Απολογητές

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 04:18, 10 Σεπτεμβρίου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η φιλοσοφία στο σύστημα των απολογητών)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Χριστιανοί απολογητές ή απλώς απολογητές αποκαλείται μια ομάδα χριστιανών συγγραφέων οι οποίοι έδρασαν στην εκκλησία τον 2ο αιώνα μ.Χ. και σαν στόχο είχαν την άμυνα της χριστιανικής πίστεως, έναντι των διαφόρων επιθέσεων που δεχόταν από το περιβάλλον της εποχής. Η ονομασία αυτή τους αποδόθηκε, ένεκα του τύπου της γραμματείας της οποίας υπήρξαν θεμελιωτές.

Στόχος των απολογητών καταστάθηκε η απόκρουση των εξωγενών θεολογικών επιδράσεων του φιλοσοφικού και ειδωλολατρικού περιβάλλοντος στη θεολογία της εκκλησίας, η διαμαρτυρία κατά της κρατικής εξουσίας λόγω των άδικων διωγμών που υπόκεινταν, η απόκρουση δοξασιών οι οποίες αποδίδονταν σε αυτή και τον εν γένη χριστιανικό βίο, καθώς και η ανάδειξη του χριστιανισμού ως μόνης αλήθειας και συμφέρουσας για τον άνθρωπο φιλοσοφίας. Έτσι κατά βάση απηύθυναν ομολογίες αντιδρώντας στις επιρροές, τις προσμίξεις και τις επιθέσεις σε βάρος του χριστιανισμού, ταυτόχρονα όμως τονώνοντας το ηθικό των διωκόμενων χριστιανών, κερδίζοντας τη συμπάθεια του περιβάλλοντος της εποχής. Τελικά μέσα από το έργο των απολογητών, είναι γενικά αποδεκτό, πως επήλθε μια φάση σύγκλησης με τον ελληνισμό, η οποία προήλθε από την αφομοίωση πολιτισμικών και μορφολογικών στοιχείων της ελληνικής παιδείας και περιβάλλοντος.

Πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος σήμερα θεωρείται ότι εισήγαγε την απολογητική γραμματεία είναι ο Κοδράτος[1], αλλά θεμελιωτές της ήταν οι Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Αρίσταρχος ο Πελλαίος, οι οποίοι προέρχονταν από τον χώρο των ιουδαίων λογίων. Η κοινή εντύπωση που θέλει να ταυτίζεται η απολογητική γραμματεία μόνο με τους αποκληθέντες απολογητές, είναι εσφαλμένη[2] αφού η απολογητική δεν εξαλείφθηκε ποτέ στο χριστιανισμό. Αποκαλούνται όμως έτσι, διότι ήσαν οι θεμελιωτές της χριστιανικής απολογητικής γραμματείας.

Η ιστορική προέλευση της απολογητικής γραμματείας

Οι πρώτοι θρησκευτικοί απολογητές αρχικά ενεφανίσθησαν όχι στον χριστιανισμό, αλλά στον Ιουδαϊσμό. Οι Ιουδαίοι από την εποχή που περιέπεσαν σε κατοχή από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα, διήλθαν σε ένα στάδιο αποξενώσεως, αν και όχι ιδιαίτερα έντονο, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν αξιόλογη απολογητική γραμματεία σε μία προσπάθεια να δικαιώσουν τη πίστη τους έναντι του περιβάλλοντος και γενικότερα τους πνεύματος της εποχής. Την εποχή όμως της ευρείας ανάπτυξης του χριστιανισμού κατά το δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, σε αντίστοιχη κατάσταση εισήλθε ο χριστιανισμός, ο οποίος τώρα βρέθηκε στην ανάγκη να αναιρέσει μέσω της γραμματείας τών θεολόγων της, τις όποιες κακοδοξίες της απέδιδαν. Η απολογητική διάθεση μάλιστα των χριστιανών ήδη εκπροσωπείται από τον Απόστολο Παύλο στην Καινή Διαθήκη, με αποτέλεσμα να θεωρείται «φυσική συνέχεια της απολογητικής που είχε την αρχή της στην Καινή Διαθήκη και εκφράζεται κυρίως στο Ευαγγέλιο του Μάρκου και τις Πράξεις των Αποστόλων»[3], ενώ σπέρματα αυτής ανευρίσκουμε και στη γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων. Τελικώς η απολογητική αυτή τακτική των απολογητών δε χαρακτηρίζεται ως πρωτοπόρος ή νεωτεριστική, αλλά ως μιμητική των Ιουδαίων απολογητών[4].

Η εναντίον του χριστιανισμού πολεμική γραμματεία, αλλά και η σταθερή άρνηση των χριστιανών να αποδίδουν τιμές σε έτερες θεότητες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε σε μια εχθρική και επιθετική πολιτική τους Αυτοκράτορες, αλλά και των πολιτών αυτής. Η θέση δε των χριστιανών ήταν πραγματικά δυσχερής αφού για το ρωμαϊκό κράτος δεν υφίσταντο ως νομική υπόσταση, ενώ οι διαρκείς καταγγελίες για θυέστεια δείπνα, αθεΐα, εθνική προδοσία, ακόμα και αιμομιξία τους οδηγούσαν σε ηθική εξόντωση. Οι διαρκείς διωγμοί αρχικά κατέστησαν αδύνατη την όποια μορφή ενεργητικής αντιδράσεως, υποχρεώνοντάς τους σε διάφορους τρόπους παθητικής δράσης, όπως η φυγή σε δύσβατες περιοχές και Όρη ή δημιουργία κατακομβών. Αυτή η αντίδραση όμως δεν δύνατο να παραμένει εσαεί για τους χριστιανούς, αποσυρόμενοι οριστικά από τον κόσμο. Αντιθέτως θέλησαν να διεκδικήσουν τη θέση τους σε μία κοινωνία η οποία ενώ επέτρεπε τη θρησκευτική ελευθερία, αντιμετώπιζε με βάναυσο τρόπο όποιον ομολογούσε τη χριστιανική του ιδιότητα. Η παραπλάνηση μάλιστα στα λαϊκά στρώματα ήταν τέτοια, που ακόμα και η μαρτυρική διάθεσή των πιστών χαρακτηριζόταν ως αφέλεια, θρησκευτική απλότητα, ακόμα και ως υποκρισία.

Έτσι την εποχή του 2ου αιώνα ξεπήδησε από τα σπλάχνα των λογίων της εποχής ένα κύμα εκκλησιαστικών συγγραφέων, με στόχο την αναίρεση της επιθετικής αυτής πολιτικής, συνάμα με την εδραίωση των χριστιανών στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η αρχική γραμματεία κινήθηκε σε βάρος των Ιουδαίων, με τη ματιά όμως πάντα στραμμένη προς το ελληνιστικό περιβάλλον. Έτσι στόχος τους καταστάθηκε η απόδειξη της ετερότητας από τον ιουδαϊσμό, θέλοντας να επιδείξουν πως δεν αποτελεί ο χριστιανισμός μία απλή παραφυάδα του. Η ταυτόχρονη απόδειξη της αρχαιότητας της πίστεως στόχο είχε να αναγάγει τον χριστιανισμό, ως την αρχαιότερη θρησκεία που η αρχή της αναγόταν στην εποχή του Μωϋσή, και όχι ως μία νέα (nova religio) που είχε εισέλθει στο σώμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάτι που για την εποχή θεωρείτο συνώνυμο της παράνομης θρησκείας (religio illitica). Τελικώς μέσα από εκλεκτική επιχειρηματολογία, η οποία υπαγορευόταν από τις συνθήκες που αντιμετώπιζε η χριστιανική κοινότητα της εποχής, στόχος καταστάθηκε η αναίρεση των δοξασιών που αποδίδονταν στο χριστιανισμό και η διαφώτιση, στο μέτρο του δυνατού, του χριστιανικού ποιμνίου. Έτσι η απολογητική προσπάθεια ως αποτέλεσμα είχε την ενεργοποίηση του αποστολικού ζήλου των χριστιανών για την εξουδετέρωση της άδικης πολιτειακής συμπεριφοράς και τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Μέθοδοι και τάσεις των απολογητών

Ιουστίνος ο Μάρτυς
Η κορυφαία απολογητική προσωπικότητα του 2ου αιώνος

Οι απολογητές λόγω της πολεμικής που δέχονταν από τους Ιουδαίους, επικέντρωσαν σε δύο σημεία την τακτική τους. Το Νόμο και την προφητεία. Σε ότι αφορά το νόμο προσπάθησαν να δείξουν πως αυτός μετά την έλευση του Μεσσία, πλέον κατέχει ρόλο παιδαγωγίας, εν αντιθέσει με τη μόνιμη και απόλυτη αξία που προσέδιδαν οι Ιουδαίοι, ενώ την προφητεία την εφάρμοζαν στο πλήρωμα της εκκλησίας και όχι με εθνικιστική προοπτική όπως οι Ιουδαίοι την αντιλαμβάνονταν.

Ταυτόχρονα όμως ο χριστιανισμός δεχόταν επιθέσεις και από το Ελληνορωμαϊκό περιβάλλον της εποχής (μέχρι και τις αρχές του 4ου αιώνος, με αυξομειώσεις ως προς την ένταση αυτών). Σε αυτή την επίθεση μέλη της εκκλησίας τα οποία μετείχαν της ελληνικής παιδείας επιχείρησαν όχι μόνο την αναίρεση της επιθετικότητας αυτής, αλλά ακόμα και τη σύζευξη Ελληνισμού και χριστιανισμού. Το εντυπωσιακότερο εύρημα κατ αυτή τη ζεύξη είναι «ότι δεν πρόκειται για ένα ή δύο συγγραφείς αλλά για ομάδα λογίων χριστιανών, δρώντων ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, με κοινά όμως χαρακτηριστικά γραφής και επιχειρηματολογίας»[5]. Οι απολογίες μάλιστα που απευθύνονταν προς το εθνικό περιβάλλον διαχωρίζονται σε δύο τύπους «τις κατά κυριολεξίαν, δια των οποίων δίδεται λόγος περί της πίστεως και του βίου των χριστιανών, και τας συγγραφικάς επιθέσεις κατά των πνευματικών θεσμών του εθνικού κόσμου»[6], με τάση να συνδυάζονται ακόμα και τα δύο είδη σε ένα κείμενο[7]. Η πρώτη κατηγορία συγγραμμάτων απευθύνεται προς Αυτοκράτορες και είναι βάσιμο να πιστεύουμε ότι όντως παρεδίδεντο σε αυτούς, αφού ως φιλολογικό εύρημα δεν είχε νόημα μια τέτοια εφεύρεση, τη στιγμή που υπήρχε και η δυνατότητα πρόσβασης στα ανάκτορα[8] (αν και έχουν εκφραστεί και αντίθετες απόψεις[9]) και ανήκουν στη λεγόμενη "δικανική συνηγορία"[10]. Οι απολογητές αυτοί είναι ξεκάθαρο πως μετείχαν της φιλοσοφικής παιδείας και αμύνονται υπέρ της χριστιανικής πίστης και βίου, αναδεικνύοντας την ανωτερότητα αυτού, αποδοκιμάζοντας δε με νηφάλιο τρόπο τους διώκτες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι επιθετικοί λόγοι και συγγράμματα κατά των εθνικών (ειδωλολατρών) και φαίνεται να επιδιώκουν επίθεση και άμεση ανατροπή των θεσμών της ειδωλολατρίας, ενώ διακρίνονται από ιδιαίτερο ζήλο. Οι συγγραφείς αυτών των συγγραμμάτων προέρχονται συνήθως από άνδρες εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος[11].

Οι απολογητές προτάσσουν την αρχαιότητα της πίστεώς τους, η οποία επιτυγχάνεται με την προβολή της οργανικής ενότητας των Γραφών, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, την πνευματικότητα της ζωής αυτών και καταπιάνονται με ζητήματα περί Θεού, Λόγου, αναστάσεως, προνοίας, ψυχής κ.α. Σε δεύτερη φάση προτάσσουν την καθαρότητα του βίου των χριστιανών, της αρετής και της αγάπης που ελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο οδηγώντας τον σε αγαθές σχέσεις προς τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον και επιτίθενται για τους διωγμούς που επιδέχονται, χωρίς να πράττουν κάποιο ηθικό παράπτωμα, αλλά διότι ομολογούν το ένα όνομα του «Ιησού Χριστού». Παρατηρούμε πως δεν επιμένουν τόσο στις λαϊκές κατηγορίες, γιατί προφανώς θεωρούν πως αυτές αναιρούνται ευκόλως, αντιθέτως επιμένουν σε μία θεμελίωση των χριστιανικών παραδοχών, που τόσο παράλογες φαίνονταν στο εθνικό περιβάλλον, βασίζοντας την απολογητική τους με κέντρο τον άνθρωπο. Αντιθέτως η πολεμική απολογητική η οποία κατά βάση προέρχεται από απολογητές εκτός του ελληνιστικού περιβάλλοντος μένουν σταθερά σε μία καταγγελτική τακτική κατά της ειδωλολατρίας, με στόχο ακόμα και τη διακωμώδηση της πρακτικής αυτών, προτάσσοντας δε «το δόγμα της ανάστασης των νεκρών, τη θεότητα του Ιησού Χριστού και την ενότητα του Θείου»[12]. Επισημαίνουν την αταξία των εθνικών θεών, την οργιαστική λατρεία, την ανηθικότητα του βίου και της τέχνης, την αστάθεια των διδαχών της. Τέλος παρατηρούμε πως αναφορές σε θαύματα είναι λιγοστές «γιατί την εποχή αυτή δρα πλήθος θαυματοποιών και μάγων»[13].

Η σημαντικότητα του έργου των απολογητών

Η σπουδαιότητα της απολογητικής γραμματείας για το χριστιανισμό, έγκειται αρχικά στην απόκρουση και διαφύλαξη της εκ των Ιουδαίων επιρροής, την πιθανή συμπάθεια που απέκτησαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας, ιδίως δε ίσως και της συμπαθείας αυτοκρατόρων με αποτέλεσμα τη σταδιακή επιείκεια της διωκτικής εντάσεως, τη διασύνδεση με την Ελληνική φιλοσοφία και κατ επέκταση την ελληνική διανόηση και τέλος λόγω της σταθερής διασύνδεσης του χριστιανισμού με την Παλαιά Διαθήκη τη στιγμή που τα γνωστικά συστήματα κινούνταν προς μία τάση απόρριψης.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επιρροή των απολογιών αυτών στο εθνικό περιβάλλον, ειδικώς δε στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Πιστεύεται δε, πως η ελαστικότητα μερικών εξ αυτών, όπως ο Κόμοδος ή ο Αντωνίνος, προήλθε από την εκτίμηση τέτοιου είδους συγγραμμάτων. Με βεβαιότητα όμως θεωρείται πως η απολογητική γραμματεία επηρέασε πολύ το γενικότερο περιβάλλον, σταδιακά δε και εκείνων οι οποίοι περιφρονούσαν το χριστιανισμό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πλειάδα απολογητών που προήλθε εκ του οικείου περιβάλλοντος. Η σύζευξη άλλωστε με το περιρρέον περιβάλλον και τη φιλοσοφία ήταν αναπόφευκτη, από τη στιγμή που ο χριστιανισμός έπρεπε να επιδιώξει την Κυριακή εντολή της μαθητείας των εθνών, μία σύζευξη η οποία τελικά επιτεύχθηκε μέσω των απολογητών και κυρίως μέσω ανθρώπων οι οποίοι προήλθαν από τα σπλάχνα του φιλοσοφικού συστήματος και της ελληνικής παιδείας. Η τάση βέβαια που αναπτύχθηκε στην απολογητική γραμματεία ήταν διττή. Από τη μία πλευρά διαρκώς προέβαλλε τις διαφορές και τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο ρευμάτων καθώς και τη διαρκή προβολή των μελανών σημείων της φιλοσοφίας (Τερτυλλιανός, Τατιανός κ.α.) και από την άλλη πλευρά, ανεύρισκε σημεία επαφής με αυτή, αποδίδοντας φιλοσοφικές αλήθειες ακόμα και σε μεγάλους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης όπως το Μωυσή (Ιουστίνος, Κλήμης Αλεξανδρείας κ.α.), πάντα όμως με το βλέμμα στραμμένο στα αντικρουόμενα σημεία που αντιδιαστέλλονταν τη χριστιανική διδασκαλία και κατ επέκτασην το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας. Έτσι μέσα από το σύστημα των απολογητών προήλθε σύζευξη χριστιανισμού και Ελληνισμού, παραλαμβάνοντας όχι μόνο όρους και έννοιες, αλλά επηρεαζόμενη και ως προς τον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης αυτών[14]. Τελικά όμως παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο, «ο χριστιανισμός να αφομοιώνει στοιχεία του περιβάλλοντος και συνάμα να συγκρούεται απηνώς με όλες τις ανακυκλούμενες ιδέες του συγκριτιστικού πολιτισμού»[15], με αποτέλεσμα οι απολογητές να θεωρούνται η γέφυρα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με το χριστιανισμό, καρποί μίας ζευξης που διαφάνηκε κατά τους αμέσως επόμενους αιώνες.

Οι απολογητές κατάφεραν επίσης να συνδέσουν, με τη διαρκή πρόταση της ενότητος Παλαιάς και Νέας Διαθήκης και την πρόταση της αρχαιότητας της χριστιανικής πίστεως που ρίζες της ευρίσκοντο στην εποχή των πατριαρχών, και στοιχεία της ιουδαϊκής παράδοσης, υπό το πρίσμα της ανακεφαλαίωσης αυτής και της ερμηνείας μέσω της εν Χριστώ ανδρωθείσης αληθείας. Έτσι οι Απολογητές προσπαθούν να πείσουν πως οι προφητικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης συντελέστηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα μάλιστα με τον καθηγητή θεολογίας Σάββα Αγουρίδη «προκαλεί έκπληξη ο ελεύθερος τρόπος ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης, αυτή η πλήρης από τους απολογητές χριστιανική οικειοποίηση της». «Θα λέγαμε» συνεχίζει «πως την είδαν με τελείως άλλα, δικά τους μάτια και με μια απροσμέτρητη βεβαιότητα»[16], τονίζοντας κατά βάση την αλληγορική διάσταση που προσέδωσαν σε αυτή. Μέσα τελικά από τη διατήρηση της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και την κτισιολογία τους καταπολέμησαν εμμέσως το Γνωστικισμό και έδωσαν θεολογική τροφή στους αντιαιρετικούς συγγραφείς που εμφανίστηκαν κατά τα τέλη του αιώνος, όπως τον Ειρηναίο, τον Ιππόλυτο Ρώμης κ.α.

Η θεολογία των απολογητών

Εισαγωγή

Οι Απολογητές κατά γενική ομολογία προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη χριστιανική πίστη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής παράδοσης και των Γραφών. Δε θεολόγησαν και δεν εξέφρασαν όλη την πίστη τους, κάτι φυσικό αφού «απευθυνόμενοι προς τους εθνικούς, οι Απολογητές εξήρον κατά κανόνα ότι ηδύνατο να έχει άμεσον απήχησην εις τας ψυχάς των αναγνωστών των»[17]. Η παρασιώπηση ορισμένων δογματικών αληθειών «δε σημαίνει και άγνοια αυτών εκ μέρους των απολογητών, κάτι που είναι εις πάντα αμερόληπτο κριτήν φανερόν»[18], διότι αυτή κατά βάση περιορίζεται σε απολογητικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα «η απολογητική γραμματεία να μη διακρίνεται για την εσωτερική της συνοχή και συνέχεια, αφού προσδιοριζόταν από την πολυκεντρική και πολύπλοκη προβληματική των πολεμίων του Χριστιανισμού»[19].

Οι απολογητές «διέθεταν ικανές θεολογικές προϋποθέσεις αλλά αυτές τις υπέτασσαν στη θεωρητική αντίκρουση των επιχειρημάτων των πολεμίων του Χριστιανισμού»[20]. Ο θεολογικός λόγος τους όμως χαρακτηρίζεται ως μία νέα προσπάθεια ερμηνείας και διδασκαλίας της Εκκλησίας, που έχει τη δική του σημασία στην κατανόηση του χριστιανικού δόγματος[21], χωρίς όμως να μπορούν να νοηθούν «ως εφευρέτες νέων πορισμάτων και νέων κατευθύνσεων»[22]. Οπωσδήποτε μέσα σε αυτή μπορούμε να βρούμε θετικά και προβληματικά στοιχεία, τα οποία έδωσαν αφορμή σε μεταγενέστερους θεολόγους για αιρετικές δοξασίες. Παρόλα αυτά ο θεολογικός λόγος τους επικεντρώνεται σε σημεία όπως την ειδωλολατρική πολυθεΐα, τις δυιστικές αντιλήψεις και τη λυτρωτική ενσάρκωση του Λόγου για το ανθρώπινο γένος και όχι τόσο στην καταγραφή μίας συστηματικής χριστολογίας αν και μέσα στην γραμματεία τους, διαβλέπουμε την πρώτη χριστολογική καταγραφή. Η διδασκαλία δε περί Λόγου και τριαδικού Θεού ανάμεσα στους απολογητές έχει ποικίλες αποχρώσεις και παρεκκλίνει σε αρκετά σημεία, ενώ υπάρχουν και ορισμένες πλευρές της που φαίνεται επηρεασμένη από το περιρρέον φιλοσοφικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελέσει το υπόβαθρο μεταγενεστέρων θεολογικών αποκλίσεων[23]. Παρόλα αυτά θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως αυτή η φιλοσοφική διδασκαλία δε ποιεί τους απολογητές φιλοσόφους, διότι οι ίδιοι αποτελούν πιστά μέλη της εκκλησίας «αποδεχόμενα πλήρως και εις όλην την έκτασην το σύμβολον της χριστιανικής πίστεως»[24]. Μάλιστα παρατηρούμε σε ορισμένους απολογητές όπως ο Ιουστίνος, πως επιχειρείται καταγραφή ακόμα και των βαθύτερων αληθειών της χριστιανικής πίστης, ζητημάτων τα οποία έμοιαζαν ακατανόητα προς τους απευθυνόμενους, αποδεικνύοντας πως δεν απέβλεπαν σε ένα «ανούσιο συμβιβασμό…αλλά εις μίαν έντεχνον προβολήν του χριστιανισμού εις το εθνικό περιβάλλον των, με σκοπό να οδηγήσουν το περιβάλλον τούτο εις τους κόλπους της χριστιανικής πίστεως. Η παραγνώρισις των ανωτέρω βασικότατων παραγόντων είναι δυνατόν να οδηγήσει εις εσφαλμένας κατά των απολογητών επικρίσεις, ότι δηλαδή η θεολογία των επέφερε δια της φιλοσοφίας παραφθοράν του χριστιανισμού»[25].

Η περί Θεού διδασκαλία

Η περί Λόγου διδασκαλία

Κτίση και οντολογία

Η φιλοσοφία στο σύστημα των απολογητών

Μια πρώτη παρατήρηση, που εμπεριέχει τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να μελετηθεί η σχέση των απολογητών με την ελληνική φιλοσοφία, είναι ότι έχουν επικριθεί αρκετές φορές και έχει διατυπωθεί εναντίον τους η μομφή ότι η θεολογία τους οδήγησε "εις τον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού...εις την παραφθοράν του δόγματος διά της ελληνικής φιλοσοφίας"[26]. Ποιες ήταν όμως οι αφορμές για τις αιτιάσεις αυτές;

Η ομάδα των απολογητών, ήταν αυτή που "ανέλαβε την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστεως έναντι των ψευδών κατηγοριών που αποτελούσαν το επίκεντρο και την πρόφαση των διωγμών. Η Εκκλησία είχε ιδιαίτερη ανάγκη απολογίας την εποχή εκείνη, ήταν αναγκαίο να δώση τον δικό της λόγο στις ποικίλες κατηγορίες που ανεφύησαν και οι όποιες πλαστογραφούσαν το μήνυμα της"[27]. Καθώς "δεν πρόκειται για ένα ή δύο συγγραφείς αλλά για ομάδα λογίων χριστιανών, δρώντων ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, με κοινά όμως χαρακτηριστικά γραφής και επιχειρηματολογίας" θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε "κοινή ανάγκη μιας εποχής...να εκφραστεί σε όλη περίπου την τότε «οικουμένη»", σε Ανατολή και Δύση[28].

Το συνολικό έργο των απολογητών φανερώνει την κοινή αυτή ανάγκη, που πήγαζε από τις σημαντικές προκλήσεις της εποχής τους: έπρεπε να υπερασπιστούν τους χριστιανούς που διώκονται άδικα, να αντεπιτεθούν στην ειδωλολατρική θρησκεία αλλά και να προβάλουν με θετικό τρόπο τον Χριστιανισμό μέσα στο φιλοσοφικό κλίμα της εποχής[29]. Επί της ουσίας, ήταν η σειρά των χριστιανών να μιμηθούν το παράδειγμα "λογίων του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι απηύθυναν προς τους πεπαιδευμένους ειδωλολάτρες αξιόλογες απολογητικού χαρακτήρα μελέτες (Φίλωνας, Αριστέας κ.π.ά.), απολογούμενοι για τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα του Ιουδαϊσμού (Περιτομή, Σάββατο κ.ά.)"[30]. Έτσι, οι απολογητές ανέλαβαν με τη σειρά τους την αποστολή "της ανάδειξης της πνευματικής ισότητας, και μάλιστα της πνευματικής υπεροχής, έναντι των αντιπάλων"[31].

Η στάση των απολογητών έναντι της φιλοσοφίας δεν ήταν ενιαία. Άλλοι, όπως ο Τατιανός και ο Θεόφιλος Αντιοχείας τήρησαν αρνητική στάση, ενώ άλλοι, όπως ο Αθηναγόρας και ο μάρτυς και φιλόσοφος Ιουστινος την αντιμετώπισαν θετικά[32].

Ο Τατιανός σημειώνει ότι "οι φιλόσοφοι ουδέν σεμνόν «εξήνεγκον φιλοσοφούντες». Δεν είναι πραγματικοί φιλόσοφοι, αλλά φιλόψοφοι, κινούμενοι από αλαζονείαν"[33], ενώ ο Θεόφιλος Αντιοχείας θεωρεί ότι "ο λόγος των φιλοσόφων είναι μωρός και κενός, έχων φλυαρίαν πολλήν, χωρίς να έχη ίχνος αληθείας"[34].

Από την άλλη, ο Ιουστίνος βασιζόμενος στην Αποκάλυψη και το χωρίο "ο ων, ο ην και ο ερχόμενος" (1:8.4:8), πίστευε ότι "οι αρχαίοι φιλόσοφοι είχαν σπέρματα του Λόγου «από μέρους»...οι Προφήτες της Π. Διαθήκης μετείχαν στο Λόγο σε έναν εξαιρετικό βαθμό [ενώ] οι χριστιανοί έχουν χαριτωθεί με τον όλο, προσωπικό Λόγο, ο οποίος κατοικεί εντός αυτών"[35]. Στο ίδιο θετικό προς τη φιλοσοφία πνεύμα, ο Αθηναγόρας θεωρούσε τον εαυτό του "χριστιανό φιλόσοφο"[36] αν και "στην πραγματικότητα, φιλοσοφία και χριστιανική θεολογία έχουν κοινά προβλήματα, όχι κοινές λύσεις. Η αποκάλυψη είναι απολύτως αναγκαία για την επιβεβαίωση του ότι κάτι είναι αληθινό"[37]. Η αξία των αρχαίων φιλοσόφων είναι σχετική: "οι φιλόσοφοι δεν μπορούσαν να γνωρίσουν την πλήρη αλήθεια, αφού όσα ήξεραν εξ ιδίων τα έμαθαν. Η αληθινή σοφία προέρχεται από το Θεό"[38].

Ο φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα, Κέλσος, "είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση θεωρητικής επιθέσεως κατά της χριστιανικής θεολογίας...Αφ' ενός μεν εστρέφετο κατά τής ουσίας του χριστιανικού κηρύγματος, το οποίο αξιολογούσε ως άμοιρο φιλοσοφικού λόγου και μεστό φανατισμού και δεισιδαιμονίας, αφ' ετέρου δε έβλεπε ότι η χριστιανική τοποθέτηση εστερείτο αναφοράς σε πραγματικά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα"[39].

Πως όμως θα μπορούσαν οι απολογητές να βρουν μια βάση συζήτησης με τα πρόσωπα του εθνικού κόσμου; Σαφώς, "το μόνον έδαφος συνεννοήσεως των πεπαιδευμένων ανδρών της εποχής" ήταν η ελληνική φιλοσοφία η οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ώστε να υπάρξει απάντηση, στην ιστορική ανάγκη της Εκκλησίας να έρθει σε γόνιμη επαφή με το περιβάλλον της[40]. Είναι όμως "λάθος να λέγεται ότι οι Απολογητές βοήθησαν στον «εξελληνισμό του Χριστιανισμού»" γιατί το μόνο που έκαναν ήταν να δουλέψουν "στα δεδομένα που είχαν" αξιοποιώντας ως εργαλείο την ελληνική φιλοσοφία, με μόνη "προοπτική να βοηθήσουν και να προβάλουν την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας"[41].

Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ παρατηρεί ότι "η ορολογία είναι ένα πρόβλημα για τους Απολογητές" καθώς "μπορεί να μην έχουν πάντα χρησιμοποιήσει ακριβή ορολογία"[42]. Αυτό δείχνει για ποιο λόγο οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες πάντα έδιναν τόσο μεγάλη προσοχή στα προβλήματα ορολογίας αφού "η λέξη, οι όροι, οι φράσεις που δίνουν εξωτερική μορφή σε μια σκέψη, και η φραστική ακρίβεια είναι αναγκαία για την πλήρη έκφραση της διανοητικής συλλήψεως"[43]. Οι Απολογητές, στην προσπάθεια τους να δείξουν ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι κάτι επικίνδυνο, αντίθετα μάλιστα σε πολλά σημεία συμπορεύεται με τα διδάγματα της φιλοσοφίας[44], αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν γλώσσα ανάλογη και κατηγορίες που ήταν οικείες στην ελληνική διανόηση[45]. Παρουσίασαν με μεγαλύτερη έμφαση τον Χριστό ως μέγα νομοθέτη και διδάσκαλο, "του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπον εκ της πλάνης και του ψεύδους" και "την χριοτιανικήν θρησκείαν...ως την υγιά εκείνην μονοθεΐαν, η οποία δύναται να ικανοποιήσει τας βαθυτάτας θρησκευτικάς ανάγκας παντός υγιώς και ελλόγως σκεπτόμενου πνεύματος"[46]. Άφησαν έτσι στη σκιά άλλα δόγματα όπως το χριστολογικό και το σωτηριολογικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα αγνοούσαν[47]. Παρά τον συγκεκριμένο απολογητικό σκοπό των συγγραμμάτων τους, "ο επίμονος ερευνητής των έργων τους" διακρίνει την "πίστη τους στο σταυρό, στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού"[48] και την επιβεβαίωση ότι ο Χριστός «φύσει Θεός ων και άνθρωπος» όπως γράφει ο Μελίτων Σαρδέων[49].

Ασφαλώς, "η έμφαση που δίνουν οι Απολογητές στην ενότητα και μοναρχία του Θεού" ώστε "να προστατεύσουν τον μονοθεϊσμό, οδήγησε σε κάποια υπερβολική προσπάθεια να υπερασπιστούν τη θεϊκή μοναρχία και...έτειναν να μεταφέρουν το κέντρο της προσοχής τους από τη διάκριση του Πατρός, του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος στην ενότητα του Θεού" με αποτέλεσμα να "κατηγορούνται συχνά ότι...«υπέτασσαν» τον Υιό και το Πνεύμα στον...Θεό Πατέρα"[50]. Όμως δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει η απουσία αναλύσεων επάνω στην εσωτερική, αιώνια ύπαρξη του Θεού "ακριβώς γιατί αυτή δεν ήταν το κεντρικό σημείο του έργου τους, της αποστολής τους" που ήταν ο διάλογος με τον μή-Χριστιανικό κόσμο[51].

Η γραμματεία

Τα αποσπάσματα της απολογητικής γραμματείας που διασώθηκαν είναι ελάχιστα,«πλείστα δε αυτών δια κώδικος γραφέντος παραγγελία του Αρέθα»[52]. Παρόλα αυτά είναι ενδεικτικά περί της γραμματείας αυτών. Παρατηρείται επίσης ότι στην προσπάθεια να τα καταστήσουν αρεστά, τα προσάρμοσαν με λογοτεχνικό ένδυμα, όχι κατά βάση όμως το μέσο κοσμικό της εποχής. Οι πρώτοι απολογητές προερχόμενοι άλλωστε από την Αθήνα φαίνονται να έχουν ως πρότυπο την απολογία του Σωκράτη[53].

Υποσημειώσεις

  1. Ιω. Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, σελίς 162
  2. Παναγιώτης Χρήστου, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Τόμος Α΄, σελίς 64
  3. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», σελίς 51
  4. Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», σελίς 97
  5. Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», σελίς 87
  6. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 524
  7. ενθ.αν.
  8. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 524
  9. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137
  10. ενθ.αν.
  11. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 524
  12. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», σελίς 52
  13. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», σελίς 51
  14. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 526
  15. Νίκος Ματσούκας, «Ιστορία της Φιλοσοφίας», σελίς 345
  16. Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», σελίς 91
  17. Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32
  18. ενθ.αν
  19. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137
  20. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 137
  21. Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 271
  22. Σάββας Αγουρίδης, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», σελίς 97
  23. Κωνσταντίνος Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, Τόμος Α΄, σελίς 271
  24. Ανδρέας Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Ά, Μέρος Β΄, σελίς 32
  25. ενθ.αν.
  26. Θεοδώρου Ανδρέας, Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., Γρηγόρης, Αθήνα 1978, σελ. 31.
  27. Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Α', Αθήνα 1998, σελ. 217.
  28. Αγουρίδης Σάββας, Ο Χριστιανισμός έναντι Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού κατά το Β' αι. μ.Χ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 87.
  29. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 37.
  30. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός..., ό.π., σελ. 89.
  31. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός..., ό.π., σελ. 89-90.
  32. Θεοδωρούδης Γεώργιος, Θεία και ανθρώπινη σοφία κατά την πατερικήν παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 47.
  33. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 43.
  34. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 44.
  35. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός..., ό.π., σελ. 102.
  36. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 108.
  37. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός..., ό.π., σελ. 116-117.
  38. Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός..., ό.π., σελ. 116.
  39. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, ό.π., σελ. 218.
  40. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 30.
  41. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, ό.π., σελ. 272.
  42. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες..., ό.π., σελ. 158.
  43. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες..., ό.π., σελ. 160.
  44. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, ό.π., σελ. 271.
  45. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, ό.π., σελ. 270.
  46. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 117.
  47. Θεοδώρου, ''Ιστορία των Δογμάτων..., ό.π., σελ. 32.
  48. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, ό.π., σελ. 272.
  49. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες..., ό.π., σελ. 121.
  50. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες..., ό.π., σελ. 160.
  51. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί Πατέρες..., ό.π., σελ. 161.
  52. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 526
  53. Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, σελίς 526

Βιβλιογραφία

  • Ιωάννη Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.
  • Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Παναγιώτη Χρήστου, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Δημητρίου Τσάμη, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001
  • Ανδρέα Θεοδώρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, Μέρος β΄, Εκδόσεις Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
  • Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, Αθήνα, 1998.
  • Βλασίου Φειδά, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Σάββα Αγουρίδη, «Ο Χριστιανισμός έναντι του Ιουδαϊσμού και του Ελληνισμού κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.