Τάξη των Προφητών

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Η τάξη των προφητών στην πρώτη χριστιανική εκκλησία αποτέλεσε τον άμεσο διάδοχο του αποστολικού αξιώματος. Η τάξη αυτή κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα και αρχές του δευτέρου, μέχρι τη διαδοχή της από τους επισκόπους, αποτέλσε την εξέχουσα τάξη της εκκλησίας, δεύτερη σε αξιολόγηση μετά τους Αποστόλους. Ο ορισμός και η σχέση ανάμεσα στη θέση του επισκόπου και το χάρισμα της προφητείας αποτέλεσε ζήτημα μακρόχρονης θεολογική έρευνας και υπήρξε ιδιαίτερα αντιλεγόμενο ζήτημα. Η Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση θεωρούν πως η έννοια προφήτης αποτελεί ιερατική τάξη. Αντίθετα, η Προτεσταντική θεολογία θεωρεί πως ουδέποτε υπήρξε ως αξίωμα αυτή η έννοια αλλά μόνο ως χάρισμα. Για να μπορέσει να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα η έρευνα, αρχικά ενέσκυψε στο φορέα της διαδοχής του ιερατικού αξιώματος.

Στην Καινή Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.

Ορισμένοι μαθητές όπως ο Τιμόθεος και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των Αποστόλων, περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερτοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των Διακόνων, ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό ιερατείο. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιερωσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελέυθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγγιστρώσεως απο τη καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο A.von Harrnack με βάση την Καινή Διαθήκη[1] θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.

Ένα ακόμα χωρίο το οποίο αποδεικνύει, πως όντως έχουμε ιεράρχηση λειτουργημάτων βρίσκεται στη Ά προς Κορινθίους επιστολή[2] που φανερώνει τα ιεραρχικά χαρίσματα αλλά και πως πρόκειται για ειδική τάξη χαρισματούχων, όπου μέλη είχαν προσλάβει και θεσμικό χαρακτήρα. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιόρατη οποιαδήποτε διάθεση διαχωρισμού χαρισματούχου και ιεροσύνης αλλά αποκαλύπτεται πως η τάξη των προφητών αναδεικνύεται ως η εξοχότερη μετά τη Αποστολική.

Ο ρόλος των προφητών ήταν σαφώς υπερτοπικός και όχι οικουμενικός, αλλά πάντα ήταν συνδεδεμένος με κάποια πόλη που ήταν το εφαλτήριό τους[3]. Θα χαρακτηριζόταν δε ως μια Ιωάννεια αποστολική διαδικασία, αφού και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είχε σαν κέντρο εφόρμησης την Έφεσσο. Παραλληλίζοντας την αποστολή των προφητών με τους αποστόλους ο R.Bultmann αντέκρουσε τις θέσεις του Harnack περι διαχωρισμού του τοπικού ιερατείου, αφετέρου προέβαλλε την αναντίρρητη εξέλιξη του φορέα της εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής αυθεντίας και της επισκοπικής λειτουργίας της εκκλησίας. Μέσα από αυτή τη έρευνα δημιουργήθηκαν δυο ρεύματα. Το ένα το οποίο υποστήριξε την ανάγκη διακρίσεως των προφητών ως ιεροσύνη από το χάρισμα και η δεύτερη που θεωρεί πως δεν υπάρχει ιεροσύνη παρά μόνο το χάρισμα.

Στην εξέχουσα τάξη των προφητών ανήκαν μαθητές και συνεργάτες των αποστόλων, καθώς θα μπορούσαν να ευαγγελίζονται όπως οι Απόστολοι χωρίς καμία τοπική δέσμευση[4], ενώ στα καθήκοντά τους συμπεριλαμβανόταν η χειροτονία[5], η επισκοπή εκκλησιών[6], η εκπροσώπηση των Αποστόλων[7]. Τα χαρίσματα αυτά δε μπορούσαν να τα ασκούν φορείς του ελεύθερου χαρίσματος, ενώ μπορούσαν οι μαθητές των Αποστόλων. Δυο ακόμα στοιχεία επέτειναν την σύγχυση. Στις δύο επιστολές[8] προς Τιμόθεον. Σε αυτές τις επιστολές φαίνεται στη μεν πρώτη το χάρισμα να χορηγήται μέσω της «επιθέσεως των χειρών» ενώ στη δεύτερη «δια προφητείας». Πολλά άλλα χωρία των Πράξεων στηρίζουν κάθε μια από τις απόψεις αυτές. Κατά γενική ομολογία όμως οι δοκιμότεροι λάμβαναν το χάρισμα της χειροτονίας, αν και πάλι προκύπτει διχογνωμία στην έννοια της επιθέσεων των χειρών. Έτσι αν η χειροτονία έχει την έννοια της συνεχίσεως της ιεροσύνης και άρα της Αποστολικής διαδοχής τότε εν συνεχεία εύκολα μπορεί να αποδεχθεί η συνέχιση και πραγματική διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση έχουμε διακοπή, καθότι το τοπικό ιερατείο δεν είχε τη δικαιοδοσία να χειροτονεί.

Η διδαχή είναι πολύ σημαντικό κομμάτι των πηγών που διαθέτουμε σχετικά με τους προφήτες. Έτσι απο χωρία της[9] ανάγουμε συμπεράσματα όπως την υπερτοπικότητα του προφήτη, το διαχωρισμό του απο το χάρισμα, αφού αληθινός προφήτης είναι ο έχων «τρόπους Κυρίου», μπορεί να χαρακτηρισθεί και Απόστολος με το πέρας της υπάρξεως των Αποστόλων, έχει αποκτήσει σπουδαίο κύρος στη εκκλησία ενώ αν εγκαταλείψει το ρόλο του περιοδευτή μπορεί να εγκατασταθεί σε μια πόλη έχοντας τον τίτλο του αρχιερέως. Παρόλη την θεώρηση αυτή ο A.v.Harnack διαφωνεί θεωρώντας καθαρά πως ο ρόλος του προφήτη είναι ο ρόλος του περιοδευτή, κάτι που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά εσφαλμένο αφού είναι γενικά παραδεκτό πως στη γραμματεία του Α΄ αιώνα δεν δύναται να εξαχθούν απόλυτα συμπεράσματα για την έννοια του προφήτη, αν και η σημερινή κριτική θεώρηση της καινοδιαθηκηκής γραμματείας δεν ευνοεί την απολυτότητα των θέσεων περί αποσυνδέσεως χαρίσματος και ιεροσύνης, αλλά δεχεται και ρητώς πως υπήρξαν χειροτονημένοι χαρισματούχοι, όπως εκφράστηκε από τον R.Bultmann[10].

Υποσημειώσεις

  1. Εφεσίους 4, 10-12
  2. Ά κορινθίους 12,28-31
  3. Πράξεις 15,32
  4. Πράξεις 13,4 εξ.
  5. Πράξεις 14,23
  6. Πράξεις 15,36
  7. Πράξεις 15,22,32
  8. Τιμόθεον Β΄1,6 και Ά 3,13-14
  9. Διδαχή (10,7. 11,3-12. 15, 1-2)
  10. Τheology of the N.T., 161-162

Βιβλιογραφία

  • Βλάσιος Ιω. Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄», Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Αθήνα 2000