Ιππόλυτος Ρώμης
Ιππόλυτος Ρώμης | |
Το μαρτύριο του Αγίου Ιππολύτου (σύμφωνα με το θρύλο του Προυδέντιου) | |
Γέννηση | περ. 170 |
Κοίμηση | 235/236 |
Εορτασμός | 30 Ιανουαρίου |
Σημαντικές ημερομηνίες | |
Τίτλος | Εκκλησιαστικός συγγραφέας |
Ο Ιππόλυτος Ρώμης, είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έδρασε
κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου αιώνα στη Ρώμη. Αντλούσε πιθανώς την καταγωγή του από την περιοχή της σημερινής Γαλλίας και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής του. Για το βίο του διασώζονται λίγες πληροφορίες, αλλά έχει διασωθεί σημαντικό μέρος της γραμματείας του, καθώς ο ίδιος αποτέλεσε ένα από τους γονιμότερους συγγραφείς της εποχής του. Εκοιμήθη εξορισμένος, περί τα μέσα του Γ΄ αιώνος, στη Σαρδηνία.
Ο βίος του
Η εικόνα περί του βίου του Ιππολύτου, αλλά και της προσωπικότητάς, κατά βάση οφείλονται σε σύγχρονες ανακαλύψεις παρά στα αρχαία συγγράμματα. Οι ανακαλύψεις αυτές ήταν τόσο σημαντικές και ιδίως του συγγράμματός του "Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος" που ανευρέθη κατά το 1842, που αν δεν τις είχαμε, θα είχαμε μία μάλλον ελλιπή και συγκεχυμένη εικόνα[1], εξ αιτίας των αντιφατικών πληροφοριών που μας δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς[2]. Η εικόνα που έχουμε αποκτήσει σήμερα είναι κατά γενική ομολογία αποδεκτή από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, αν και υπάρχουν σχετικές αμφισβητήσεις[3].
Στοιχεία για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν έχουμε[4]. Σύμφωνα με την πληροφορία του Μεγάλου Φωτίου, ο Ιππόλυτος στο σύγγραμμα "Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων", αναφέρει πως διετέλεσε μαθητής του Ειρηναίου[5]. Από αυτό συνάγουμε την άποψη πως πιθανόν η Λυών είναι ο τόπος γέννησής του[6], ενώ η ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται περί το 170. Η μόρφωσή του θεωρείται άρτια. Ήταν μέτοχος της Ελληνικής παιδείας και των φιλοσοφικών συστημάτων, καθώς όχι μόνο τα είχε σπουδάσει, αλλά έφερε και φιλοσοφικό τρίβωνα[7].
Παραδόξως οι πρώτοι ιστορικοί δεν αναφέρουν τον τόπο δράσεώς του (Ευσέβιος, Ιερώνυμος), αλλά οι μετέπειτα ιστορικοί (Λεόντιος Βυζάντιος, Αναστάσιος Σιναΐτης) τον αναφέρουν σαφώς. Η αιτία είναι ότι δεν μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν την επισκοπεία του στη Ρώμη, κάτι λογικό, αφού είτε συνυπήρξε επίσκοπος σχισματικά, είτε καθόλου. Η δράση του Ιππόλυτου αρχικώς προσδιορίζεται επί εποχής Ζεφυρίνου Ρώμης (198-217), ίσως και νωρίτερα, επί Βίκτορα Ρώμης[8], οπότε και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Από την εποχή αυτή καταγράφει πλήθος συγγραμμάτων, κατά βάση αντιαιρετικά, αλλά και δογματικά, οργανωτικά και ποιμαντικά. Η φήμη του είχε υπερβεί μάλιστα τα όρια της Ρώμης, σε σημείο ο Ωριγένης να βρεθεί στη Ρώμη για να τον ακούσει[9]. Ο ίδιος υπήρξε φλογερός κήρυκας, με ισχυρή προσωπικότητα, που αντιμετώπιζε τα προβλήματα της εκκλησίας με οξύτητα, πολλές φορές επικίνδυνη για την ειρήνη της[10]. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, ήταν να έρχεται σε σύγκρουση με τις όποιες αιρετικές αποκλίσεις και ιδίως τους μοναρχιανούς[11]. Γι αυτό και χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος χαρακτήρας, εν αντιθέσει με τον ευέλικτο Κάλλιστο, ο οποίος κατά το τέλος της ζωής του Ζεφυρίνου, ήταν ο ανταγωνιστής στον επισκοπικό θώκο.
Η σύγκρουση των δύο ανδρών έγινε ορατή και έντονη όταν ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο πως εξέφραζε μοναρχιανικές απόψεις. Ο Κάλλιστος ανταπέδωσε κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως διθεΐτη. Ο μεν Ιππόλυτος φαινόταν να μιλά για υποταγή του Λόγου, στην προσπάθεια να αποκρούσει τους μοναρχιανούς, ο δε Κάλλιστος αντιμετώπιζε το θέμα υπό το πρίσμα της εκκλησιαστικής παρουσίας της τριάδος, με πιθανές μοναρχιανίζουσες απόψεις[12]. Η άποψη του Ιππόλυτου ότι ο Κάλλιστος, ήταν κοινωνός Σαβελλιανιστικών απόψεων, ήταν μάλλον υπερβολική, αφού ο Κάλλιστος είχε καταδικάσει και απορρίψει τον Σαβελλιανισμό[13]. Από την άλλη ήταν πραγματικότητα ότι επεδείκνυε μία σχετική ανοχή υπέρ τους, εξ αιτίας της βοήθειας που λάμβανε στον αγώνα ενάντια των Μοντανιστών[14]. Η διαφωνία όμως επεκτάθηκε και στο ζήτημα της μετανοίας, όπου ο Κάλλιστος είχε εισάγει τη συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, ακόμα και στους κληρικούς[15]. Οι "αυστηροί" της Ρώμης τελικά εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν νέο επίσκοπο τον Ιππόλυτο, απορρίπτοντας τον Κάλλιστο, χαρακτηρίζοντας τους ακολούθους του, ως "σχολή" και "διδασκαλείο". Η άποψη πάντως ότι εξελέγη επίσκοπος, από μερικούς θεολόγους αμφισβητείται[16].
Η πιθανή επισκοπεία του διήρκεσε και επί Ουρβάνου (222-230) και Ποντιανού (230-236). Κατά τον 235 ο Μαξιμίνος Θράκας εξαπέλυσε διωγμό, όπου τόσο ο Ποντιανός όσο και ο Ιππόλυτος εξορίστηκαν στη Σαρδηνία. Εκεί σύμφωνα με τον Προυδέντιο[17], συμφιλιώθηκαν, παύοντας το σχίσμα. Στη Σαρδηνία επίσης φαίνεται να εκοιμήθη ο Ιππόλυτος περί το 236, κάτω από βάρβαρη μεταχείριση[18]. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο Ιππόλυτος στο Λιβεριανό κατάλογο, αναφέρεται ως μάρτυρας και πρεσβύτερος, όχι όμως και ως επίσκοπος[19]. Η μνήμη του τιμάται την 30 Ιανουαρίου.
Η γραμματεία του
Θεώρηση
Τα έργα του Ιππολύτου είναι πολυάριθμα και αποδεικνύουν ένα συγγραφέα παραδοσιακό, φορέα της θεολογίας του Ιγνατίου και του Ειρηναίου[20]. Το ύφος του είναι απλό και σαφές, με πλατιά κατάρτιση, γνώση της φιλοσοφίας και του γνωστικισμού. Γενικά χαρακτηρίζεται ως δημιουργικός και γόνιμος, αλλά σε μερικά σημεία διαφαίνεται μία συμπιληματικότητα. Χρησιμοποιεί αρκετά την αλληγορική μέθοδο, χωρίς να αγνοεί και να παραθεωρεί την ιστορικοφιλολογική, καθώς και τη μικρασιατική τυπολογία, η οποία του κληρονόμησε κάποιες χιλιαστικές αντιλήψεις[21]. Η γραμματεία του επίσης υπήρξε σημαντικό βοήθημα για την αντιμετώπιση του μοναρχιανισμού κυρίως ως αντίδραση και όχι τόσο θεολογικά, αν και η επιμονή στα δύο πρόσωπα του Χριστού υπήρξε σημαντική συμβολή στον αγώνα αυτό.
Ως συγγραφέας είναι πολυγραφότατος και καλύπτει αξιοσημείωτη θεματική ευρύτητα. Είναι χαρακτηριστικό πως συχνά αντιπαραβάλλεται με τον Ωριγένη, αλλά θεωρείται σαφέστερος ως προς τη διατύπωση[22]. Ο Ιππόλυτος χαρακτηρίζεται κατά βάση ως αντιγνωστικός και αντιαιρετικός συγγραφέας, που χρησιμοποιεί κατοχυρωμένα επιχειρήματα, με σαφή και επιμελημένο λόγο και λαγαρή, διαρθρωμένη και μεθοδική σκέψη[23]. Με τον Ιππόλυτο επίσης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κλίνει ένα κεφάλαιο της αντιαιρετικής θεολογίας και εισερχόμαστε σε μία βαθύτερη και συστηματικότερη μελέτη του χριστιανικού δόγματος. Παρόλα αυτά άφησε αξιόλογο έργο, τόσο από ιστορικής, όσο και από θεολογικής άποψης, στηριζόμενος κατά βάση στον Ειρηναίο, την Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική παράδοση[24].
Τα έργα του
Έκθεση του έργου του
Ο κατάλογος των έργων του εκτενής, αλλά όχι πλήρης, βρίσκεται στη ράχη και την πλευρά ενός αδριάντος του και συμπληρώνεται από αναφορές του Ιερωνύμου, του Ευσεβίου, του Αναστασίου Σιναΐτου, του Φωτίου κ.α.[25]. Μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα πέραν των καταλόγων δε διαθέταμε κανένα διασωθέν σύγγραμμά του, παρότι κατά την εποχή του έτυχαν ιδιαίτερης διάδοσης, όπως παρατηρούμε από τις πολυάριθμες μεταφράσεις των έργου του[26]. Με το χρόνο όμως αυτές εξαφανίστηκαν πιθανώς εξ αιτίας της έλλειψης δογματικής ακριβολογίας, αλλά και τη φθορά της ελληνικής γλώσσας στη Δύση. Οι ανακαλύψεις αυτές όμως έφεραν στο φως σημαντικά έργα του, μερικά μάλιστα στα ελληνικά.
Τα συγγράμματά του μπορούμε να κατατάξουμε σε 5 κατηγορίες: τα απολογητικά, τα ερμηνευτικά, τα αντιαιρετικά, τα χρονολογικά και εσχατολογικά και τέλος σε πραγματείες διαφόρων θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Με την απολογητική ασχολήθηκε κυρίως κατά τα νεανικά του χρόνια, αλλά και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο με βάση τις εξωτερικές συνθήκες. Στα απολογητικά του συγγράμματα επιχειρεί να καταδείξει την αρχαιότητα της ιουδαϊκής σοφίας, να αναδείξει τις αντιφάσεις του Πλατωνικού συστήματος, αλλά και να περιγράψει τα συστατικά του ανθρώπου. Στα περισσότερα κείμενά του όμως έχουμε απλώς σπαράγματα τα οποία δε μας δίνουν τη δυνατότητα να εξάγουμε σαφή συμπεράσματα περί των γραφομένων. Σε ότι αφορά τα ερμηνευτικά συγγράμματα υπήρξε ο συστηματικότερος ερμηνευτής μέχρι την εποχή του[27]. Κύρια εργασία του υπήρξε ο σχολιασμός με μία ή περισσότερες διαλέξεις πάνω σε βιβλικά χωρία ή επεισόδια των Γραφών. Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε ελάχιστα χωρία των υπομνηματισμών του. Μερικά από αυτά διασώζονται ακέραια.
Τα αντιαιρετικά συγγράμματα, αποτελούν τα σημαντικότερα κείμενα του Ιππολύτου. Εκεί διαβλέπουμε τη μεστή θεολογική του σκέψη, αλλά και την προσωπικότητά του. Έτσι διαβλέπουμε το ζήλο, τη θέρμη, καθώς και τη μέθοδο πραγματεύσεώς του. Εν αρχή ξεκίνησε με αντιρρητικές πραγματείες εναντίον επί μέρους αιρετικών ομάδων όπως οι Άλογοι, αλλά και κατά του Μαρκίωνα. Εν συνεχεία προέβη σε σύνθεση ενός γενικού αντιαιρετικού συγγράμματος το οποίο αποκαλείται "Προς άπασας τας αιρέσεις" ή "Σύνταγμα κατά αιρέσεων τριάκοντα δύο". Το σπουδαιότερο όμως έργο του ήταν το "Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος". Τα εσχατολογικά και χρονολογικά συγγράμματα σχετίζονται με την ιστορία της σωτηρίας, αλλά και με τις έσχατες ημέρες της ανθρωπότητας. Κύρια έργο του είναι το "Εις Δανιήλ". Τέλος ο ίδιος συνέταξε και διάφορα κείμενα τα οποία δε δύναται να ενταχθούν σε μια ενιαία ενότητα. Τέτοια κείμενα σχετίζονται με Κανόνες της εκκλησίας, την Αποστολική παράδοση, "Ωδαί εις πάσας τας γραφάς" κ.α. Από αυτά τα κείμενα δεν έχει φτάσει κάτι σε εμάς σήμερα. Από έτερους συγγραφείς γίνεται επίσης μνεία για έργα του Ιππολύτου, όπως το "Περί Οικονομίας", "Λόγος στα Άγια θεοφάνεια", "Περί Πάσχα" κ.α.
Συγγράμματα
Τα έργα του Ιππολύτου εκδόθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές τους 20ου αιώνα. Στη σειρά GCS τα βρίσκουμε στην καλύτερη και πληρέστερη μορφή τους, χωρίς όμως να είναι όλα εκδεδομενα κριτικά.
- Υπόμνημα εις το άσμα ασμάτων (κεφ. α-γ, 8): Γράφτηκε περί το 200. Διασώζεται ακέραιο σε Γεωργιανή μετάφραση και πιθανώς αποτελεί το πρώτο του σύγγραμμα. Πρόκειται μάλλον περί συναγωγής ομιλιών.
- Περί Χριστού και περί αντιχρίστου: Συντάχθηκε περί το 200, διασώζεται σε ελληνική μετάφραση και φέρει επίδραση από τον Ειρηναίο. Ασχολείται με το τέλος του κόσμου και τον Αντίχριστο.
- Υπόμνημα εις τον Δανιήλ: Συντάχθηκε περί το 204 την εποχή του διωγμού του Σεπτίμιου Σεβήρου. Αποτελείται από 4 βιβλία και αποτελεί το αρχαιότερο εξηγητικό υπόμνημα σε βιβλίο της Αγίας Γραφής.
- Απόδειξις χρόνων του Πάσχα: Σημειώνεται πίνακας του Πάσχα από το 222 και ύστερα
- Προς Έλληνας και προς Πλάτωνα ή Περί της παντός ουσίας: Συντάχθηκε προ του 222 και αποτελείται από 4 βιβλία. Διασώζεται αποσπασματικά και φέρει επιρροές από το έργο του Θεοφίλου Αντιοχείας.
- Επιστολή προς Μαμαίαν ή περί Αναστάσεως: Είναι σύγγραμμα το οποίο απευθύνεται προς την Ιουλία Μαμαία, μητέρα του Αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου. Συντάχθηκε προ του 222 και αναφέρεται στο ζήτημα της αναστάσεως.
- Υπόμνημα εις τα ευλογίας του Ισαάκ, του Ιακώβ και τους Μωϋσέως: Αποτελεί υπόμνημα σε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης.
- Ομιλία εις τους ψαλμούς: Ομιλία που αναφέρεται σε εισαγωγικά προβλήματα του βιβλίου των ψαλμών.
- Εις την αίρεσιν του Νοητού: Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σύγγραμμά τού Ιππολύτου και συνάμα σπουδαία ιστορική και θεολογική πηγή. Είναι αντιαιρετικό κείμενο με το οποίο καταπολεμείται ο μοναρχιανισμός και συνεγράφη την εποχή της επισκοπής του Καλλίστου.
- Ομιλία εξηγητικής περί Δαβίδ και Γολιάθ: Αποτελεί υπομνηματισμό στο Γ΄ Βασιλειών ιζ΄, και διασώζεται ολόκληρο σε γεωργιανή και αρμενική μετάφραση.
- Συναγωγή χρόνων και ετών από κτίσεως κόσμου έως της ενεστώσης ημέρας: Το σύγγραμμα αυτό αποτελεί είδος χρονογραφίας που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και τελειώνει το 234. Κύρια πηγή του έργου είναι η Αγία Γραφή.
- Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος: Είναι βιβλίο το οποίο συνετάχθη προς το τέλος της ζωής του. Αποτελεί το πλέον αντιπροσωπευτικό έργο του και αποτελείται από 10 βιβλία. Κάποιοι ερευνητές εξ αιτίας της μη αναφοράς του από τον Ευσέβιο και τον Ιερώνυμο υπέθεσαν πως δεν ήταν δικό του, ενώ έχει χρεωθεί τόσο στον Ωριγένη, όσο και στον Ιώσηπο. Σήμερα είναι βέβαιο πως είναι δικό του. Ο Ιππόλυτος στο πρώτο βιβλίο αναφέρει ποιες είναι οι απόψεις και οι αντιλήψεις των φιλοσόφων, έτσι ώστε να καταδείξει πως αυτές είναι οι πηγές των αιρέσεων.
- Αποσπάσματα εξηγητικά: Είναι αποσπάσματα εξηγητικών ομιλιών και συγγραφών του Ιππολύτου σε βιβλικά κείμενα.
- Περί χαρισμάτων, Αποστολική παράδοσις: Αποτελεί συρραφή δύο διαφορετικών κειμένων. Το πρώτο αναφέρεται στα χαρίσματα και τη σημασία τους, ενώ το δεύτερο είναι κανονιστική συλλογή, με αναφορές σε πληθώρα διατάξεων σχετικές με εκδηλώσεις του εκκλησιαστικού βίου. Η λειτουργικοκανονική αυτή συλλογή, συνετάχθη σταδιακά καθώς κυκλοφορούσε ήδη από τα μέσα του 2ου αιώνος, αλλά περιήλθε στα χέρια του Ιππολύτου, ο οποίος παρενέβη στη σύνταξη του κειμένου. Ποια είναι συμβολή και ποιο το εύρος της παρέμβασής του είναι άγνωστο. Παρόλα αυτά είναι πολύ σημαντικό διότι είναι το πρώτο κείμενο μετά τη Διδαχή το οποίο έχει αντίστοιχο περιεχόμενο.
- Απολεσθέντα:
Επτά βιβλία ακόμα γνωρίζουμε σήμερα από έμμεσες πηγές ότι είχε συγγράψει ο Ιππόλυτος, δίχως όμως να διασώζεται κάτι από αυτά. Αυτά είναι τα: "Σύνταγμα προς άπασας τας αιρέσεις", "Προς Μαρκίωνα", "Περί του Πάσχα", "Προτρεπτικός προς Σεβηρείναν", "Περί του αγαθού και πόθεν το κακόν", "Υπέρ του Κατά Ιωάννην ευαγγελίου και Αποκαλύψεως", "Κεφάλαια κατά Γαΐου".
- Νόθα ή αμφιβαλλόμενα:
Τρία έργα σήμερα εξετάζονται σχετικά με τη γνησιότητα της συγγραφικής πένας του Ιππολύτου. Αυτά είναι τα: "Κατά αιρέσεως Αρτέμωνος", το οποίο αναφέρεται από τον Ευσέβιο. Το "Ομιλία εις το Πάσχα", το οποίο αρχικώς αποδόθηκε στον ιερό Χρυσόστομο. Κατά τον Ch. Martin είναι του Ιππολύτου, καθότι διαφαίνεται χρήση του έργου του "Περί Πάσχα". Κάτι τέτοιο όμως είναι δύσκολο να αποδειχτεί. Τέλος για την ομιλία, "Αποδεικτική προς Ιουδαίους", προκρίνεται η άποψη ότι δεν ανήκει σε αυτόν.
Η διδασκαλία του
Εισαγωγή
Ο Ιππόλυτος ήταν Έλληνας θεολόγος που κατά βάση εκπροσωπούσε τη μικρασιατική και συριακή εκκλησιαστική παράδοση[28]. Υπήρξε θεολόγος με αξιοσημείωτη ευρύτητα και πολυμέρεια, αποτελώντας τον καλύτερο μάρτυρα της λειτουργικής παραδόσεως της Ρωμαϊκής εκκλησίας, συνάμα όμως και τον τελευταίο ο οποίος έγραψε στην ελληνική[29]. Η θεολογία του κατά βάση αποτελεί αντίδραση στους διωγμούς, την επιείκεια των αμαρτημάτων, τις σχέσεις με την εξουσία, την εγκατάλειψη της αγωνιστικότητας και των ενθουσιαστικών στοιχείων και ιδίως προς τις αιρετικές αποκλίσεις και δη τον μοναρχιανισμό[30]. Η γλώσσα μάλιστα που χρησιμοποιούσε (Ελληνική), δεικνύει πως ήταν εκλεκτικιστής, καθώς στην εποχή του τη χρησιμοποιούσαν οι διανοούμενοι, που ανήκαν συνήθως στις πιο αυστηρές και ενθουσιώδεις ομάδες[31]. Ο ίδιος παρότι ήταν μέτοχος της φιλοσοφικής παιδείας και χρησιμοποιούσε στοιχεία και σχήματα για να στηρίξει τη θεολογία του, απέρριπτε τη φιλοσοφία ως θεολογικό σύστημα και προέτασσε την καθαρότητα της πίστεως από τέτοιου είδους στοιχεία.
Η θεολογία του στηρίζεται πάνω στην Αγία Γραφή και επιχειρεί να εναρμονιστεί στην εκκλησιαστική παράδοση[32]. Χρησιμοποιεί έτσι τόσο την κατά γράμμα ερμηνεία, όσο και την αλληγορία. Αναπτύσσει και διατυπώνει δογματικά ζητήματα με τρόπο εντυπωσιακό για την εποχή του, παραμένοντας πάντα σαφής, μεστός και απλός[33]. Σε μερικά σημεία είναι άκαμπτος, χωρίς όμως να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πνεύμα απολυτότητας. Αυτό που διαφαίνεται τελικά μέσα από το έργο του είναι πως δε συμβιβάζεται και δε γνωρίζει το δρόμο των εκκλησιαστικών ελιγμών.
Η θεολογική σκέψη του Ιππολύτου είναι προωθημένη και πρωτότυπη. Δε μπορεί να αντιπαραβληθεί προς αυτή του Ωριγένη, αλλά μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα ανανεωτικό πνεύμα στα έργα του[34]. Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς στηρίχτηκαν σε αυτή, παρότι έμεινε στο περιθώριο για πολλά χρόνια. Γι αυτό το λόγο χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Ρωμαϊκής εκκλησίας κατά τον Γ΄ αιώνα. Η δυτική θεολογία φαίνεται όμως πως επωφελήθηκε λίγο από το έργο του και σύντομα το λησμόνησε, καθώς αφενός αυτό ήταν γραμμένο στα ελληνικά, αφετέρου η τριαδολογία και η χριστολογία του, ξεπεράστηκε[35].
Θεός, Λόγος, Κόσμος
Η θεολογία του Ιππολλύτου, αποβλέπει σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αποτελεί την ενότητα του Θεού και η δεύτερη στη διακήρυξη της τριαδικότητάς του[36]. Έτσι ο Θεός και ο κόσμος για τον Ιππόλυτο είναι δύο διαφορετικές πραγματικότητες, καθότι ο πρώτος είναι αυθύπαρκτος, ενώ ο δεύτερος κτιστός, δημιούργημα του πρώτου[37]. Ο Λόγος του Θεού είναι και αυτός Θεός διότι προέρχεται από τον Θεό. Ο κόσμος όμως είναι κάτι το διαφορετικό διότι προέρχεται "εξ ουδενός". Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιππόλυτος:
- "Ούτως ουν μόνος και κατά πάντων Θεός Λόγον πρώτον εννοηθείς απογεννά...Τούτου ο Λόγος μόνος εξ αυτού, διο και Θεός, ουσία υπάρχων Θεού. Ο δε κόσμος εξ ουδενός, διο ου Θεός. Ούτως επιδέχεται και λύσιν, ότε βούλεται ο κτίσας"[38]
Η σχέση μεταξύ Θεού και Λόγου είναι στενή και στηρίζεται στην Αγία Γραφή[39]. Ο Λόγος μάλιστα δεν είναι απλώς από την ουσία του Θεού, όπως είδαμε, αλλά εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του θεού κατά τη δημιουργία. Ο θεός λοιπόν είναι ένας, απαθής, αγένητος, αθάνατος[40] και περιέχει το Λόγο και τη Σοφία, οι οποίοι εκδηλώνονται κατά τη βούλησή του[41]. Ο Ιππόλυτος ουσιαστικά, όπως και οι απολογητές, προτάσσει τη σχέση της οικονομικής τριάδος. Έτσι ο Πατέρας είναι ένας, από τον οποίο όλα ξεκίνησαν[42], αλλά ο Υιός και το Πνεύμα δε στερούνται της δυνάμεως ή υπολείπονται της θεότητος[43]. Γι αυτό αναφέρει πως:
- "Τις γαρ ουκ ερεί Θεόν είναι; Αλλ ου την οικονομίαν αναιρήσει;"[44] και "Εις θεός εστί, όσον δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξη"[45].
Ο Λόγος αποκαλύφτηκε κατά τη δημιουργία, αλλά είχε γεννηθεί προ αυτής[46]. Στο σημείο αυτό ο Ιππόλυτος υποστηρίζει το φαινόμενο της υποταγής του Λόγου και τις δύο καταστάσεις του Λόγου. Τον προφορικό και τον ενδιάθετο[47]. Ο Λόγος δηλαδή αρχικά ήταν ενδιάθετος (δηλ. αόρατος και ανυπόστατος) και εν συνεχεία έγινε προφορικός (δηλ. ορατός και υποστατικός). Το παράδειγμα αυτό το βλέπουμε συχνά στους απολογητές και ιδίως τον Ιουστίνο. Ο Ιππόλυτος όμως προσθέτει και μία τρίτη κατάσταση, αυτή την υιότητος, δηλαδή της ενσαρκώσεως[48].
Η διδασκαλία περί υποταγής του Ιππολύτου φαίνεται προβληματική[49]. Ο ίδιος μάλιστα σε κάποιες αναφορές του δείχνει και μία τάση διθεϊσμού όπως τον κατηγορούσε ο Κάλλιστος καθώς ισχυριζόταν πως "Ένα (θεόν ορώ), πρόσωπα δε δύο, οικονομία δε τρίτην τη χάριν του Αγίου Πνεύματος"[50]. Ο ίδιος όμως τόνιζε πως "Έις Θεός, ον ουκ άλλοθεν επιγιγνώσκομεν, αδελφοί εκ των Αγίων Γραφών..."[51] και πως "Ο ων πατήρ επί πάντων, ο δε Υιός δια πάντων, το δε Άγιον Πνεύμα εν πάσιν. Άλλως τε ένα Θεόν νομίσαι μη δυνάμεθα, εαν μη όντως Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι πιστεύσωμεν"[52]. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως στη διδασκαλία του Ιππόλυτου προτασσόταν η θεολογική προοπτική της υποταγής κάτω από την πίεση των μοναρχιανών[53], κατά την οποία έπρεπε να εξαρθεί η ενότητα της τριάδος, η οποία επιβεβαιωνόταν από την υποταγή στην εξουσία του Πατρός Θεού[54].
Χριστολογία
Η Χριστολογία του Ιππολύτου κινείται στη βάση των δεδομένων της Αγίας Γραφής. Κατά τον ίδιο μάλιστα η παράδοση των Αποστόλων είναι αυτή που διασώζει την ορθόδοξη χριστολογία και καλύπτει πλήρως τις πνευματικές απαιτήσεις των ανθρώπων[55]. Ο Χριστός λοιπόν είναι ο προαιώνιος Λόγος του Πατρός, ο οποίος έγινε άνθρωπος. Κατά τη θεότητα είναι φορέας της θείας φύσεως, ενώ κατά την ανθρωπότητα, της επίγειας και ανθρώπινης. Η σάρκωση μάλιστα επιτελέστηκε εκ πνεύματος αγίου και Μαρίας της παρθένου. Προφητεύτηκε από την Παλαιά Διαθήκη και συνέβη προς σωτηρία του κόσμου. Ο Χριστός μάλιστα προσέλαβε τέλεια ανθρώπινη φύση από σώμα και λογική ψυχή και υπήρξε αναμάρτητος. Ο Υιός τελικά και Λόγος του Θεού έφερε τη σωτηρία εξ αιτίας της πραγματικής σάρκωσής Του, καθώς υπήρξε πάντοτε παριστάμενος στον πατέρα δια του οποίου τα πάντα εποίησε. Η σάρκωσή μάλιστα δε συνέβη κατά φαντασία (δόκηση) ή τροπή, αλλά πραγματικά ως τέλειος άνθρωπος[56].
Ο Χριστός λοιπόν είναι Υιός Θεού και Υιός ανθρώπου, στον οποίο το κτιστό και το άκτιστο, το θείο και το ανθρώπινο ενώνονται[57]. Η Χριστολογία βέβαια του Ιππόλυτου πάντοτε προσδιορίζεται από τον αγώνα κατά των Μοναρχιανών και ειδικά του Νοητού, που έλεγε πως Υιός και Πατήρ είναι το ίδιο πρόσωπο (Υιοπάτωρ), με διαφορετικό προσωπείο. Σε αυτό το σημείο ο Ιππόλυτος τονίζει αγιογραφικά χωρία που δείχνουν ξεκάθαρα τη σάρκωση του Υιού (π.χ. Ιω. 16, 28. Πράξεις 10, 36). Έτσι εξαίρει τη θεότητα του Ιησού, αλλά και την ανθρωπότητα, ώστε να αντιμετωπίζει τις αμφίπλευρες στρεβλώσεις των μοναρχιανών και των Δοκητών. Ο Ιππόλυτος μάλιστα αναφέρει πως το μυστήριο της σαρκώσεως είναι άρρητο και ακατανόητο και αποτελεί "ανεκδιήγητη τέχνην"[58]. Προς της ενανθρωπήσεώς του ήταν άσαρκος και "τέλειος Υιός Θεού αποδεδειγμένος...εν ουρανώ σαρξ ουκ ην", ενώ παραμένει σε αδιάστατη κοινωνία με τον πατέρα, παρά τη σάρκωσή Του, όπως άλλωστε και η θεία φύση με την ανθρώπινη στο ένα πρόσωπο του Χριστού[59]
Εκκλησία
Η διδασκαλία του Ιππολύτου σχετικά με την εκκλησία μπορεί να είναι περιστασιακή, αλλά θεωρείται περιεκτική[60]. Αποτελεί κοινωνία πιστών στην οποία βιώνεται το εν Χριστώ μυστήριο, ένας παράδεισος που αντιδιαστέλλεται τον κόσμο, καθώς την επιβουλεύονται οι "εκ περιτομής" και "εξ εθνών" δυνάμεις, καθώς και οι κοσμικοί άρχοντες[61].
Η εκκλησία αποτελεί το θεσμό που διατηρεί την αλήθεια και διαμοιράζει τα ενδιαφέροντα μεταξύ θεσμικής και πνευματικής απόψεως αυτής. Έτσι καταφεύγει συχνά στην τυπολογία για να περιγράψει την εκκλησία, η οποία είναι νύμφη Χριστού, μητέρα των πιστών, η γυνή της αποκαλύψεως, η ενδεδυμένη με τον ήλιον, η οποία γεννά τον τέλειον Χριστόν[62]. Είναι το πλοίο το οποίο χειμάζεται μέσα στην εγκόσμια θάλασσα, αλλά δε χάνεται διότι έχει στο μέσο του τρόπαιο το σταυρό, ναύτες τους αγγέλους και κυβερνήτη το Χριστό. Οι παραστάσεις αυτές μας θυμίζουν τις σκηνές των κατακομβών και των αρχαίων χριστιανικών ναών[63].
Σκοπός της εκκλησίας είναι να διατηρήσει την αλήθεια που παρέλαβε από το Χριστό και τους Αποστόλους και συνάμα να προσφέρει τα αγαθά της σε όσους βρίσκονται εντός αυτής. Γι αυτό προσφέρει τα μυστήρια, τα οποία αφέουν τις αμαρτίες και προσφέρουν τα μέσα χάριτος, δια του βαπτίσματος, της εξομολογήσεως και της θείας ευχαριστίας. Η εκκλησία είναι κοινωνία αγίων, εξού και δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η συγχώρηση των βαρέων αμαρτημάτων, δηλαδή του φόνου και της μοιχείας[64].
Εσχατολογία
Η εσχατολογία του Ιππολύτου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αφενός παρουσιάζει τη σφραγίδα της τυπολογικής του σκέψεως, αφετέρου διαφοροποιείται από την αντίστοιχη διδασκαλία του δασκάλου του Ειρηναίου[65]. Η βασιλεία στην περίπτωσή του κατανοείται σα μία διάφορη κατάσταση από αυτή την οποία βιώνει ο άνθρωπος στον παρόντα κόσμο.
Μέσα στο έργο του γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο έργο του Αντιχρίστου, ο οποίος κατά τους έσχατους χρόνους θα προσπαθήσει να πλανήσει την ανθρωπότητα. Η βάση της διδασκαλίας του είναι η προφητεία του Δανιήλ και η Αποκάλυψη[66]. Έτσι ο διάβολος που θα εμφανιστεί ως Θεός, θα προέρχεται από τη φυλή του Δαν, θα αναστήσει τη βασιλεία των Ιουδαίων και θα απαιτήσει να λατρεύεται. Θα εμφανίζεται ως Χριστός και θα έχει ψευδαποστόλους. Τελικά θα συντριβεί. Η ιστορική σκηνή θα κλείσει με τη σύναξη των ανθρώπων ενώπιον του Θεού και την αιώνια βασιλεία.
Η εσχατολογία του Ιππολύτου είναι ιδιόμορφη. Φαίνεται να παίζει με τις χιλιετίες, ενώ δεν είναι χιλιαστής[67]. Με βάση την τυπολογική σκέψη του βρίσκει μία σχετική αντιστοιχία των έξι ημερών της δημιουργίας και των χιλιετιών της ανθρωπότητας, υπολογίζοντας ότι από κτίσεως κόσμου είχαν παρέλθει 5.500 χρόνια κατά την εμφάνιση του Χριστού. Μετά το πέρας όμως της εποχής αυτής δεν αρχίζει κάποια γήινη χιλιετής βασιλεία, αλλά η αιώνιος και ουράνια[68]. Εκεί ο άνθρωπος θα βρεθεί πλήρως ανανεωμένος, καθώς η ψυχή θα συναντήσει το νέο σώμα το οποίο θα είναι άφθαρτο. Οι φαύλοι και οι αιρετικοί θα οδηγηθούν στο άσβεστο πυρ, όπου δε θα υπάρξει καμία παρηγοριά, ενώ ο θάνατος δε θα μπορεί να τους απαλλάξει από την τιμωρία[69]
Υποσημειώσεις
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 719
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 439
- ↑ ο.π.
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 439
- ↑ Μυριόβιβλος 121
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 720
- ↑ ο.π.
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
- ↑ Ιερώνυμος De viris illustribus 61
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 721
- ↑ Κατά Αιρέσεων 9, 7
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 371
- ↑ Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία Α΄, σελ. 295
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
- ↑ Peristephanon 11, 153 κ.ε.
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 722
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 372
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 440
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 441
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Α΄, σελ. 723
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Α΄, σελ. 723
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 725
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 370
- ↑ Αν. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 255
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 372
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 458
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 458
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 459
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 374
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των δογμάτων Α΄, σελ. 442
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 740
- ↑ Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 10, 33
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 442
- ↑ Εις τον Δανιήλ 2, 27
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 741
- ↑ Εις την αίρεσιν του Νοητού 17
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 444
- ↑ Εις την αίρεσιν Νοητού 3
- ↑ Εις την αίρεσιν του Νοητού 8
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 741
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
- ↑ Εις την αίρεσιν του Νοητού 17
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
- ↑ Εις την αίρεσιν του Νοητού 18
- ↑ Εις την αίρεσιν Νοητού 9
- ↑ Εις την αίρεσιν Νοητού
- ↑ Κων. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 447
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 742
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 451
- ↑ Το κομμάτι αποτελεί απόδοση του "Εις την αίρεσιν Νοητού, 17"
- ↑ Εις τον Δανιήλ 4, 39
- ↑ Εις την αίρεσιν του Νοητού 16
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 453
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 454
- ↑ Εις τον Δανιήλ 1, 14
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
- ↑ Κατά Αιρέσεων 9, 12
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 456
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 456
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 744
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία Β΄, σελ. 745
- ↑ Προς Έλληνας και Πλάτωνα 3
Βιβλιογραφία
- Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, "Πατρολογία", τομ. Α΄, Αθήνα 2000.
- Χρήστου Παναγιώτης, "Ελληνική Πατρολογία", τόμ. Β΄, Κυρομάνος, Αθήνα 2007
- Σκουτέρης Κωνσταντίνος, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.
- Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.