Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιεροσύνη"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Οι γυναίκες)
μ (Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης)
Γραμμή 44: Γραμμή 44:
 
==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης==
 
==Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης==
  
Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά [[Ιεροί Κανόνες|κανονικών]] και ηθικών κωλυμάτων, που θα πρέπει να πληροί το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.
+
Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά [[Ιεροί Κανόνες|κανονικών]] και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.
  
 
Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]] με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και έχει αναγνωριστεί από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]]. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου]], που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος ''"ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 3, 6</ref>. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας<ref>Νεοκαισαρείας, καν. 11</ref><ref>Εν Τρούλω, καν. 15</ref>, ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον ''Π. Τρεμπέλα'' σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303</ref>. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]] και του [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως]], διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303</ref>.
 
Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει [[Βάπτισμα|βαπτιστεί]] με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και έχει αναγνωριστεί από την [[Ορθόδοξη Εκκλησία]]. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο [[Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες)|19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου]], που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον [[Απόστολος Παύλος|Απόστολο Παύλο]] ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος ''"ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"''<ref>Α΄ Τιμόθεον 3, 6</ref>. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας<ref>Νεοκαισαρείας, καν. 11</ref><ref>Εν Τρούλω, καν. 15</ref>, ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον ''Π. Τρεμπέλα'' σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303</ref>. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου [[Φώτιος Α΄ ο Μέγας|Φωτίου]] και του [[Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως|Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως]], διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα<ref>Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303</ref>.

Αναθεώρηση της 00:25, 20 Φεβρουαρίου 2009

Η ιερωσύνη είναι το μυστήριο της εκκλησίας το οποίο παρέχει την "εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"[1]. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό[2][3]. Δηλαδή αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας[4].

Θεολογία

Γενική ιεροσύνη

Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης[5]. Αυτή η χαρισματική εξουσία δε νοείται όμως ως μεσιτική εξουσία, όπως αυτή ήταν κατά την Παλαιά Διαθήκη[6], αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού "είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"[7]. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού "μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"[8]. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία[9]. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως βασίλειον ιεράτευμα[10]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε πλέον πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.

Ειδική ιεροσύνη

Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας[11]. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος[12]. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά "για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"[13]. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής. Έτσι στην εκκλησία "υπάρχει χαρισματική κοινωνία και όχι κυριαρχική τάξη μέσα σε μία νομικά συγκροτημένη κοινωνία, όπου ο ανώτερος καταπιέζει για οποιοδήποτε λόγο τον κατώτερο. Σ ένα σώμα δε νοείται καμία κυριαρχική καταπίεση ενός μέλους στο άλλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αν συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει αλάθητο σύμπτωμα της αρρώστιας του σώματος"[14].

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης μέσα στην Καινή Διαθήκη

Μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται "έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"[15] καθώς και "ιερείς του Θεού και του Χριστού"[16]. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι Απόστολοι δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Πράξεις των Αποστόλων περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.

Για το θεσμό του διακόνου μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των αποστόλων. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επι την κεφαλή τους, μετά από προσευχή[17]. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίοι σαφώς και δεν είναι ηλικιακά πρεσβύτεροι, αλλά έφεραν εκκλησιαστικό αξίωμα[18]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περιγραφή των Πράξεων κατά την οποία Παύλος και Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια χειροτόνησαν "κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"[19].

Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι Απόστολοι[20]. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου[21]. Μέσα στην Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Χαρακτηριστικές αναφορές γίνονται για τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους[22]. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.

Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προ λεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε Τάξη των Προφητών. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο Τίτος και ο Τιμόθεος είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν[23] και να εκπροσωπούν του αποστόλους[24]. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης[25].

Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό[26], δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο[27]. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας[28].

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη

Μαρτυρίες περί των βαθμών της ιεροσύνης διασώζονται σε πηγές των αμέσως επομένων αποστολικών ετών. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Κλήμεντα Ρώμης περί το 100, για την ένταση στην εκκλησία της Κορίνθου, η Διδαχή των Αποστόλων και ειδικώς οι επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, μέσω των οποίων διασώζεται και η μετάβαση της εξουσίας στον εκκλησιαστικό θεσμό του επισκόπου, συνταχθείσες το αργότερο μέχρι το 120. Χαρακτηριστική αναφορά εν προκειμένω γίνεται στην ενότητα του σώματος στον επίσκοπο, δια μέσου της ευχαριστιακής συνάξεως. Ο μεγάλος απολογητής Ιουστίνος, κάνει αναφορές επανειλημμένως περί "του προεστώτως των αδελφών"[29]. Ύστερες μαρτυρίες είναι οι του Κλήμεντος Αλεξανδρείας και του Ωριγένους οι οποίοι ρητώς κατονομάζουν τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης[30]. Από τον τρίτο αιώνα και ύστερα έχουμε πλειάδα αναφορών και λόγων περί ιεροσύνης.

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου "δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"[31]. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου[32]. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.

Οι ορθόδοξοι ιερείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Το λευκό ή έγγαμο κλήρο, καθώς και το μαύρο ή άγαμο[33]. Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι Αποστολικές Διαταγές. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο πρεσβύτερος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει[34], δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει. Το πρεσβυτέριο είναι φανερό μέσα από την πατερική παράδοση πως ουδέποτε παρενέβαινε στη διαδικασία της χειροτονίας[35][36].

Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου σύμφωνα με το κείμενο των αποστολικών διαταγών. Είναι ουσιαστικά ο μόνος αρμόδιος για την τέλεση του "μυστηρίου της ιεροσύνης". Όπως διαφαίνεται μέσα από την επιστολή προς Τιμόθεο[37], ο Τιμόθεος κατεστάθη ανώτερος λειτουργός της εκκλησίας, καθιστώντας κατά πόλη πρεσβυτέρους ή επισκόπους (με την καινοδιαθηκική έννοια). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μαθητής των Αποστόλων Τίτος[38]. Οι μαθητές αυτοί λοιπόν όπως προλέχθη, καθίσταντο ήδη εν ζωή η τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης και εν συνεχεία, όπως διαβλέπουμε στις επιστολές Ιγνάτιου, παρέδωσαν τις αρμοδιότητές τους στο σώμα των επισκόπων το οποίο πλέον διαχωρίστηκε από την έννοια του πρεσβυτερίου. Ο επίσκοπος από τον 6ο ή 7ο αιώνα πρέπει να είναι άγαμος, ενώ τουλάχιστον από το 14ο έπρεπε να είναι και μοναχός[39].

Αν κάποιος κληρικός αποφασίσει να εισέλθει στο σχήμα του κλήρου άγαμος, δεν επιτρέπεται εν συνεχεία να παντρευτεί. Επίσης αν κάποιος λάβει το ιερατικό σχήμα, δεν μπορεί εν συνεχεία να επανέλθει στο κοσμικό σχήμα. Φυσικά ουδέποτε η εκκλησία υποχρεώνει κάποιον σε τελεσίδικες αποφάσεις, αλλά αυτό αποτελεί βαρύτατο παράπτωμα, αφού είναι καταπάτηση της υπόσχεσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού[40]. Τέλος η χάρη του σχήματος είναι ανεξάληπτη, δηλαδή δεν επιτρέπεται αναχειροτόνηση[41].

Οι γυναίκες

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου[42]. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνταν εντός του βήματος, όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησίας έφεραν και οράριο. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία[43]. Έτσι και οι γυναίκες φαίνεται πως είχαν λειτουργικό ρόλο στην εκκλησία, πιθανώς όπως και κάθε άνδρας διάκονος. Βοηθούσαν ιδιαίτερα στο βάπτισμα των γυναικών και εκτελούσαν ποιμαντικό έργο ανάμεσα στις γυναίκες της κοινότητας. Δεν υπάρχουν όμως επαρκείς πληροφορίες για το αν διαδραμάτιζαν ρόλο στη διεξαγωγή της λειτουργίας[44]. Η τάξη των διακονισσών δεν καταργήθηκε ποτέ από την εκκλησία αλλά από τον 6ο με 7ο αιώνα ο θεσμός σταδιακά πέρασε σε αχρησία, ώσπου εξαφανίστηκε κατά τον 12ο[45].

Σε ότι αφορά την ιεροσύνη των γυναικών και τη σύγχρονη προβληματική. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη έγινε "ανεπαισθήτως και σιωπηρώς, χωρίς δογματική θέσπιση"[46]. Κατά βάση σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τις αρχικές επιφυλάξεις των ανθρώπων της εποχής κυρίως για τον παραλληλισμό με τις αντίστοιχες ιέρειες των μυστηριακών θρησκειών[47]. Στην εκκλησία λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η ισοτιμία των μελών, όπως συμβαίνει σε ένα κατά φύση σώμα, όμως "η χορήγηση των χαρισμάτων από τον τελετάρχη ιερέα Χριστό πραγματοποιείται σύμφωνα με τη ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα κάθε μέλους, ενώ ισοτιμία και ισότητα παραμένουν αμετακίνητες"[48]. Έτσι λοιπόν η εκκλησία χωρίς να θεσπίσει κάποιο δόγμα απέκλεισε τη γυναίκα από το αξίωμα αυτό, δηλαδή του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτό δε συνέβη όμως διότι ο Χριστός κάλεσε άνδρες αποστόλους, αφού είναι εμφανές ότι στην εκκλησιαστική παράδοση και ιδίως σε σχέση με τη θέση της γυναίκας της εποχής στον αντίστοιχο ειδωλολατρικό χώρο, οι γυναίκες της εκκλησίας είχαν σαφώς ανώτερη θέση. Αυτό επίσης δε συνέβη, διότι η Θεοτόκος δεν άσκησε κάποιο ιερατικό ρόλο. Χαρακτηριστική σε αυτό το σημείο είναι η θέση της στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως το αγιότερο πλάσμα πάσης της κτίσεως, τοποθετούμενη μετά την Αγία Τριάδα. Επισπρόσθετα αυτο δε συνέβη ούτε διότι ο Χριστός ήταν άνδρας. Αυτή μάλιστα άποψη οδηγεί και σε αιρετική αντίληψη του δόγματος του Χαλκηδόνος, αφού έτσι θα έχριε μόνο την ανδρική φύση, αλλά όχι το πλήρωμα της ανθρωπότητας. Ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής είναι σαφής πως ο Ιησούς με την θεϊκή ένωση κατάργησε τη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός[49]. Τελικά το γεγονός αυτό είναι μία μακραίωνη παράδοση της εκκλησίας, η οποία προκύπτει από την ιδιαιτερότητα και τη δεκτικότητα των μελών και κατά κανένα τρόπο τα μέλη της εκκλησίας, εξ αιτίας του γεγονότος αυτού δε σημαίνει πως δεν είναι ομότιμα και ισότιμα[50].

Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης

Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά κανονικών και ηθικών κωλυμάτων, που δε θα πρέπει να κωλύουν το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.

Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει βαπτιστεί με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και έχει αναγνωριστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο 19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον Απόστολο Παύλο ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος "ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"[51]. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας[52][53], ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον Π. Τρεμπέλα σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος[54]. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου Φωτίου και του Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως, διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα[55].

Κατά την Καινή Διαθήκη και δη την επιστολή προς Τιμόθεον[56] πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα όμως κατά τον Απόστολο Παύλο χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν πράξει έκλυτο βίο, προ του βαπτίσματος τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:

"Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν".

Σε αυτή την περίπτωση να κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου "Πάντας ο θεός χειροτονεί δια πάντων ενεργεί"[57]. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και με ακουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό[58], το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.

Το μυστήριο

Η λέξη χειροτονία σημαίνει "ανάταση των χειρών"[59]. Με το θεσμό λοιπόν της χειροτονίας, δηλαδή της επίθεσης των χειρών επί της κεφαλής του λαϊκού που θα εισέλθει στον κλήρο, καθώς και τις απαραίτητες ευχές του επισκόπου τελείται η εξωτερική πλευρά του μυστήριου. Ήδη από την Καινή Διαθήκη παρατηρούμε πως τηρήται αυτή η τάξη[60]. Η χειροτονία των ανωτέρων βαθμών του κλήρου λαμβάνει πάντα χώρα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ενώ μία μόνο χειροτονία εκάστου βαθμού επιτρέπεται[61]. Διάκονος και πρεσβύτερος χειροτονούνται υπό του επισκόπου, ενώ ο επίσκοπος από τουλάχιστον δύο[62]. Επειδή όμως είναι συνοδικό σχήμα, σήμερα συνήθως χειροτονείται με απόφαση ολόκληρης της συνόδου. Κατά την αρχαία τάξη της εκκλησίας απαιτείται και η συμφωνία του λαού. Ο λαός συγκατανεύει στην χειροτονία κραυγάζοντας Άξιος. Στην Ελλαδική εκκλησία κατά τον 20ο αιώνα υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λαός εξέφρασε την αντίθεσή του προς χειροτονία, χωρίς όμως τελικά κάποια αναστροφή της χειροτονίας. Στη θεωρία όμως αν κάτι τέτοιο συμβεί θα πρέπει τότε να σταματήσει η χειροτονία[63].

Υποσημειώσεις

  1. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490
  2. Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς»
  3. Εβραίους 8, 6. 9, 15: «και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...»
  4. Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491
  5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489
  6. Εβραίους 7, 1-28
  7. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  8. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  9. Σε άλλα ιερατικά συστήματα
  10. Α΄ Πέτρου 2, 5 και 9
  11. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491
  12. ενθ.αν.
  13. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492
  14. Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος Κοινωνία Άνθρωπος κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόρης, Αθήνα 1980, σελ. 237
  15. Α΄ Πέτρου 2, 9
  16. Αποκάλυψη Κ΄, 6
  17. Πράξεις των Αποστόλων 6, 6
  18. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294
  19. Πράξεις 14, 23
  20. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  21. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290
  22. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  23. Ά κορινθίους 12,28-31
  24. Πράξεις 15,22,32
  25. Π> Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295
  26. Epist. 58 M. L. 3, 1005
  27. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289
  28. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.
  29. Ιουστίνου, Α΄ Απολογ. 65, 3 και 67, 4
  30. Κλήμης Αλεξανδρείας, Παιδαγωγός 3 Μ 8, 677. Στρωματείς Γ΄, 12 Μ 8, 1180
  31. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  32. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  33. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460
  34. Αποστολικές διαταγές Η, 4, 3-4
  35. Κυπριανός epist. 67, 5
  36. Μ. Αθανασίου, Απολ. κατά Αρειανών 12, Μ. 25, 269
  37. Τιμόθ. 1, 6
  38. Τίτον 1, 5
  39. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 461
  40. Ανδρέας Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά, σελ. 276
  41. ενθ.αν.
  42. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462
  43. Π. Τρεμπέλα, ενθ.αν., σελ.
  44. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., 462
  45. ο.π.
  46. Νικόλαος Ματσούκας, Οικουμενική θεολογία, σελ. 275
  47. ο.π.
  48. ο.π., 278
  49. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1309D
  50. ο.π., 280
  51. Α΄ Τιμόθεον 3, 6
  52. Νεοκαισαρείας, καν. 11
  53. Εν Τρούλω, καν. 15
  54. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303
  55. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303
  56. Α΄ Τιμόθεον, 5, 22
  57. Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610
  58. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 306
  59. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 308
  60. Πράξεις 6, 6
  61. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 459
  62. ενθ.αν.
  63. Κάλλιστος Ware, ενθ.αν., σελ. 460

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.
  • Νικόλαος Ματσούκας, "Οικουμενική θεολογία", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005.