Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θεοτόκος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Η αειπαρθενία της Θεοτόκου)
μ (Η αειπαρθενία της Θεοτόκου)
Γραμμή 18: Γραμμή 18:
 
Μέχρι τον ερχομό του [[Μεσσίας|Μεσσία]], ''"η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"''<ref>"Μαρία", ''Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας'' (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.</ref>. Η επιρροή του [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμού]], δημιούργησε επάνω στο ζήτημα της σαρκικής ηδονής, αιρετικές τάσεις στην αρχαία εκκλησία, οι οποίες, εξαιτίας της γνωστικιστικής [[Διαρχίας]] (βλ. και [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%BF:%CE%94#.CE.94.CE.B9 λεξικό: ''Διαρχία'']) κινούνταν, σε δύο ακραίες κατευθύνσεις: είτε στην κατάχρηση/φιληδονία (με σκοπό την φθορά της ύλης), είτε στην πλήρη εγκράτεια, δηλ. νέκρωση όλων των ανθρωπίνων στοιχείων<ref>"Εγκρατίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 5 (1964), στ. 327.</ref>. Η Εκκλησία σαφώς πολέμησε όλες τις ''"ανεξέλεγκτες...ασκητικές τάσεις"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 943.</ref> ([[Εγκρατίτες]]<ref>''ΘΗΕ'', τόμ. 5 (1964), στ. 327.</ref>, [[Ευσταθιανοί|Ευσταθιανούς]]<ref>Φειδάς, ό.π., σελ. 940.</ref>, [[Μεσσαλιανοί|Μεσσαλιανούς]]<ref>Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 943.</ref>), όπως και τις πεποιθήσεις περί ηθικής τελειώσεως διά της σαρκικής ακολασίας (π.χ. [[Βαλααμίτες]] και [[Νικολαΐτες]]<ref>"Βαλααμίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 3(1963), στ. 569.</ref>). Η ορθή διδασκαλία καταδίκαζε το ''"φρόνημα της σαρκός"'' (''Ρωμ. 8,6-7''), ταυτόχρονα όμως, διδάσκει ο [[Απόστολος Παύλος]]: ''"η γυναίκα δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα, αλλά ο άνδρας. Το ίδιο δε και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον (με αποχή και εγκράτεια δηλαδή) παρά μόνο για λίγο μετά από κοινή συμφωνία για να επιδίδεστε στη νηστεία και στην προσευχή"''<ref>''Α΄ Κορ. 7,4-5'', Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, ''Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση'', 7η έκδ., Αθήνα 2003, σελ. 442.</ref>. Το σώμα έπρεπε να είναι ''"νεκρόν"'' μόνον ''"δι' αμαρτίαν"''(''Ρωμ. 8,10'').
 
Μέχρι τον ερχομό του [[Μεσσίας|Μεσσία]], ''"η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"''<ref>"Μαρία", ''Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας'' (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.</ref>. Η επιρροή του [[Γνωστικισμός|Γνωστικισμού]], δημιούργησε επάνω στο ζήτημα της σαρκικής ηδονής, αιρετικές τάσεις στην αρχαία εκκλησία, οι οποίες, εξαιτίας της γνωστικιστικής [[Διαρχίας]] (βλ. και [http://el.orthodoxwiki.org/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%84%CF%85%CF%80%CE%BF:%CE%94#.CE.94.CE.B9 λεξικό: ''Διαρχία'']) κινούνταν, σε δύο ακραίες κατευθύνσεις: είτε στην κατάχρηση/φιληδονία (με σκοπό την φθορά της ύλης), είτε στην πλήρη εγκράτεια, δηλ. νέκρωση όλων των ανθρωπίνων στοιχείων<ref>"Εγκρατίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 5 (1964), στ. 327.</ref>. Η Εκκλησία σαφώς πολέμησε όλες τις ''"ανεξέλεγκτες...ασκητικές τάσεις"''<ref>Φειδάς Ιω. Βλάσιος, ''Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία'', τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 943.</ref> ([[Εγκρατίτες]]<ref>''ΘΗΕ'', τόμ. 5 (1964), στ. 327.</ref>, [[Ευσταθιανοί|Ευσταθιανούς]]<ref>Φειδάς, ό.π., σελ. 940.</ref>, [[Μεσσαλιανοί|Μεσσαλιανούς]]<ref>Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 943.</ref>), όπως και τις πεποιθήσεις περί ηθικής τελειώσεως διά της σαρκικής ακολασίας (π.χ. [[Βαλααμίτες]] και [[Νικολαΐτες]]<ref>"Βαλααμίται", ''ΘΗΕ'', τόμ. 3(1963), στ. 569.</ref>). Η ορθή διδασκαλία καταδίκαζε το ''"φρόνημα της σαρκός"'' (''Ρωμ. 8,6-7''), ταυτόχρονα όμως, διδάσκει ο [[Απόστολος Παύλος]]: ''"η γυναίκα δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα, αλλά ο άνδρας. Το ίδιο δε και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον (με αποχή και εγκράτεια δηλαδή) παρά μόνο για λίγο μετά από κοινή συμφωνία για να επιδίδεστε στη νηστεία και στην προσευχή"''<ref>''Α΄ Κορ. 7,4-5'', Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, ''Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση'', 7η έκδ., Αθήνα 2003, σελ. 442.</ref>. Το σώμα έπρεπε να είναι ''"νεκρόν"'' μόνον ''"δι' αμαρτίαν"''(''Ρωμ. 8,10'').
  
Στην περίπτωση όμως του [[Χριστός|Χριστού]], ο θεάνθρωπος δεν ''"έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"''<ref>Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Η Ιστορική Πορεία του Ιησού'', Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.</ref>. Ταυτόχρονα, η ονομασία ''Αειπάρθενος'' ''"σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"''<ref>Φλορόφσκυ, ''Θέματα...'', ό.π., σελ. 135.</ref>. Όπως γράφει ο αγ. [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννης ο Δαμασκηνός]] ''"την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"''<ref>Φλορόφσκυ, ''Θέματα...'', ό.π., σελ. 136.</ref>.  
+
Στην περίπτωση όμως του [[Χριστός|Χριστού]], ο θεάνθρωπος δεν ''"έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"''<ref>Πατρώνος Π. Γεώργιος, ''Η Ιστορική Πορεία του Ιησού'', Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.</ref>. Ταυτόχρονα, η ονομασία ''Αειπάρθενος'' ''"σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"''<ref>Φλορόφσκυ, ''Θέματα...'', ό.π., σελ. 135.</ref>. Όπως γράφει ο αγ. [[Ιωάννης Δαμασκηνός|Ιωάννης ο Δαμασκηνός]] ''"την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"''<ref>Φλορόφσκυ, ''Θέματα...'', ό.π., σελ. 136.</ref>.  
  
 
Στο ζήτημα της σωματικής ''αειπαρθενίας'' της ''θεοτόκου'' (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και [[Χριστολογία|Χριστολογικές]] προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός [[Αυγουστίνος]]: η ''Μαρία'', ''"virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 211.</ref>.
 
Στο ζήτημα της σωματικής ''αειπαρθενίας'' της ''θεοτόκου'' (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και [[Χριστολογία|Χριστολογικές]] προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός [[Αυγουστίνος]]: η ''Μαρία'', ''"virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"''<ref>Τρεμπέλας, ''Δογματική...'', Β', ό.π., σελ. 211.</ref>.

Αναθεώρηση της 15:02, 7 Δεκεμβρίου 2008

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

«Θεοτόκος»[1] και «Παναγία» »[2], «Θεομήτωρ»[3] ή «Μήτηρ Θεού»[4], «Υπέραγνη Δέσποινα»[5] και «αγία Μαρία η αειπάρθενος» [6], είναι μερικές από τις προσωνυμίες της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, της "λαμπρότερης μορφής στo αγιολόγιο και εορτολόγιο της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας"[7].

Ο Ορθόδοξος κόσμος, "την τιμά ως το γλυκύτερο και υψηλότερο δημιούργημα τού Θεού, της οποίας τη δόξα τοποθετεί πιο πάνω από τη δόξα των αγγέλων, την ψάλλει ως «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»"[8], αλλά και ως "θεία Πύλη και μήτηρ της όντως ζωής[9],...του μονογενούς Υιού του Θεού, ην διελθών...πάσιν ανθρώποις σωτηρίαν απειργάσατο"[10]. Η ευλάβεια προς το πρόσωπό της "δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των ναών και μονών που είναι αφιερωμένοι σ' αυτήν", "τις εικονογραφικές παραστάσεις", "τους εκκλησιαστικούς ύμνους" και τα "εγκωμιαστικά έργα" τα οποία έχουν γραφτεί προς τιμή της[11].

Η τιμή προς τη Θεοτόκο, "έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας"[12], από την οποία προσαγορεύεται έτσι, επειδή έτεκε (= γέννησε) τον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο[13] και Υιό του Θεού. Για τον ίδιο λόγο, ψάλλεται ως «Κλίμαξ επουράνιος»[14], δια της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος ο Χριστός-Λόγος και έτσι, η ίδια, αφού ελεύθερα υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και συνεργάστηκε[15], κατέστη η της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[16].

Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τη Θεοτόκο

Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"

Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[17]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[18]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[19] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος). Παρά ταύτα όμως, "είναι γεγονός ότι το όνομα εχρησιμοποιείτο πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος ή πιθανόν και του τρίτου ακόμη" (Ωριγένης) και σίγουρα "βρισκόταν ήδη μέσα στην Παράδοσι, όταν το πολεμούσαν και το αποκήρυτταν ο Νεστόριος κι οι οπαδοί του"[20]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[21]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[22].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[23], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[24]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[25]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[26], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[27] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[28], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[29]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[30]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[31]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[32].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[33]. Η επιρροή του Γνωστικισμού, δημιούργησε επάνω στο ζήτημα της σαρκικής ηδονής, αιρετικές τάσεις στην αρχαία εκκλησία, οι οποίες, εξαιτίας της γνωστικιστικής Διαρχίας (βλ. και λεξικό: Διαρχία) κινούνταν, σε δύο ακραίες κατευθύνσεις: είτε στην κατάχρηση/φιληδονία (με σκοπό την φθορά της ύλης), είτε στην πλήρη εγκράτεια, δηλ. νέκρωση όλων των ανθρωπίνων στοιχείων[34]. Η Εκκλησία σαφώς πολέμησε όλες τις "ανεξέλεγκτες...ασκητικές τάσεις"[35] (Εγκρατίτες[36], Ευσταθιανούς[37], Μεσσαλιανούς[38]), όπως και τις πεποιθήσεις περί ηθικής τελειώσεως διά της σαρκικής ακολασίας (π.χ. Βαλααμίτες και Νικολαΐτες[39]). Η ορθή διδασκαλία καταδίκαζε το "φρόνημα της σαρκός" (Ρωμ. 8,6-7), ταυτόχρονα όμως, διδάσκει ο Απόστολος Παύλος: "η γυναίκα δεν εξουσιάζει το δικό της σώμα, αλλά ο άνδρας. Το ίδιο δε και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το δικό του σώμα αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον (με αποχή και εγκράτεια δηλαδή) παρά μόνο για λίγο μετά από κοινή συμφωνία για να επιδίδεστε στη νηστεία και στην προσευχή"[40]. Το σώμα έπρεπε να είναι "νεκρόν" μόνον "δι' αμαρτίαν"(Ρωμ. 8,10).

Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[41]. Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[42]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[43].

Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[44].

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[45]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[46], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[47]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[48]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[49], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[50].

Υποσημειώσεις

  1. Άλμα πάνω Ωριγ. PG 17,321Α.
  2. Άλμα πάνω Ωριγ. PG 17,329C.
  3. Άλμα πάνω Γρηγ. Νύσσης PG 46,1176B.
  4. Άλμα πάνω Εφραίμ Σύρου, Ευχαί, στο Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμ. 6, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 351.
  5. Άλμα πάνω Ιω. Χρυσοστ. PG 61,724.
  6. Άλμα πάνω Επιφαν. Πανάριον, Αίρεσις οη΄, 5.
  7. Άλμα πάνω Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 113.
  8. Άλμα πάνω Θεοδώρου Ανδρέας, ό.π.
  9. Άλμα πάνω Κοντάκιον, στα προεόρτια γεννήσεως θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 488.
  10. Άλμα πάνω Στιχηρά Ιδιόμελα σε ήχο πλ. Β', εις το Γενέθλιον της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου, στο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού, έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 489.
  11. Άλμα πάνω Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57.
  12. Άλμα πάνω «Θεοτόκος», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  13. Άλμα πάνω «Θεοτόκος», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  14. Άλμα πάνω Ακάθιστος Ύμνος, Α΄ στάσις, «Μέγας και Ιερός Συνέκδημος Ορθοδόξου Χριστιανού», έκδ. ΙΓ', Παπαδημητρίου, Αθήνα 2001, σελ. 107.
  15. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 133.
  16. Άλμα πάνω Ιω. Δαμασκ. PG 96,656Α.
  17. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ Γεώργιος, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 125.
  18. Άλμα πάνω Μεταφρασμένο παράθεμα από την Επιστολή #101, στο Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π.
  19. Άλμα πάνω Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205.
  20. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, ό.π.
  21. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, στο ίδιο.
  22. Άλμα πάνω "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 667.
  23. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 126.
  24. Άλμα πάνω -Η Θεοτόκος-, Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 114.
  25. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 127.
  26. Άλμα πάνω Ματθ. 1,18. 13,55. Μάρκ. 3,31-32. Λουκ. 2,33 κ.ά.
  27. Άλμα πάνω Λουκ. 1,31.
  28. Άλμα πάνω Ματθ. 1,20.
  29. Άλμα πάνω Λουκ. 1,43. Η παραπάνω αγιογραφική επιχειρηματολογία βρίσκεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 205-206.
  30. Άλμα πάνω Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 206.
  31. Άλμα πάνω Κοντοστεργίου Δέσποινα, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 185.
  32. Άλμα πάνω Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 93-94.
  33. Άλμα πάνω "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 629.
  34. Άλμα πάνω "Εγκρατίται", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 327.
  35. Άλμα πάνω Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 943.
  36. Άλμα πάνω ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 327.
  37. Άλμα πάνω Φειδάς, ό.π., σελ. 940.
  38. Άλμα πάνω Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 943.
  39. Άλμα πάνω "Βαλααμίται", ΘΗΕ, τόμ. 3(1963), στ. 569.
  40. Άλμα πάνω Α΄ Κορ. 7,4-5, Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση, 7η έκδ., Αθήνα 2003, σελ. 442.
  41. Άλμα πάνω Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 95.
  42. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 135.
  43. Άλμα πάνω Φλορόφσκυ, Θέματα..., ό.π., σελ. 136.
  44. Άλμα πάνω Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 211.
  45. Άλμα πάνω Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π., στ. 628.
  46. Άλμα πάνω Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο, στ. 629.
  47. Άλμα πάνω Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, ό.π.
  48. Άλμα πάνω Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, στο ίδιο.
  49. Άλμα πάνω "Εβιωναίοι", ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 292.
  50. Άλμα πάνω Τρεμπέλας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 208.

Βιβλιογραφία

  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 119-125.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 112-119.
  • "Θεομητορικαί εορταί", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 6, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 274-276.
  • "Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 27, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Θεοτόκος", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Οι πληροφορίες των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων για την Πανάγια», στο Βιβλικές Μελέτες Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004 (σελ. 260-281).
  • "Μαρία η Θεοτόκος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 40, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  • "Μαρία η Θεοτόκος", Κολιτσάρας Θ. Ιωάννης, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, 'Η Ζωή', 2η έκδ., Αθήναι 1998, σελ. 219-222.
  • "Μαρία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 649-722.
  • "Μαρία", Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 627-633.
  • "Παναγία", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  • Παπαδόπουλος Αντώνιος, Αγιολογία, τόμ. Ι - Θέματα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 91-96.
  • Πατρώνος Π. Γεώργιος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Δόμος, Αθήνα 1991, σελ. 89-119.
  • Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 204-216.
  • Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 57-92.
  • Φίλης Χαρ. Λουκάς, Η Αξία των Καταλόγων του Γενεαλογικού Δένδρου του Ιησού Χριστού, Αθήνα 1978, σελ. 19-23.
  • Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Η αειπάρθενος μητέρα του Θεού», στο Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 2η έκδ., Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989 (σελ. 125-139).