Πρόσωπο
Ο όρος Πρόσωπο στην ορθόδοξη θεολογία, ταυτίζεται με τον όρο υπόσταση και δηλώνει την ξεχωριστή οντότητα της θεϊκής παρουσίας. Έτσι όταν μιλάμε για υπόσταση στην Αγία Τριάδα, αναφερόμαστε στον φορέα της πλήρους Θείας Ουσίας, που εμπεριέχεται σε αυτήν. Ο όρος αυτός με τη σημερινή ορολογία, αποσαφηνίστηκε υπό των Καππαδοκών πατέρων κατά τη διάρκεια των αρειανικών ερίδων μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και επιβεβαιώθηκε από την Β΄ Οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως.
Η έννοια της υποστάσεως μέχρι την αποσαφήνισή της δεν ταυτιζόταν προς τον όρο πρόσωπο, αλλά με το όρο ουσία. Οι πατέρες τον δανείστηκαν από το φιλοσοφικό περιβάλλον και αρχικώς τον χρησιμοποίησαν με την αντίστοιχη ταύτιση. Αυτή η θεολογική προσέγγιση ήταν αναγκαία για την εκκλησία καθώς οι αρειανιστές, ταύτιζαν το ομοούσιο της θεολογίας του Σαβελλίου, με το αντίστοιχο ομοούσιο των πατέρων της Νίκαιας. Βέβαια ο Σαβέλλιος ουδέποτε υποστήριζε διάκριση προσώπων, όπως η πατέρες της Νίκαιας, αλλά με αυτή την αποσαφήνιση δόθηκε η δυνατότητα να πειστούν οι μετριοπαθείς αρειανοί, πως η εκκλησια δεν εμπίπτει στην αίρεση του Μοναρχιανισμού. Ταυτόχρονα όμως αντιμετώπιζε δραστικά και τις Αρειανικές κακοδοξίες, που ήθελαν αφενός οι όμοιοι Υιό, κατώτερο του Πατρός και εν χρόνω γεννηθέντα και των ανομοίων, που ήσαν επιπρόσθετα πνευματομάχοι, αρνούμενοι τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Η σημασία αυτής της μετατοπίσεως, έγκειται στο ότι το "πρόσωπο" το οποίο ήταν ένας όρος ύποπτος για Σαβελλιανισμό, λόγω του ότι σήμαινε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα και χρήση, το προσωπείο, την μάσκα που φοράει ο ηθοποιός επάνω στη σκηνή, με το να ταυτιστεί με τον όρο υπόσταση, απέδωσε στον όρο πρόσωπο, οντολογικό περιεχόμενο. Η υπόσταση σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος υφίσταται όντως, ότι πράγματι, αληθινά έχει πραγματική υπόσταση. Το ανυπόστατο είναι αυτό που δεν έχει πραγματική ύπαρξη, αυτό που δεν έχει πραγματική υπόσταση. Η υπόσταση είναι αυτή που δίνει πλήρες οντολογικό περιεχόμενο σε κάποιον ή σε κάτι. Και αυτή είναι η συμβολή των Καππαδοκών πατέρων. Με το να ταυτίσουν, να ονομάσουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υποστάσεις, έδωσαν στο καθένα από τα τρία πρόσωπα πλήρη οντολογική υπόσταση, αποφεύγοντας έτσι τον Σαβελλιανισμό, ο οποίος δεν έδινε πλήρη οντολογική υπόσταση, αλλά έδινε την έννοια του ρόλου τον οποίο ένα και το αυτό πρόσωπο διαδραματίζει.
Αυτή τελικά η αποσαφήνιση οδήγησε τους Πατέρες σε ένα ειδικό τρόπο αναφοράς στη σχέση των τριών προσώπων, για να δηλωθεί η ενότητα και συγχρόνως η ιδιαιτερότητα και πληρότητα του καθενός. Πρόκειται γι' αυτό που στη δογματική ονομάστηκε περιχώριση των προσώπων. Τα τρία πρόσωπα αλληλοπεριχωρούνται. Το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο πλήρως. Μ' αυτό τον τρόπο διασώζουν και την αυτοτέλεια και την πληρότητα του καθενός αλλά συγχρόνως διασώζεται και η ενότητά τους.
Στην 38η επιστολή του Αγίου Βασιλείου γράφει σχετικά με το θέμα της περιχωρήσεως τα εξής ο Μ. Βασίλειος "Ότι είναι ο Πατήρ βρίσκεται και στον Υιό. Και κάθε τι που είναι ο Υιός βρίσκεται στον Πατέρα. Ο Υιός στην ολότητά του βρίσκεται στον Πατέρα και αντίστοιχα έχει τον Πατέρα στην πληρότητα του ενός Του. Έτσι η υπόσταση του Υιού είναι η εικόνα και η μορφή με την οποία γνωρίζεται ο Πατήρ. Και η υπόσταση του Πατρός γνωρίζεται στην εικόνα του Υιού". Υπόκειται εδώ η φράση του τετάρτου Ευαγγελίου "Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα και εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί". Όποιος βλέπει τον Υιό βλέπει και τον Πατέρα. Είναι ο Πατέρας πλήρως παρών και ο Υιός είναι πλήρως παρών μέσα στον Πατέρα. Μ' αυτό τον τρόπο κάθε υπόσταση, κάθε πρόσωπο γίνεται φορέας ολόκληρης της Ουσίας. Η Θεότης δεν μερίζεται, δεν κομματιάζεται, αλλά κάθε πρόσωπο την φέρει αμέριστη και πλήρη