Ουσία

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον φιλοσοφικό και θρησκειολογικό όρο Ουσία (ή και Φύση) αναφερόμαστε στη σταθερή και αναλλοίωτη σύσταση των όντων. Η ουσία είναι έννοια γενική, απρόσωπη, άυλη και άχρονη που υποδηλώνει μια οντότητα συνολική, βασική, θεμελιακή και καθολική, από την οποία αντλούν την ύπαρξή τους όλα τα άλλα επιμέρους όντα.

Έτσι για παράδειγμα, η ανθρωπότητα νοήται ως ουσία, αλλά ο άνθρωπος ως το ον, η ύπαρξη, το πρόσωπο. Η ξυλεία είναι μια ουσία, αλλά τα ξύλινα αντικείμενα είναι όντα. Ενώ το ον είναι αισθητό και όχι νοητό και το συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις έχοντας άμεση, εμπειρική και αισθητηριακή πρόσβαση σ' αυτό, με την ουσία έχουμε μόνο έμμεση, νοητική επικοινωνία.

Η Ουσία στην αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία

Ο Νεοπλατωνισμός δέχθηκε ότι, το «τι». Η ουσία ή η φύση δεν γνωρίζεται, δεν συλλαμβάνεται, δεν καταλαμβάνεται από τον νου. Αλλά αποτελεί βασική αρχή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, της Ελληνικής σκέψεως, ότι την ουσία των όντων την γνωρίζουμε και μπορούμε να τη γνωρίσουμε με το νου, ο οποίος συλλαμβάνοντας τις ιδέες, οδηγείται στην ουσία των όντων.

Έτσι για να δυνάμεθα να γνωρίσουμε ένα αντικείμενο στην ουσία του, το «τι εστί», κατά την Ελληνική Φιλοσοφία, εάν μεν έχω πλατωνικές αντιλήψεις, θα αναζητήσω την ιδέα του τραπεζιού, το ίδιο το αντικείμενο, το ιδεατό από τον κόσμο των ιδεών, ενώ το ίδιο το αντικείμενο, όσο και αν υπερβαίνει το πραγματικό αντικείμενο (με το νου ο οποίος νους υπερβαίνει τα όντα - τα όντα τα αντικειμενικά, αποκαλυπτικά όντα) με το νου μου, ώστε να μπορώ να αντιληφώ το ιδεατό του. Όσο ο νους είναι καθαρός, καθαρμένος από τα υλικά τόσο μπορεί να φθάσει και να συλλάβει τα νοερά, τα ιδεατά.

Κατά τις Αριστοτελικές αντιλήψεις, θα αναζητήσω τότε την ουσία του αντικειμένου στην υλική του υπόσταση. Πίσω από αυτό το υλικό, το συγκεκριμένο αντικείμενο, υπάρχουν ορισμένοι νόμοι φυσικοί που το κάνουν να είναι αυτό που είναι. Η σύλληψη αυτών των νόμων παύει δια του νου. Αλλά με την επεξεργασία των φυσικών και αντικειμενικών όντων και όχι ιδεατών η σύλληψη της ουσίας είναι δυνατή με έναν άλλο τρόπο.

Η Ουσία στην Ορθόδοξη Θεολογία

Όσον αφορά την Ουσία του Θεού κατά το Βασίλειος Καισσαρείας «Ουσία... είναι... αυτό το είναι τού Θεού», ενώ κατά το Άγιο Αθανάσιο, η ουσία όταν αναφέρεται στο Θεό, σημαίνει «Αυτός είναι ο Ων». Κατά το Γρηγόριο το θεολόγο «Ο Ων και ο Θεός είναι τής Ουσίας ονόματα».

Η λέξη "Ουσία",ονομάζεται στη θεολογία και «Φύση» τού Θεού. Έτσι 'οταν λοιπόν μιλάμε για το όνομα: Γιαχβέ, για το Είναι, για τον Όντα, για την Ουσία ή για τη Φύση τού Θεού, μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Για τους Έλληνες Πατέρες - στη δυτική θεολογία Δυτικούς, έχουμε άλλη διατύπωση - το «τι του Θεού», η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί δια του νου, καθώς «Άπειρον το Θείον και ακατάληπτον και έν μόνο αυτού καταληπτού η απειρία και η ακαταληψία αυτού» (Ιωάννη του Δαμασκηνού). Ήτοι δεν δύναται ο ανθρώπινος νους να αντιληφθεί το Θείο, διότι η κατάληψη προϋποθέτει ακριβώς την ενέργεια του νου.

Μια δεύτερη αρχή που εισάγουν οι Καππαδόκες Πατέρες και την τονίζει πρώτος ο Μέγας Βασίλειος, είναι ότι δεν υπάρχει ουσία, δεν υπάρχει το τι χωρίς το όπως ή το πώς, την υπόσταση. Ουσία ανυπόστατος δεν υπάρχει, δεν είναι νοητή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος. Γυμνή ουσία δεν υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι στην οντολογία το «όπως εστί» παίρνει πρωταρχική θέση μαζί με το «τι εστί» μαζί με την ουσία.

Η Ελληνική Φιλοσοφία έδινε πάντα προτεραιότητα στο «τι εστί» στην ουσία. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποιούν αυτήν την –θα έλεγε κανείς αριστοτελική- γιατί πράγματι εκεί ο Αριστοτέλης είναι πιο χρήσιμος στους Πατέρες από τον Πλάτωνα. Χρησιμοποιώντας την Αριστοτελική, την διάκριση μεταξύ πρώτης ουσίας και δευτέρας ουσίας. Με την πρώτη ουσία δηλώνει ο Αριστοτέλης το ειδικό, το συγκεκριμένο και δευτέρα ουσία δηλώνει το γενικό. Για παράδειγμα πρώτη ουσία είναι οι Γιώργος, ο Κώστας, ο Γιάννης, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Η δευτέρα ουσία είναι το γενικό, η ανθρωπότητα, η ανθρώπινη φύση, η ανθρώπινη ουσία, η οποία υπάρχει και στον Κώστα και στο Γιώργο και στο Γιάννη. Η θεία ουσία δεν προηγείται των υποστάσεων, των προσώπων, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή ουσία.

Είναι αδύνατον να γίνει λόγος και στην ανθρώπινη ουσία π.χ. στους ανθρώπους, για μια ανθρωπότητα γενική, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως για τους επιμέρους συγκεκριμένους ανθρώπους. Και στον Θεό τον ίδιο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ουσία του Θεού, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως λόγος για τον τρόπο υπάρξεως, για το «όπως» ή για τα πρόσωπα ή για τις υποστάσεις. Έτσι η θεία ουσία δεν προηγείται λογικά των υποστάσεων. Διότι απλούστατα δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή, ανυπόστατος.

Και εδώ έχουμε αλλαγή της έννοιας υπόσταση, που εισήγαγαν για πρώτη φορά οι Έλληνες Καππαδόκες Πατέρες στον όρο. Από ταυτόσημο της ουσίας, τον διαχώρισαν, και τον μετέτρεψαν σε κάτι ταυτόσημο με αυτό που σήμερα ονομάζουμε πρόσωπο. Έκτοτε, στη Θεολογία, έχουμε ταύτιση ουσίας και φύσεως από τη μία, και αντιθέτως, υποστάσεως και προσώπου από την άλλη.

Ορισμοί της Ουσίας κατά τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες

Μέχρι και τον τρίτο αιώνα μ.Χ., η λέξη Ουσία, ταυτιζόταν με την έννοια της λέξεως υπόσταση. Από τους Καππαδόκες Πατέρες και μετά, η ταύτιση αυτή έπαψε να υπάρχει, λόγω αλλαγής της Θεολογικής έννοιας της λέξεως υπόσταση η οποία ταυτίστηκε με το πρόαωπο. Έτσι το πρόσωπο σημαίνει πλέον μια ουσιαστικά και πραγματική ύπαρξη και όχι μόνο μια μορφή. Ο ουσία ή η φύση αποδίδεται στις υποστάσεις ή στα πρόσωπα.

  • «Ουσία είναι πράγμα υπαρκτό». (Λεοντίου Βυζαντίου μν. εργ. PG 1277 D).
  • «Ουσία είναι η παραλλαγή τού ανυποστάτου...» και «Ουσία είναι το να υπάρχει κάτι» και «Είναι το όντως υπαρκτό». (Γρηγόριος Νύσσης).

Ουσία είναι κάτι «των καθε αυτών υφεστηκότων» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Κάτι δηλ. για το οποίο μπορεί να γίνει λόγος ατομικά με αναφορά μόνο σ’ αυτό το αυθυπόστατο.

Βιβλιογραφία