Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιεροσύνη"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η '''ιερωσύνη''' είναι το [[Ιερά Μυστήρια|μυστήριο]] της εκκλησίας το οποίο παρέχει την ''"εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490</ref>. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό<ref>Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «''Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς''»</ref><ref>Εβραίους 8, 6. 9, 15: «''και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...''»</ref>. Ουσιαστικά αποτελεί το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη τελικά είναι το χάρισμα που δίνει ο Κύριος μέσω της ζωοποιητικής του θυσίας και ανάστασης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, ενώ ως καρπός του σώματος προκύπτουν μέλη τα οποία μέσω ειδικού πλέον χαρίσματος οδηγούνται στη λεγόμενη ειδική ιεροσύνη.
+
Η '''ιερωσύνη''' είναι το [[Ιερά Μυστήρια|μυστήριο]] της εκκλησίας το οποίο παρέχει την ''"εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"''<ref>Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490</ref>, η οποία παρέχεται μέσω της αδιάκοπης [[Αποστολική διαδοχή|Αποστολικής διαδοχής]] και καθιστά τους [[Επίσκοπος|επισκόπους]] ή τους [[Πρεσβύτερος|πρεσβυτέρους]] τα ''"απαραίτητα όργανα"'' διά των οποίων ''"ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός επιτελεί"'' τα μυστήρια<ref>"Μυστήριον", ''Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια'', τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 236.</ref>. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστού]] και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό<ref>Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «''Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς''»</ref><ref>Εβραίους 8, 6. 9, 15: «''και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...''»</ref>. Ουσιαστικά αποτελεί το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη τελικά είναι το χάρισμα που δίνει ο Κύριος μέσω της ζωοποιητικής του θυσίας και ανάστασης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, ενώ ως καρπός του σώματος προκύπτουν μέλη τα οποία μέσω ειδικού πλέον χαρίσματος οδηγούνται στη λεγόμενη ειδική ιεροσύνη.
 
==Θεολογία==
 
==Θεολογία==
  

Αναθεώρηση της 18:30, 2 Μαρτίου 2009

Η ιερωσύνη είναι το μυστήριο της εκκλησίας το οποίο παρέχει την "εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"[1], η οποία παρέχεται μέσω της αδιάκοπης Αποστολικής διαδοχής και καθιστά τους επισκόπους ή τους πρεσβυτέρους τα "απαραίτητα όργανα" διά των οποίων "ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός επιτελεί" τα μυστήρια[2]. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό[3][4]. Ουσιαστικά αποτελεί το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη τελικά είναι το χάρισμα που δίνει ο Κύριος μέσω της ζωοποιητικής του θυσίας και ανάστασης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, ενώ ως καρπός του σώματος προκύπτουν μέλη τα οποία μέσω ειδικού πλέον χαρίσματος οδηγούνται στη λεγόμενη ειδική ιεροσύνη.

Θεολογία

Γενική ιεροσύνη

Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης[5], που στην εκκλησία πλέον δε νοείται ως μεσιτική εξουσία, όπως ήταν κατά την Παλαιά Διαθήκη[6], αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού "είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"[7]. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού "μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"[8]. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία[9]. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως βασίλειον ιεράτευμα[10]. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.

Ειδική ιεροσύνη

Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας[11]. Είναι ουσιαστικά το μυστήριο το οποίο καθιστά ικανό ένα μέλος της εκκλησίας να επιτελεί τις "αναγκαίες λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιείται και καρποφορεί μεταξύ των ανθρώπων το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού"[12]. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος[13]. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά "για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"[14]. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής. Έτσι στην εκκλησία "υπάρχει χαρισματική κοινωνία και όχι κυριαρχική τάξη μέσα σε μία νομικά συγκροτημένη κοινωνία, όπου ο ανώτερος καταπιέζει για οποιοδήποτε λόγο τον κατώτερο. Σε ένα σώμα δε νοείται καμία κυριαρχική καταπίεση ενός μέλους στο άλλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αν συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει αλάθητο σύμπτωμα της αρρώστιας του σώματος"[15].

Η ιεροσύνη του Ιησού Χριστού

Κατά τον συντάκτη της Προς Εβραίους επιστολή ο Ιησούς Χριστός "δια το μένειν εις το αιώνα, απαράβατον έχει την ιεροσύνην"[16], συνάμα όμως είναι "μεσίτου θεού και ανθρώπου"[17] και "διαθήκης καινής μεσίτου"[18]. Έτσι τελικά η ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης αποβαίνει η προετοιμασία της ιεροσύνης του Χριστού.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η πατερική διδασκαλία. Ο Ιησούς ως σαρκωμένος Λόγος δεν είναι μόνο ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και η ανακεφαλαίωση και ενοποίηση της ιστορίας του περιούσιου λαού, όπου κυριαρχούσαν τρεις εξουσίες. Η βασιλική, η ιερατική και η προφητική. Το χρίσμα σε κάθε μια από αυτές τις τάξεις έδινε το δικαίωμα για διακυβέρνηση και καθοδήγηση του λαού. Τα τρία αυτά αξιώματα δεν συνυπήρχαν πάντοτε, ενώ πολλές φορές βρίσκονταν και σε αντιμαχόμενες πλευρές. Στο πρόσωπο όμως του Χριστού πλέον αυτές οι τρεις εξουσίες συνενώνονται. Η εκκλησία πλέον ως σώμα και κοινωνία των λογικών και νοερών όντων και ως βασίλειο ιεράτευμα δε μπορεί να νοείται δίχως αυτές τις τρεις εξουσίες. Οι εξουσίες αυτές είναι: "η βασιλική εξουσία [που] είναι η δύναμη που πραγματώνει το ίδιο το έργο της δημιουργίας, η προφητική [που] είναι η δύναμη του λόγου που κάνει τη διαφορότητα και την ποικιλία των κτιστών όντων μέσα σε ένα κυριαρχικό σώμα...Η ιερατική εξουσία [που] είναι η δύναμη που συνέχει τα λογικά όντα με το Θεό, ώστε να αναφέρονται προς αυτόν και να ευδοκιμούν στην τελειωτική τους πορεία"[19]. Έτσι λοιπόν ως βασιλέας συνέτριψε τις δαιμονικές δυνάμεις και έθεσε τα θεμέλια του οικοδομήματος της εκκλησίας, θριαμβεύοντας επί του θανάτου με την ένδοξή του Ανάσταση. Ως προφήτης με το λόγο, διόρθωσε τη φύση των αμαρτωλών οδηγώντας στην κάθαρση και την ανανέωση μέσω της φανέρωσης της αλήθειας και τέλος ως αρχιερέας και μοναδικός μεσίτης της κτίσης και του θεού, προσφέροντας θυσία τον ίδιο του τον εαυτό. Τα τρία αυτά αξιώματα συνυπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού και κανένα δεν αυτονομείται από το άλλο[20]. Επιπρόσθετα τα αξιώματα αυτά πλέον ο Κύριος τα μεταβιβάζει και τα εντάσσει στην εκκλησία. Εξού και ο θείος Παύλος στην προς Εβραίους επεξηγώντας το αρχιερατικό έργο του Θεού "κάνει λόγο για την κατάργησή της με την εμφάνιση και τη λειτουργία της ιεροσύνης του Χριστού". Τελικά τα τρία αυτά αξιώματα είναι ο πληρωμένος τύπος της ιστορίας του περιούσιου λαού, η αναζήτηση της σωτηρίας και της ορθής σχέσης με το Θεό. Έτσι πλέον η εκκλησία, είναι ο νέος Ισραήλ που ως στόχο έχει μια εξελικτική πορεία, μία εσχατολογική τελείωση προς την πορεία του θελήματος της θείας οικονομίας[21].

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης στην Καινή Διαθήκη

Μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται "έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"[22] καθώς και "ιερείς του Θεού και του Χριστού"[23]. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι Απόστολοι δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Στις Πράξεις των Αποστόλων περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.

Για το θεσμό του διακόνου μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των αποστόλων. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επί την κεφαλή τους, μετά από προσευχή[24]. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις Πράξεις, το οποίο σαφώς και δεν αναφέρεται σε ηλικιακά πρεσβυτέρους, αλλά σε φέροντες εκκλησιαστικό αξίωμα[25]. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε ακόμα, πως οι Παύλος και Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια χειροτόνησαν "κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"[26].

Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι Απόστολοι[27]. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου[28]. Μέσα στην Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Σημαντικές είναι αναφορές προς τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους[29]. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.

Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προλεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε Τάξη των Προφητών. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο Τίτος και ο Τιμόθεος είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν[30] και να εκπροσωπούν του αποστόλους[31]. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης[32].

Τέλος σύμφωνα με την πατερική γραμματεία ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό[33], δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο[34]. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας[35].

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη

Βλέπε κύριο άρθρο "Επίσκοπος"

Επεξηγώντας το έργο προς τους Αποστόλους, ο Ιησούς Χριστός αναφέρει:

"καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς... λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται...αλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν."[36],

ενώ προσευχόμενος:

"καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον. καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ"[37].

Είναι λοιπόν φανερό πως μαζί με την αποστολή στους μαθητές του, ο ίδιος ο Κύριος μετέδωσε και τα χαρίσματά του[38]. Τα χαρίσματα αυτά είναι το προφητικό χάρισμα, δηλαδή η εξουσία οι Απόστολοι να κηρύττουν το ευαγγέλιο, το αρχιερατικό χάρισμα, δηλαδή η εξουσία να τελούν μυστήρια, καθώς και το βασιλικό, ήτοι η εξουσία να ποιμαίνουν την εκκλησία[39]. Μάλιστα ο ίδιος ο Κύριος αναφέρει πως:

"῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με"[40].

Ο Κλήμης Ρώμης υπομνηματίζει δεικνύοντας συνάμα και την εκκλησιαστική συνείδηση της εποχής πως "οι απόστολοι ημίν ευηγγελίσθησαν από Ιησού Χριστού, Ιησούς Χριστός από του Θεού και οι Απόστολοι από του Χριστού εγένετο ουν αμφότερα εκτάκτως εκ θελήματι Θεού"[41]. Οι Απόστολοι με τη σειρά τους εξέλεξαν νέα στελέχη της εκκλησίας, όπως τον Τίτο και τον Τιμόθεο, όπου δια επιθέσεως των χειρών τους μετέδωσαν Πνεύμα Άγιο. Και πάλι εδώ ο Κλήμης Ρώμης μας αναφέρει πως οι Απόστολοι

"όπως εάν κοιμηθώσι διαδέξονται έτεροι διακεκριμένοι άνδρες την λειτουργίαν αυτών"[42].

Χαρακτηριστικό όμως είναι και εν προκειμένω πως η χάρη αυτή δίδεται από το Θεό, καθώς όπως ο Απόστολος Παύλος λέγει:

"προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος."[43].

Εκ των ανωτέρω γίνεται φανερό "ότι η ιερωσύνη έχει την αρχή της από το Θεό όπως και η εκκλησία και συνυπάρχει μαζί της...ο ισχυρισμός των προτεσταντικών εκκλησιών και ομολογιών ότι οι Απόστολοι είχαν και μετέδιδαν ιερωσύνη χωρίς μυστήριο, η δε επίθεση ήταν απλώς μία τελετή διορισμού σε κάποιο εκκλησιαστικό υπούργημα έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές ανωτέρω"[44].

Από τις αρχές του δευτέρου αιώνα ο όρος επίσκοπος ταυτίστηκε προς τον φορέα της αποστολικής διαδοχής σε κάθε τοπική εκκλησία[45]. Ο όρος αυτός διαφαίνεται σαφώς μέσα από τις επιστολές του Ιγνατίου, αφού ο ίδιος αποκαλεί επισκόπους τόσο τον Ονήσιμο Εφέσου, όσο και τον Πολύκαρπο[46]. Ο δε Πολύκαρπος στην Προς Φιλιππησίους αποκαλείται "Πολύκαρπος και οι συν αυτώ πρεσβύτεροι", κάτι που δείχνει την μετάλλαξη του όρου που είχε αρχίσει να συντελείται. Έτσι η εξέλιξη του όρου, πριν το 120 όπου τοποθετείται το αργότερο ο θάνατος του Ιγνατίου, διαφαίνεται ήδη συντελεσμένη[47]. Έτσι "η χειροτονία από τον προφήτη ή απόστολο των διαδόχων της εξουσίας του σε κάθε τοπική εκκλησία της περιοχής ευνόησε την αμεσότερη και ευρύτερη σύνδεση του νέου θεσμικού στοιχείου του ιερατείου της τοπικής εκκλησίας με το όνομα και τη λειτουργία της επισκοπής...αφαίρεσαν δε τον τίτλο από τους πρεσβυτέρους"[48]. Γι αυτό και "δεν είναι ορθές οι ακραίες παραδοχές της προτεσταντικής έρευνας, οι οποίες πηγάζουν από την κάθετη διάκριση του τοπικού ιερατείου από την οικουμενική τάξη των χαρισματούχων κατά την αποστολική εποχή...Οι προφήτες υπήρξαν άμεσοι διάδοχοι των αποστόλων στην αποστολική λειτουργία της επισκοπής...εφοδιασμένοι δια αποστολικής χειροτονίας...μετά το θάνατο τους συνέχισαν το αποστολικό έργο... η εξαρτημένη από τους προφήτες τοπική αυθεντία της επισκοπής...αφαιρέθηκε από τους επισκόπους του μόνιμου ιερατείου και απορροφήθηκε από τους προφήτες ή και από τους κατά τόπους χειροτονηθέντες διαδόχους της αυθεντίας επισκόπους"[49].

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου "δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"[50]. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου[51]. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.

Οι ορθόδοξοι ιερείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Το λευκό ή έγγαμο κλήρο, καθώς και το μαύρο ή άγαμο[52]. Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι Αποστολικές Διαταγές. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο πρεσβύτερος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει[53], δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει. Το πρεσβυτέριο είναι φανερό μέσα από την πατερική παράδοση πως ουδέποτε παρενέβαινε στη διαδικασία της χειροτονίας[54][55].

Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου σύμφωνα με το κείμενο των αποστολικών διαταγών. Είναι ουσιαστικά ο μόνος αρμόδιος για την τέλεση του "μυστηρίου της ιεροσύνης". Όπως διαφαίνεται μέσα από την επιστολή προς Τιμόθεο[56], ο Τιμόθεος κατεστάθη ανώτερος λειτουργός της εκκλησίας, καθιστώντας κατά πόλη πρεσβυτέρους ή επισκόπους (με την καινοδιαθηκική έννοια). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μαθητής των Αποστόλων Τίτος[57]. Οι μαθητές αυτοί λοιπόν όπως προλέχθη, καθίσταντο ήδη εν ζωή η τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης και εν συνεχεία, όπως διαβλέπουμε στις επιστολές Ιγνάτιου, παρέδωσαν τις αρμοδιότητές τους στο σώμα των επισκόπων το οποίο πλέον διαχωρίστηκε από την έννοια του πρεσβυτερίου. Ο επίσκοπος από τον 6ο ή 7ο αιώνα πρέπει να είναι άγαμος, ενώ τουλάχιστον από το 14ο έπρεπε να είναι και μοναχός[58].

Αν κάποιος κληρικός αποφασίσει να εισέλθει στο σχήμα του κλήρου άγαμος, δεν επιτρέπεται εν συνεχεία να παντρευτεί. Επίσης αν κάποιος λάβει το ιερατικό σχήμα, δεν μπορεί εν συνεχεία να επανέλθει στο κοσμικό σχήμα. Φυσικά ουδέποτε η εκκλησία υποχρεώνει κάποιον σε τελεσίδικες αποφάσεις, αλλά αυτό αποτελεί βαρύτατο παράπτωμα, αφού είναι καταπάτηση της υπόσχεσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού[59]. Τέλος η χάρη του σχήματος είναι ανεξάληπτη, δηλαδή δεν επιτρέπεται αναχειροτόνηση[60].

Οι γυναίκες

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου[61]. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνταν εντός του βήματος, όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησίας έφεραν και οράριο. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία[62]. Έτσι και οι γυναίκες φαίνεται πως είχαν λειτουργικό ρόλο στην εκκλησία, πιθανώς όπως και κάθε άνδρας διάκονος. Βοηθούσαν ιδιαίτερα στο βάπτισμα των γυναικών και εκτελούσαν ποιμαντικό έργο ανάμεσα στις γυναίκες της κοινότητας. Δεν υπάρχουν όμως επαρκείς πληροφορίες για το αν διαδραμάτιζαν ρόλο στη διεξαγωγή της λειτουργίας[63]. Η τάξη των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ από την εκκλησία αλλά από τον 6ο με 7ο αιώνα ο θεσμός σταδιακά πέρασε σε αχρησία, ώσπου εξαφανίστηκε κατά τον 12ο[64].

Σε ότι αφορά την ιεροσύνη των γυναικών και τη σύγχρονη προβληματική. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη έγινε "ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση"[65]. Κατά βάση σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τις πιθανές επιφυλάξεις των ανθρώπων της εποχής κυρίως για τον παραλληλισμό με τις αντίστοιχες ιέρειες των μυστηριακών θρησκειών[66]. Στην εκκλησία λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η ισοτιμία των μελών[67], όπως συμβαίνει σε ένα κατά φύση σώμα, όμως "η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη ιερέα Χριστό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ ισοτιμία και ισότητα παραμένουν αμετακίνητες"[68]. Έτσι λοιπόν η εκκλησία χωρίς να θεσπίσει κάποιο δόγμα απέκλεισε τη γυναίκα από το αξίωμα αυτό, δηλαδή του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτό δε συνέβη όμως διότι ο Χριστός κάλεσε άνδρες αποστόλους, αφού είναι εμφανές ότι στην εκκλησιαστική παράδοση και ιδίως σε σχέση με τη θέση της γυναίκας της εποχής στον αντίστοιχο ειδωλολατρικό χώρο, οι γυναίκες της εκκλησίας είχαν σαφώς ανώτερη θέση. Αυτό επίσης δε συνέβη, διότι η Θεοτόκος δεν άσκησε κάποιο ιερατικό ρόλο. Χαρακτηριστική σε αυτό το σημείο είναι η θέση της στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αγιότερο πλάσμα πάσης της κτίσεως, τοποθετούμενη μετά την Αγία Τριάδα. Επιπρόσθετα αυτό δε συνέβη ούτε διότι ο Χριστός ήταν άνδρας. Αυτή μάλιστα η άποψη οδηγεί και σε αιρετική αντίληψη του δόγματος του Χαλκηδόνος, αφού έτσι θα έχριε μόνο την ανδρική φύση, αλλά όχι το πλήρωμα της ανθρωπότητας. Ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής είναι σαφής πως ο Ιησούς με την θεϊκή ένωση κατάργησε τη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός[69]. Τελικά το γεγονός αυτό είναι μία μακραίωνη παράδοση της εκκλησίας, η οποία προκύπτει από την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα των μελών και κατά κανένα τρόπο τα μέλη της εκκλησίας, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού δε σημαίνει πως δεν είναι ομότιμα και ισότιμα[70].

Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης

Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Εμφατικά κάτι τέτοιο τονίζεται από τον Απόστολο Παύλο, στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου αναφέρει πως το Πνεύμα το Άγιο θέτει επισκόπους στην Εκκλησία και άρα μία τέτοια κίνηση είναι χάρισμα διδόμενο από το Θεό και όχι μία απλώς ανθρώπινη θέληση και κλίση[71]. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά κανονικών και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.

Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει βαπτιστεί με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και να έχει αναγνωριστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο 19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον Απόστολο Παύλο ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος "ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"[72]. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας[73][74], ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον Π. Τρεμπέλα σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος[75]. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου Φωτίου και του Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως, διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα[76].

Κατά την Καινή Διαθήκη και δη την επιστολή προς Τιμόθεον[77] πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν τελέσει έκλυτο βίο προ του βαπτίσματος, τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:

"Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν".

Σε αυτή την περίπτωση αν κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου "Πάντας ο θεός χειροτονεί δια πάντων ενεργεί"[78]. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και εκουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αίσθησης αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό[79], το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.

Η τέλεση του μυστηρίου (Χειροτονία)

Χειροτονία διακόνου

Η λέξη χειροτονία σημαίνει "ανάταση των χειρών"[80]. Με το θεσμό λοιπόν της χειροτονίας, δηλαδή της επίθεσης των χειρών επί της κεφαλής του λαϊκού που θα εισέλθει στον κλήρο, καθώς και τις απαραίτητες ευχές του επισκόπου τελείται η εξωτερική πλευρά του μυστήριου. Ήδη παρατηρείται στην Καινή Διαθήκη η τάξη αυτή[81]. Η χειροτονία των ανωτέρων βαθμών του κλήρου λαμβάνει πάντα χώρα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ενώ μία μόνο χειροτονία εκάστου βαθμού επιτρέπεται, ανά λειτουργία[82]. Διάκονος και πρεσβύτερος χειροτονούνται υπό του επισκόπου, ενώ ο επίσκοπος από τουλάχιστον δύο[83]. Επειδή όμως είναι συνοδικό σχήμα, σήμερα συνήθως χειροτονείται με απόφαση ολόκληρης της συνόδου. Κατά την αρχαία τάξη της εκκλησίας απαιτείται και η συμφωνία του λαού. Ο λαός συγκατανεύει στην χειροτονία κραυγάζοντας «Άξιος!». Στην Ελλαδική εκκλησία κατά τον 20ο αιώνα υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λαός εξέφρασε την αντίθεσή του προς χειροτονία, χωρίς όμως τελικά κάποια ματαίωση της χειροτονίας. Στη θεωρία όμως αν κάτι τέτοιο συμβεί θα πρέπει τότε να σταματήσει η χειροτονία[84].

Υποσημειώσεις

  1. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490
  2. "Μυστήριον", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 236.
  3. Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς»
  4. Εβραίους 8, 6. 9, 15: «και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...»
  5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489
  6. Εβραίους 7, 1-28
  7. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  8. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  9. Σε άλλα ιερατικά συστήματα
  10. Α΄ Πέτρου 2, 9 «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·»
  11. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491
  12. Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55
  13. ενθ.αν.
  14. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492
  15. Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος Κοινωνία Άνθρωπος κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόρης, Αθήνα 1980, σελ. 237
  16. Εβραίους 7, 24
  17. Α΄ Τιμόθεον 2, 5
  18. Εβραίους 8, 6
  19. Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 300
  20. ενθ.αν.
  21. Ν. Ματσούκας, Δογματική..., σελ. 308
  22. Α΄ Πέτρου 2, 9 «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς·»
  23. Αποκάλυψη κ΄, 6 «μακάριος καὶ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ· ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἔσονται ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ᾿ αὐτοῦ χίλια ἔτη.»
  24. Πράξεις των Αποστόλων 6, 6 «οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.»
  25. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294
  26. Πράξεις 14, 23 «χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι»
  27. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  28. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290
  29. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  30. Ά Κορινθίους 12,28-31
  31. Πράξεις 15, 22, 32 «32 ᾿Ιούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν. 33 ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους. 34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ.»
  32. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295
  33. Epist. 58 M. L. 3, 1005
  34. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289
  35. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.
  36. Ιωάννην 20, 21-23, 15, 16
  37. Ιωάννην 17, 18-19
  38. Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 55
  39. ο.π.
  40. Λουκάν 10, 16
  41. Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορινθίους 42, 1-2. PG 1, 292A
  42. Κλήμης Ρώμης, Α΄ Κορινθίους 44, 2
  43. Πράξεις 20, 28
  44. Δημητρίου Βάκαρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 57
  45. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, Τόμος Α΄, σελ. 101
  46. Ιγνατίου, προς Εφεσίους 1, 3
  47. Βλάσιος Φειδάς, ενθ.αν., σελ. 103
  48. ο.π.
  49. Βλάσιος Φειδάς, ενθ.αν., σελ.109-112
  50. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  51. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  52. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460
  53. Αποστολικές διαταγές Η, 4, 3-4
  54. Κυπριανός epist. 67, 5
  55. Μ. Αθανασίου, Απολ. κατά Αρειανών 12, Μ. 25, 269
  56. Τιμόθ. 1, 6
  57. Τίτον 1, 5
  58. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 461
  59. Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, σελ. 276
  60. ενθ.αν.
  61. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462
  62. Π. Τρεμπέλα, ενθ.αν., σελ.
  63. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., 462
  64. ο.π.
  65. Νικόλαος Ματσούκας, Οικουμενική θεολογία, σελ. 275
  66. ο.π.
  67. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Γένεσ., ομιλία 17, 8. PG 53, 144: «Εγώ μεν εξ αρχής ομότιμον σε εδημιούργησα, και της αυτής αξίας εν άπασιν αυτώ, κοινωνείν ηβουλήθην, και ώσπερ τω ανδρί, ούτω και σοι την κατά πάντων αρχήν ενεχείρησα»
  68. ο.π., 278
  69. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1309D
  70. ο.π., 280
  71. Πράξεις 20, 28: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος»
  72. Α΄ Τιμόθεον 3, 6 «μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. »
  73. Νεοκαισαρείας, καν. 11
  74. Εν Τρούλω, καν. 15
  75. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303
  76. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303
  77. Α΄ Τιμόθεον 5, 22 «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει. »
  78. Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610
  79. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 306
  80. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 308
  81. Πράξεις 6, 6
  82. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 459
  83. ενθ.αν.
  84. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
  • Νικόλαος Ματσούκας, "Οικουμενική θεολογία", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική ιστορία", Τόμος Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Δημήτριος Βάκαρος, "Η ιεροσύνη κατά τη γραμματεία των πρώτων πέντε αιώνων", Θεσσαλονίκη 1986.