Θεοτόκος

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 06:05, 8 Δεκεμβρίου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Ποιον γέννησε η Μαρία;)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

«Θεοτόκος»[1] και «Παναγία» »[2], «Θεομήτωρ»[3] ή «Μήτηρ Θεού»[4], «Υπέραγνη Δέσποινα»[5] και «αγία Μαρία η αειπάρθενος» [6], είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας"[7].

Ο Ορθόδοξος κόσμος, "την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»"[8], αλλά και ως "θεία Πύλη και μήτηρ της όντως ζωής[9],...του μονογενούς Υιού του Θεού, ην διελθών...πάσιν ανθρώποις σωτηρίαν απειργάσατο"[10]. Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της "δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν", "τις εικονογραφικές παραστάσεις", "τους εκκλησιαστικούς ύμνους" και τα "εγκωμιαστικά έργα" τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της[11].

Η τιμή προς τη Θεοτόκο, "έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας"[12], από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (= γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο[13] και Υιό του Θεού. Για τον ίδιο λόγο, ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος»[14], δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος και έτσι, η ίδια, αφού ελεύθερα υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και συνεργάστηκε[15], κατέστη η της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[16].

Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τη Θεοτόκο

Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"

Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[17]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[18]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[19] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος). Παρά ταύτα όμως, "είναι γεγονός ότι το όνομα εχρησιμοποιείτο πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος ή πιθανόν και του τρίτου ακόμη" (Ωριγένης) και σίγουρα "βρισκόταν ήδη μέσα στην Παράδοσι, όταν το πολεμούσαν και το αποκήρυτταν ο Νεστόριος κι οι οπαδοί του"[20]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[21]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[22].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[23], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[24]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[25]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά[26] Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[27], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[28] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[29], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[30]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[31]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[32]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[33].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η σημασία της παρθενίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποιον ηθικισμό ή πουριτανισμό, αλλά έχει οντολογικό περιεχόμενο[34] καθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι "η παρθενία είναι το πολίτευμα των αγγέλων, το ιδίωμα κάθε ασώματης φύσεως"[35], πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί "το χάρισμα εκείνο που ακεραιώνει την ανθρώπινη φύση" με αποτέλεσμα μια πραγματικά παρθενική ζωή να οδηγεί γρηγορότερα στην οντολογική ολοκλήρωση[36]. Αρκεί να επισημανθεί αυτό που αναφέρει ο άγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος, ότι δηλ. "και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι", αφού "το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή...όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα"[37].

Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[38]. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[39].
Η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα
Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[40]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[41].

Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[42].

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[43]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[44], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[45]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[46]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[47], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[48].

Υποσημειώσεις

  1. Ωριγ. PG 17,321Α.
  2. Ωριγ. PG 17,329C.
  3. Γρηγ. Νύσσης PG 46,1176B.
  4. Εφραίμ Σύρου, Ευχαί, στο Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμ. 6, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 351.
  5. Ιω. Χρυσοστ. PG 61,724.
  6. Επιφαν. Πανάριον, Αίρεσις οη΄, 5.
  7. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 113.
  8. Θεοδώρου Ανδρέας, ό.π.
  9. Κοντάκιον, στα προεόρτια γεννήσεως θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 488.
  10. Στιχηρά Ιδιόμελα σε ήχο πλ. Β', εις το Γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 489.
  11. Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57.
  12. «Θεοτόκος», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  13. «Θεοτόκος», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  14. Ακάθιστος Ύμνος, Α΄ στάσις, «Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού», έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 107.
  15. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 133.
  16. Ιω. Δαμασκ. PG 96,656Α.
  17. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 125.
  18. Μεταφρασμένο παράθεμα από την Επιστολή #101, στο Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π.
  19. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205.
  20. Φλορόφσκυ, ό.π.
  21. Φλορόφσκυ, στο ίδιο.
  22. "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 667.
  23. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 126.
  24. -Η Θεοτόκος-, Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 114.
  25. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 127.
  26. Για παράδειγμα, οι Γνωστικοί δίδασκαν ότι ο Χριστός γεννήθηκε «per virginem» δηλαδή διά της Παρθένου ("ως διά σωλήνος", Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 307) και όχι «ex virgine δηλαδή εκ της παρθένου όπως είναι η Ορθόδοξη διατύπωση (βλ. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 206).
  27. Ματθ. 1,18. 13,55. Μάρκ. 3,31-32. Λουκ. 2,33 κ.ά.
  28. Λουκ. 1,31.
  29. Ματθ. 1,20.
  30. Λουκ. 1,43. Η παραπάνω αγιογραφική επιχειρηματολογία βρίσκεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205-206.
  31. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 206.
  32. Κοντοστεργίου Δέσποινα, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 185.
  33. Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 93-94.
  34. Δαμασκηνός Ιωάννης, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 496 (υποσημ. #297).
  35. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 435.
  36. Δαμασκηνός, Έκδοσις..., ό.π., σελ. 496 (υποσημ. #297).
  37. Περί των 8 λογισμών της κακίας, στο Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 1ος, εκδ. Ε', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 95.
  38. "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.
  39. Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.
  40. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 135.
  41. Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 136.
  42. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  43. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 628.
  44. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο, στ. 629.
  45. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π.
  46. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο.
  47. "Εβιωναίοι", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 292.
  48. Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 208.

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 119-125.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 112-119.
  • "Θεομητορικαί εορταί", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 274-276.
  • "Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Θεοτόκος", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Οι πληροφορίες των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων για την Πανάγια», στο Βιβλικές Μελέτες Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 (σελ. 260-281).
  • "Μαρία η Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 40, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Μαρία η Θεοτόκος", Κολιτσάρας Θ. Ιωάννης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, 'Η Ζωή', 2η έκδ., Αθήναι 1998, σελ. 219-222.
  • "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 649-722.
  • "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 627-633.
  • "Παναγία", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 91-96.
  • Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 89-119.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 204-216.
  • Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57-92.
  • Φίλης Χαρ. Λουκάς, Η Αξία των Καταλόγων του Γενεαλογικού Δένδρου του Ιησού Χριστού, Αθήνα 1978, σελ. 19-23.
  • Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Η αειπάρθενος μητέρα του Θεού», στο Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989 (σελ. 125-139).