Αίρεση

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αίρεση στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται το θεολογικό δόγμα ή σύστημα, το οποίο έχει απορριφθεί από την εκκλησία, διότι σφάλει ως προς την Αλήθεια, η οποία αποτελεί εμπειρική βίωση και όραση του Θείου[1]. Έτσι για την ορθόδοξη θεολογία ως αίρεση νοήται η "ανατροπή της πίστεως, η εκτροπή από την αποκαλυφθείσα αλήθεια, η αστοχία περί την αλήθεια, το ναυάγιο περί την πίστη, ψευδοδιδασκαλία, ψευδοπροφητεία, βλασφημία, ξένη και αλλοτρία βοτάνη"[2], ενώ κατά τον Νικόδημο Αγιορείτη, στην αίρεση "η διαφορά φαίνεται παρευθύς και αμέσως περί την της εις Θεόν πίστεως". Οι αιρετικοί επίσης κατά την Ορθόδοξη Θεολογία αποτελούν τους "κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένους από την τους ορθοδόξους και παντελώς απομεμμακρυσμένους"[3]. Σύμφωνα μάλιστα με την Καινή Διαθήκη η αίρεση οδηγεί "Επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει...οίτινες περί την αλήθειαν ηστόχησαν, λέγοντες την ανάστασην ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσιν την τινών πίστην" (B΄ Τιμόθεον β΄,18). Θα πρέπει να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το Σχίσμα.

Ετυμολογία και ιστορική χρήση

Ως αίρεσις στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παραδεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.

Η αρχική χρήση της λέξης αίρεσις, αναμφιβόλως δεν είχε αρνητική χρειά στην αρχαιότητα. Η αίρεση αρχικά αναφερόταν σε «μία γνώμη, θεωρητική ή φιλοσοφική που έπαιρνε κάποιος προς ένα θέμα»[4] με αποτέλεσμα να χρησιμοποιήται για να καταδείξει τις τάσεις των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων ή συστημάτων. Μάλιστα «η έκφραση γνώμης και η δημιουργία σχολών σκέψεως ήταν κάτι που καλλιεργούσε ιδιαίτερα ο Ελληνισμός και που αρχικά δε δημιουργούσε καμία δυσκολία στις σχέσεις του προς τον Χριστιανισμό»[5]. Σταδιακά όμως η λέξη απέκτησε τη σημερινή αρνητική χρειά, λόγω του χρωματισμού της έννοιας που αποδόθηκε από την εκκλησία, ώστε να διαχωρίσει την ορθή πίστη, από τις διάφορες αναφυούσες χριστιανικές ομολογίες. Ουσιαστικά αυτό συμβαίνει από την εποχή που η λέξη αίρεσις εκλαμβάνεται ως τεχνικός όρος. Γιαυτό το λόγο ο αρνητικός χρωματισμός της σημερινής έννοιας της λέξεως, δε διαφαίνεται στα ευαγγέλια, αν και την εποχή του Χριστού, οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι και οι Εσσαίοι αποτελούσαν αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερο αιώνα όμως λόγω της αύξησης του χριστιανικού ποιμνίου και την εμφάνισης πολλών δογματικών αποκλίσεων, οι αποστολικοί πατέρες, αλλά και απολογητές σταδιακά χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό ώστε να καταδείξουν το στρεβλό και λάθος δογματικό προσδιορισμό, άλλων δογματικών προσεγγίσεων.

Η αίρεση στην ορθόδοξη θεολογία

Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ιστορικής της πορείας, η εκκλησία δεν παρουσιάζει συντεταγμένα σε όρους θεωρητικά σχήματα (δόγματα), με σκοπό να καθορίσουν και να περιφρουρήσουν την πίστη της. Υπάρχει όμως η αποσπασματική προσπάθεια των πρώτων χριστιανών συγγραφέων, να αντιμετωπίσουν τις παραχαράξεις, οι οποίες αλλοιώνουν την εμπειρικά βιωμένη ζωή της κοινότητας. Οπωσδήποτε υπάρχει ήδη από τα πρώτα χρόνια μία προσπάθεια να εκφραστούν θεωρητικώς οι αλήθειες που βιώνονται από το σώμα της εκκλησίας, η γλώσσα αυτή όμως παρουσιάζει ποικιλομορφία, αφού κάθε φορά πρέπει να προσαρμοστεί στη γλωσσική, φιλοσοφική και διδακτική διδασκαλία της αίρεσης που αντιμετωπίζει.

Έτσι ότι ονομάζεται σήμερα δόγμα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια κατοχύρωσης της εμπειρίας της εκκλησίας, όταν προέκυψε η ιστορική απειλή της παραχάραξης τη αλήθειας, που αποτελεί διαστροφή τη ορθής βίωσης και σχέσης με το Θεό. Η λέξη αίρεση κατά βάση σημαίνει την επιλογή, αλλά στην ορθόδοξη εκκλησία περισσότερο εξέλαβε την έννοια του αντιθέτου τη καθολικότητας. Εξου και οι αιρετικοί κατά βάση απολυτοποιούν μία πτυχή της βιωματικής βεβαιότητας της εκκλησίας, σχετικοποιώντας τις υπόλοιπες[6]. Η απολυτοποίηση αυτή είναι πάντοτε διανοητική-θεωρητική προτίμηση που συνήθως απλουστεύει και σχηματοποιεί την κατανόηση της εκκλησιαστικής αλήθειας, με τη βάση της να βρίσκεται στον εγωκεντρισμό και την παρά φύση κοινωνική κατάσταση του αιρεσιάρχη. Γι αυτό και κατά το Μέγα Βασίλειο, η αίρεση αποτελεί εναντίωση στο ευαγγέλιο και στην "υγιαίνουσα διδασκαλία", καινοτομία "περί την πίστην", η οποία τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή[7].

Υποσημειώσεις

  1. Χ. Γιανναράς, το Αλφαβητάρι της Πίστης, σελ. 31
  2. Δ.Θ.Κόκορη, «Ορθοδοξία και κακοδοξία», Β΄ Έκδοση, σελίς 12
  3. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελίς 588
  4. Ιω. Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003, σελίς 146
  5. ενθ.αν.
  6. Χ. Γιανναράς, Το αλφαβητάρι της Πίστης, σελ. 32
  7. Με την έννοια παρά φύση κοινωνικότητα, οι πατέρες καταδεικνύουν την έλλειψη προτεραιότητας να βρεθεί η λύση μέσα στην εκκλησία και την εμμονή του αιρεσιάρχη σε ένα διαφορετικό δρόμο

Πηγές

  • Κωνσταντίνου Σκουτέρη, "Ιστορία των Δογμάτων", Αθήνα 2004.
  • Χρήστος Γιανναράς, "Το αλφαβητάρι της Πίστης", Δόμος, Αθήνα 2006.