Εκκλησιαστική Ιστορία
Εκκλησιαστική Ιστορία ονομάζουμε την επί της βάση της αντικειμενικής εκτιμήσεως και της εκκλησιολογικής αξιολογήσεως των σοζώμενων πηγών επιστημονική έκθεση, της όλης εξελίξεως του εσωτερικού και του εξωτερικού βίου της Εκκλησίας, κατά την ανάπτυξη της στο χώρο και στο χρόνο ως μιας αδιάκοπης και αυθεντικής συνεχίσεως της ιστορικής πορείας για την εκπλήρωση της αποστολής στον κόσμο. Ο Ιησούς Χριστός σε αυτή προβάλλεται όχι μόνο ως κέντρο αλλά και ανακεφαλαίωση της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους.
Ο όρος εκκλησία χρησιμοποιείται ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, για να δηλώσει τη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα, του κόσμου η οποία φανερώνεται με τη συγκρότηση του Εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή, ως προέκταση του σώματος του Χριστού, στον χρόνο και την ιστορία της σωτηρίας (Christus prolongatus) . Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάτε ως qahal (συνάθροιση ή σύναξη του περιούσιου λαού για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους) συνολικά 96 φορές. Στην Καινή Διαθήκη συναντάτε 114 φορές αλλά όχι στα Ευαγγέλια.
Σύμφωνα με την Εκκλησιαστική παράδοση η Εκκλησία προϋπήρχε ως προαιώνια βουλή, σοφία και πρόνοια του Θεού και τελειώθηκε εν χρόνω με την ενανθρώπηση του Υιού και την αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή. Αυτή σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη[1] «ούκ εστίν εκ του κόσμου τούτου» και θα τελειωθεί στη συντέλεια του αιώνος[2]. Έτσι ως σκοπός της εκκλησίας εμφανίζεται η ανακεφαλαίωση, η ανακαίνιση και η τελείωση του ανθρωπίνου γένους και όλης της δημιουργίας για την αποκαταλλαγή και αποκατάσταση της προπτωτικής ανθρωπότητας.
Περιεχόμενα
Από Ίδρυση της Εκκλησίας ως τoν Μέγα Κωνσταντίνο
Ίδρυση και διάδοση του χριστιανισμού
Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια
Η πρώτη χριστιανική κοινότητα συγκροτήθηκε στα Ιεροσόλυμα. Η απαρχή και γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού θεωρήθηκε η Πεντηκοστή. Η νεοσύστατη εκκλησία διαχωριζόταν πλέον από την ιουδαϊκή μεσσιανική προσμονή και στο πρόσωπο του Χριστού, ικανοποιούσε την προσμονή για τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
Η συμπεριφορά απέναντι στη μικρή χριστιανική κοινότητα στην περιοχή των Ιεροσολύμων ποίκιλε ανάλογα με τα πεποιθήσεις των εβραϊκών τάξεων. Έτσι οι Σαδδουκαίοι, που ήσαν ζηλωτές του νόμου και αυστηροί σε ότι αφορά το τυπικό της Ιουδαϊκής θρησκείας, υποδέχτηκαν με εχθρικές και επιθετικές διαθέσεις την νέα αυτή κοινότητα, εν αντιθέσει με τους Φαρισαίους, που ήταν πιο φιλελεύθεροι και που αρχικά συμπαθούσαν τους χριστιανούς, για τον ιδιαίτερο ζήλο που επεδείκνυαν, αλλά και γιατί συμμετείχαν στις ιουδαϊκές εορτές και τελετές. Οι Φαρισαίοι την εποχή αυτή, όπως διαφαίνεται από τα ευαγγέλια, είχαν ιδιαίτερα ερείσματα στη Ιουδαϊκή κοινωνία και η επιεικής στάση που κράτησαν είχε σαν αποτέλεσμα να επιτρέψουν μια γρηγορότερη μετάδοση του Χριστιανικού μηνύματος και σε γειτονικές περιοχές, όπως τη Σαμάρεια, τη Γαλιλαία, την Ιορδανία, τη Φοινίκη και την Ιορδανία. Αυτή η ανάπτυξη έφερε στους κόλπους ελληνίζοντες χριστιανούς οι οποίοι σχεδόν άμεσα άρχισαν να βλέπουν προβλήματα στην τήρηση του Μωσαϊκού νόμου, ειδικά για την περεταίρω διάδοση του Ευαγγελίου. Το 37 αρχίζουν οι πρώτοι διωγμοί κυρίως σε ελληνίζοντες χριστιανούς από Ιουδαίους. Μάλιστα σε αυτές τις διώξεις συμμετείχε και ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος υπήρξε από τους προεξάρχοντες του διωγμού και ο οποίος μετεστράφη αργότερα στο χριστιανισμό. Οι διωγμοί ξεκίνησαν διότι οι Ελληνοχριστιανοί με την αποκοπή τους από τη Ιουδαϊκή παράδοση προκάλεσαν τη μήνη των Φαρισαίων, οι οποίοι ξεκίνησαν και τον διωγμό κατά των χριστιανών. Το ζήτημα αρχικά προέκυψε από τη διαφωνία των χριστιανών στην Αντιόχεια, οπού φαίνεται πως δημιουργήθηκαν δύο εκκλησίες, Ιουδαιοχριστιανών και Ελληνιζόντων, οι οποίες είχαν τόσο χαλαρές σχέσεις σε σημείο να απαγορεύουν την μεταξύ του συνκοινωνία. Την ίδια εποχή, η Αντιόχεια φαίνεται να μετατρέπεται σε κέντρο των Ελληνιζόντων χριστιανών, ενώ σταδιακά η συνείδηση της νέας εκκλησίας διαχωριζόταν από την Ιουδαϊκή παράδοση. Ήδη τελείτε το ευχαριστιακό δείπνο ενώ το Σάββατο έχει αντικατασταθεί από την Κυριακή ημέρα.
Για την καλύτερη διαχείριση των εκκλησιαστικών θεμάτων στον επισκοπικό θρόνο των Ιεροσολύμων τοποθετήθηκε, λόγω συγγένειας με τον Ιησού Χριστό, ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ενώ οι Ελληνίζοντες χριστιανοί βλέποντας τη σπουδή για την ανάπτυξη της κοινότητας των Ιεροσολύμων, διαμαρτυρήθηκαν ότι παραμελούνταν[3], με αποτέλεσμα να χειροτονηθούν άλλοι 7 διάκονοι.[4].
- ’’Δείτε ακόμα: Πεντηκοστή’’
Διάδοση Χριστιανισμού στα Αποστολικά χρόνια
Η ενέργεια του Βαρνάβα να αναζητήσει τον Παύλο μετά του διωγμούς στην Ταρσό, σήμερα θεωρείται πως κινούταν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του τάγματος των προφητών. Η αποστολή τους εν συνεχεία στα «έθνη» είχε ως στόχο τον Ευαγγελισμό, κατά την Κυριακή ρύση. Έτσι ξεκίνησαν μεγάλες περιοδείες σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, χειροτονώντας μάλιστα διαρκώς πρεσβυτέρους[5], με στόχο την εκκλησιαστική μέριμνα του εκάστοτε τοπικού ποιμνίου. Η λήξη αυτή της πρώτης περιοδείας είχε σαν αποτέλεσμα τη αποστολική σύνοδο των Ιεροσολύμων ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα τα οποία τίθεντο από το εξ εθνών ποίμνιο, με κυρίαρχο ζήτημα την περιτομή. Με το πέρας αυτής βρέθηκε μια μέση οδός στο ζήτημα, δηλαδή να εγκαταλειφθεί η περιτομή στους «εξ εθνών» χριστιανούς και να επιτρέπεται στους Ιουδαίους, αλλά με την προϋπόθεση οι «εξ εθνών» να απέχουν από θυσίες ειδολοθύτων[6]. Στα κείμενα των Πράξεων των Αποστόλων και επιστολή προς Γαλάτας παρουσιάζονται διαφορές ως προς τη απόφαση, αλλά τόσο ο Β.Φειδάς, όσο και Β.Στεφανίδης συμφωνούν πως αυτό συνέβη, διότι αρχικά ζητήθηκε μια απλή συνεισφορά ελεημοσύνης και μετά την αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου και Βαρνάβα[7], τους κοινοποιήθηκαν οι πρόσθετες αποφάσεις. Ο Λουκάς, αποφαίνονται, πως προσπάθησε να συνδυάσει τις δύο αποφάσεις σε μια ενιαία.
Κύριος απόστολος του ευαγγελισμού των «εθνών» είναι ο απόστολος Παύλος, οποίος πραγματοποιώντας μεγάλες περιοδείες κήρυξε και δίδαξε το λόγο του ευαγγελίου ,αλλά διενήργησε και σημαντικό ποιμαντικό έργο και μέσω των επιστολών του, λόγω των φυλακίσεων που υπέστη. Ο Απόστολος Παύλος διενήργησε 3 περιοδείες μετά βεβαιότητος, αλλά η εκκλησιαστική παράδοση αποφαίνεται πως είναι 4, αν και αυτό αμφισβητείτε λόγω έλλειψης αναφοράς σε πηγές. Ο θάνατος του Αποστόλου Παύλου, υπήρξε η κορωνίδα των αγώνων του και το μήνυμά της αντήχησε, στα αξιολογότερα κέντρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι ενέργειες του Αποστόλου Πέτρου καθίστανται πιο δυσδιάκριτες λόγω της έλλειψης πρωτογενών πηγών. Γνωρίζουμε πως πήγε στην Αντιόχεια και πως το τέλος της ζωής του ήταν στη Ρώμη. Ο Απόστολος Πέτρος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο ανάμεσα στους Ιουδαίους τόσο στη τοπική εκκλησία, όσο και στην ευρύτερη περιοχή. Ο Ευσέβιος[8] αναφέρει πως ο Πέτρος έδρασε και στον Πόντο, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και τη Μακεδονία κάτι που όμως σήμερα δεν επαληθεύεται. Επίσης μάλλον αρνητικό φαντάζει το ενδεχόμενο να βρέθηκε στην Κόρινθο λόγω αναφοράς μερίδος οπαδών του στην τοπική εκκλησία όπως ο Διονύσιος Κορίνθου μας πληροφορεί[9], εφόσον κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει απαραίτητα και εκεί παρουσία του. Ακόμα και η παρουσία του αποστόλου στη Ρώμη, δεν προκύπτει από κείμενα αλλά από την αρχαιολογική σκαπάνη[10] αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις[11]. Η επισκοπή του Πέτρου σήμερα στη Ρώμη αποκλείεται λόγω του χαρακτήρα της αποστολικής λειτουργίας, αλλά και από τον αρχαιότερο σωζώμενο επισκοπικό κατάλογο[12] που αναφέρει πρώτο επίσκοπο Ρώμης το Λίνο, αλλά και την επιστολή του Ιππολύτου[13]
- ’’ Δείτε ακόμα: Απόστολος Παύλος’’
- ’’ Δείτε ακόμα: Απόστολος Πέτρος’’
Διάδοση του Χριστιανισμού στα μεταποστολικά έτη
Κατά γενική ομολογία η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους 3 αιώνες υπήρξε ραγδαία, ιδίως μετά από τα πρώτα αποστολικά έτη.
‘’’Μέση ανατολή’’’. Στη Παλαιστίνη πάρα τη διάλυση της «Μητέρας των εκκλησιών» το 70, συνεχίστηκε απρόσκοπτα η διάδοση του χριστιανισμού, καθώς και το έργο, η ποίμανση και η ιεραποστολή. Επίσης από την περιγραφή του Ευσεβίου[14], οι επισκοπές Ιεροσολύμων, Τύρου, Καισαρείας ήταν ιδιαίτερα ακμαίες, ενώ κατά το τέλος του 2ου αιώνα υπήρχαν σημαντικές κοινότητες στη Μεσοποταμία, την Παρθία και την Περσία. Η Αντιόχεια αποτέλεσε το μεγαλύτερο ιεραποστολικό και πνευματικό κέντρο της εποχής.
‘’’Μικρά Ασία’’’. Η διάδοση του χριστιανισμού στην Μικρά Ασία ξεκίνησε από την εποχή των περιοδειών του αποστόλου Παύλου, ενώ σημαντική συμβολή υπήρξε και των Αποστόλων Ανδρέα, Ιωάννη και Φιλίππου. Η ανάπτυξη σε αυτή την περιοχή ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατά τον 2ο αιώνα, με την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων όπως του Πολυκάρπου Σμύρνης. Σημαντική ανάπτυξη ιδίως κατά τον 3ο αιώνα εμφάνισε και η Καππαδοκία με παρουσία πολλών σπουδαίων θεολόγων.
‘’’Ελλαδικός χώρος’’’. Στον Ελλαδικό χώρο η ανάπτυξη του Χριστιανισμού υπήρξε άμεση, αφού υπήρξε ιδιαίτερος στόχος των Αποστόλων. Μαθαίνουμε πως επισκοπές όπως της Βέροιας, της Κορίνθου, της Αχαΐας, της Θεσσαλονίκης κατείχαν ιδιαίτερη αυθεντία ανάμεσα στις άλλες τοπικές εκκλησίες. Η διάδοση του χριστιανισμού όμως στα νησιά έγινε με βραδύτερο ρυθμό.
‘’’Αφρική’’’. Στην Αίγυπτο ο Χριστιανισμός εισήχθη από τον ευαγγελιστή Μάρκο ο οποίος διεξήγαγε σπουδαίο αγώνα, όπως και στη περιοχή της Λιβύης. Στη βόρειο Αφρική η ανάπτυξη ήταν εντυπωσιακή με κέντρα την Καρθαγένη και τη Νουμιδία. Στην Ανατολική Αφρική σημαντικό έργο πραγματοποίησε ο Απόστολος Θωμάς, ιδίως στη Αιθιοπία, επεκτείνοντας τα όρια του Χριστιανισμού ακόμα περισσότερο.
‘’’Δυτική Ευρώπη’’’. Η εισχώρηση του Χριστιανισμού στη Δυτική Ευρώπη υπήρξε βραδύτερη σε σχέση με την Ανατολή. Η Ρώμη αποτέλεσε το κέντρο πνευματικό, ιεραποστολικό, οργανωτικό, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα να θεωρείται η υπεροχηκότερη εκκλησία Πρεσβειών Τιμής. Στη Γαλλία, σύμφωνα με μεταγενέστερες παραδόσεις ο χριστιανισμός προήλθε από τον Λάζαρο και τις αδελφές αυτού, Μαρία και Μάρθα. Περί το 177 μαθαίνουμε για το μαρτύριο «των εν Λουγδούνω μαρτυρησάντων»[15], καθώς και τη σημαντική οργάνωση των εκκλησιών της Αρελάτης και της Μασσαλίας. Στην Ισπανία η εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί πως ο χριστιανισμός διδάχθηκε από τον Απόστολο Παύλο, ενώ κατά το 2ο αιώνα παρατηρούνται[16] ήδη ανεπτυγμένες εκκλησίες ενώ γίνεται και αναφορά για δύο πεπτωκότες ονόματι Βασιλείδη και Μαρτιάλη. Στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία η διάδοση άρχισε από τα μέσα του 2ου αιώνα και οφείλεται στη μεγάλη μετανάστευση πληθυσμών από την Ανατολή
Η ταχεία διάδοση του χριστιανισμού σήμερα αποδίδεται σε τρεις λόγους:
- Την ικανοποίηση των αγωνιωδών ζητημάτων για την προέλευση του ανθρώπου, την πνευματική του υπόσταση, τη σχέση Θεού ανθρώπου, το θάνατο, τη μεταθανάτια ζωή, το φυσικό-ηθικό κακό, την πνευματική αναγέννηση, τη θέωση ,την οντολογική ισότητα
- Το ζήλο των πρώτων Χριστιανών, τη θέρμη και τον ενθουσιασμό που επιδείκνυαν. Τη διάθεση τους για μαρτυρικό θάνατο.
- Την ενότητα και την τήρηση της Αποστολικής παραδόσεως.
Ο Πνευματικός βίος της Εκκλησίας
Ο βίος των πιστών
Ο Πνευματικός βίος της εκκλησίας κατά τους πρώτους τρεις αιώνες στην εκκλησία, αναμφισβήτως εστιαζόταν στη μυστηριακή ζωή των πιστών. Οι πιστοί βίωναν μια νέα ζωή, λιτή, απέρριτη, ασκητική, ζωή ακτημοσύνης, με συχνές συνάξεις, με έντονο αίσθημα αδελφοποίησης αλλά και των ενθουσιαστικών τάσεων, ότι ο καιρός του ερχομού του Κυρίου για τη δευτέρα παρουσία Του, είναι «εγγύς». Το συνεκτικό κομμάτι όμως αυτής την εν Χριστώ πνευματικής ζωής, ήταν τα μυστήρια της εκκλησίας. Αφενός μεν το βάπτισμα που ήταν απαραίτητο για την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας, αλλά κυρίως με την Ευχαριστιακή σύναξη, η οποία αποτελούσε την επιτομή της εν χριστώ ζωής και την κορωνίδα, της ζωοποιού-ενεργής συμμετοχής στο σώμα της εκκλησίας του Χριστού. Η εξομολόγηση φαίνεται κατά κανόνα να προηγείται της ευχαριστίας[17] ενώ οι εορτές του Πάσχα είχαν ήδη καθιερωθεί με Χριστιανικό πνεύμα[18]. Επίσης είχαν αρχίσει να τελούνται και νηστείες οι οποίες διέφεραν, ανάλογα με την εορτή ή ακόμα και την εκκλησία. Σημαντικό κομμάτι του πνευματικού βίου της εκκλησίας αποτελούσαν τα χαρίσματα τα οποία συνδέονταν κατά κύριο λόγο με τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς και της προφητείας, με το δεύτερο να έχει πολύ σημαντική αποδοχή στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
- ’’Δείτε ακόμα: ‘’Γλωσσολαλιά
Η μυστηριακή ζωή των Χριστιανών
Βάπτισμα και συναφείς έριδες
- ’’Κύριο άρθρο: Βάπτισμα’’
Το βάπτισμα αποτελούσε την επιτομή της εισόδου, στο σώμα της εκκλησίας και διενεργείτο μετά από σύντομη κατήχηση. Η τελετουργία μέσα στους 3 πρώτους αιώνες άλλαξε μορφή αρκετά, σε ότι αφορά το χώρο, την τελετουργία, την διάρκεια της κατήχησης, όμως ο τρόπος βάπτισης παρέμεινε σταθερός, τελούμενος με τριττή κατάδυση. Σχετικά με το βάπτισμα όμως στην εκκλησία προήλθαν διαμάχες, κυρίως για την εγκυρότητα του βαπτίσματος, για τους πεπτωκότες χριστιανούς ή αυτούς που είχαν ασπασθεί έτερο χριστιανικό δόγμα, ιδίως κατά τον 3ο αιώνα. Κυρίως δε εστιάστηκε στο αν οι μετεστραφέντες Μοναρχιανοί, πρέπει να αναβαπτισθούν. Η ίδια διαμάχη επεκτάθηκε και κατά την εμφάνιση των Νοβατιανών, των οποίων το βάπτισμα θεωρείτο άκυρο. Μετά την τέλεση εργασιών 3 συνόδων (Αφρικής, Νουμιδίας Μαυριτανίας), αποφασίστηκε η αναβάπτιση όλων των αιρετικών. Ο Στέφανος Ρώμης αρνήθηκε όμως να εφαρμόσει την απόφαση των συνόδων με τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας, απειλώντας να διακόψει κοινωνία και με τις εκκλησίες της Αφρικής. Τελικά επήλθε πάλι ηρεμία στο εσωτερικό της εκκλησίας όταν ο Βαλεριανός έθεσε σε ισχύ μεγάλο διωγμό, επικρατώντας μια συμβιβαστική λύση.
Θεία Ευχαριστία και Θεία Λειτουργία
- ’’Κύριο άρθρο: Θεία Ευχαριστία’’
- ’’Κύριο άρθρο:Θεία Λειτουργία’’
H Θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο της λατρευτικής ζωής των πιστών και κάθε μυστήριο, συνδεόταν με αυτήν. Η Κυριακάτικη Ευχαριστία ήδη είχε αρχίσει από τα αποστολικά έτη να ξεχωρίζει από τις Ευχαριστίες των υπολοίπων ημερών. Έτσι θα λέγαμε πως αποτέλεσε κέντρο του πνευματικού βίου της Χριστιανικής ζωής. Παράλληλα όμως με τη Θεία Ευχαριστία αναπτύχθηκε ένα λειτουργικό πλαίσιο, το οποίο αποκλήθηκε Θεία Λειτουργία. Σαφείς αναφορές για τη διαμόρφωση της Θείας Λειτουργίας έχουμε κατά τον 2ο αιώνα, οπού διαφαίνεται και ο διαχωρισμός των μερών σε κατηχητικό και μυστηριακό. Παράλληλα με την Θεία Λειτουργία και την Θεία Ευχαριστία, τελούνταν και οι αγάπες, που όμως με τον καιρό αποχωρίστηκαν από την θεία λειτουργία και τα λατρευτικά γεγονότα.
- ‘’Δείτε ακόμα Η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου’’
- ’’Δείτε ακόμα Αγάπες’’
Το Πάσχα και οι εκκλησιαστικές έριδες
- ’’Κύριο άρθρο: Πάσχα’’.
Το Πάσχα καθιερώθηκε ως ετήσια εορτή σε όλες τις τοπικές εκκλησίες κατά τον 2ο αιώνα. Αρχικά εορταζόταν ως ανάμνηση της Αναστάσεως του Κυρίου, η Κυριακή ημέρα. Κρίθηκε όμως σκόπιμο να θεσπιστεί και μια ετήσια εορτή. Η θέσπιση όμως του Πάσχα επέφερε έριδες στο σώμα της εκκλησίας οι οποίες ενεφανίσθησαν από τη δημιουργία του ετήσιου κύκλου της εορτής. Έτσι ήδη πληροφορούμαστε την συνάντηση του Πολύκαρπου Σμύρνης με τον Ανίκητο Ρώμης, για τη διευθέτηση μια κοινής ημερολογιακής εορτής, από τις δύο εκκλησίες καθώς στην Μικρά Ασία η εορτή τελείτο την 14η του μήνα Νισάν, ενώ στη Δύση την πρώτη Κυριακή μετά την 14η Νισάν. Η συνάντηση αυτή δεν επέφερε κάποια σύγκλιση απόψεων, όμως απέχει πολύ από το χαρακτήρα της έριδος. Η υποβόσκουσα αυτή διαφωνία όμως επιτεινόταν με τον καιρό, καθώς υπεισέρχονταν και άλλες παράμετροι, με περισσότερο θεολογικό χαρακτήρα. Σχεδόν όλες οι εκκλησίες πλην της Μικράς Ασίας, είχαν διαφοροποιηθεί από την Ιωάννεια εφαρμογή του Πάσχα κατά την 14 του μήνα Νισάν, καθώς ήθελαν να διαχωρίσουν πλήρως το περιεχόμενο του Χριστιανικού Πάσχα, από οποιαδήποτε παραλληλισμό προς το αντίστοιχο Εβραϊκό. Η σύνοδος της Λαοδικείας προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα που άρχισε να γίνεται πιο έντονο, κάτι που όμως δεν κατάφερε. Η πραγματικότητα ήταν βεβαίως πως ουδείς δεν έθετε ανοιχτά το θέμα, σεβόμενος το δικαίωμα της ελευθερίας επιλογής, παρά τις ανοιχτές πλέον διαφωνίες (Απολλινάριος Ιεροσολύμων-Μελίτων Σάρδεων). Το πρόβλημα οξύνθηκε κατά τις μεταναστεύσεις Μικρασιατών στη Ρώμη. Αυτοί ονομάζονταν και «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» και εόρταζαν την εορτή του Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία από την εκκλησία της Ρώμης. Ο Βίκτωρ Ρώμης προσπάθησε να διευθετήσει το θέμα, όμως οι «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» δεν συμμορφώθηκαν και αντιθέτως έριζαν για τη κανονικότητά τους στην τέλεση της εορτής, σε σχέση με τη εκκλησία της Ρώμης. Ο Βίκτωρ εν τέλει πήρε μια σκληρή απόφαση και διέκοψε κοινωνία με τις εκκλησίες της Μικράς Ασίας, αλλά και έπαψε να αναγνωρίζει ως Χριστιανούς όσους παρέμεναν προσκολλημένοι στην παλαιά ημερομηνία. Παρότι όλες οι τοπικές εκκλησίες είχαν συμφωνήσει στην μεταφορά του Πάσχα, αποδοκίμασαν και δε συμμερίστηκαν την απόφαση του Βίκτωρα, προτάσσοντας την ενότητα της εκκλησίας ως πρώτο μέλημα. Τελικά οι περισσότεροι «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» προσαρμοστήκαν στη νέα ημερομηνία με τον καιρό, ενώ μετά τη Α΄ Οικουμενική σύνοδο ρυθμίστηκε πλήρως το ζήτημά τους, μη αναγνωρίζοντας όσους συνεχίζουν να εορτάζουν σε αυτή την ημερομηνία.
Τόποι Λατρείας
- ↑ Ιωάννης 18,36
- ↑ A΄ Κορινθίους 15,24
- ↑ Πράξεις Αποστόλων 6,1
- ↑ Πράξεις Αποστόλων 6,6
- ↑ Πράξεις 14,28
- ↑ Πράξεις 15, 28-29 και Προς Γαλάτας 2, 9-10
- ↑ Πράξεις 21,25
- ↑ Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 3
- ↑ A΄ Κορινθίους 1,12
- ↑ Lietzmann Petrus et Paulus in Rom,Berlin,1937,238
- ↑ Ch.Guignotte, K. Heussi
- ↑ Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων 2, 3,3
- ↑ >Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 5,28
- ↑ Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. 5, 23-25
- ↑ Ευσεβίου εκκλ. Ιστορ. 5, 1κεξ
- ↑ Ειρηναίου, κατά αιρέσεων, 10,2 κ Τερτυλλιανός Adv. Jud.,7
- ↑ Διδαχή 14,1
- ↑ Α΄ Κορινθίους 5,7