Χιλιασμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Με τον όρο Χιλιασμός, αναφερόμαστε στη θρησκευτική πεποίθηση που έχει ως πυρήνα της διδασκαλίας της τον χιλιετή θρίαμβο του καλού επί του κακού, γύρω από τον οποίο αναφύονται πολυποίκιλες πεποιθήσεις που διαφοροποιούν το χιλιαστικό φαινόμενο από άλλα συναφή θρησκευτικά φαινόμενα[1]. Για την Ορθόδοξη Θεολογία, ο χιλιασμός αποτελεί "εσχατολογική πλάνη", σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός θα βασιλεύσει για χίλια χρόνια στη γη, κατά το τέλος του κόσμου[2].

Αν και ο Χιλιασμός δεν εμφανίζεται με πάγια και σταθερή μορφή, τα βασικώτερα σημεία που θα μπορούσαμε να διακρίνουμε είναι τα ακόλουθα[3]:

  1. Η επί γης εγκαθίδρυση της ένδοξης και ειρηνικής βασιλείας του Μεσσία Χριστού, βασιλεία μεστή ευημερίας και αγαθών (υλικών και πνευματικών), της οποίας η διάρκεια τοποθετείται ως επί το πλείστον στα χίλια χρόνια.
  2. Μια βασιλεία η οποία θεωρείται ως προοίμιο της μέλλουσας βασιλείας του θεού, η οποία ουσιαστικά είναι μια μεσοβασιλεία ανάμεσα σε δύο οριακά σημεία, ενός "αρχεγόνου παραδείσου" στην αρχή της ιστορίας και μίας "γης της επαγγελίας" στο τέλος της ιστορίας[4].
  3. Κατά το διάστημα της χιλιετούς βασιλείας του Μεσσία, θα συμβεί η ολοσχερής εκμηδένιση κάθε αντιθέτου δυνάμεως.
  4. Θα λάβει χώρα η πρώτη εκ νεκρών ανάσταση των δικαίων, μαζί με τους οποίους θα βασιλεύσει ο Χριστός επί της γης.
  5. Θα ακολουθήσει η καθολική ανάσταση των νεκρών, η καθολική κρίση και η ανταπόδοση, ανάλογα με τα έργα του καθενός.

Σύμφωνα με την αρχαιότερη μορφή του χιλιασμού, η επίγεια βασιλεία του Χριστού, θα παρεμβληθεί μεταξύ μιας πρώτης αναστάσεως, αυτής των δικαίων (οι οποίοι "θά είναι οι μόνοι μέτοχοι των απολαύσεων της χιλιετούς βασιλείας") και μίας δεύτερης, η οποία αναμένει τους μέλλοντες να καταδικαστούν, ενώ θα ακολουθήσει η κρίση και η απόδοση των αιωνίων ποινών (Κόλαση) και απολαύσεων (Παράδεισος)[5].

Επιρροές από την ιουδαϊκή εσχατολογία

Η περί χιλιασμού ιδεά δεν ήταν φαινόμενο που πρωτοεμφανίστηκε "επί του εδάφους, της αρχαίας του Χριστού Εκκλησίας"[6]. Ανάλογες δοξασίες είχαν αρχικά υιοθετηθεί από τον ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης και της διασποράς, με τα εξής χαρακτηριστικά[7]:

  1. Εθνικοθρησκευτική αποκατάσταση του Ισραήλ με κέντρο την Ιερουσαλήμ.
  2. Συντριβή και εκμηδένιση πάντων των έχθρων των Ιουδαίων.
  3. Έγκαθίδρυση στη γη ιουδαϊκής κοσμοκρατορίας με βασιλιά τον Μεσσία.
  4. Χιλιετής βασιλεία ειρηνική και ένδοξη, αλλά και μεστή υλικών απολαύσεων καί αγαθών.
  5. Προσδοκία λαμπρού κοσμικού μέλλοντος για τον περιούσιο λαό του θεού.

Αυτές οι χιλιαστικές δοξασίες αναπτύχθηκαν με εμφανείς τις από τον 2ο π.Χ. αιώνα[8] "επιδράσεις της αποκαλυπτικής γραμματείας του Ιουδαϊσμού"[9][10]. Τέτοια έργα ήταν τα "Δ' Έσδρα (κεφ. 5,7,10,12), Ενώχ (45,50, 51,61), Βαρούχ[11] (29,40,53,72), Ιωβηλαίων (1,13, 20,23), Ψαλμ. Σολομώντος (17), Αποκ. Πέτρου κ.ά.." που "συνεδέοντο δε και με την έξαρση του μεταγενέστερου Ιουδαϊκού μεσσιανισμού, ήτοι με την έντονη Ιουδαϊκή προσδοκία της ελεύσεως του Μεσσία για την εγκαθίδρυση στη γη χιλιετούς Ιουδαϊκής βασιλείας με κέντρο την Ιερουσαλήμ, στην οποία θα υποτάσσοντο όλοι οι λαοί της γης."[12].

Ο Χιλιασμός στην αρχαία Εκκλησία

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες φαίνεται να ακμάζει το χιλιαστικό φαινόμενο και σε αυτό συνέτειναν τρεις κυρίως παράγοντες[13][14]:

  1. Η επίδραση των εσχατολογικών απόψεων του ιουδαϊσμού.
  2. Η κατά γράμμα ερμηνεία του βιβλίου της Αποκαλύψεως (ιδίως το Αποκ. 20,1-6).
  3. Η ατμόσφαιρα των διωγμών, η οποία ενέτεινε την αναμονή του Μεσσία - Χριστού με την πρόρρηση του τέλους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Κάτω από τις επιδράσεις αυτές, αναπτύχθηκαν δύο είδη χιλιασμού[15]:

α) Ο λεγόμενος Σαρκικός: Ο Σαρκικός χιλιασμός είναι ιουδαϊκής προελεύσεως, βασισμένος σε ραββινική παράδοση κατά την οποία η ιστορία του κόσμου θα τερματιστεί σε επτά χιλιάδες χρόνια, εκ των οποίων τα πρώτα έξι χιλιάδες εκπροσωπούν το πρώτο μέρος της μωσαϊκής εβδομάδας (προμεσσιανική εποχή), ενώ την τελευταία ημέρα, το Σάββατο, αντιπροσωπεύει η χιλιετία της μεσσιανικής βασιλείας, οπότε θα είναι η εποχή για πλούτη, υποταγή όλων των λαών, θρίαμβο του Ισραήλ. Αυτή την καθαρά αιρετική εκδοχή, υιοθέτησε ο γνωστικός Κήρινθος, και αυτό το γεγονός βοήθησε πολύ ώστε να δυσφημιστεί η χιλιαστική δοξασία και αργότερα να δεχτεί σφοδρές επιθέσεις[16]. Οι λεγόμενοι "Κηρινθιανοί...μαθηταί του Κηρίνθου" θεωρούσαν ότι στη χιλιετή βασιλεία τους περίμεναν "άφθονα σιτία και ποτά και γάμοι και παντοίαι σαρκικαί ηδοναί (Ευσέβ. Εκκλ. Ιστορ Β.13. Γ.28.)"[17]. Αυτή την αίρεση υιοθέτησε με ελαφρές διαφορές τον 3ο αιώνα ο "επίσκοπος Αρσινόης εν Αιγύπτω Νέπως, ο αρχηγός των εν Αιγύπτω χιλιαστών" και "απέκτησε πολλούς οπαδούς, οίτινες, μετά τον θάνατον του Νέπωτος, τον χιλιασμόν αποδεχόμενοι υπό την διεύθυνσιν Κορακίωνος τίνος, απεχωρίσθησαν από της εκκλησίας, αλλά βραδύτερον επεστράφησαν από της δοξασίας ταύτης υπό του επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου"[18]. Η επανεμφάνιση της αιρέσεως με τον Απολινάριο κατά τον 4ο αιώνα, αποκρούσθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
β) Ο λεγόμενος Πνευματικός: Ο Πνευματικός χιλιασμός, προήλθε από τον Παπία, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Κήριθνο, εννόησε στα εδάφια του βιβλίου της Αποκαλύψεως μια βασιλεία πλήρη πνευματικών απολαύσεων, αν και πλούσια σε γήινα αγαθά (αντλώντας στο σημείο αυτό από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία[19]). Στα επιφανή πρόσωπα που δέχθηκαν τον χιλιασμό συγκαταλέγονται ο Ιουστίνος[20], ο Ειρηναίος[21], ο Μεθόδιος Ολύμπου[22], ο Τερτυλλιανός[23], ο Λακτάντιος[24], ο Κομμοδιανός[25], ο Βικτωρίνος[26], καθώς και οι Ιερώνυμος και Αυγουστίνος, οι οποίοι όμως αργότερα απέρριψαν τις αντιλήψεις αυτές[27][28].

Στην πραγματικότητα, η χιλιαστική ιδεά "ποτέ δεν κέρδισε την αποδοχή όλης της εκκλησίας"[29] και "δεν απετέλει φαινόμενον γενικόν, αλλά σποραδικόν μόνον και μερικόν εν τοις κόλποις της αρχαίας Εκκλησίας"[30]. Την "ενεκολπώθησαν πολλοί ιεροί συγγραφείς...ενώ άλλοι είτε ετήρουν σιγήν περί αυτής είτε και την κατεπολέμησαν"[31]. Όπως παραδέχεται ο Ιουστίνος, υπέρμαχος χιλιαστικών απόψεων, στην εποχή του υπήρχαν πολλοί χριστιανοί "καθαράς και ευσεβούς γνώμης", "οι οποίοι δεν συνεμερίζοντο τας περί χιλιασμού αντιλήψεις"[32].

Ο χιλιασμός στην αρχαία εκκλησία εξάλλου, δεν αποτελούσε ενιαίο σύστημα αλλά υπήρχαν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο: "ο μεν Ιουστίνος (Απολ. Α.52.) επίστευεν ότι πάντες οι άνθρωποι εξελεύσονται των τάφων εν τη δευτέρα παρουσία ο δε Ειρηναίος (Adv. haeres V. 32—36.) εδόξαζεν ότι μόνοι οι δίκαιοι αναστήσονται, καθώς και ο Τερτυλλιανός (De ressurect. carnis 42. De anima 58. Adv. Marcion. III. 4.), όστις όμως διέφερε νομίζων οτι οι μεν πρότερον, οι δε ύστερον εγερθήσονται κατά την ιδίαν αυτών αξίαν έκαστος, ο δε Λακτάντιος όστις επίστευε δύο αναστάσεις, την μεν κατά την παρουσίαν, την δε κατά την τελευταίαν κρίσιν, ενόμιζεν ότι οι χριστιανοί μόνοι αναστήσονται κατά την πρώτην, οι μεν αγαθοί όπως ανταμειφθώσιν, οι δε κακοί όπως τιμωρηθώσι, κατά δε την δευτέραν οι δίκαιοι μεταμορφωθήσονται εις σχήμα αγγέλων (Inslit. div. VII.20. 26.)"[33]. Επιπλέον, "η καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου)", ενώ "ο Ιουστίνος, αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικάς...ταύτας υλιστικάς προσδοκίας"[34].

Αρκετά νωρίς, τον 2ο αιώνα, άρχισε ο αντίλογος απέναντι στον χιλιασμό. Ο Γάιος, πρεσβύτερος στη Ρώμη, που "βοήθησε θεολογικά την Εκκλησία στην αντιμετώπιση του αποκαλυπτικού κινήματος της εποχής του και της πληθώρας των απόκρυφων βιβλίων, που νόθευαν τον Κανόνα της Γραφής" καταπολεμά τη διδασκαλία "περί χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη"[35]. Η αντίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη ώστε "προς αναίρεσιν των χιλιαστικών τούτων δοξασιών...ο Γάϊος απέρριψε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου" την οποία απέδωσε στον Κήρινθο[36]. Κατά του Χιλιασμού "εξεδηλώθη και ο Ωριγένης χαρακτηρίζων τους εχομένους τούτου ως υπό σαρκικών επιθυμιών αγομένους...παραθεωρούντας δε τα όσα γράφει ο απόστολος Παύλος περί πνευματικού σώματος μετά την ανάστασιν"[37]. Ακολούθως, ο Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας (248-264) ο "διδάσκαλος" της "καθολικής Εκκλησίας"[38], καταπολέμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας[39] "φέρνοντας την οριστική ρήξη με την χιλιαστική παράδοση"[40]. Συνολικά, αρκετές ακόμα εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ευσέβιος ο Καισαρείας, ο Αυγουστίνος, κ.ά., και εκκλησιαστικές σύνοδοι, ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη των ιδεών του, οι οποίες ούτως ή άλλως "ατόνησαν προοδευτικά μετά τα μέσα του Γ΄ αιώνα"[41].

Η Ορθόδοξη ερμηνεία της περί «χιλιασμού» περικοπής Αποκ. 20,1-10

Η περικοπή που αναφέρεται στη χιλιόχρονη βασιλεία, είναι:

1. Και είδα ένα άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό έχοντας το κλειδί της αβύσσου και μια μεγάλη αλυσίδα στο χέρι του. 2. Και συνέλαβε το δράκοντα, τον όφι τον αρχαίο, που είναι ο Διάβολος και ο Σατανάς, που 'παραπλανάει την οικουμένη', και τον έδεσε για χίλια χρόνια. 3. Και τον έριξε στην άβυσσο, την οποία έκλεισε και τη σφράγισε από επάνω του, για να μην παρασύρει πλέον σε πλάνη τα έθνη, μέχρι να συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια (χρονιά δηλαδή μιας μακράς περιόδου που συμβολίζουν τα χίλια αυτά χρόνια). Μετά την πάροδο των χρόνων αυτών θα πρέπει να λυθεί για λίγο χρόνο. 4. Και είδα θρόνους, και κάθησαν σ' αυτούς αυτοί στους οποίους δόθηκε η εξουσία να δικάσουν. Και είδα και τις ψυχές αυτών που είχαν πελεκηθεί με τσεκούρια (είχαν αποκεφαλισθεί δηλαδή) για τη μαρτυρία που έδωσαν για την πίστη τους στον Ιησού και για το λόγο του Θεού. Και οι οποίοι δεν προσκύνησαν το θηρίο, ούτε το ομοίωμα του και ούτε δέχθηκαν να πάρουν τ0 χάραγμα (του) στο μέτωπο τους και στο χέρι τους. Και έζησαν και βασίλεψαν με το Χριστό χίλια χρόνια. 5. Και οι υπόλοιποι από τους νεκρούς δεν ξαναγύρισαν στη ζωή μέχρις ότου συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη ανάσταση. 6. Μακάριος και άγιος είναι εκείνος που θα πάρει μέρος στην ανάσταση την πρώτη. Επάνω σ' αυτούς ο δεύτερος θάνατος δεν έχει καμιά εξουσία, αλλά θα είναι ιερείς του Θεοΰ και του Χριστού και θα βασιλέψουν μαζί του χίλια χρόνια. 7. Και όταν θα συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια, θα λυθεί ο σατανάς από τη φυλακή του 8. και θα βγει για να πλανέψει τα έθνη, που βρίσκονται στις τέσσερες γωνίες της γης, τον Γώγ και τον Μαγώγ (το σκληρό βασιλιά δηλαδή Γώγ και το βάρβαρο λαό του Μαγώγ που αναφέρει ο προφήτης Ιεζεκιήλ (κεφ. λη΄ και λθ΄) και θα τους μαζέψει να πολεμήσουν (εναντίον του Χριστού), ο δε αριθμός τους είναι σαν την άμμο της θάλασσας (δηλαδή αμέτρητοι). 9. Και ανέβηκαν (τα έθνη αυτά) στην επιφάνεια της γης και περικύκλωσαν το στρατόπεδο των αγίων και την αγαπημένη πόλη. Αλλά κατέβηκε φωτιά από τον ουρανό από το Θεό και τους κατέφαγε. 10. Και ο διάβολος, που τους παραπλανούσε ρίχθηκε στη λίμνη της φωτιάς και του θειαφιού, όπου ήταν και το θηρίο και ο ψευδοπροφήτης και θα βασανίζονται μέρα και νύκτα στους αιώνες των αιώνων[42].

Η χιλιαστική, αιρετική ερμηνεία των στίχων αυτών, προκύπτει όταν εκλαμβάνονται κατά γράμμα οι στίχοι 1-10 και αυτό γίνεται συνήθως ως εξής: τις τελευταίες ημέρες του κόσμου θα έλθει ο Αντίχριστος. Μετά την πτώση αυτού και των οπαδών του, και πριν από τη γενική μέλλουσα κρίση, θα βασιλεύσει ο Χριστός μαζί με τους μάρτυρες της πίστεως που θα αναστηθούν και κάποιους εκλεκτούς του για 1.000 χρόνια επί της γης. Μετά τα χίλια αυτά χρόνια, θα βγει από τη φυλακή του ο Σατανάς, στην οποία παρέμενε δεμένος όλα αυτά τα χρόνια, και τότε θα πολεμήσει τον Χριστό για τελευταία φορά, όμως και ο πόλεμος αυτός θα κατάληξει σε αποτυχία του[43]. Μετά την αποτυχία αυτή, θα γίνει δεύτερη ανάσταση νεκρών, αυτή που επιφυλάσσεται στους μέλλοντες να καταδικαστούν, θα ακολουθήσει γενική Κρίση και απόδοση των αιωνίων ποινών (Κόλαση) και των αιωνίων απολαύσεων (Παράδεισος)[44].

Η παραπάνω ερμηνεία παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, πρώτο από τα οποία είναι ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε κατά γράμμα την αναφορά του 20ου κεφ. της Αποκαλύψεως ως χίλια πραγματικά χρόνια[45]. Αυτά "τα 1000 χρόνια" είναι "συμβολικός αριθμός" που "σημαίνει μακρό χρονικό διάστημα" καθώς δεν θα πρέπει να "λησμονούμε ποτέ την παρατήρηση της Β΄ Πετρ. 3,8 πως 'χίλια έτη ως ημέρα μία παρά τω θεώ'"[46], ούτε την αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη όπου δηλώνεται ότι "χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου Κύριε ως ημέρα"[47]. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κατά γράμμα χρονικό διάστημα, αλλά σύμφωνα και με το Πραξ. 17[48] κατανοούμε ότι "ουδείς έτερος πλην του Θεού γνωρίζει την διάρκειαν των εσχάτων ημερών και την ημέραν της κρίσεως, 'ουδέ ο υιός'" όπως αναφέρεται στο Κατά Μάρκον 13,32[49].

Κατά συνέπεια, μία από τις πρώτες σημαντικές διαφοροποιήσεις από την αίρεση είναι ότι "η εκκλησιαστική ορθοδοξία διαχώρισε το γνήσιο πυρήνα του χιλιασμού από τις αριθμοσοφικές περιττολογίες του...αποδέχθηκε τον εσχατολογικό δυναμισμό...απορρίπτοντας τόσο το ενθουσιαστικό στοιχείο του όσο και την αριθμολογία του"[50]. Ο χρόνος της ολοκλήρωσης της θείας οικονομίας με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και τη συντέλεια των αιώνων είναι άγνωστος· τον αγνοούν ακόμη και οι άγγελοι και ο υιός του ανθρώπου (δηλ. ο Χριστός ως άνθρωπος)[51] (βλ. Ματθ. 24,36). Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο στίχος 5,3 της πρώτης προς Θεσσαλονικείς επιστολής του οποίου "η μορφή, η ορολογία, το περιεχόμενο και ο σκοπός...έχουν πολλές ομοιότητες και με τα εσχατολογικά λόγια του Ιησού: α) στα Μρκ 13,21(=Μτθ 24,23) και Λκ 17,23(=Μτθ 24,25-26), όπου γίνεται λόγος για τα γνήσια και τα μη γνήσια προμηνύματα της δευτέρας παρουσίας"[52] και δείχνει ότι "όποιος ασχολείται με τις χρονολογίες και τους προσδιορισμούς της Παρουσίας του Κυρίου βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο του Χριστού και άρα, στην πλάνη"[53]. Οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να εξετάζουν την ημέρα και την ώρα εκείνη, αλλά, να τηρούν τον λόγο του Χριστού που λέει: "υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι ή ώρα ου δοκείτε ο υιός τού ανθρώπου έρχεται" (Ματθ. 24,44)[54].

Δεύτερο σημαντικό πρόβλημα της κατά γράμμα χιλιαστικής ερμηνείας, είναι η αποδοχή δύο περιόδων αναστάσεως: μία για τους δίκαιους και μία για τους αμαρτωλούς, ξεχωριστά. Όμως, η φράση "ανάστασις η πρώτη" εμφανίζεται μόνο στο εν λόγω απόσπασμα και μόνο στο βιβλίο της Αποκάλυψης, ενώ η διδασκαλία περί μίας μόνο γενικής αναστάσεως εμφανίζεται σε πολλά και διάφορα σημεία: Ματθ. 22,30-31, Ιω. 5,28-29. 11,24, Πράξ. 24,15, Α΄ Θεσ. 4,16-17)[55]. Θα πρέπει επιπλέον να παρατηρήσουμε ότι, το κείμενο της Αποκάλυψης δεν αναφέρει ότι οι άγιοι πρώτα αναστήθηκαν και κατόπιν έζησαν με τον Χριστό χίλια χρόνια, αλλά "χωρίς καν να ομιλή περί προηγηθείσης αναστάσεως" λέει ότι "'έζησαν και εβασίλευσαν μετά του Χριστού χίλια ετη" και "εν συνεχεία παραθέτει την εξήγησιν: 'αύτη η ανάστασις η πρώτη· μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη· επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν'"[56].

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη ερμηνεία[57][58], πρώτος θάνατος ή σωματικός, είναι ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή ενώ δεύτερος θάνατος ή πνευματικός, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό. Κατ' αναλογία, υπάρχουν και δύο αναστάσεις, δύο ζωές, Η πρώτη ζωή, είναι η ένωση ψυχής και σώματος, ενώ η δεύτερη, η ένωση της ψυχής με τον Θεό. Για τον ψυχικό θάνατο και την πνευματική νέκρωση γίνεται λόγος στο Ιω. 5,24-25.

Άρα, η χιλιετής βασιλεία, δεν είναι μια κατάσταση που αναμένεται να ξεκινήσει στο μέλλον, αλλά την ζούμε ήδη, και ξεκίνησε από την ανάσταση του Χριστού και εκτείνεται "εως της συντέλειας του αιώνος" (Ματθ. 28,18-20. Βλ. και Λουκ. 17,20-21).

Στην περίοδο αυτή, πραγματοποιείται η πρώτη ανάσταση, δηλαδή η ανάσταση των πιστών από τη δουλεία της αμαρτίας, η αναγέννηση τους στο σώμα του Χριστού (Ιω. 3,3-55, Γαλ. 3,26-29, Ρωμ. 8,14-17). Η κατάσταση της αμαρτωλής ζωής είναι πνευματικός θάνατος (Λουκ. 15,24-32, Ρωμ. 11,15, Εφεσ. 5,14, Α΄ Ιω. 3,14-15, Αποκ. 3,1) και συνεπώς, η απαλλαγή από την αμαρτωλή κατάσταση, είναι ανάσταση. Όσοι έλαβαν μέρος σ' αυτή την πρώτη ανάσταση θα βασιλεύσουν με τον Χριστό και δεν θα γνωρίσουν το δεύτερο θάνατο, δηλαδή τον πνευματικό (Αποκ. 2,11. 20,6-14. 21,8). Όλοι αυτοί, θα λάβουν μέρος στη δεύτερη ανάσταση, που είναι η μία και μοναδική, γενική ανάσταση των σωμάτων, θα ενωθούν με τους πιστούς που θα ζουν κατά την ημέρα του Κυρίου και θα ενδυθούν αφθαρσία και αθανασία, για να είναι "πάντοτε μετά του Κυρίου" (Α΄ θεσ. 4,16-17).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το δέσιμο του σατανά (Αποκ. 20,2), το οποίο οι χιλιαστές εκλαμβάνουν ως απόλυτο γεγονός κατά την χιλιετή βασιλεία (η οποία όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την ορθόδοξη ερμηνεία ξεκινά από την Ανάσταση του Χριστού) θα πρέπει να θεωρηθεί σχετικό και πρόσκαιρο. Η Καινή Διαθήκη δείχνει ότι ναι μεν ο Χριστός έδωσε εξουσία στους δικούς του να υποτάσσουν το διάβολο και να τον δεσμεύουν στο όνομά Του (Ματθ. 12,28-29, Α΄ Ιω. 4,4, Εβρ. 2,14-15, Πραξ. 26,18 κ.ά.), όμως ο σατανάς παρά τη δέσμευση εξακολουθεί να εξασκεί επιρροή και εξουσία στους ανθρώπους (Α΄ Πετρ. 5,8, Ιακ. 4,7 κ.ά.)[59]. Οι στίχοι 7 και 8 με την αναφορά στο λύσιμο του σατανά, δείχνουν μόνο ότι προς το τέλος, η μανία των αντίχριστων δυνάμεων θα δυναμώσει.

Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθούν και άλλες ερμηνευτικές δυσκολίες της χιλιαστικής ερμηνείας:

  • Πως να δεχτούμε ότι θα βασιλεύσει στη γη ο Χριστός πριν από τη μέλλουσα κρίση με τους δίκαιους μόνο, όταν έχουμε την ρητή διδασκαλία ότι "οι καλοί και οι κακοί θα συνυπάρχωσι μέχρι συντέλειας των αιώνων" (Ματθ. 13,47-50) και το ίδιο "επαναλαμβάνεται και εις την παραβολήν των ζιζανίων" (Ματθ. 13,29) και αυτό σημαίνει ότι "εν τη συντελεία των αιώνων...θα γίνη ο χωρισμός δικαίων και αδίκων και ουχί προ ταύτης ως λέγουσι οι χιλιασταί"[60];
  • Πως να δεχτούμε ότι θα τολμούσαν τα αντιχριστιανικά έθνη να πολεμήσουν τους δικαίους όταν θα ξέρουν ότι βασιλεύει επ' αυτών ο ίδιος ο Χριστός; Και σε ποιο αποτέλεσμα θα ελπίζουν οι πολέμιοι, όταν οι αναστημένοι δίκαιοι θα αποτελούν πλέον ένα στράτευμα αθάνατων ισαγγέλων (Λουκ. 20,35-36: "Εκείνοι όμως που θ' αξιωθούν ν' απολαύσουν τη μέλλουσα ζωή και θα αναστηθούν από τους νεκρούς...ούτε θα είναι δυνατόν πλέον να πεθάνουν γιατί θά είναι ίσοι μέ τους αγγέλους...")[61];

Υποσημειώσεις

  1. Μπέγζος Μάριος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 185.
  2. "Χιλιασμός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 129.
  3. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Θεοδώρου στο: Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 212.
  4. Βλ. και Μπέγζος, Φαινομενολογία..., ό.π., σελ. 190.
  5. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 129-130.
  6. Θεοδώρου Ανδρέας, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 212-213.
  7. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 213.
  8. "Εσχατολογία", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 937.
  9. Θεοδώρου Ανδρέας, Ιστορία των Δογμάτων, τόμ. 1, μέρος 2ο. Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 518.
  10. βλ. και F. L. Cross and Elizabeth A. Livingstone, The Oxford Dictionary of the Christian Church, 3rd ed., Oxford University Press 2005, σελ. 1093
  11. βλ. και David Noel Freedman, The Anchor Bible Dictionary, New York: Doubleday 1992), τόμ. 1, σελ. 908
  12. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 149.
  13. Μπέγζος, Φαινομενολογία..., ό.π., σελ. 188.
  14. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 211.
  15. Βλ. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 130.
  16. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 214.
  17. Νικολαΐδου Λεβαδέως, Πνεύμα της θρησκείας, είτε συγκριτική ιστορία του χριστιανισμού, εν Αθήναις 1869, σελ. 414.
  18. Διομήδης-Κυριακός Αναστάσιος, Εκκλησιαστική ιστορία από της ιδρύσεως της εκκλησίας μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, τόμ. Α΄, εν Αθήναις 1881, σελ. 152.
  19. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 215.
  20. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 215-216.
  21. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 216.
  22. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 216-217.
  23. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 217.
  24. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 217-218.
  25. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218.
  26. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218.
  27. Βλ. και ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 130.
  28. Βλ. και Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 448-449, υποσημ. #26.
  29. Στο πρωτότυπο: "Millenarianism never gained acceptance by the whole church" (Erwin Fahlbusch and Geoffrey William Bromiley, The Encyclopedia of Christianity, Wm. B. Eerdmans 1999-2003, τόμ. 3, σελ. 538).
  30. Θεοδώρου, Θέματα..., ό.π., σελ. 218-219.
  31. Θεοδώρου, Ιστορία..., ό.π., σελ. 518.
  32. Θεοδώρου, Ιστορία..., ό.π., σελ. 109.
  33. Νικολαΐδου, Πνεύμα..., ό.π., σελ. 233.
  34. Θεοδώρου, Ιστορία..., 195-196.
  35. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 331.
  36. "Γάιος", ΘΗΕ, τόμ. 4 (1964), στ. 148.
  37. Τρεμπέλας, Δογματική..., τόμ. Γ', ό.π., σελ. 449, υποσημ. #26.
  38. Αθανασίου, Περί Διονυσίων, 6.1
  39. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 446
  40. Παναγόπουλος Ιωάννης, H Πατερική κατανόηση του Βιβλίου της Aποκαλύψεως, στο "Εισηγήσεις ΣΤ' Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών θεολόγων", 1991, σελ. 360
  41. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 151
  42. Αποκ. 20,1-10, Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση, 7η έκδ., Αθήνα 2003, σελ. 671-672.
  43. Γιαννακόπουλος Ιωήλ (Αρχιμ.), Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 212.
  44. ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 130.
  45. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Υπόμνημα εις τας Καθολικάς Επιστολάς του Αποστόλου Πέτρου, έκδ. 6η, εκδ. Κ. & Π. Σμπίλιας ΑΕΒΕ, Αθήνα 1996, σελ. 231.
  46. Αγουρίδης Σάββας, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 443
  47. Ψαλμ. 89,4
  48. "Εσείς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τον ακριβή χρόνο, αυτόν τον κρατάει ο Πατέρας στην αποκλειστική του εξουσία" (Η Αγία Γραφή, μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997, σελ. 165).
  49. Βούλγαρης, Υπόμνημα εις τας Καθολικάς..., ό.π.
  50. Μπέγζος, Φαινομενολογία..., ό.π., σελ. 189.
  51. "Εσχατολογικές ομάδες", Τσιάκκας Χριστόφορος (αρχιμ.), Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, έκδ. Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης, Λεμεσός 2002, σελ. 337.
  52. Γαλάνης Λ. Ιωάννης, Η Πρώτη Επιστολή του Απ. Παύλου προς Θεσσαλονικείς, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 300.
  53. Τσιάκκας, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, ό.π.
  54. Τσιάκκας, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, στο ίδιο.
  55. "Ανάστασις", ΘΗΕ, τόμ. 2 (1963), στ. 604.
  56. "Ανάστασις", ΘΗΕ, τόμ. 2 (1963), στ. 605.
  57. Για την ερμηνεία που ακολουθεί βλ. Γιαννακόπουλος, Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, ό.π., σελ. 210-211.
  58. Βλ. και Τσιάκκας, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, ό.π., σελ. 337-338.
  59. Κόκορης Θ. Δημήτριος, Ορθοδοξία και Κακοδοξία, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1993, σελ. 226-229.
  60. Γιαννακόπουλος, Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, ό.π., σελ. 213.
  61. Γιαννακόπουλος, Ερμηνεία της Αποκαλύψεως, ό.π., σελ. 214.

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Θέματα Ιστορίας Δογμάτων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1986, σελ. 211-223.
  • Μπέγζος Μάριος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 185-190.
  • Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Α', Αθήνα 1998, σελ. 343-345.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 448-450.
  • "Χιλιασμός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1968, στ. 129-131.
  • "Χιλιασμός", Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 454-455.