Ιουστίνος ο Μάρτυς

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 16:58, 8 Ιουνίου 2009 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η αποτίμηση της προσφοράς του)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιουστίνος ο Μάρτυς
Η κορυφαία απολογητική προσωπικότητα του 2ου αιώνος

Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (περ. 110-περ. 165), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της προτωχριστιανικής ιστορίας. Ήταν ο απολογητής ο οποίος "έδωσεν εις τον χριστιανισμόν αφθωνότερα από πάντα άλλον τα μέσα δια να επεκταθή ευρέως εις τας τάξις των διανοούμενων του ελληνορωμαϊκού κόσμου"[1], ενώ το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Ιουστίνος ήταν φιλόσοφος που διατήρησε τον φιλοσοφικό τήβεννο και μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή[2]. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να απεκεφαλισθεί το 165 μαζί με μια ομάδα μαθητών του.

Ο βίος του

Η πηγή των βιογραφικών στοιχείων του Ιουστίνου είναι τα έργα του, αλλά και έτερες πηγές όπως ο Τατιανός, ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος, ο Τερτυλλιανός και ο Ευσέβιος. Ο σπουδαίος αυτός απολογητής γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σήμερα Ναμπλούς), περί το 110[3]. Ήταν γιος του Πρίσκου και του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής[4]. Στο θρήσκευμα ήταν εθνικός, μέχρι τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό[5]. Κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ήταν ανήρ μη απέχοντας πολύ από την αρετή των Αποστόλων και θαυμασιώτατος.

Κατά τα νεανικά του χρόνια ειλκύσθη στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα, κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών[6]. Το που παρακολούθησε τα μαθήματα αυτά δεν είναι επακριβώς γνωστό. Το πιο πιθανό, κατά τον Παν. Χρήστου, είναι να συνέβη στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται η Καισάρεια της Παλαιστίνης[7].

Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή[8]. Βρισκόμαστε στο 135 όταν καθώς βρισκόταν σε ερημικό παραθαλάσσιο χώρο, συνάντησε κάποιο γέροντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, μετά από διάλογο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης, τονίζοντάς του τη σημασία των προφητών που ήσαν οι μόνοι που είδαν το Θεό. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ[9]. Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου[10]. Λίγο αργότερα ο φιλόσοφος και μάρτυς συνάντησε τον Τρύφωνα.

Περί το 136 ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το το μαρτύριό του. Στη Ρώμη, άνοιξε φιλοσοφική σχολή (πιθανότατα στο σπίτι κάποιου Μαρτίνου[11]) και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας. Του χριστιανισμού[12]. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός[13] όπου τελούντο λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασσιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών δε ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.

Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως δε από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών[14], ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη[15]. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος (ο Κρήσκης υπήρξε διδάσκαλος του Αυρηλιανού), ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται, αλλά και εξ αιτίας του ελέγχου που συχνά του ασκούσε[16] . Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του[17]. Το γεγονός του μαρτυρίου συνέβη περί το 165[18]. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.

Η αποτίμηση της προσφοράς του

Το μεγαλείο της προσφοράς του σπουδαίου αυτού απολογητή, δε βρίσκεται τόσο στο αποτέλεσμα της προσπάθειας την οποία κατέβαλε, αλλά στην πρωτοτυπία[19]. Στόχος του καταστάθηκε η προσπάθεια να δημιουργήσει το νέο και αληθή φιλόσοφο. Το χριστιανό φιλόσοφο[20]. Μολονότι του αποδόθηκε το όνομα φιλόσοφος, ο ίδιος δεν είναι ένας στοχαστής ή ερευνητής, αλλά διδάσκαλος της εκκλησίας. Είναι ένας κατηχητής και γνήσιος διδάσκαλος του χριστιανισμού που προσπάθησε να επιτύχει μία μεγάλη πρόκληση. Την απάντηση στον ιουδαϊσμό και το γνωστικισμό, συνάμα με την απάντηση και τη σύνθεση με τον Ελληνισμό. Το φιλοσοφικό του παρελθόν πολλές φορές χρωματίζει το έργο του, αλλά οι προϋποθέσεις της σκέψεώς του είναι αγιογραφικές[21]. Έτσι θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος που αντιλήφθηκε την ανάγκη της ελληνικής φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφική του κατάρτιση αποτελεί σημαντικό όργανο στο λόγο του, αλλά δε τη χρησιμοποιεί ως βάση της αλήθειας[22]. Δε μετεστοιχείωσε τελικά την ευαγγελική αλήθεια σε φιλοσοφική, αλλά προσπάθησε να εκφράσει τις χριστιανικές αλήθειες με τη γλώσσα της εποχής του[23]. Έτσι το έργο του Ιουστίνου δεν αποβαίνει θεωρητική φιλοσοφία, αφού πρώτιστο επιχείρημα αποβαίνει η ηθική ζωή των χριστιανών, εκφράζοντας παράλληλα ένα πολύ διαφορετικό κλίμα από ότι είχαμε συνηθίσει μελετώντας τα έργα του Ιγνατίου και του Ειρηναίου. Ο ίδιος προσπάθησε να επιλύσει τα ουσιαστικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στην εποχή του οι χριστιανοί και οι καταβολές του από το εθνικό περιβάλλον τον οδήγησαν σε μια προσπάθεια γεφύρωσης με τον εθνικό κόσμο, χρησιμοποιώντας όπου μπορούσε να ανεύρει τα κοινά τους σημεία. Η προσπάθεια αυτή όμως τον οδήγησε συγχρόνως και σε διδασκαλίες οι οποίες δεν έδιναν ικανοποιητικές απαντήσεις (σπερματικός λόγος φερ ειπείν). Η θεολογία του τελικά δεν εγκολπώθηκε στους κόλπους της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του Ειρηναίου[24], παρότι έδειξε να απευθύνεται ταυτοχρόνως τόσο στους χριστιανούς όσο και τους εκτός αυτού.

Έτσι θα λέγαμε ότι το έργο του συγγραφέα κινήθηκε σε δύο άξονες. Τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει την αλήθεια και την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπό του Ιησού Χριστού. Γενικότερα θα λέγαμε πω ο Ιουστίνος είναι πρώτος ο οποίος χρησιμοποίησε τη βαθύτερη ανάλυση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιώντας την αλληγορική και τυπολογική μέθοδο των ιουδαίων[25]. Το έργο του δεν είναι συστηματικό και καθολικό της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό διότι μέρος του έργου του χάθηκε, ενώ η γραμματεία του καθορίστηκε από το περιβάλλον και το κλίμα της εποχής. Η επιστημονική κατανόηση του έργου του καθώς και του προσώπου χαρακτηρίζεται ως δυσχερής καθότι υπήρξε φύση απλή κι θερμή, θεολογώντας σε χώρο που δε γνωρίζουμε ιστορικά επαρκώς[26]. Παρόλα αυτά είναι ο πρώτος, που έστω και δίχως μεγάλη επιτυχία, αλλά με σοβαρότητα, τόλμη και σύνεση επιχείρησε να αντιπαραβάλει τη χριστιανική αλήθεια με τη φιλοσοφική σκέψη και δη την Πλατωνική[27].

Το συγγραφικό του έργο - Η διδασκαλία του

Γενικά

Το πρόβλημα της συγγραφικής του παραγωγής του Ιουστίνου είναι πολύπλοκο, καθώς τα συγγράμματά του φαινεται να συνεγράφησαν υπό το όνομά του δύο φορές[28]. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, σήμερα του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, και ο Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, που οι διασωθέντες κώδικές τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση[29]. Από αυτά τα έργα, ο Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.

Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας. Ο χαρακτήρας της απολογητικής διάθεσης του Ιουστίνου, είναι τόσο αρνητικός, όσο και θετικός. Γράφει θα λέγαμε περισσότερο για να αποτιμήσει τη χριστιανική διδασκαλία, παρά για να αρνηθεί τις κατηγορίες που προσάπτονταν στο χριστιανισμό[30]. Τα κείμενα του Ιουστίνου χαρακτηρίζονται επίσης από εκφραστική πενία, προερχόμενη κυρίως από την έλλειψη λογοτεχνικού και ρητορικού χαρίσματος[31], ενώ δεν παρουσιάζουν μεθοδική ανάπτυξη, καθώς υπάρχουν αρκετές επαναλήψεις και παρεκβάσεις[32]. Παρόλα αυτά θέλγουν, διότι τα ελαττώματα αυτά εξαφανίζονται ενώπιον του άφθονου πλούτου σκέψεων, της θέρμης και της ειλικρίνειας με την οποία τα εκφράζει[33].

Οι κύριοι άξονες τη διδασκαλίας του, είναι η επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού, καθώς και τη δυνατότητα του ανθρώπινου λόγου να προσεγγίσει ικανοποιητικά την αλήθεια. Για τον απολογητή η επαλήθευση των προφητειών είναι το ισχυρότερο επιχείρημα για την ορθότητα του χριστιανισμού. Ο μωσαϊκός νόμος περιέχει την αλήθεια, αλλά είναι ατελής. Αυτή σκέψη μάλιστα αποτελεί το δεύτερο κέντρο των απόψεών του[34], τη στιγμή που η έμφαση στις επαληθευμένες προφητείες αποτελεί αφετηρία της θεολογίας του. Σε ότι αφορά την προσέγγιση του ανθρωπίνου λόγου (νου) στις θείες αλήθειες, το έργο του Ιουστίνου προάγει την άποψη ότι η ιστορία κι ο κόσμος καταξιώνεται απόλυτα στη συνδιαλλαγή του με την εκκλησία[35]. Αυτό είναι δυνατό διότι κατά τον Ιουστίνο, η αλήθεια επαληθεύεται εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος έδρασε μέσω της άσαρκης παρουσίας του και προ της ενανθρώπησης. Αυτή η αλήθεια όμως δεν είχε πλήρως αποκαλυφθεί και δρούσε αποσπασματικώς στην ανθρώπινη διάσταση (θεωρία του σπερματικού λόγου), με αποτέλεσμα πολλοί φιλόσοφοι να την παρερμηνεύσουν, ακόμα και ο ίδιος ο Πλάτωνας[36].

Διάλογος προς Τρύφωνα

Αποτελεί σπουδαίο θεολογικό έργο της αρχαίας εκκλησίας, που συνάμα είναι το αρχαιότερο σωζόμενο αντιιουδαϊκό έργο, που παρά ταύτα εξισορροπεί έξοχα για πρώτη φορά στο χώρο της εκκλησίας, τα ρεύματα του αντινομισμού και νομισμού, του αντιιουδαϊσμού (Μαρκίων, Γνωστικοί) και φιλοϊουδαϊσμού. Η έκθεση του διαλόγου αυτού εκτείνεται σε 142 κεφάλαια. Μέρος του φαίνεται να έχει χαθεί[37] (τουλάχιστον η εισαγωγική προσφώνηση προς το άτομο που απεστάλη ο διάλογος αυτός, που είναι κάποιος Μάρκος Πομπήιος[38]), καθώς και ένα τμήμα μεταξύ των κεφαλαίων 74, 3 και 74, 4. Κατά τη μαρτυρία του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο διάλογος εκτείνετο σε δύο βιβλία, όπου περιεγράφετο ο διήμερος διάλογος καθ έκαστη ημέρα[39].

Το έργο αυτό στην ουσία είναι ένα διήμερος διάλογος μεταξύ ενός Ιουδαίου λογίου και του Ιουστίνου. Ο άγιος διηγείται την ιστορία του, για την περιήγησή του σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Ο Τρύφωνας όμως τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε να συνομιλεί με κάποιον που δε θα φρονούσε φιλοσοφικώς τα περί χριστιανισμού. Ο Ιουστίνος ενοχλημένος από την παρατήρηση αυτή θέλησε να απομακρυνθεί, αλλά τον συγκράτησαν οι συνομιλητές του[40]. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο διάλογος έλαβε χώρα στην Έφεσο[41], αν και σήμερα υπάρχει ένσταση για την αξιοπιστία της αναφοράς του[42].

Κύριο ζήτημα του έργου είναι ο νόμος. Ο Τρύφωνας αναφέρει πως καμιά σωτηρία δεν μπορεί να επέλθει από την εγκατάληψη του Θεού και την πίστη σε ένα άνθρωπο (το Χριστό). Ο Απολογητής δεν απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη, τη θεωρεί δε θεόπνευστη και μέρος της θείας οικονομίας, αλλά θεωρεί πως οι Ιουδαίοι παρανόησαν το νόημά της, την αλλοίωσαν και μάλιστα αγνόησαν τις προπαρασκευαστικές θεοφάνειες του τριαδικού Θεού. Αυτή η αλλοίωση επέφερε την ανάγκη για μια Νέα Διαθήκη, που θα έχει παγκόσμιο και αιώνιο κύρος[43]. Η εκπλήρωση τελικά των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού δείχνει ότι αυτός ήταν ο εμφανιζόμενος Θεός στις θεοφάνειες τις Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εμφανίστηκε στους πατριάρχες. Ο Παλαιός νόμος, ήδη αντικαταστάθηκε από τη μετάνοια και την αγάπη[44] και ο Χριστός με την ενανθρώπησή του κατεστάθη κεφαλή του νέου γένους. Αν μάλιστα η εμφάνιση του Χριστού υπό τον παθητικό μανδύα που ενεφανίσθη, είναι τόσο ευεργετική, όταν ο Κύριος θα έρθει εν δόξη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στο έργο αυτό μάλιστα ο Ιουστίνος παρουσιάζει και χιλιαστικές απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος αναφέρει πως προ του αιωνίου παραδείσου, θα υπάρξει χιλιετής περίοδος βασιλείας εν Ιερουσαλήμ[45]. Ο Τρύφωνας ευχαριστεί τον συνομιλητή του και αποχωρίζονται.

Στο ερώτημα αν η συζήτηση είναι πλαστή ή πραγματική οι γνώμες διίστανται. Το ζήτημα κατά βάση τοποθετείται στην ταυτότητα του Ιουδαίου συζητητή. Μερικοί θεωρούν πως ο Τρύφωνας ίσως είναι ο περίφημος νομοδιδάσκαλος Ταρφών, ο οποίος πέθανε περί το 135. Ο Ευσέβιος μάλιστα φαίνεται να ταυτίζει τους δύο άνδρες αυτούς[46]. Πάντως θα ήταν δυνατό ο Ιουστίνος να έχει χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό φιλολογικώς, αφού τα χρονικά περιθώρια δεν επιτρέπουν μια τέτοια σκέψη, αλλά και ο χαρακτήρας του συνομιλητή, που είναι σχετικά φιλελεύθερος, σε σχέση με τον συντηρητικό Ταρφώνα[47]. Παρόλα αυτά ο διάλογος πρέπει να είναι αληθινός, όπως μέσα από τη ζωντανή περιγραφή διαφαίνεται αλλά και τα ελαττώματα του προφορικού λόγου, με τις συνεχείς επαναλήψεις, παρεκβάσεις και την έλλειψη συνοχής[48].

Το έργο αυτό αρχικά πρέπει συνεγράφη προχείρως. Αλλά εν συνεχεία και περί το 155 πρέπει να δέχτηκε επεξεργασία υπό του Ιουστίνου. Το επεξεργασμένο αυτό κείμενο, κατά τον πατρολόγο Π. Χρήστου, είναι αυτό που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας[49].

Α΄ Απολογία

Η πραγματεία αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη, υπό του Ευσεβίου, μέχρι και της εποχής του Φωτίου[50]. Απευθύνεται προς τον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), τους θετούς υιούς του και τη σύγκλητο και αποτελεί το σημαντικότερο και εκτενέστερο απολογητικό κείμενο της αρχαίας εκκλησίας[51]. Ο Μάρκος Αυρήλιος καλείται Βηρίσσιμος και όχι ως συναυτοκράτωρ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να απευθυνθεί στην πνευματική φιλοσοφική ιδιότητα του Καίσαρος[52]. Η χρονολογία συγγραφής της τοποθετείται περί το 150[53], το αργότερο μέχρι το 155[54], ενώ το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης προϋποθέτει ως τόπο συγγραφής τη Ρώμη[55].

Ο Ιουστίνος απευθύνεται πρώτιστα προς τους άρχοντες της εποχής και δευτερευόντως προς τους λογίους. Αρχικώς δίνει μία αμυδρή εικόνα του χριστιανικού βίου, όπου με ευγένεια, λιτότητα και απέριττα ρητορικά σχήματα τους εγκαλεί διότι οι χριστιανοί είναι μόνοι από όλες της θρησκείες που δε δικαιούνται να τελούν ελευθέρα τις λατρευτικές τους πράξεις, ενώ συνάμα διώκονται, μόνο και μόνο για το όνομα χριστιανοί[56]. Εν συνεχεία αμύνεται των κατηγοριών που προσάπτονται στους χριστιανούς ως αθέους, συνωμότες και ανήθικους καθώς αυτές αποτελούν γεννήματα φόβου και μίσους, ψευδών κατηγοριών. Οι διώξεις όμως, τονίζει ο Ιουστίνος, κανένα αποτέλεσμα δεν έχουν διότι δε δύναται να βλάψουν ηθικώς τους χριστιανούς[57]. Ο Ιουστίνος ισχυρίζεται μάλιστα πως δεν είναι άθεοι οι χριστιανοί επειδή αρνούνται την προσκύνηση ψεύτικων θεών, ενώ ο βίος τους είναι ηθικός και δεν πορεύονται με πορνεία και αρσενοκοιτίες, όπως διαδεδομένα συμβαίνει στον ειδωλολατρικό κόσμο.

Εν συνεχεία ο Μάρτυς χρησιμοποιεί χωρία εκ της Παλαιάς Διαθήκης για το πρόσωπο του Ιησού, ενώ αντλεί και επιχειρήματα από τον εθνικό και ειδωλολατρικό κόσμο, που θεωρεί ότι πιστοποιούν τη χριστιανική αλήθεια. Μάλιστα αναφέρει πως φιλόσοφοι πήραν αλήθειες από το Μωυσή. Στο τελευταίο στάδιο της απολογίας του κάνει αναφορά στα μυστήρια τη εκκλησίας, ιδίως το βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία. Το βάπτισμα κατά τον μεγάλο αυτό απολογητή, είναι λουτρό και φωτισμός συνάμα, ενώ τελείται κατά τον τριαδικό τύπο. Τα αντίστοιχα βαπτίσματα των εθνικών και των ιουδαίων αποτελούν απλώς παρωδία του χριστιανικού βαπτίσματος και είναι άνευ χάριτος. Η Θεία Ευχαριστία τελείται κάθε ημέρα ηλίου, δηλαδή Κυριακή. Οι χριστιανοί συναθροίζονται, αναγιγνώσκοντας περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστολικών συγγραμμάτων, ενώ ο προεστός απευθύνει εποικοδομητική ομιλία. Ακολουθεί περιγραφή του μυστηρίου δι ευχών των συναθροισθέντων, ενώ αποκρούει οποιαδήποτε σχέση με τα γεύματα τω Μιθραϊστών. Η πληρότητα της περιγραφής της εσωμυστηριακής ζωής της εκκλησίας έχει τεράστια θεολογική και ιστορική σημασία. Χαρακτηριστικό είναι πως κάποιοι ερευνητές θεώρησαν παρέμβλητο και νόθο το σημείο αυτό της απολογίας, αλλά όχι με πειστικά επιχειρήματα[58]. Εν κατακλείδι ο Ιουστίνος καλεί να λάβουν υπόψιν οι αναγνώστες τα λεγόμενά του ή και να τα περοφρονήσουν, πρωτίστως όμως να πάψουν οι θανατώσεις κατά των χριστιανών.

Στο διασωθέν κώδικα παρατίθεται επίσης λατινιστί απόκριση του Αδριανού περί παύσεως των αδίκων διωγμών κατά των χριστιανών, ενώ υπάρχουν και άλλα δύο κείμενα. Το πρώτο αποτελεί μια επιστολή του Αντωνίνου και το δεύτερο του Αυρηλίου περί μιας θαυμαστής βροχής κατόπιν προσευχής χριστιανών της Κεραυνώδους λεγεώνας.

Β΄ Απολογία

Η κριτική έρευνα περί του αυτοτελούς της απολογίας

Η μικρή αυτή απολογία, από πολλούς σύγχρονους κριτικούς θεωρείται πως αποτελεί παράρτημα της πρώτης. Η θέση αρχικώς επισημάνθηκε από τον A. von Harnack[59]. Η άποψη αυτή γενικώς δείχνει να πάσχει από πολλές απόψεις[60], ενώ πρέπει να ειπωθεί πως παρότι δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, δεν κλόνισε την άποψη για την αυτοτέλεια του κείμενου στην πλειοψηφία των ερευνητών[61]. Ο Ευσέβιος εν αρχή δείχνει να γνωρίζει για δύο απολογίες[62]. Δεύτερον αποτελεί σύγχυση ο προσδιορισμός της έννοιας, στη λέξη "εν ταυτώ", ως προς το βιβλίο, καθώς η σημασία η οποία λαμβάνει μάλλον είναι τοπική, ως προς το χώρο συγγραφής και όχι προς το βιβλίο. Επιπρόσθετα ο Ιουστίνος παρέχει στοιχεία σχετικά με το πρόβλημα της σχέσεως των δύο έργων, χωρίς να μπορούμε να ανεύρουμε κοινά χωρία ανάμεσα στα δύο κείμενα. Το δε χωρίο στο οποίο στέκονται πολλοί κριτικοί, το οποίο αναφέρει τη λέξη "ως προέφημεν", προφανώς έχει εκπέσει, εφόσον η έννοια της πρότερης αναφοράς, δε φαίνεται να ακολουθείται από κανένα αντίστοιχο χωρίο της Α΄ απολογίας[63].

Η απολογία αυτή εκκινεί απότομα. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο στο ποίο στηρίζονται οι υποστηρικτές της ενιαίας απολογίας. Συνάμα όμως αναφέρεται άμεσα προς τους Ρωμαίους, κάτι που θεωρείται άνευ ουσίας. Θα ήταν δίχως δηλαδή νόημα η αναφορά μιας απολογίας, σε χωριστούς αποδέκτες ανά τομέα. Ο επίλογος όμως δείχνει να αναφέρεται και προς τους Αυτοκράτορες. Ο Αθηναγόρας τέλος φαίνεται πως θεωρεί τα έργα αυτά χωριστά, αφού γνωρίζει το περιεχόμενο της πρώτης απολογίας, όχι όμως το ζήτημα περί προδοσίας των χριστιανών υποδούλων που αναφέρεται μόνο στη δεύτερη[64]. Η απολογία πιθανώς εγράφη αρκετά αργότερα από την πρώτη, περίπου το 160[65].

Περιεχόμενο

Το έργο περιέχεται σε μόλις 15 κεφάλαια. Στην αρχή της πραγματείας ο Ιουστίνος αναφέρει το περιστατικό μίας γυναίκας, η οποία μεταστραφείσα στο χριστιανισμό, αποφάσισε να διακόψει τους πορνικούς δεσμούς που είχε συνάψει μετά του συζύγου της και άλλων ανδρών. Η ίδια πήρε διαζύγιο τελικώς όταν ο άνδρας της εξέλειπε σε ταξίδι στην Αλεξάνδρεια, αλλά μόλις επέστρεψε κατήγγειλε τη χριστιανική της ιδιότητα με αποτέλεσμα να θανατωθεί η ιδία, ο δάσκαλός της και ακόμα δύο δύο νέοι χριστιανοί. Ο Ιουστίνος διαμαρτύρεται τώρα για τη μεταχείριση των χριστιανών, ενώ εκφράζει τη φοβία και για τον εαυτό του, λόγω της προφορικής διάλεξής του με τον κυνικό φιλόσοφο Κρήσκεντα.

Στη διάλεξη αυτή ο Ιουστίνος απαντά ότι οι χριστιανοί δεν αυτοκτονούν διότι αυτό αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού, ενώ στο δεύτερο ερώτημα που του απευθύνεται αναφέρει πως ο ανώνυμος Θεός κατευθύνει την πορεία της ανθρωπότητας, δίχως να επεμβαίνει επί λεπτομερειών, εφόσον οι άνθρωποι είναι δεκτικοί της αρετής και της κακίας, ώστε να αντιδρούν μόνοι τους. Οι δαίμονες είναι εκείνοι που υποκινούν τους διωγμούς κατά των χριστιανών και προς πάσα κακία. Σε αυτή την απολογία ο Ιουστίνος θα αναπτύξει τη θεωρία του σπερματικού λόγου, η οποία διαφοροποιείται ουσιαστικά από τη θέση του στην πρώτη απολογία κατά την οποία είχε εκφράσει την άποψη πως οι φιλόσοφοι είχαν πλησιάσει μερικώς την αλήθεια, λόγω κλοπής θεωριών από τους προφήτες. Μία τέτοια αλλαγή ίσως προέκυψε από την ευρύτερη μελέτη του φιλοσόφου στις συνθήκες των πνευματικών και φιλοσοφικών προβλημάτων χριστιανισμού και της πολιτείας, ίσως δε διότι η πρώτη απολογία δεν είχε επιφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ θα είχε ερεθίσει και αριθμό των φιλοσόφων από την αρχική του θέση[66].

Στο επίλογό του αξιώνει από τους Αυτοκράτορες, να καταστήσουν οι χριστιανοί, μέσω κάποιας εγκυκλίου, γνωστές τις συνήθειες των χριστιανών, ώστε να πάψει η άγνοια η οποία οδηγεί στη δίωξή τους.

Απολεσθέντα

Σημαντικός αριθμός συγγραμμάτων του Ιoυστίνου έχει απολεσθεί. Το συγγράμματα αυτά μαρτυρούνται είτε από τον ίδιο, είτε από μεταγενέστερους συγγραφείς και είναι:

  • Σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων
  • Κατά Μαρκίωνος
  • Περί ψυχής
  • Προς Έλληνας
  • Έλεγχος προς Έλληνας
  • Περί μοναρχίας Θεού
  • Περί αναστάσεως
  • Ερμηνεία εις την αποκάλυψιν
  • Ψάλτης
  • Προς σοφιστήν Ευφράσιον περί προνοίας και πίστεως
  • Διάλογος προς Κρήσκεντα
  • Προς Ιουδαίους

Τα σημαντικότερα από αυτά είναι το "σύνταγμα κατά πασών των αιρέσεων", "περί ψυχής" και "ερμηνεία εις την Αποκάλυψη". Στο πρώτο σύγγραμμα, που γράφτηκε προς της Α΄ Απολογίας ο Ιουστίνος, εκθέτει τις πλάνες των κυριοτέρων αιρέσεων κατά βάση, γνωστικής προελεύσεως, που αποτέλεσε σημαντική πηγή πληροφοριών για τους Ειρηναίο και Τερτυλλιανό. Στο έργο περί ψυχής υπηρχε η ανάπτυξη της διδασκαλίας περί ψυχής, τόσο εξ απόψεως της φιλοσοφίας, όσο και του χριστιανισμού. Κατά τον Ευσέβιο παρεδίδετο στου μαθητές του[67]. Η Ερμηνεία στην Αποκάλυψη πιστεύεται ότι είναι το έργο κατά οποίο θα είχε αναπτύξει απόψεις περί της ενδιάμεσης χιλιετής βασιλείας. Η μαρτυρία περί υπάρξεως του έργου αυτού βρίσκεται στον Ιερώνυμο[68]. Παρόλα αυτά υπάρχει υπόθεση ότι δεν συνετάχθη τέτοιο έργο υπό του Αγίου[69].

Θεολογία

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
  2. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 233
  3. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
  4. ο.π.
  5. Ιουστίνου, Διάλογος 41
  6. Παν. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, Β΄, σελ. 543
  7. Π.Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  8. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  9. Ιουστίνου, Διάλογος, 2-8
  10. Ιουστίνου, Β΄ Απολογία 12, 1
  11. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238
  12. Διάλογος 8
  13. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 544
  14. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 545
  15. Τατιανού Σύρου, Προς Έλληνας 19
  16. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 238
  17. Τερτυλλιανού, Adv. Valentinianos 5. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 28
  18. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 545
  19. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  20. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  21. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 233
  22. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  23. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  24. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 234
  25. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235
  26. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 237
  27. ο.π.
  28. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 546
  29. Π. Χρήστου, ενθ. αν., σελ. 546
  30. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239
  31. Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 125
  32. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 546
  33. ο.π.
  34. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 236
  35. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235
  36. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 235
  37. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547
  38. Διάλογος 141
  39. Ιερά Παράλληλα, PG 96, 481
  40. Διάλογος 1-9
  41. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία, 4, 8, 6
  42. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547
  43. Διάλογος 67
  44. Διάλογος 10εε, 40εε
  45. Διάλογος 80
  46. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, 4, 18, 6
  47. Π. Χρήστου, ανθ.αν., σελ. 549
  48. ο.π.
  49. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 349
  50. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία 4, 8-4, 11. Φώτιος, Μυριόβιβλος 125. Ιερώνυμος, De viris illustribus 23
  51. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239
  52. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
  53. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
  54. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 239
  55. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
  56. Α΄ Απολογία 29
  57. Α΄ Απολογία 2, 4
  58. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240
  59. Geschichte der altchristlichen Litteratur bis Eusebius. Ueberlieferung 1893, 104. Die chronologie 1, 1897, 274 εε
  60. Παν. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 554-555
  61. Στ. Παπαδόπουλος, ενθ.αν., σελ. 240
  62. Ευσεβόυ, Εκκλ. Ιστορία 4, 16, 1
  63. ο.π., σελ. 557
  64. Αθηναγόρα, Πρεσβεία 35
  65. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 557
  66. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 558
  67. Εκκλ. Ιστορία 4, 18, 5
  68. De viris ilustribus 9
  69. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 560

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτης Χρήστου, "Ελληνική Πατρολογία", Τόμος Β΄, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
  • Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική Αθήνα 1998.
  • Θεοδώρου Ανδρέας, "Ιστορία των Δογμάτων". Τόμος Α-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
  • Νικόλαος Τζιράκης, "Απολογητές", Αρμός, Αθήνα 2003.
  • Ιακώβου (Γεωργίου) Πηλίδη, "Ο Ιερός Ιουστίνος", Αθήνα 2008.