Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θεοτόκος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Η αειπαρθενία της Θεοτόκου)
(Η αειπαρθενία της Θεοτόκου)
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
 
Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει ''"επισήμως"'' σε ''"λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"''<ref>"Μαρία", ''ΘΗΕ'', τόμ. 8 (1966), στ. 671.</ref>, αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική [[σύνοδος]] του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την ''"κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία"'' της Θεοτόκου<ref>''ΘΗΕ'', ό.π.</ref>. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς ''"υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας"'', εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα<ref>''ΘΗΕ'', στο ίδιο, στ. 672.</ref>. Πάντως, στην περίπτωση του [[Ιοβινιανός|Ιοβινιανού]], ο οποίος καταπολεμώντας τον [[Δοκητισμός|Δοκητισμό]] διακήρυσσε ότι η ''Θεοτόκος'' ''"ουχί και παρθένος εγέννησεν"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 209-210.</ref>, έδρασε o [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων]] και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον [[Ιοβινιανός|Ιοβινιανό]] υπονοώντας έτσι ότι η ''Μαρία'' παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 210.</ref>. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο [[Ιωάννης Δαμασκηνός]]: ''"ώσπερ δε συλληφθείς'' [ο Κύριος] ''Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"''<ref>''PG'' 94, 1161 ΑΒ.</ref>. Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο [[Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|Ευαγγελιστής Ματθαίος]] (1,23), η οποία λέει: ''"Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν"''. Κατά την έκφραση αυτή επομένως ''"η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 464.</ref>. Συνεπώς, η [[Ιερά Παράδοση]] διδάσκει ότι ο [[Χριστός]] ''"δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"''<ref>Θεοδώρου, ''Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά'', ό.π., σελ. 115.</ref>.
 
Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει ''"επισήμως"'' σε ''"λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"''<ref>"Μαρία", ''ΘΗΕ'', τόμ. 8 (1966), στ. 671.</ref>, αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική [[σύνοδος]] του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την ''"κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία"'' της Θεοτόκου<ref>''ΘΗΕ'', ό.π.</ref>. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς ''"υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας"'', εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα<ref>''ΘΗΕ'', στο ίδιο, στ. 672.</ref>. Πάντως, στην περίπτωση του [[Ιοβινιανός|Ιοβινιανού]], ο οποίος καταπολεμώντας τον [[Δοκητισμός|Δοκητισμό]] διακήρυσσε ότι η ''Θεοτόκος'' ''"ουχί και παρθένος εγέννησεν"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 209-210.</ref>, έδρασε o [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων]] και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον [[Ιοβινιανός|Ιοβινιανό]] υπονοώντας έτσι ότι η ''Μαρία'' παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 210.</ref>. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο [[Ιωάννης Δαμασκηνός]]: ''"ώσπερ δε συλληφθείς'' [ο Κύριος] ''Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"''<ref>''PG'' 94, 1161 ΑΒ.</ref>. Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο [[Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|Ευαγγελιστής Ματθαίος]] (1,23), η οποία λέει: ''"Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν"''. Κατά την έκφραση αυτή επομένως ''"η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 464.</ref>. Συνεπώς, η [[Ιερά Παράδοση]] διδάσκει ότι ο [[Χριστός]] ''"δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"''<ref>Θεοδώρου, ''Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά'', ό.π., σελ. 115.</ref>.
  
Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της ''Θεοτόκου'', θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο [[Ιωσήφ]] και η ''Μαρία'' έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό ''"ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή"'' η ''Μαρία'', η το ''"θαύμα γνωρίσασα"'';<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 211.</ref>. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγόριος ο Θεολόγος]] λέει: ''"ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"''<ref>''PG'' 46,396D-397A.</ref>. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες [[Aντιδικομαριανίτες]], μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της ''Θεοτόκου'', καταφέρθηκαν έντονα οι [[Επιφάνιος Κύπρου|Επιφάνιος]], [[Ιερώνυμος]], [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων|Αμβρόσιος]] και [[Αυγουστίνος]]<ref>"Aντιδικομαριανίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 2 (1963), στ. 862-863.</ref>.
+
Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της ''Θεοτόκου'', θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο [[Ιωσήφ]] και η ''Μαρία'' έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό ''"ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή"'' η ''Μαρία'', η το ''"θαύμα γνωρίσασα"'';<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 211.</ref>. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο [[Γρηγόριος Ναζιανζηνός|Γρηγόριος ο Θεολόγος]] λέει: ''"ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"''<ref>''PG'' 46,396D-397A.</ref>. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες [[Aντιδικομαριανίτες]], μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της ''Θεοτόκου'', καταφέρθηκαν έντονα οι [[Επιφάνιος Σαλαμίνος|Επιφάνιος]], [[Ιερώνυμος]], [[Αμβρόσιος Μεδιολάνων|Αμβρόσιος]] και [[Αυγουστίνος]]<ref>"Aντιδικομαριανίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 2 (1963), στ. 862-863.</ref>. Η σειρά των [[Πατρολογία|Πατέρων]] και [[Εκκλησιαστική γραμματολογία|εκκλησιαστικών συγγραφέων]] η οποία παρουσιάζει ως κοινή συνισταμένη τη διδασκαλία για το ''αειπάρθενο'' της ''Μαρίας'' είναι μακρά: καταρχάς, οι λεγόμενοι [[Αποστολικοί Πατέρες]] ''"δεν εκφράζονται διά την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ' ούτε και διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις"'' ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται για τη ''Θεοτόκο'' ''"νοείται το «Αειπάρθενος»"''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 469.</ref>. Από εκεί και πέρα οι [[Ωριγένης]] († 253/4), [[Γρηγόριος Θαυματουργός]] († 270), [[Αθανάσιος Αλεξανδρείας|Μέγας Αθανάσιος]] († 373), [[Δίδυμος ο Τυφλός]] († 398), [[Ιωάννης ο Χρυσόστομος]] († 407), [[Επιφάνιος Σαλαμίνος]] († 404), [[Κύριλλος Αλεξανδρείας]] († 444) και πολλοί άλλοι, εκφράστηκαν υπέρ του μετά τόκον, ''αειπάρθενο'' της ''Θεοτόκου''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 469-470.</ref>. Εκτός όμως της σειράς των [[Πατρολογία|πατερικών]] διατυπώσεων, [[Οικουμενικές Σύνοδοι|Οικουμενική επικύρωση]] έλαβε το ''αειπάρθενον'' της ''θεοτόκου'':
 +
 
 +
*α) Με την αναφορά: ''"ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν"'' η οποία περιέχεται στον όρο πίστεως της [[Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος|Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου]] (553) και συγκεκριμένα στον έκτο αναθεματισμό κατά των "Τριών κεφαλαίων", δηλ. κατά των ετεροδοξιών του του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης<ref>Καρμίρης Ιωάννης, ''Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 194.</ref>.
 +
 
 +
*β) Με την αναφορά: ''"την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες"'' την οποία βρίσκουμε στον α΄ κανόνα της [[Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου]] (691).  
  
 
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της ''Θεοτόκου'', ή αλλιώς η ''αειπαρθενία'' αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: ''"α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 464. Στο άρθρο αυτό (στ. 464-472) ο Στυλιανός Παπαδόπουλος αναλύει σε βάθος όλα τα σχετικά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και καταγράφει την πλήρη γραμμή της Ορθόδοξης Πατερικής και Υμνογραφικής Παράδοσης στο ζήτημα της ''Αειπαρθενίας''.</ref>.
 
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της ''Θεοτόκου'', ή αλλιώς η ''αειπαρθενία'' αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: ''"α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"''<ref>"Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ''ΘΗΕ'', τόμ. 1 (1962), στ. 464. Στο άρθρο αυτό (στ. 464-472) ο Στυλιανός Παπαδόπουλος αναλύει σε βάθος όλα τα σχετικά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και καταγράφει την πλήρη γραμμή της Ορθόδοξης Πατερικής και Υμνογραφικής Παράδοσης στο ζήτημα της ''Αειπαρθενίας''.</ref>.

Αναθεώρηση της 16:25, 10 Δεκεμβρίου 2008

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

«Θεοτόκος»[1] και «Παναγία» »[2], «Θεομήτωρ»[3] ή «Μήτηρ Θεού»[4], «Υπέραγνη Δέσποινα»[5] και «αγία Μαρία η αειπάρθενος» [6], είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας"[7].

Ο Ορθόδοξος κόσμος, "την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»"[8], αλλά και ως "θεία Πύλη και μήτηρ της όντως ζωής[9],...του μονογενούς Υιού του Θεού, ην διελθών...πάσιν ανθρώποις σωτηρίαν απειργάσατο"[10]. Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της "δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν", "τις εικονογραφικές παραστάσεις", "τους εκκλησιαστικούς ύμνους" και τα "εγκωμιαστικά έργα" τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της[11].

Η τιμή προς τη Θεοτόκο, "έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας"[12], από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (= γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο[13] και Υιό του Θεού. Για τον ίδιο λόγο, ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος»[14], δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος και έτσι, η ίδια, αφού ελεύθερα υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και συνεργάστηκε[15], κατέστη η της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[16].

Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τη Θεοτόκο

Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"

Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[17]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[18]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[19] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος). Παρά ταύτα όμως, ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους εκκλησιαστικής συνειδήσεως αρκετά νωρίτερα, μαρτυρούμενος κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα "υπό του Ωριγένους και του Ιππολύτου Ρώμης ως όρος ήδη της παραδόσεως"[20]. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε "πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος" όταν καταφέρονταν ενάντια στον Νεστόριο και τους οπαδούς του, οι οποίοι δίδασκαν ενάντια στην Ιερά Παράδοση[21] χρησιμοποιώντας για τη Μαρία τους όρους ανθρωποτόκος και χριστοτόκος[22]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[23]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[24].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[25], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[26]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[27]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά[28] Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[29], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[30] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[31], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[32]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[33]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[34]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[35].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η σημασία της παρθενίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποιον ηθικισμό ή πουριτανισμό, αλλά έχει οντολογικό περιεχόμενο[36] καθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι "η παρθενία είναι το πολίτευμα των αγγέλων, το ιδίωμα κάθε ασώματης φύσεως"[37], πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί "το χάρισμα εκείνο που ακεραιώνει την ανθρώπινη φύση" με αποτέλεσμα μια πραγματικά παρθενική ζωή να οδηγεί γρηγορότερα στην οντολογική ολοκλήρωση[38]. Αρκεί να επισημανθεί αυτό που αναφέρει ο άγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος, ότι δηλ. "και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι", αφού "το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή...όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα"[39].

Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[40]. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[41].
Η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα
Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[42]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[43].

Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[44].

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[45]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[46], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[47]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[48]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[49], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[50].

Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[51], αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[52]. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς "υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας", εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα[53]. Πάντως, στην περίπτωση του Ιοβινιανού, ο οποίος καταπολεμώντας τον Δοκητισμό διακήρυσσε ότι η Θεοτόκος "ουχί και παρθένος εγέννησεν"[54], έδρασε o Αμβρόσιος Μεδιολάνων και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον Ιοβινιανό υπονοώντας έτσι ότι η Μαρία παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα[55]. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο Ιωάννης Δαμασκηνός: "ώσπερ δε συλληφθείς [ο Κύριος] Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"[56]. Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (1,23), η οποία λέει: "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν". Κατά την έκφραση αυτή επομένως "η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"[57]. Συνεπώς, η Ιερά Παράδοση διδάσκει ότι ο Χριστός "δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"[58].

Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου, θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό "ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή" η Μαρία, η το "θαύμα γνωρίσασα";[59]. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: "ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"[60]. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες Aντιδικομαριανίτες, μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου, καταφέρθηκαν έντονα οι Επιφάνιος, Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος[61]. Η σειρά των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων η οποία παρουσιάζει ως κοινή συνισταμένη τη διδασκαλία για το αειπάρθενο της Μαρίας είναι μακρά: καταρχάς, οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες "δεν εκφράζονται διά την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ' ούτε και διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις" ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται για τη Θεοτόκο "νοείται το «Αειπάρθενος»"[62]. Από εκεί και πέρα οι Ωριγένης († 253/4), Γρηγόριος Θαυματουργός († 270), Μέγας Αθανάσιος († 373), Δίδυμος ο Τυφλός († 398), Ιωάννης ο Χρυσόστομος († 407), Επιφάνιος Σαλαμίνος († 404), Κύριλλος Αλεξανδρείας († 444) και πολλοί άλλοι, εκφράστηκαν υπέρ του μετά τόκον, αειπάρθενο της Θεοτόκου[63]. Εκτός όμως της σειράς των πατερικών διατυπώσεων, Οικουμενική επικύρωση έλαβε το αειπάρθενον της θεοτόκου:

  • α) Με την αναφορά: "ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν" η οποία περιέχεται στον όρο πίστεως της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553) και συγκεκριμένα στον έκτο αναθεματισμό κατά των "Τριών κεφαλαίων", δηλ. κατά των ετεροδοξιών του του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης[64].
  • β) Με την αναφορά: "την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες" την οποία βρίσκουμε στον α΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691).

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της Θεοτόκου, ή αλλιώς η αειπαρθενία αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: "α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"[65].

Υποσημειώσεις

  1. Ωριγ. PG 17,321Α.
  2. Ωριγ. PG 17,329C.
  3. Γρηγ. Νύσσης PG 46,1176B.
  4. Εφραίμ Σύρου, Ευχαί, στο Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμ. 6, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 351.
  5. Ιω. Χρυσοστ. PG 61,724.
  6. Επιφαν. Πανάριον, Αίρεσις οη΄, 5.
  7. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 113.
  8. Θεοδώρου Ανδρέας, ό.π.
  9. Κοντάκιον, στα προεόρτια γεννήσεως θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 488.
  10. Στιχηρά Ιδιόμελα σε ήχο πλ. Β', εις το Γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 489.
  11. Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57.
  12. «Θεοτόκος», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  13. «Θεοτόκος», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  14. Ακάθιστος Ύμνος, Α΄ στάσις, «Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού», έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 107.
  15. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 133.
  16. Ιω. Δαμασκ. PG 96,656Α.
  17. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 125.
  18. Μεταφρασμένο παράθεμα από την Επιστολή #101, στο Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π.
  19. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205.
  20. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 671.
  21. Φλορόφσκυ, ό.π.
  22. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 205.
  23. Φλορόφσκυ, στο ίδιο.
  24. "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 667.
  25. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 126.
  26. -Η Θεοτόκος-, Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 114.
  27. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 127.
  28. Για παράδειγμα, οι Γνωστικοί δίδασκαν ότι ο Χριστός γεννήθηκε «per virginem» δηλαδή διά της Παρθένου ("ως διά σωλήνος": Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 307) και όχι «ex virgine δηλαδή εκ της παρθένου όπως είναι η Ορθόδοξη διατύπωση (βλ. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 206).
  29. Ματθ. 1,18. 13,55. Μάρκ. 3,31-32. Λουκ. 2,33 κ.ά.
  30. Λουκ. 1,31.
  31. Ματθ. 1,20.
  32. Λουκ. 1,43. Η παραπάνω αγιογραφική επιχειρηματολογία βρίσκεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205-206.
  33. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 206.
  34. Κοντοστεργίου Δέσποινα, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 185.
  35. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 93-94.
  36. Δαμασκηνός Ιωάννης, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 496 (υποσημ. #297).
  37. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 435.
  38. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 496 (υποσημ. #297).
  39. Περί των 8 λογισμών της κακίας, στο Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 1ος, εκδ. Ε', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 95.
  40. "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.
  41. Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.
  42. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 135.
  43. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 136.
  44. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  45. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 628.
  46. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο, στ. 629.
  47. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π.
  48. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο.
  49. "Εβιωναίοι", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 292.
  50. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 208.
  51. "Μαρία", ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 671.
  52. ΘΗΕ, ό.π.
  53. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 672.
  54. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 209-210.
  55. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 210.
  56. PG 94, 1161 ΑΒ.
  57. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 464.
  58. Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, ό.π., σελ. 115.
  59. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  60. PG 46,396D-397A.
  61. "Aντιδικομαριανίται", ΘΗΕ, τόμ. 2 (1963), στ. 862-863.
  62. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 469.
  63. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 469-470.
  64. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 194.
  65. "Αειπαρθενία της Θεοτόκου", ΘΗΕ, τόμ. 1 (1962), στ. 464. Στο άρθρο αυτό (στ. 464-472) ο Στυλιανός Παπαδόπουλος αναλύει σε βάθος όλα τα σχετικά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και καταγράφει την πλήρη γραμμή της Ορθόδοξης Πατερικής και Υμνογραφικής Παράδοσης στο ζήτημα της Αειπαρθενίας.

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 119-125.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 112-119.
  • "Θεομητορικαί εορταί", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 274-276.
  • "Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Θεοτόκος", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Οι πληροφορίες των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων για την Πανάγια», στο Βιβλικές Μελέτες Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 (σελ. 260-281).
  • "Μαρία η Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 40, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Μαρία η Θεοτόκος", Κολιτσάρας Θ. Ιωάννης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, 'Η Ζωή', 2η έκδ., Αθήναι 1998, σελ. 219-222.
  • "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 649-722.
  • "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 627-633.
  • "Παναγία", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 91-96.
  • Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 89-119.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 204-216.
  • Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57-92.
  • Φίλης Χαρ. Λουκάς, Η Αξία των Καταλόγων του Γενεαλογικού Δένδρου του Ιησού Χριστού, Αθήνα 1978, σελ. 19-23.
  • Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Η αειπάρθενος μητέρα του Θεού», στο Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989 (σελ. 125-139).
  • Ιωάννου Δαμασκηνού, «Η Θεοτόκος», Κείμενο-Εισαγωγή-Σχόλια: Αθανάσιος Γέφτιτς, Μετάφραση: Μάινας, Τριανταφυλλόπουλος, Χιωτέλλη, Σταθόπουλος, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995.