγιον Σύμβολον, MPG 77,293»
  2. Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, σελίς 88
  3. Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, σελίς 52-53
  4. ενθ.αν., σελίς 89
  5. Εκκλ. Ιστορία Νικηφόρος Κάλλιστος, 12,13
  6. Ομιλία Εις την Πεντηκοστήν
  7. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος β΄, σελίς 451
  8. Επιστολή 141
  9. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 451
  10. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 451
  11. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 392
  12. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 389
  13. Η Δευτέρα οικουμενική σύνοδος επί τη 1600στη επετείω αυτής, Ιωάννου Καρμίρη, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, σελίς 268
  14. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 385
  15. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 395
  16. Konstantinopolitanisches Symbol, άρθρο εν PRE XI, 19 κεξ – Lehrbruch der dogmengeschichte
  17. Lehrbruch der vergleichenden confessionskunde, I, 252 κεξ – Das apostolische symbol, Leipzig 1894, I, 233 εξ
  18. Das Nicanisch – Konstantinopolitansche symbol, Leipzig 1898 σελ. 32 εξ Marcus Eremita, Leipzig 1895, σελ. 149 εξ.
  19. Χρυσ. Παπαδόπουλος, Το σύμβολον της Β΄ οικουμενικής συνόδου, σελίς 59-66
  20. Ιωάννη Καρμίρη, ΤΔκΣΜτΚΟΕ, Τόμος Α΄, Έκδοση Β΄, σελίς 83
  21. Εκκλ. Ιστορία Στεφανίδη, Έκδοση Α΄, σελίς 183
  22. Eκκλ. Ιστορία Φειδά, Τόμος Α΄, σελίς 536
  23. ΤΔκΣΜτΟΚΕ, Τόμος Α΄, σελίς 82
  24. Schwarz, Acta Conciliorum oecumenicorum II1,2, σελ. 93
  25. Πληρέστερα. Ο Χ. .Παπαδόπουλος υποστηρίζει: «Διότι παρατηρούμεν, ότι το σύνολον των λέξεων του Συμβόλου της Νίκαιας ανέρχεται εις 140 λέξεις, ήτοι εις 87 κύριας λέξεις, 23 προθέσεις, 22 συνδέσμους, και 28 άρθρα. Συγκρίνοντες τα δύο κοινά τμήματα των Συμβόλων, ήτοι παραλείποντες τον κατά των αρειανών αναθεματισμόν, εκ δε της Κων/πόλεως τας μετά εκφράσεις «και εις το πνεύμα το Άγιον» προσθήκας, ευρίσκομεν ότι εν τω της Νικαίας σύμβολον υπάρχουσιν 56 λέξεις, εν δε των Κων/πόλεως 73, ων αι 53 είναι ειλλημέναι εκ του Νικαίας, ήτοι τα 2/3 των κύριων λέξεων εν τοις συγκρινομένοις συμβόλοις είναι αι αυταί. Εν τω της Κων/πόλεως Συμβόλω παρελείφθησαν εκ του της Νικαίας μόλις 6 λέξεις, μεταβληθήσαι ή αντικατασταθήσαι δια 19 κυρίων λέξεων
  26. Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Το σύμβολον της Β΄ οικουμενικής συνόδου , σελίδα 43/4
  27. Ιωάννη Καλογήρου, Ιστορία των Δογμάτων , Τόμος Α΄, σελίς 380
  28. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος β΄, σελίς 451
  29. Eπιστολαί 250,114,125,140,223
  30. Εκκλ. Ιστορία Θεοδώρητος 5.9
  31. PG 77,172-176
  32. ACO,II,1,2,93
  33. Εκκλ. Ιστορία Βλάσιος Φειδάς, Τόμος Α΄, σελίς 538
  34. Mansi, Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio. VII, 953. SAC II, 1, 2, σελίς 77
  35. Παναγιώτη Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Γ΄, σελίς 42
  36. Ιωάννη Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολική Εκκλησίας, Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 78