Βάπτισμα

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βάπτισμα αποκαλείται το Ιερό Μυστήριο της εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστός δια τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως εξ ύδατος, και επικλήσεως του ονόματος της Αγίας Τριάδος αναγεννάτε από το Άγιο Πνεύμα, αποθέμενος την φύση της αμαρτίας και εισαγόμενος σε μία νέα αναγεννητική ζωή ως μέλος της εκκλησίας. Το βάπτισμα εξαλείφει τις αμαρτίες του ανθρώπου, συνάμα και το προπατορικό αμάρτημα, δίνοντας τη δυνατότητα στον πιστό να μετέχει των υπολοίπων ιερών μυστηρίων. Γι αυτό και αποκαλείται και "λουτρό παλιγγενεσίας".

Το βάπτισμα είναι μυστήριο το οποίο συστήθηκε από τον Κύριο αφού ο ίδιος μιλώντας προς τους μαθητές τους ανέφερε "πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος"[1], ενώ και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει πως "ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ"[2].

Η βάπτισις του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό

Θεολογία

Το βάπτισμα εισάγει τους ανθρώπους ως μέλη του σώματος του Χριστού, και για κάθε χριστιανό σημαίνει αναγέννηση στο θάνατο και την ανάστασή Του[3]. Αποτελεί εγκεντρισμό στη ζωή και γέννηση σε αυτή[4], που κατά την Κυριακή ρύση[5] στο κέντρο της τοποθετείται το μυστήριο της Αγίας Τριάδας και τελικώς ο εκκλησιολογικός χαρακτήρας του. Διαφέρει μάλιστα από το αντίστοιχο βάπτισμα του Ιωάννου[6], το οποίο ήταν βάπτισμα μετανοίας[7], καθότι αυτό αποκαταστά τη φύση του ανθρώπου και απαλείφει το προπατορικό αμάρτημα και τις προσωπικές αμαρτίες του ανθρώπου[8], όπως μαρτυρείται από την Αγία Γραφή[9].

Δίχως το βάπτισμα το μέλος παραμένει δέσμιο της φθοράς και των δαιμονικών δυνάμεων. Η νοσούσα φύση του ανθρώπου έχει ανάγκη αναγεννήσεως[10], ειδάλλως δεν απελευθερώνεται και δεν αναγεννάτε από τον "παλαιό άνθρωπο". Γι αυτό από τους πατέρες της εκκλησίας γίνεται διαρκής επισήμανση και διασύνδεση του θεσμού αυτού με το θάνατο του Κυρίου[11], τονίζοντας πως με το βάπτισμα ενδύεται την "υπόσταση της θεογεννεσίας"[12]. Το νέο μέλος μέσω του μυστηρίου αναγεννά την ύπαρξή του, γίνεται μία επώνυμη προσωπική ετερότητα, εξ αιτίας της χάρης που απορρέει από την κοινωνία και την αγαπητική σχέση με το ζωοδότη Θεό[13]. Παύει ο άνθρωπος να είναι ατομικό απλώς είδος, κρίκος βιολογικής μόνο διαδοχής, μονάδα ενός συνόλου. Εντάσσεται στην κοινωνία των αγίων, την τριαδική πραγματοποίηση της ζωής[14]. Τα πράγματα όμως ποτέ δεν μπορούν να νοηθούν με ένα μαγικό χαρακτήρα. Όπως ο νεογέννητος αυξάνεται και προκόβει, το ίδιο συμβαίνει και με τη θεογεννεσία. Το βάπτισμα λοιπόν είναι το πρώτο και απαραίτητο στάδιο της ανάπτυξης του νεοεισελθόντα και μάλιστα νοείται ως χάρισμα απολειστικό. Εξ αυτού του λόγου δε συμβάλλει η βούληση στην πραγμάτωση του μυστηρίου[15].

Το βάπτισμα μέσω της θείας χάριτος επανορθώνει τη φύση του ανθρώπου, το "είναι" δηλαδή των λογικών πλασμάτων, δίχως τη συνεργία της βούλησης. Το "ευ είναι" όμως, δηλαδή η πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, εξαρτάται αφενός μεν από τη θεία χάρη, αφετέρου από τη θέλησή του[16]. Έτσι νοείται ως απαρχή της ανάστασης. Νοείται ως μία προίκα που δίνει ο θεός στα πλάσματά Του με στόχο τα ίδια να την αξιοποιήσουν. Γι αυτό και η μετοχή στη θεία βασιλεία, η όραση του θεού, η συνύπαρξη με το Χριστό αποτελούν τρυφή της θέλησης[17].

Κάθε εξωτερικός τύπος και σύμβολο έχει ένα πραγματικό νοητό περιεχόμενο. Όπως μας αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός το νερό καθαρίζει σώμα και το πνεύμα ανακαινίζει την ύπαρξη[18]. Το βάπτισμα ως εγκεντρισμός των όντων στη θεία ζωή είναι μυστηριακή πράξη από κτίσεως κόσμου, ενώ τα μυστήρια, όπως και το βάπτισμα, αποτελούν εντάξεις στο σώμα της ζωής και διαδραματίζονται στην ίδια την ιστορία[19]. Χαρακτηριστικός επ αυτού είναι και πάλι ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ο οποίος απαριθμεί συνολικά οκτώ βαπτίσματα στην ιστορική διαδρομή της εκκλησίας από κτίσεως κόσμου[20]. Το βάπτισμα τελικώς αποκαταστά τη φύση, αναιρεί το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο λογίζεται ως φθορά και θάνατος, οδηγώντας τον άνθρωπο σε ένα αρραβώνα που γίνεται κτήμα μόνο σε μία τελειωτική πορεία[21].

Από μερικούς θεολόγους εγείρεται απορία σχετικά με τη συνέχιση της αμαρτιτικής επιρροής και μετά το βάπτισμα στον άνθρωπο. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως η αμαρτιτική αυτή επιθυμία δεν έγκειται στη φύση του ανθρώπου που αποκαταστάθηκε, αλλά στην βούλησή του και το αυτεξούσιό του. Κατά το βάπτισμα λοιπόν επέρχεται οντολογική καταστροφή της αμαρτίας[22]. Η ροπή της αμαρτίας παραμένει δεν έχει όμως πλέον τη φύση της αμαρτίας, αλλά συνιστά κίνητρο προς αμαρτία χωρίς να λαμβάνεται ως αμαρτία[23]. Η φύση δε και ο χαρακτήρας της ροπής της αμαρτίας διαφέρουν ουσιαστικά στο βαπτισμένο μέλος από το μη βαπτισμένο, αφού στο μη βαπτισμένο λογίζεται ως έκφανση της φυσικής διαφθοράς του[24]. Η ορμή αυτή τελικά επιτρέπεται από τον Κύριο προς τελείωση του πιστού[25].

Νηπιοβαπτισμός

Ο νηπιοβαπτισμός είναι μία αρχαία συνήθεια της εκκλησίας, η οποία από κάποιες προτεσταντικές ομολογίες απορρίπτεται. Βέβαια, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ενώ η πολεμική κατά του νηπιοβαπτισμού προέρχεται από τον προτεσταντικό χώρο, οι ίδιοι "οι θεμελιωτές του προτεσταντισμού, και μάλιστα με μοναδικό κριτήριο την Aγ. Γραφή" δήλωναν ότι "ο νηπιοβαπτισμός και αρεστός στο Θεό είναι, και αναγκαίος, και σύμφωνος με την Aγ. Γραφή" (Λούθηρος) και θεωρούσαν την "προάσπιση του νηπιοβαπτισμού ως στοιχείο της καθαρότητας της χριστιανικής πίστεως" (Καλβίνος)[26].

Συνάμα, από τις εν λόγω ομολογίες, αντιμετωπίζεται ως μία διαδικασία κατά την οποία δε θα έπρεπε μέλη τα οποία δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν συνειδητά το μυστήριο να συμμετέχουν. Η Ορθόδοξη θεολογία εξ αρχής κατανόησε με πολύ διαφορετική προοπτική την έννοια του βαπτίσματος. Η μη αναγνώριση αυτής της προοπτικής της πατερικής θεολογίας προκύπτει από την ουσιαστική διαφοροποίηση της θεολογίας των δύο θεολογικών τάσεων. Αυτό διότι η ύστερη προτεσταντική θεολογία (ο Λούθηρος φερ ειπείν αποδέχεται το νηπιοβαπτισμό[27]) κατανοεί τη θεολογία με ηθικούς και δοκητικούς όρους, απομακρυνόμενη από την έννοια της εκκλησιολογίας και των μυστηρίων της πατερικής παραδόσεως, δίχως να αντιλαμβάνεται την έννοια της ενεργειακής-οντολογικής σχέσης που διέπει κτίστη και κτίσματα κατά την ορθόδοξη παράδοση.

Η ορθόδοξη θεολογία διακρίνει σαφώς μεταξύ βούλησης και φύσης, έτσι ώστε τα μυστήρια να διαφαίνεται σαφώς πως δεν έχουν σχέση με το μαγικό χαρακτήρα των τελετών της Αρχαίας Ελλάδας και της ανατολής[28]. Η θεία χάρη επανορθώνει τη φύση και το "είναι" του ανθρώπου, αλλά δίχως τη συνεργία της βούλησης δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην τελείωση. Γι αυτό το βάπτισμα που είναι γέννηση, όπως και ανάσταση, ως αναπλαστική δημιουργία με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξαρτάται από την ανθρώπινη ελευθερία[29]. Και αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους μαγική διαδικασία, όπως άλλωστε ως μαγική διαδικασία δεν νοείται η δημιουργία και η γέννηση του ανθρώπου, η οποία πραγματοποιείται δίχως της συμβολή της ελευθερίας του[30]. Το βάπτισμα λοιπόν, όπως και η φυσική γέννηση είναι δημιουργικό έργο του Θεού, που σκοπό έχει τη διόρθωση της ανθρώπινης φύσης. Αποτελεί επανόρθωση της φύσης του ανθρώπου με αποτέλεσμα η βούληση να μη διαδραματίζει κανένα απολύτως ρόλο σε αυτή την ανάσταση του ανθρώπου. Τελικά ο άνθρωπος μετέχει στη ζωοποιό δύναμη του Θεού. Άλλωστε, όπως όλοι θα αναστηθούν δίχως την ελεύθερη βούλησή τους, θέλοντας και μη, συμμετέχοντας στη τριαδική ζωή, έτσι ανασταίνονται και ανορθώνονται από τη χάρη που απορρέει από το μυστήριο αυτό[31].

Η ορθόδοξη θεολογία λοιπόν δέχεται τη μακαριότητα των νηπίων, μίας και η βάπτιση αποκαθιστά τη φύση τους, τη στιγμή που αυτή δεν κλίνει προς την αλλοτρίωση (τη φθορά, τη ροπή προς το κακό) και συνάμα δίχως να βιάζει τη βούλησή τους[32]. Ο ανάδοχος μάλιστα δεν αντικαθιστά τη βούληση-θέληση του νηπίου, αλλά είναι ο εγγυητής μίας χριστιανικής διαπαιδαγώγησης[33].

Σε ότι αφορά το ζήτημα περί σωτηρίας των νηπίων το μόνο διασωθέν κείμενο της πατερικής γραμματολογίας είναι το κείμενο του Γρηγορίου του θεολόγου. Κατά το θεοφόρο πατέρα αυτό:

"Ει κρίνεις φόνου φονικόν εκ μόνου του βούλεσθαι, και δίχα φόνου, βεβάπτισθω σοι και ο θελήσας το βάπτισμα δίχα του βαπτίσματος, ει δε ουκ εκείνο, πως τούτο, συνιδείν ουκ εχω. Ει βούλει δε ούτως, ει αρκεί σοι προς δύναμιν του βαπτίσματος ο πόθος, και δια τούτο δικάζη περί της δόξης, αρκείτω σοι και προς δόξαν η της δόξης επιθυμία. Και τις σοι βλάβη το μη τυχείν ταύτης την έφεσιν έχοντι;"[34].

Βάπτισμα αιρετικών και "κανονική" αποδοχή

Η εμφάνιση και η δημιουργία αιρέσεων στους κόλπους της εκκλησίας καθώς και η δημιουργία ξεχωριστών κοινοτήτων, επέφερε και το ζήτημα της επιστροφής των αιρετικών στους κύκλους της εκκλησίας. Με ερέθισμα λοιπόν την επιστροφή σχισματικών και αιρετικών, ιδίως από τον τρίτο αιώνα και με αφορμή τους Μοναρχιανούς και τους Μοντανιστές τέθηκε το ζήτημα της κανονικότητας του βαπτίσματος των αιρέσεων. Εδώ πρέπει να τονιστεί πως υπήρξε "ομοφωνία της Εκκλησία ως προς το ανυπόστατο και κατά συνέπειαν ως προς την ακυρότητα του βαπτίσματος των αιρετικών"[35].

Η εκκλησία λοιπόν δε θεωρεί πως το βάπτισμα των αιρετικών είναι κανονικό. Στην περίπτωση όμως που σχισματικός, αιρετικός ή ετερόδοξος οδηγηθεί στην εκκλησία αφού προηγουμένως υπήρξε μέλος της, η εκκλησία ανάλογα με τις περιστάσεις και κατά περίπτωση θεωρούσε δεκτό το προηγούμενο βάπτισμά του[36]. Αυτό συμβαίνει διότι η εκκλησία έχει τη δυνατότητα να προσφέρει και να πληροί μέσω της θείας χάριτος τον τύπο του μυστηρίου που έλαβε χώρα σε μια αιρετική ομάδα, εφόσον ήδη προέρχεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία[37]. Κανόνες οι οποίοι ασχολούνται με το θέμα αποδοχής αιρετικών και ετεροδόξων στην εκκλησία είναι Ζ΄ και Η΄ Λαοδικίας, Α΄ του Μεγάλου Βασιλείου, Ζ΄ της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και ςε΄ της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Μέσω των κανόνων διακρίνεται πως:

  • Γίνεται διάκριση «αναβαπτιστέου» (σε εισαγωγικά αφού το πρώτο βάπτισμα θεωρείται άκυρο) και αιρετικού. Η εκκλησία δεχόταν το βάπτισμα που είχε γίνει στο όνομα της Αγίας Τριάδας, αλλά όχι σε αυτούς που την απέρριπταν.
  • Η εκκλησια είναι περισσότερο ελαστική στην περίπτωση των σχισματικών. Το βάπτισμά τους κατά κανόνα θεωρείτο έγκυρο, αφού κατά την εισδοχή στην εκκλησία επληρούτο ο τύπος του βαπτίσματος που είχε προηγηθεί.

Ειδικώτερα:

  • Αρμένιοι, Κόπτες και Μονοφυσίτες γίνονται δεκτοί με έγγραφη αποκήρυξη της κακοδοξίας τους
  • Οι Ρωμαιοκαθολικοί γίνονται κατά κανόνα δεκτοί με υπογραφή λιβέλλου, ομολογία ορθοδόξου πίστεως και δια επανάληψης του Χρίσματος
  • Οι Αγγλικανοί είναι προτιμότερο να αναβαπτίζονται, καθώς θεωρείται πως οι επίσκοποί τους δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή
  • Διαμαρτυρόμενοι-προτεστάντες γίνονται δεκτοί κατόπιν κατηχήσεως και τελέσεως βαπτίσματος, λόγω της διακοπής της Αποστολικής διαδοχής.

Σε περιπτώσεις ομαδικής προσελεύσεως στην Εκκλησία είναι δυνατόν η εκκλησία να εφαρμόσει επιεικέστερα μέτρα[38]. Για παράδειγμα σε μια περίπτωση προσέλευσης προτεσταντών μπορεί να συμβεί ότι και στη Σαμάρεια κατά το Πράξεις 8, 14-17:

"Ακούσαντες δὲ οἱ ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην· οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα ῞Αγιον· οὔπω γὰρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα ῞Αγιον.".

Το βάπτισμα μέσα από τις πηγές

Η θεία σύσταση του μυστηρίου

Το πρώτο βάπτισμα που διακρίνει ο αναγνώστης μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης είναι το βάπτισμα της μετανοίας και της προπαρασκευής του ερχομού του Μεσσία. Ο ίδιος μάλιστα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος διακήρυττε πως το βάπτισμα αυτό ήταν απλό βάπτισμα και πως αργότερα θα ερχόταν βάπτισμα τελειότερο από αυτό. Το ότι το βάπτισμα μάλιστα "συνεστήθη υπό του Κυρίου παρουσιάζεται αδιαμφησβήτητον εις τον έχοντα υπόψιν της μετά την Ανάστασιν ρητήν εντολήν αυτού προς τους Αποστόλους όπως «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»"[39]. Ο Απόστολος Πέτρος μάλιστα αναφέρει πως το βάπτισμα είναι διάφορο πλέον της μετανοίας και αφέει τις αμαρτίες των ανθρώπων, ενώ ο Απόστολος Παύλος μας αναφέρει πως όσοι βαπτίστηκαν, βαπτίστηκαν στο θάνατο του Χριστού και περιτμήθηκαν περιτομή αχειροποίητη και συνετάφησαν με τον Κύριο[40]. Έτσι λοιπόν γίνεται ευκόλως αντιληπτό πως το βάπτισμα είναι μυστήριο συσταθέν υπό του Ιησού Χριστού "εφ'όσον εξ αρχής από των αποστολικών χρόνων και εν συνεχεία από τους χρόνους των Αποστολικών Πατέρων και των Απολογητών παρείχετο τούτο ως μυστήριον της αναγεννήσεως και ως μέσο χορηγίας του ανακαινιζόντος τας ψυχάς Πνεύματος"[41].

Νηπιοβαπτισμός

Νηπιοβαπτισμός και Αγία Γραφή

Η άρνηση του νηπιοβαπτισμού από κάποιες προτεσταντικές ομολογίες, παραβλέπει το εξής θεμελιώδες γεγονός: ο Απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει το βάπτισμα ως "περιτομή αχειροποίητο"[42] (βλ. Κολ. 2,10-12), η οποία αντικατατέστησε την ιουδαϊκή "σαρκικήν περιτομήν" που παρεχόταν στα νήπια "την ογδόην από της γεννήσεως αυτών ημέραν"[43].

Αυτή είναι και η ερμηνευτική σύνδεση περιτομής-νηπιοβαπτισμού που κάνει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος:

"Τι δ' αν είποις περί των έτι νηπίων...ή και ταύτα βαπτίσομεν;...Κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, η απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα. Και τούτου λόγος ημίν, η οκταήμερος περιτομή, τυπική τις ούσα σφραγίς, και αλογίστοις έτι προσαγομένη"[44][45].

Με βάση αυτή την ερμηνεία, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί η βάπτιση και των νηπίων, στις περιπτώσεις όπου οι Πράξεις των Αποστόλων ή και ο Απόστολος Παύλος κάνουν λόγο "περί ολοκλήρων οικογενειών δεξαμένων το βάπτισμα. Ο Κορνήλιος και «πας ο οίκος αυτού», η Λυδία «και ο οίκος αυτής», ο δεσμοφύλαξ των Φιλίππων «και πάντες οι εν τη οικία αυτού», ο Κρίσπος εν Κορίνθω «συν όλω τω οίκω αυτού»" και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις[46]. Αντιθέτως, το εδάφιο Μαρκ. 16,16 ("ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται"), που επικαλούνται όσοι εκφράζουν αντιρρήσεις για τον νηπιοβαπτισμό, "έχει ιεραποστολικό χαρακτήρα και αφορά βάπτισμα ενηλίκων, οι οποίοι πρέπει να μεταστραφούν και να μετανοήσουν για να δεχτούν το κήρυγμα της σωτηρίας"[47].

Επίσης, ως επιπλέον αντεπιχείρημα στον ισχυρισμό ότι ο νηπιοβαπτισμός στερείται ερείσματος στην Αγ. Γραφή, υπάρχει η χωρίς προϋποθέσεις ηλικίας, ρήση του Κυρίου: "εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού" (Ιωάν. 3,5). Επιπλέον, οι αρνητές, "δεν προσάγουν καμία απόδειξη, ότι οι τρεις χιλιάδες χριστιανοί που εβαπτίστηκαν μετά την ομιλία του Πέτρου (Πράξ. 2,41) άφησαν τα παιδιά τους αβάπτιστα"[48].

Πατέρες της εκκλησίας

Μαρτυρίες περί νηπιοβαπαπτισμού μαρτυρούνται από τα τέλη του δευτέρου αιώνα[49]. Η πρώτη αναφορά που διασώζεται για το ζήτημα αυτό είναι η μαρτυρία περί το 185 που προέρχεται από τον Ειρηναίο Λουγδούνου (Κατά Αιρέσεων 2, 22, 4). Ο Τερτυλλιανός ήταν πατέρας της εκκλησίας ο οποίος ήταν αντίθετος προς το νηπιοβαπτισμό και ζητούσε επαρκή προετοιμασία ώστε να αποφεύγεται η περίπτωση μελλοντικής αθετήσεώς του[50]. Ο Ωριγένης μας αναφέρει πως ο νηπιοβαπτισμός είναι παράδοση η οποία έχει τις ρίζες της στους αποστόλους[51] και ο Κυπριανός Καρθαγένης αναφέρει πως κάθε παιδί θα έπρεπε το γρηγορότερο δυνατό να προσέρχεται στο μυστήριο του βαπτίσματος[52]. Από τις αρχές του τρίτου αιώνα κατά τον Τερτυλλιανό ο νηπιοβαπτισμός στη Βόρειο Αφρική κέρδιζε συνεχώς έδαφος[53] γι αυτό και η ευθύνη του αναδόχου έγινε έγινε ουσιαστική, αφού το έργο της κατηχήσεως περνούσε πλέον στην ευθύνη του. Λόγος του γεγονότος αυτού αποτέλεσε η αθρόα προσέλευση των πιστών ακόμα και ολόκληρων λαών στην εκκλησία[54]. Γι αυτό ανάδοχος στην πράξη της εκκλησίας, προσωποποιούσε την ευθύνη τους σώματος τη εκκλησίας για την ορθή κατήχηση του νέου μέλους.

Μία επιπλέον σημαντική μαρτυρία για την κανονικότητα του νηπιοβαπτισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία προέρχεται από τον 4ο αιώνα και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό:

"Τι δ' αν είποις περί των έτι νηπίων, και μήτε της ζημίας επαισθανομένων, μήτε της χάριτος; η και ταύτα βαπτίσομεν; Πάνυ γε, είπερ τις επείγοι κίνδυνος. Κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, η απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα. Και τούτου λόγος ημίν, η οκταήμερος περιτομή, τυπική τις ούσα σφραγίς, και αλογίστοις έτι προσαγομένη· ως δε και η των φλιών χρίσις, δια των αναισθήτων φυλάττουσα τα πρωτότοκα. Περί δε των άλλων δίδωμι γνώμην, την τριετίαν αναμείναντας, η μικρόν εντός τούτου"[55][56].

Εξάλλου, σύμφωνα με τον ΠΔ΄ (84ο) Κανόνα της, η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος μαρτυρά ότι στο ζήτημα του νηπιοβαπτισμού, ακολουθεί τους "θεσμούς των Πατέρων":

"Ακολουθώντας τους θεσμούς των Πατέρων που είναι σύμφωνοι με τους κανόνες, ορίζουμε και τα σχετικά με τα νήπια: όσες φορές δε βρίσκονται σίγουροι μάρτυρες που να λένε ότι αυτά χωρίς αμφιβολία είναι βαφτισμένα και επειδή ούτε τα ίδια είναι σε θέση να πουν για τη μυσταγωγία, στην οποία υποβλήθηκαν, εξαιτίας της βρεφικής τους ηλικίας, πρέπει να βαφτίζονται αυτά χωρίς καμιά αντίδραση, για να μην τα στερήσει αυτά ποτέ απ' αυτήν την κάθαρση του αγιασμού μία τέτοιου είδους αμφιβολία"[57].

Σημαντικές μαρτυρίες επίσης περί της παραδόσεως του νηπιοβαπτισμού, προέρχονται και από τις Λουθηρανικές ομολογίες. Ο νηπιοβαπτισμός κατά το δημιουργό του προτεσταντισμού, αλλά και τους ακολούθους του, θεωρείται απαραίτητος[58]. Οι Λουθηρανοί μάλιστα κρατούσαν σκληρή στάση έναντι των αναβαπτιστών, για την άρνηση να παρέχουν νηπιοβαπτισμό, θεωρώντας τους αιρετικούς, αφού θεμελίωναν το νηπιοβαπτισμό πάνω στις βασικές μεταρρυθμιστικές αρχές τους. Έτσι το βάπτισμα, για τους Λουθηρανούς, μπορούσε να ενεργεί στα νήπια χωρίς τη συγκατάθεσή τους, αφού η πίστη είναι χάρη του Θεού η οποία ενεργοποιείται με την ελεύθερη αποδοχή. Η αποδοχή αυτή είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, που λειτουργεί μέσα στην κοινότητα και δεν φανερώνεται αμέσως[59]

Ιστορική αναδρομή

Το βάπτισμα στην αρχαία εκκλησία γινόταν κατά πρότυπο της βαπτίσεως του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον πρόδρομο[60]. Σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου οι απόστολοι βάπτιζαν κατ αυτό τον τρόπο τους εισελθόντες στην εκκλησία[61], τη στιγμή που για την τέλεση του βαπτίσματος απαραίτητη θεωρείτο η συνειδητή αποδοχή του περιεχομένου της πίστης. Το μυστήριο τελείτο στο όνομα του Ιησού Χριστού[62], ενώ κατά τη μεταποστολική εποχή και σύμφωνα με τη Διδαχή των Αποστόλων, το βάπτισμα διενεργείτο στο όνομα της Αγίας Τριάδος, σε ύδωρ "ζων". Ο βαπτιζόμενος θα έπρεπε να νηστεύσει πριν το μυστήριο[63], συνήθως μία ή δύο μέρες μαζί με τον ανάδοχό του. Προ του βαπτίσματος προηγείτο κατήχηση η οποία περιελάμβανε την ιστορία της εν Χριστώ σωτηρίας και την τελετουργική προετοιμασία του πιστού[64]. Το βάπτισμα γινόταν με τριτή κατάδυση, δηλαδή τρεις πλήρεις καταδύσεις, ενώ αν δεν ήταν αδύνατο τελεσθεί σε ρέοντα και ψυχρά ύδατα, γινόταν σε οποιοδήποτε άλλο νερό[65]. Μάλιστα η Διδαχή αναφέρει πως κατ οικονομία τελείτο και δι επιχύσεως και ραντισμού βάπτισμα, αλλά μόνο στην περίπτωση που δεν υπήρχε επαρκές ύδωρ για κάτι τέτοιο ή λόγο σοβαρής ασθενείας[66]. Σε ότι αφορά το τελούντα του μυστηρίου κατά την άμεση μεταποστολική εποχή κύριος υπεύθυνος για το βάπτισμα ήταν ο επίσκοπος[67], χωρίς φυσικά να αποκλείονται οι ιερείς και σε ειδικές περιπτώσεις και οι λαϊκοί[68].

Από το δεύτερο αιώνα διαμορφώθηκε ειδική τάξη κατηχουμένων για πληρέστερη προετοιμασία. Η κατήχηση δεν ήταν εκτενής και κυρίως επικεντρωνόταν στην εκμάθηση των βαπτιστηρίων συμβόλων, δηλαδή μερικών σύντομων ομολογιών πίστεως και της Κυριακής προσευχής[69]. Η κατήχηση γινόταν από το ιερατείο συνήθως ή από ειδικούς διδασκάλους. Με τον καιρό μάλιστα συστηματοποιήθηκε και η διαδικασία της διδασκαλίας γι αυτό και στη ανατολή διαχωρίστηκε το σώμα των κατηχουμένων σε "ακροώμενους" και "φωτιζόμενους", ενώ επιτράπηκε και η συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία, αλλά μόνο στο διδακτικό της μέρος. Κατά τον Τερτυλλιανό μάλιστα η γονυκλισία κυρίως αφορούσε τους κατηχούμενους και τους μετανοούντες, αφού οι πιστοί απαγορευόταν να γονατίζουν κατά τη δημόσια λατρεία[70]. Έτσι οι κατηχούμενοι μετά την ανάγνωση του Ευαγγελικού αναγνώσματος και του κηρύγματος λάμβαναν ευλογία υπό του τελετουργούντως και αποχωρούσαν[71]. Το βάπτισμα τελικά συνδέθηκε με το ναό, ενώ κατά την εποχή του Ιουστίνου δε φαίνεται να έχει διαμορφωθεί πλήρως το τελετουργικό όπως καθιερώθηκε αργότερα και κατά τον τρίτο αιώνα[72] με τους εξορκισμούς και τον καθαγιασμό του ύδατος[73]. Αυτή όμως ενυπήρχε ως εσωτερικός τύπος, αφού η μεν νηστεία και γονυκλισία είχαν ως στόχο τον εξορκισμό των δαιμονικών δυνάμεων[74], ο δε αγιασμός του νερού αρχικώς γινόταν ως εξορκισμός και αργότερα ανέλαβε μορφή εξαγιασμού[75]. Σε ότι αφορά την τέλεση του μυστηρίου αυτό δε λάμβανε χώρα σε οποιαδήποτε ημερομηνία, όπως σήμερα. Στη Δύση καθιερωμένη ημερομηνία ήταν η προηγούμενη νύχτα των εορτών του Πάσχα και της Πεντηκοστής και στην ανατολή τις ίδιες ημερομηνίες με την προσθήκη των Θεοφανίων[76]. Στη Δύση μάλιστα οι νεοφώτιστοι έφεραν λευκό χιτώνιο για οκτώ ημέρες, εξού και το Σάββατο του Θώμα, αποκλήθηκε Sabbatum in albis. Στη δε Ανατολή η εβδομάδα μετά Πάσχα ονομάστηκε Διακαινήσιμος εβδομάδα.

Το μυστήριο

Τέλεση

Η τέλεση του μυστηρίου σήμερα κατά κύριο λόγο πραγματοποιείται σε νήπια. Το νήπιο ακολουθούμενο υπό του αναδόχου, οδηγείται στον πρόναο, όπου και διαβάζονται εξορκιστικές ευχές αποταγής των δαιμονικών δυνάμεων. Ο ανάδοχος είναι αυτός που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας την στιχομυθία, αφού ο ίδιος είναι αυτός ο οποίος υπόσχεται τη μελλοντική κατήχηση του νέου μέλους της εκκλησίας. Εν συνεχεία διαβάζονται αγιαστικές ευχές για το ύδωρ της κολυμβήθρας, το οποίο περιέχει και έλαιο. Το νήπιο τότε καταδύεται πλήρως τρεις φορές στο ύδωρ της κολυμβήθρας, όπου γίνεται και η επίκληση του βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

Το μυστήριο του βαπτίσματος δεν μπορεί να τελεσθεί πριν συμπληρωθούν 40 ημέρες από τη γέννηση του παιδιού[77], ενώ τελείται τόσο από τον επίσκοπο όσο και από πρεσβύτερο. Σε επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να τελεσθεί από διάκονο ή και από λαϊκό, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας και μόνο εφόσον το μυστήριο τελεσθεί υπό ορθοδόξου χριστιανού[78]. Επιπρόσθετα αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας επιτρέπεται κατ οικονομία να μη συμβεί βάπτισμα με πλήρη κατάδυση, αλλά δια ραντισμού. Αν όμως το μέλος επιζήσει, τότε θα πρέπει το βάπτισμα να επαναληφθεί με το καθορισμένο τυπικό της εκκλησίας[79].

Ως κανόνας της εκκλησίας επίσης εφαρμόζεται η απαγόρευση του αναδόχου να είναι αλλόθρησκος, αιρετικός, σχισματικός ή αφορισμένος, αφού αυτός αναλαμβάνει την ουσιαστική ευθύνη κατήχησης του νεοφώτιστου[80]. Ο ανάδοχος δύναται να βαπτίσει περισσότερα από δύο άτομα, απαγορεύεται όμως αυστηρώς να είναι διαφορετικού φύλλου, αφού λόγω της πνευματικής συγγένειας δημιουργείται κώλυμα γάμου[81]. Κατά την παράσταση δύο αναδόχων πραγματικός ανάδοχος θεωρείται αυτός που αναδέχεται το νήπιο στην κολυμβήθρα[82], ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσει επιτρέπεται ο βαπτισμός και δίχως ανάδοχο[83].

Ονοματοδοσία

"Κατά τη λαϊκή αντίληψη το όνομα συνδέεται με το βάπτισμα, το οποίο και θεωρείται κατεξοχήν πράξη ονοματοδοσίας. Η σύγχυση αυτή παραγκωνίζει την υπάρχουσα λειτουργική πράξη της χριστιανικής ονοματοδοσίας κατά την 8η ημέρα με αποτέλεσμα οι πολλοί να θεωρούν ότι το παιδί δεν έχει όνομα μέχρι να βαπτιστεί και ότι το λαμβάνει κατά τη βάπτισή του"[84].

Αν το μέλος είναι ενήλικο τότε είναι πιθανό να αλλάξει και όνομα. Πρέπει εδώ να τονιστεί όμως πως ακόμα και αν δε συμβεί αυτό, δεν προκύπτει κανονικό κώλυμα, όπως επιβεβαιώνεται από την εκκλησιαστική τάξη[85]. Το όνομα που δίνεται στο χριστιανό οφείλει κατά προτίμηση να θυμίζει κάποιο γεγονός στη ζωη του Κυρίου ή να εκφράζει κάποια αρετή ή να παίρνει το όνομα κάποιου αγίου. Συνίσταται και από τον ιερό Χρυσόστομο μία τέτοια τακτική αφού αυτά χρησιμεύουν ως πρότυπα προς μίμηση[86] αλλά και "περι τους παίδας αυτών επιμέλειας"[87].

Αιρετικές δοξασίες

Στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία πλέον εφαρμόζεται το δι επιχύσεως του ύδατος βάπτισμα[88]. Η πρακτική αυτή σαφώς και είναι εσφαλμένη κατά την ορθόδοξη θεολογία. Το βάπτισμα πρέπει να τελείται με τριπλή πλήρη κατάδυση, μία πρακτική που μαρτυρείται στην πατερική γραμματολογία, αλλά και στις αποσχιθείσες ανατολικές εκκλησίες[89]. Μία τέτοια πρακτική στην Ορθόδοξη εκκλησία δεν επιτρέπεται διότι "δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία σχετικά με την αληθινή Ορθόδοξη διδασκαλία: η κατάδυση είναι απαραίτητη επειδή αν δεν υπάρξει κατάδυση, τότε χάνεται η αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού νοήματος και ανατρέπεται ο συμβολισμός του μυστηρίου. Το βάπτισμα δηλώνει μυστική ταφή και μία ανάσταση με το Χριστό (Ρωμαίους 6, 4-5 και Κολασ. 2, 12)"[90].

Μία ακόμα διαφωνία ανευρίσκεται και στο ζήτημα του βαπτίσματος της επιθυμίας (baptismus flanimis) για το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει αμφιβολία περί της κονονικότητός του, όπως και η γραμματεία της Δυτικής εκκλησίας κατά τους πρώτους 5 αιώνες[91]. Κατ αυτό οι χριστιανοί δύναται να αναβάλλουν το βάπτισμα μέχρι επιθανάτιας κλίνης, αρκούμενοι στο βάπτισμα της επιθυμίας, δηλαδή στη δήλωση ότι όντως θέλουν να βαπτιστούν. Κάτι τέτοιο απορρίπτεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ κατά το Νικόδημο Αγιορείτη η περίπτωση των κατηχουμένων διαφέρει σε σχέση με τα έτοιμα μέλη της εκκλησίας[92].

Υποσημειώσεις

  1. Κατά Ματθαίον 28΄, 19
  2. Ιωάννου 3, 5
  3. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 475
  4. Προς Ρωμαίους 6, 2-4: «μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ; 3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; 4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.»
  5. Κατά Ματθαίον 28, 19: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος,»
  6. Χρήστος Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου..., σελ. 319
  7. Κατά Ματαθαίον 3, 11: «ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ καὶ πυρί.»
  8. ο.π., σελ. 320
  9. Πράξεις 2, 38: «Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»
  10. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Εις την Προς Ρωμαίους επιστολή PG 74, 789 AB
  11. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως,4, 9 PG 94, 1117B
  12. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Περί της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας 3, 6 PG 3, 433A
  13. Χρήστος Γιανναράς, Το αλφαβητάρι της πίστης, σελ. 200
  14. ο.π.
  15. Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. σελ. 477
  16. Νικόλαος Καβάσιλας, περί της εν Χριστώ ζωής, PG 150, 544B
  17. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί της εν Χριστώ ζωής, PG 159, 541 C
  18. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής..., 4, 9, PG 94, 1121B
  19. Ν. Ματσούκας, ενθ. αν., σελ. 480
  20. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής..., 4, 9, PG 94, 1121A-C. 1) Το βάπτισμα του κατακλυσμού, 2) της εξόδου, 3) το νομικό, 4) του Ιωάννη βαπτιστή, 5) του Κυρίου, 6) της μετανοίας, 7) του αίματος των μαρτύρων, 8) το κολαστήριο, το αναιρετικό της αμαρτίας
  21. Θεοδώρητος Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή 5, 18 PG 83, 512AB
  22. Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος, Η πίστη των Ορθοδόξων, σελ. 170
  23. ο.π., σελ. 169
  24. Προς Ρωμαίους 7, 15-24
  25. Αθ. Δεληκωστόπουλος, ενθ.αν., σελ. 170
  26. Γεωργόπουλος Βασίλειος, "Προτεσταντικές αντιφάσεις στο θέμα του νηπιοβαπτισμού", άρθρο στο περιοδικό Εφημέριος, τεύχ. 11 (ΝΟΕ 2002), Λιβάνης, ΑΘήνα, σελ. 22, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία και παραπομπές στα έργα των επιφανών Προτεσταντών.
  27. Νίκος Ματσούκας, Ο Προτεσταντισμός, σελ. 66
  28. Ν. Ματσούκας, ανθ.αν., σελ. 478
  29. ο.π.
  30. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 479
  31. ο.π.
  32. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων PG 46, 179D
  33. Ν. Ματσούκας, Περί των ιερώς κεκοιμημένων..., σελ. 29
  34. Λόγος 40, 23
  35. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελ. 261
  36. Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 105
  37. ο.π.
  38. Π. Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 107
  39. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ, σελ. 74
  40. ο.π., σελ. 77
  41. ο.π., σελ. 79
  42. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Αποστόλου Παύλου Επιστολές προς Εφεσίους-Φιλιππισίους-Κολοσσαείς-Φιλήμονα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 477.
  43. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 112.
  44. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36,400A.
  45. Βλ. και "Νηπιοβαπτισμός", ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 444.
  46. Τρεμπέλας, Δογματική..., Γ΄, ό.π.
  47. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 271, υποσημ. #39.
  48. Γεωργόπουλος, "Προτεσταντικές αντιφάσεις...", ό.π., σελ. 23.
  49. Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελ. 259
  50. Τερτυλλιανός, De baptismo 18
  51. Υπόμνημα Εις Ρωμαίους 5
  52. Κυπριανός Καρχηδόνας, Epist 64,2. 5
  53. Τερυλλιανός, De baptismo 18
  54. Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 97
  55. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36,400A.
  56. Βλ. και "Νηπιοβαπτισμός", ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 444.
  57. Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, Κώδικας Ιερών Κανόνων (Κείμενο - Ερμηνεία - Σχόλια)', έκδ. 3η, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 155.157.
  58. Ν. Ματσούκας, Ο Προτεσταντισμός, σελ. 66
  59. ο.π.
  60. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, Τόμος Α΄, σελ. 53
  61. Κατά Ματθαίον 28, 19
  62. Πράξεις Αποστόλων 2, 38. 8, 16 κ.α.
  63. Διδαχή των Αποστόλων 6, 1-4
  64. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 54
  65. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 256
  66. Διδαχή των Αποστόλων 7, 3
  67. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Προς Σμυρν. 8, 2
  68. Τερτυλλιανός, De baptismo 17
  69. Ωριγένης, κατά Κέλσου 3, 51
  70. Τερτυλλιανός, De corona 3
  71. Αποστολικαί διαταγαί 8, 6
  72. Ωριγένης, ομιλία εις τους Αριθμούς 12, 4
  73. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 257
  74. Κλήμης Αλεξανδρείας, Εκ Θεοδότου, 84 Migne 9, 697
  75. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 106
  76. Βλ. Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 259
  77. Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικό Δίκαιο, σελ. 97
  78. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 441
  79. Βλ. Φειδάς, ενθα.ν., σελ. 260
  80. Παναγιώτης Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 97
  81. ο.π.
  82. Μελέτιος Σακκελαρόπουλος, Εκκλησιαστικό Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου εκκλησίας, Αθήνα 1898, σελ. 404
  83. Παναγιώτης Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 98
  84. Γεώργιος Χ. Χρυσοστόμου, Ονοματοδοσία, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 107-108
  85. Παναγιώτης Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 101
  86. Π. Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 101
  87. Ιω. Χρυσόστομος, Ομιλία ΚΑ εις της Γένεσιν, PG 53, 179A
  88. Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, σελ. 236
  89. ο.π., σελ. 237
  90. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 440
  91. Παναγιώτης Μπούμης, ενθ.αν., σελ. 100
  92. Πηδάλιον, σελ. 143

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Χρήστος Ανδρούτσος, "Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας", Αστήρ, Αθήνα 1956.
  • Χρήστος Γιανναράς, "Το αλφαβητάρι της Πίστης", Δόμος, Αθήνα 1983 (επανεκδ. 2006).
  • Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος, "Η πίστη των Ορθοδόξων", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999.
  • Παναγιώτης Μπούμης, "Κανονικόν Δίκαιον", Γρηγόρης, Αθήνα 2008.