Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Ειρηναίος Λουγδούνου

Αναθεώρηση ως προς 13:54, 15 Φεβρουαρίου 2011 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (τελειώνουμε σιγά σιγά)

Ο Ειρηναίος Λουγδούνου ή Ειρηναίος της Λυών (;- 202), αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της Εκκλησίας του 2ου αιώνος[1]. Ο ίδιος, εμφανίζεται στο προσκήνιο κατά τα τέλη του β΄ αιώνος με σκοπό να εκφράσει ένα νέο είδος γραμματείας, τη Γραμματεία της Παράδοσης, η οποία αποτελεί υπέρβαση της Απολογητικής και έναρξη μίας νέας καθολικότερης έκφρασης του εκκλησιαστικού σώματος. Προερχόταν από την περιοχή της Μικράς Ασίας, υπήρξε επίσκοπος Λουγδούνου και με βάση το συνολικό του έργο κρίνεται πως υπήρξε θεμέλιος λίθος[2] της οριστικής συγκρότησης, Εκκλησίας και θεολογίας[3].

Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών
AgiosEirinaios01.jpg
Ο άγιος Ειρηναίος
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση 202
Εορτασμός 23 Αυγούστου
Σημαντικές ημερομηνίες 177 Επίσκοπος στη Λυών
Τίτλος Άγιος, Επίσκοπος


Βίος

Το που και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ειρηναίος δεν είναι γνωστό. Η γέννησή του μάλιστα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια καθώς υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών[4]. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφετο τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο (;-167/168)[5], κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανώς γεννήθηκε στην πόλη της Σμύρνης ή πλησίον αυτής, από χριστιανούς γονείς[6]. Σύμφωνα με τον Ιερωνύμο υπήρξε και μαθητής του Παπία Ιεραπόλεως[7], κάτι το οποίο δεν είναι διόλου απίθανο, με βάση τα κείμενά του[8]. Η μόρφωσή του ήταν θεολογική και θύραθεν. Διδάχτηκε τα θεολογικά γράμματα υπό των πρεσβυτέρων διαφόρων πόλεων της Μικράς Ασίας και ιδίως την αποστολική παράδοση από τον Πολύκαρπο Σμύρνης, ενώ η εγκύκλιος παιδεία του ήταν πλήρης όπως υπομνηματίζει ο Τερτυλλιανός[9] αν και φαίνεται πως φιλοσοφικώς δεν ήταν αντίστοιχα πεπαιδευμένος. Φαίνεται βέβαια πως διδάχτηκε τη δεύτερη σοφιστική, ως ρητορική τέχνη.

Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε μετά την νεανική του ηλικία αφορούν τον Ειρηναίο πλέον στην πόλη της Λυών. Έτσι η γνώση μας σχετικά με τη ζωή του στο ενδιάμεσο στάδιο βρίσκεται στο σκοτάδι, αν και ερευνητές υποθέτουν πως ίσως υπήρξε μαθητής ή ακροατής του Ιουστίνου, καθώς το έργο του βρίθει στοιχείων της διδασκαλίας του. Προς την ίδια κατεύθυνση συντείνει η γνώση του σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ρώμης, με αποτέλεσμα να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι πέρασε από την πόλη. Η μετάβαση τελικά στη Λυών είναι βέβαιο ότι είχε ολοκληρωθεί περί το 177, σε ένα τόπο που δε φαίνεται να ήταν άγνωστος προς τον ίδιο[10], γι αυτό και ερευνητές θεωρούν πως αυτή είχε ήδη συντελεστεί από το 170[11]. Οι λόγοι της εγκατάστασής του ήταν είτε εκκλησιαστικοί, είτε συγγενικοί, καθώς η Λυών αποτελούσε μία κομβική πόλη που βρισκόταν στο κέντρο τριών Γαλατιών, με έντονο χριστιανικό και ελληνόφωνο στοιχείο[12]. Κατά τον Γρηγόριο Τουρώνης μάλιστα είχε σταλεί εκεί από τον Πολύκαρπο[13]. Κατά την είσοδό του στην πόλη είναι βέβαιο πως είχε ήδη χειροτονηθεί πρεσβύτερος, αλλά όπως ειπώθηκε πιθανώς η επαφή του με την πόλη είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα[14]. Σε σχετική μαρτυρία που διασώζεται -περί της αφίξεώς του στη Λυών-, ο Ειρηναίος φαίνεται να υποδέχεται ομάδα ενθουσιωδών Φρυγών χριστιανών, οι οποίοι σύμφωνα με τους τοπικούς προφήτες τους έφεραν το μήνυμα ότι η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα γινόταν στη Λυών, σε μία εποχή που ζητείτο επιμόνως από τον Πάπα Ελεύθερο να επικυρώσει καταδίκες ενάντια σε Μοντανιστές επισκόπους[15].

Την εποχή της μόνιμης εγκατάστασής του στην περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες, βρισκόταν σε έξαρση το κίνημα του Μοντανισμού, ενώ συνάμα εξελισσόταν και διωγμός των Ρωμαϊκών αρχών. Έτσι άμεσα ξεκινά το συγγραφικό του έργο, συγγράφοντας προς τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας για τα εν εξελίξει προβλήματα, αλλά και προς τον Ελεύθερο Πάπα Ρώμης. Οι επιστολές αυτές δε φέρουν το όνομά του, αλλά είναι βέβαιο πως συμμετείχε στη σύνταξή τους εκ μέρους των Μικρασιατών της περιοχής. Το έργο του τελικά φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο, με αποτέλεσμα κατά την εποχή που χείρεψε ο επισκοπικός θώκος, από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, να τον διαδεχτεί. Ο ίδιος κατά το μαρτύριο του Ποθεινού, βρισκόταν στη Ρώμη για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον Μοντανισμό[16], αφού ο Ποθεινός προφανώς δε δύνατο να ασκήσει τα καθήκοντά του[17]. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, περί το 177 ή 178[18] ξεκινά δραστήριο έργο. Κύριος στόχος του δεν αποβαίνει όμως μόνο ο ευαγγελισμός των Ελληνοφώνων και λατινοφώνων, αλλά και των Κελτών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα μέχρι τη Β. Γαλλία και τη Δ. Γερμανία. Μάχεται δραστήρια επίσης ενάντια στις αιρέσεις και ιδίως τους Γνωστικούς, με διαρκείς περιοδείες, ίδρυση σχολών και σύνταξη συγγραμμάτων. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεται πως δεν αρκεί η μεμονωμένη αντιμετώπιση αυτών, αλλά απαιτείτο συντονισμένη αναδιοργάνωση και περιφρούρηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, δίνοντας εκκλησιοκεντρική γραμμή στη θεολογία και τη μεθοδολογία του. Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον Nautin, ο Ειρηναίος είχε ήδη χειροτονηθεί και επίσκοπος Βιέννης[19].

Το έργο το Ειρηναίου γρήγορα εκτιμήθηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλο κύρος στη συνείδηση τόσο της ιεραρχίας, όσο και του λαού. Γι αυτό συμμετέχει σε συνόδους, συμβουλεύει και διευθετεί για σημαντικά ζητήματα της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του εορτασμού του Πάσχα, όπου νουθετεί τον Βίκτορα Ρώμης[20], αλλά και στην περίπτωση των ερίδων της μετανοίας[21]. Η περίπτωση μάλιστα της διευθέτησης της έριδος του Πάσχα η οποία συνέβη περί το 195 είναι και το τελευταίο ιστορικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε για τον Ειρηναίο[22]. Τελικά σύμφωνα με το Γρηγόριο Τουρώνης, ο Ειρηναίος μαρτύρησε κατά το διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202[23], κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές[24]. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Αυγούστου.

Γραμματεία

Εισαγωγή

Ο Ειρηναίος με βάση το διασωσμένο έργο του, διαφαίνεται ως ένας λαμπρός προπαρασκευασμένος συγγραφέας, έτοιμος να αναλάβει τη σύνταξη μικρών και μεγάλων έργων[25]. Διαφαίνεται επίσης πως είχε αξιόλογη γνώση των χριστιανικών συγγραμμάτων, σαφή άποψη για τα τεκταινόμενα των εκκλησιαστικών καταστάσεων, αλλά και ζήλο. Σε ότι αφορά τη μεθοδολογία του, μπορούμε να βρούμε συγγράμματα, τόσο συστηματικά, όσο και μη[26], κάτι που όμως φαίνεται να εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες συγγραφής. Κατηγορήθηκε από κριτικούς πως εργαζόταν με βάση ανθολόγια της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο είναι εσφαλμένο, καθώς υπάρχουν μεν σημεία που διαφαίνεται πλήρως χρήση ανθολογίων, αλλά διαφαίνεται και σαφής γνώση των βιβλίων σε όλη τη συνέχεια και έκτασή τους[27]. Το ίδιο όμως δε συμβαίνει και με την φιλοσοφική γραμματεία που χρησιμοποιεί, έστω και αραιώς.

Η ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιεί, όπως μας αναφέρει ο ίδιος, σταδιακά άρχισε να φθείρεται καθώς μετά από πολλά έτη χρήσης της βαρβαρικής (λατινικής εννοεί) είχε περάσει σε σχετική αχρησία. Στα συγγράμματα βέβαια δε διαγιγνώσκουμε σχετικές αδυναμίες, αλλά λόγω ελάχιστων σεσωσμένων συγγραμμάτων δε δυνάμεθα να έχουμε καθαρή άποψη για το ύφος του. Αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι πως δεν επιδιώκει να είναι γλαφυρός, χρησιμοποιεί όμως ρητορικά σχήματα, την αποστροφή, την ερώτηση, την ειρωνεία και την εικόνα[28]. Ο Ειρηναίος γενικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ταλαντούχος συγγραφέας, αλλά διαθέτει αξιόλογη φιλολογική κατάρτιση. Υστερεί σχετικά στη σύνθεση και την οικονομία της ύλης του, αλλά έχει εξάρσεις οι οποίες εκπλήσσουν τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας ρυθμικό πεζό λόγο[29].

Παρότι υπήρξε πολυγράφος, η πλειοψηφία των έργων του απωλέσθηκε[30], κάτι το οποίο φαντάζει παράδοξο για ένα άνδρα τέτοιου κύρους μέσα στην εκκλησία. Κι αυτό διότι η θεολογία του χρησιμοποιήθηκε από την εκκλησία, όπως και ο Κανόνας Πίστεως του, πάνω στην οποία βασίστηκε η μετα-Νικαϊκή εκκλησία[31]. Τα ελληνικά πρωτότυπα συγγράμματά του απωλέσθηκαν παντελώς (σήμερα έχουμε λατινικές και αρμενικές μεταφράσεις[32] και ελάχιστα αποσπάσματα στα Ελληνικά), κάτι που όμως φαντάζει λογικό καθώς σταδιακά η ελληνική γλώσσα στη Δύση πέρασε σε αχρησία.

"Έλεγχος και ανατροπή κατά της ψευδωνύμου γνώσεως" ή "Κατά Αιρέσεων"

Κατά την εποχή του Ειρηναίου είναι αναμφίβολο πως μεγάλος αριθμός αιρέσεων κατέκλυζε πλέον τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ειρηναίος λοιπόν κάνει σκοπό του να συντάξει ένα έργο, το οποίο δε θα καταπολεμήσει μεμονωμένα κάποια αίρεση, αλλά θα εκθέσει τη διδασκαλία όλων αυτών, με στόχο να τις αναιρέσει. Και σε παλαιότερους χρόνους βέβαια είχε γίνει προσπάθεια σύνταξη παρόμοιων συγγραμμάτων, όπως το "Σύνταγμα κατά Αιρέσεων", του Ιουστίνου, αλλά κατά τον Ειρηναίο αυτά ήσαν ατελή.

Το σύγγραμμα "Κατά Αιρέσεων", αποτελεί ένα ογκώδες έργο 5 βιβλίων, το οποίο δε διασώζεται στο πρωτότυπο, πλην εκτενών αποσπασμάτων, αλλά μας παρέχεται από μία ικανοποιητική λατινική μετάφραση[33], που εκπονήθηκε πριν τον Αυγουστίνο[34]. Η μετάφραση όμως σήμερα προέρχεται από 20 περίπου χειρόγραφα, με το αρχαιότερο να τοποθετείται τον 9ο αιώνα. Συνετάχθη επίσης μεταξύ 185 και 190 και απευθύνεται σε πρόσωπο το οποίο δεν κατονομάζεται. Το σύγγραμμα γενικώς φαίνεται να έχει κάποια σχετική έλλειψη σχεδίου σε ότι αφορά την έκθεση του υλικού του[35], με κάτι τέτοιο πιθανώς να δικαιολογείται από υποχρεωτική αλλαγή του[36].

Στον πρόλογο του έργου ο Ειρηναίος δηλώνει τη θλίψη του για την αρπαγή χριστιανών από αιρετικούς ένεκα της αγνοίας τους και πως σκοπός του είναι να καταδείξει το ψεύδος των αιρέσεων αυτών.

Στο πρώτο βιβλίο, τα πρώτα δέκα κεφάλαια αναφέρονται στο σύστημα του Βαλεντίνου, μέχρι το 21ο επεκτείνονται στον Σεκούνδο, Πτολεμαίο, Μάρκο και μέχρι το τέλος γίνονται αναφορές σε όλους τους γνωστικούς της εποχής του και πριν (Σίμων ο μάγος, Μένανδρος, Σατορνείλος, Βασιλείδης, Καρποκράτης, Κήρινθος, Εβιωναίοι, Νικολαΐτες, Κέρδων, Μαρκίων, Τατιανός, Βαρβηλαίοι, Οφιανοί, Καϊνίτες).

Στο δεύτερο βιβλίο γίνεται ανασκευή της περί Θεού και κόσμου θεωρίας των Γνωστικών και ιδίως των Βαλεντινιανών, δίνει οδηγίες περί της σωστής ερμηνείας των γραφών, ενώ αναφέρει και τη διάκριση που έπρατταν οι βαλεντινιανοί μεταξύ των ανθρώπων και της εμπνεύσεως. Στα πρώτα δύο αυτά βιβλία κύριος στόχος είναι η έκθεση στην πίστη και την Παράδοση της εκκλησίας[37].

Στο τρίτο βιβλίο αναφέρεται στο ποια είναι η Αποστολική Παράδοση της Εκκλησίας, των Αποστόλων, στη Μοναρχία του Θεού, στον Χριστό και κλείνει με προσευχή.

Στο τέταρτο βιβλίο ξεκινά με λόγους του Κυρίου, μιλά για την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τις προτυπώσεις και τις προφητείες της Παλαιάς, καθώς και τη διδασκαλία των παραβολών.

Στο πέμπτο βιβλίο τέλος, αναφέρεται στη διδασκαλία του Κυρίου και του Παύλου, την ανάσταση, την ταυτότητα του Δημιουργού και Πατρός, όπως αυτή μαρτυρείται από τον Ιησού αλλά και από τις εσχατολογικές επαγγελίες.

Το σύγγραμα αυτό τελικά θα γίνει πολύ δημοφιλές, αφού σχεδόν όλοι οι μετέπειτα μεγάλοι συγγραφείς της εκκλησίας, όπως ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο Τερτυλλιανός, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, αλλά και μεταγενέστεροι κάνουν μνείες από αυτό. Μάλιστα το έργο αυτό θεωρείται πως βρήκε μεγάλη απήχηση, καθώς έκτοτε αρχίζει και χρονικώς η πτώση του Γνωστικισμού[38].

"Επίδειξις αποστολικού κηρύγματος"

Το έργο αυτό υπήρξε σχετικά άγνωστο από την ιστορική γραμματεία, πλην της αναφοράς του από τον Ευσέβιο Καισαρείας. Το 1904 όμως ανεβρέθηκε αρμενικό χειρόγραφο του 13ου αιώνος, μαζί με τα τελευταία δύο κεφάλαια του Ελέγχου. Απευθύνεται προς κάποιο φίλο του Ειρηναίου, Μαρκιανό, που βρισκόταν στην πόλη της Λυών. Πιθανώς πρόκειται για το ίδιο άτομο που συνέταξε το Μαρτύριο Πολυκάρπου αφού ο Σμυρνεύς συγγραφέας του, ονομαζόταν με το ίδιο όνομα[39].

Συνετάχθη περί το 190[40] και αποτελεί μία σύντομη, μεθοδική και συστηματική έκθεση, η οποία παραδίδει σε δύο τμήματα και 100 παραγράφους[41] τη χριστιανική πίστη. Στο πρώτο μέρος έχουμε ανάπτυξη του Κανόνα της Πίστεως[42], αλλά και σχετική διδασκαλία για τη δημιουργία, τη σάρκωση, την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, την ενανθρώπηση, μερικές παραφυάδες γνωστικών, τους Αποστόλους και την Εκκλησία. Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται στην έλευση του Χριστού, του έργου Του και της αυξήσεως της Εκκλησίας Του. Το έργο τελικά χαρακτηρίζεται ως η πρώτη συστηματική έκθεση διδασκαλίας του χριστιανισμού[43]. Έτσι αποβαίνει ένα διδακτικό δογματικό εγχειρίδιο, με απολογητική χροιά, που διαπραγματεύεται τη χριστιανική αλήθεια επί του δόγματος της οικονομίας της σαρκώσεως[44].

Απολεσθέντα

Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Ειρηναίος υπήρξε πολυγράφος θεολόγος της εποχής. Σε εμάς όμως το έργο το οποίο φτάνει είναι ένα μικρό δείγμα της συγγραφικής του παραγωγής. Μέσα όμως από πηγές της εποχής και ιδίως τον Ευσέβιο, φτάνουν πληροφορίες σχετικά με άλλα έργα του Ειρηναίου, τα οποία κατά βάση είχαν απολογητικό χαρακτήρα.

Έτσι έχουμε τα: "Προς Έλληνας λόγος περί επιστήμης", "Κατά Μαρκίωνος", "Περί μοναρχίας"[45], το αντιγνωστικό "Περί ογδοάδος", την επιστολή προς Βίκτορα. Επίσης το αντιαιρετικό "Προς Βλαστόν" και επιστολές σχετικές με την έριδα του Πάσχα[46]. Άλλο απολεσθέν σύγγραμμα είναι το "Βιβλίο διαλέξεων", το οποίο μάλλον αποτελούσε συλλογή ομιλιών, αλλά και ίσως το "Προς Δημήτριον διάκονον Βιέννης λόγοι περί πίστεως", που όμως δεν είναι εξακριβωμένο αν του ανήκει.

Έργα όπως το "Περί Αγίας Τριάδος", χωρίο το οποίο ανευρίσκουμε στα Ιερά Παράλληλα του Δαμασκηνού και το "Περί της του παντός Ουσίας" δεν ανήκουν σε αυτόν.

Θεολογία

Εισαγωγή

Πλαίσιο και προϋποθέσεις

Την εποχή του Ειρηναίου ο αγώνας της εκκλησίας για την επαναδιατύπωση της αλήθειας έγινε ενώπιον του φαινομένου του Γνωστικισμού. Η αίρεση αυτή απειλούσε την ορθοδοξία, τη συνοχή και το φρόνημα του εκκλησιαστικού σώματος και επομένως η όλη τοποθέτηση της εκκλησιαστικής θεολογίας γίνεται με έμφαση προς αυτή την κατεύθυνση. Ο αγώνας αυτός δεν ήταν μία φιλοσοφική διαμάχη, αλλά κατά βάση μία θεωρητική κατοχύρωση των χριστιανικών δογμάτων[47]. Έτσι κεντρικό σημείο της γραμματείας αποβαίνει ο αντιγνωστικός χαρακτήρας της θεολογίας και η διασφάλιση του θεολογικού λόγου ο οποίος προερχόταν από τα σπλάχνα της εκκλησίας και της παραδόσεώς της, η οποία και εξασφάλιζετο από την ορθή μετάβασή της από γενιά σε γενιά. Η έλευση λοιπόν της διδασκαλίας και του δόγματος αποτελούσε μία ευθεία γραμμή παραδόσεως από την εποχή του Χριστού και των Αποστόλων, μέσω της ιστορικής διαδοχής των επισκόπων και της κοινωνίας του σώματος της εκκλησίας, που βιώνει την αλήθεια ως ζωντανή κοινωνία. Η εκκλησία με τη μέθοδο αυτή θέλησε να διασφαλίσει την αλήθεια από την αίρεση μέσω της θεσμικής της βάσης, προτάσσοντας την αρραγή συνέχεια της εκκλησιαστικής αλήθειας δια της διαδοχής των επισκόπων, διαφυλάσσοντας τελικά και την εκκλησιαστικότητα της θεολογίας, η οποία ήταν μία ανοιχτή παράδοση, σε σχέση με το μυστικό πνεύμα των γνωστικών. Η παράδοση δηλαδή δεν ανήκε μόνο σε μερικά μέλη της εκκλησίας, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως ως μέλη της ορθής κοινότητας. Τελικά η εκκλησία οδηγήθηκε στο να περιφρουρήσει και τα ιερά της και θεόπνευστα βιβλία της, τα οποία διαρκώς παραχαράσσονταν από τους γνωστικούς.

Έτσι ο Ειρηναίος στην ουσία αποτελεί συνέχεια και επέκταση του Ιγνατίου Αντιοχείας[48]. Η θεολογία του ασκείται με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και της εμπειρία της Δύσεως, φέρνοντας την μικρασιατική παράδοση στη Δύση. Ο ίδιος πλέον δημιουργεί ένα νέο κλίμα επανασυνδέοντας δυναμικά τη θεολογική σκέψη με την αποστολική και ιγνατιανή παράδοση, καθώς και τις γνήσιες προεκτάσεις της, έτσι ώστε να καταστεί επαρκής προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής. Επίσης υπερβαίνει τους απολογητές καθώς η τακτική τους πλέον φαίνεται παρωχημένη για την επίλυση των νέων προβλημάτων που έχουν ενσκήψει, από τη "εκκλησιαστική" κρίση που προκάλεσε ο γνωστικισμός και λιγότερο ο μοντανισμός. Σε αυτή τη βάση ο Ειρηναίος θέτει το πρόβλημα σε ιστορικές και ερμηνευτικές ρίζες, καθώς οι γνωστικοί αφενός παρερμήνευαν τις γραφές, αφετέρου δεν μπορούσαν να ισχυριστούν την αρραγή ιστορική συνέχεια των κοινοτήτων τους από την αποστολική εποχή. Ο Ειρηναίος πλέον θέτει τις βάσεις για τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και την σχέση με το Θεό, που ερχόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το γνωστικό σύστημα και τη θεολογία της παραδόσεως, η οποία αποκάλυψε το λαθεμένο χριστιανικό μήνυμα του γνωστικισμού[49]. Καταπολεμεί τελικά το γνωστικισμό και δεν απολογείται, εισάγοντας την πολεμική θεολογία[50].

Γενικά

Η συμβολή του Ειρηναίου στη θεολογία της εκκλησίας υπήρξε καθοριστική, με το έργο του να προσδιορίζεται από δύο στοιχεία. Τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, δηλαδή την άντληση της θεολογίας από την εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και την υπέρβαση του απολογητικού χαρακτήρα, η οποία τον οδήγησε σε μία πιο συστηματική καταγραφή της πίστης της εκκλησίας[51]. Η σκέψη του όπως διαφαίνεται μέσα από τη γραμματεία του είναι επηρεασμένη από τους απολογητές, εξού και αποβαίνει άριστος αντιρρητικός και αντιγνωστικός συγγραφέας, που βιώνει όμως την αποστολική παράδοση, με αποτέλεσμα να καταθέτει θετικά και δημιουργικά την πίστη της εκκλησίας και να αποφαίνεται με το κύρος του, για πολλά ζητήματά της.

Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού τελικώς ήταν ο ίδιος να πρωτοτυπήσει βαδίζοντας ένα νέο δρόμο, παρότι είναι φανερή η εξάρτησή του από παλιότερους συγγραφείς[52]. Έτσι έδειξε και άνοιξε το δρόμο τον οποίο η εκκλησία οργάνωσε τους θεσμούς και τις διατυπώσεις της πίστης, βάση του κανόνος της αλήθειας. Δεν κατέστρωσε βέβαια ένα πλήρες σύστημα διδασκαλίας, αφού ο σκοπός του δεν ήταν αυτός εξ αρχής, αλλά εξ αιτίας της συνθετικής του σκέψης και της ενότητας των θεολογικών του απόψεων αποτέλεσε τον πρώτο συστηματικό θεολόγο της εκκλησίας[53], οποίος με την πιστότητα στην παράδοση και το ανανεωτικό του θεολογικό λόγο πέτυχε καίριο πλήγμα ενάντια στο γνωστικισμό.

Ο Ειρηναίος, ο οποίος αποτελεί τον πλέον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της περιόδου αυτής θεωρεί ότι η παράδοση που διαφυλάσσει η εκκλησία δεν αποτελεί μία άγονη προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά μία σύνδεση με την εμπειρία των αποστόλων και συγχρόνως μία πηγή ανανέωσης της εκκλησίας, αναφέροντας πως "ανανεάζουσα και αναεάζειν ποιούσα αυτό το σκεύος εν ω εστίν"[54]. Επιπρόσθετα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παράδοση, έδωσε και τη σαφή διάσταση μέσα από την οποία ο ορθόδοξος βλέπει και αναγνωρίζει τη Γραφή. Η Γραφή δεν αποτελεί ένα βιβλίο ξεκομμένο από την παράδοση της εκκλησίας. Αντιθέτως, η Αγία Γραφή εκτός της παραδόσεως παραμένει βιβλίο κλειστό. Έτσι και δεν αποτελεί με την παράδοση δύο διαφορετικά πράγματα, καθώς αποτελεί προϋπόθεση και θεμέλιο και της παραδόσεως, όπως και το αντίστροφο. Η Γραφή δηλαδή είναι βάση της χριστιανικής πίστεως και ερμηνεύεται και κατανοείται από την ίδια την εκκλησιαστική παράδοση[55]. Έτσι η μεθοδική και συστηματική γραμματεία την οποία εφήρμοσε κατά μερικούς μελετητές τον κατατάσσει στους "εκτελεστές" του γνωστικισμού και η πραγματικότητα είναι πως τελικά υπήρξε ο άνθρωπος που του επέφερε οδυνηρό πλήγμα[56].

Ο ίδιος επίσης, σε ότι αφορά τη φιλοσοφία, υπήρξε κατά κανόνα αρνητικός[57], μη φέρνοντας σε γόνιμο συσχετισμό την ελληνική φιλοσοφία με το χριστιανισμό. Ως φιλοσοφία συνήθως κατηγορεί τον γνωστικισμό για να καταδείξει ότι η ρίζα του βρισκεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι αυτοί μάλιστα δε γνωρίζουν την αλήθεια και τον αληθινό Θεό. Η θέση του όμως δεν ταυτίζεται με αυτές των Τατιανού ή Τερτυλλιανού, αφού βρίσκει και κοινά σημεία όπως η περί Θεού πρόνοια του Πλάτωνος[58]. Η τάση του όμως παραμένει δυσμενής και εκ ως εκ τούτου διαφοροποιημένη από τη μέση άποψη των απολογητών[59].

Ενότητα και τριαδικότητα

Η Τριαδολογία του Ειρηναίου αν και δεν παρουσιάζει τον όρο τριάδα, όπως ήδη ο Θεόφιλος τον είχε εισάγει, βρίσκεται διάχυτος σε όλο το έργο του[60]. Επιπρόσθετα δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα στα ερωτήματα των σχέσεων των τριών προσώπων και αυτό διότι πιστεύει ότι το μυστήριο αυτό δε δύναται να συλληφθεί από τον άνθρωπο καθ ολοκληρίαν, αφού η πλήρης αποκάλυψη αυτών θα πραγματοποιηθεί στο μέλλοντα αιώνα[61]. Παρόλα αυτά η τριαδολογική διδασκαλία του κρίνεται εναρμονισμένη με την προϋπάρχουσα εκκλησιαστική παράδοση[62] και δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε σημείο εμμονής, στην ενότητά του Θεού[63]. Η αιτία βρίσκεται κυρίως στον ισχυρισμό των γνωστικών περί διακρίσεως του αγαθού Θεού και του δημιουργού Θεού της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης. Γι αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά:

"Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ’ όλης της οικουμένης έως περάτων της γης διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα την εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα τον πεποιηκότα τον ουρανόν και την γην και τας θάλασσας και πάντα τα εν αυτοίς, πίστιν. Και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας. Και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των προφητών κεκηρυχός τας οικονομίας και τας ελεύσεις"[64].

Σύμφωνα με τον Ειρηναίο ο Θεός είναι Ένας και δημιουργός. Είναι αγαθός, δίκαιος, είναι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο Πατέρας του Λόγου. Ο Πατήρ αυτός δια του Λόγου και της δημιουργικής του Σοφίας και δυνάμεως εποίησε τα πάντα[65]. Έτσι από τον Ειρηναίο ξεκινά με συνέπεια μία θεολογική παράδοση στους κόλπους της εκκλησίας, που βλέπει τον Πατέρα Θεό ως υπαίτιο για την ενότητα της τριαδικής θεότητας, μία ενότητα που έχει προσωπικό χαρακτήρα και στηρίζεται στη μοναρχία του Πατρός και όχι στην απρόσωπη φύση και την άγνωστη θεία ουσία. Όπως υπομνηματίζει στον Παύλο ο Ειρηναίος "διέστειλε και διέκρινε τους λεγόμενους μεν, ουκ όντας δε θεούς, από του ενός Θεού του Πατρός, εξού τα πάντα και ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν εξ ιδίου προσώπου βεβαιότατα ωμολόγησεν"[66]. Η πίστη αυτή του Ενός και συνάμα τριαδικού Θεού ενώνει την εκκλησία καθώς η παράδοση είναι μία και αυτή[67], ενώ η αίρεση η οποία είναι πολύμορφος διασπά την ενότητα της πίστεως. Η πίστη της εκκλησίας παραμένει πάντοτε κατά τον Ειρηναίο, πίστη στο Θεό Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα[68]. Η μοναρχία του Πατρός όμως δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως ανωτερότητα του Πατέρα ή ως κάποιου είδους υποτίμηση των δύο άλλων προσώπων καθώς ο Υιός που γεννάται από τον Πατέρα, είναι επίσης Θεός, κατά την ουσία και τη δύναμη της φύσεως, εξού και ο Θεός στο πλαίσιο της οικονομίας της σωτηρίας είναι και Πατήρ και Υιός[69].

Ο Ειρηναίος λοιπόν ομολογεί πως:

"Να ο κανόνας της πίστεως μας, το θεμέλιο της οικοδομής και αυτό που δίνει σταθερότητα στη συμπεριφορά μας. Ο Θεός Πατήρ είναι άκτιστος, αχώρητος, αόρατος, ένας Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος. Αυτό είναι το πρώτο άρθρο της πίστεως μας. Το δεύτερο άρθρο είναι: ο Λόγος του Θεού, ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος φανερώθηκε στους προφήτες...δια του οποίου όλα δημιουργήθηκαν...έγινε άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων...και σαν τρίτο άρθρο είναι το εξής: Το Άγιο Πνεύμα δια του οποίου οι προφήτες προφήτευσαν και οι πατέρες έμαθαν τα του Θεού...ξεχύθηκε με καινούριο τρόπο στην ανθρωπότητα μας για να ανακαινίσει ενώπιον του Θεού τον άνθρωπο σ όλη τη γη"[70].

Η τριαδολογία που χρησιμοποιεί εδώ ο Ειρηναίος δεν πρέπει να κατανοηθεί ότι προκύπτει από μία αφηρημένη στοχαστική φιλοσοφία. Αντιθέτως, ο Ειρηναίος κινείται και εμπνέεται από την παράδοση της εκκλησίας, αλλά και την τη διαρκή χρήση των Γραφών. Η τριαδολογική του αναφορά λοιπόν έχει πολλές αναφορές στις Γραφές και ειδικά στα προφητικά βιβλία της ΠΔ, στα οποία επαγγέλλεται η πίστη στον τριαδικό Θεό[71] (χρησιμοποιεί επίσης επιχειρήματα όπως το Γέννεση 1, 26 "ποιήσομεν άνθρωπον"). Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε πως η τριαδολογική ορολογία του είναι γνωστή και ήδη καθιερωμένη την εποχή του, διακρίνεται όμως συχνά από μία δωρικότητα στην έκφραση[72].

Ο Θεός στο έργο του Ειρηναίου τονίζεται διαρκώς πως είναι υπερβατικός. Αυτό συμβαίνει καθώς διαβλέπει πως στη θεολογία των γνωστικών υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτό το σημείο και έτσι αποφασίζει να το τονίσει εμφατικώς. Τίποτα σύμφωνα με τον Ειρηναίο ανώτερο από το Θεό δεν υπάρχει, όπως και τίποτε κατώτερο του δε χρησιμοποίησε για να φέρει στο Είναι τον κόσμο[73], αφού ελευθέρως δημιούργησε τον κόσμο χωρίς όργανα κτιστά ή άκτιστα, εφόσον ο Υιός του Θεού και το Πνεύμα δεν αποτελούν αυτοτελή όντα[74][75]. Ο Θεός όμως δεν είναι απόλυτα αποξενωμένος από τον κόσμο όπως οι γνωστικοί τονίζουν. Μπορεί το Είναι του Θεού να μη μπορεί να παραβληθεί με το είναι των κτισμάτων, αλλά είναι ο ίδιος που κρατά τον κόσμο στο Είναι και τον συνέχει. Έτσι ενώ στον Ιουστίνο είχαμε την διάκριση της οντολογικής διαφοράς κτίσης και Θεού, εδώ παρότι εξαίρεται η υπερβατικότητα Του, συνάμα τονίζεται η σχέση του με τον άνθρωπο, η κοινωνία Θεού-κόσμου, μία επικοινωνία που επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του. Η υπερβατική Του ύπαρξη όχι απλώς δε σημαίνει απουσία από την κτίση, αλλά παντοδυναμία που του επιτρέπει να κινείται ελεύθερα σε όποια διάσταση επιθυμεί, δημιουργώντας ελεύθερα γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο[76].

Ο Θεός ακόμα είναι πνεύμα, λόγος, νους, έννοια, κατηγορήματα τα οποία δεν απορρέουν εκ της ουσίας του Πατρός, αλλά λέξεις που εκφράζουν τις άκτιστες ενέργειες του Θεού[77]. Ο Θεός είναι αμέριστος και αναλλοίωτος με αποτέλεσμα να μη δύναται να του αποδοθούν παθήματα και ψυχικές καταστάσεις των ανθρώπων. Είναι επίσης προνοητής του κόσμου[78]. Είναι τέλειος, αγένητος, αχώρητος, αόρατος, ακατάληπτος, ανέκφραστος. Η γνώση των ιδιοτήτων αυτών όμως δε μπορούν να προέλθουν από τη γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά εκ της αποκαλύψεως που παρέχει ο Θεός στον άνθρωπο[79]. Ο άνθρωπος δηλαδή δε δύναται να ανακαλύψει το Θεό μέσω μίας θεωρητικής αναγωγής, αλλά μέσω της υπακοής και της αφοσίωσης σε Αυτόν και τελικά δια της σχέσεως που αποκτά το κτίσμα με τον άπειρο Θεό, αφού η γνώση του προκύπτει από την πνευματική εμπειρία η οποία συνιστά την εν πίστη μετοχή του ανθρώπου στο φως του Θεού[80]. Έτσι και απλοϊκοί άνθρωποι, παρατηρεί, δίχως να γνωρίζουν ακόμα και τους χαρακτήρες του αλφάβητου, απολαμβάνουν των προνομίων της θεογνωσίας μαζί με τους πεπαιδευμένους[81].

Τα πρόσωπα

Υιός και Λόγος

Η διδασκαλία περί του Λόγου του Ειρηναίου, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από τους Απολογητές. Οι απόψεις του όμως διαφοροποιούνται σε ορισμένα σημεία και ιδίως στην έκφραση της θεολογίας των απολογητών περί προφορικού και ενδιαθέτου Λόγου[82], όπου υπάρχει η νύξη για τη λεγόμενη δεύτερη γέννηση του Λόγου εν χρόνω. Ο Ειρηναίος λοιπόν αποκλείει κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο[83], αφού συνυπήρχε πάντοτε με το Θεό ως Υιός Του, γινόμενος προαιωνίως υπόσταση[84]. Μια αντίθετη θεολογία κατά το Ειρηναίο θα οδηγούσε σε μία παραδοχή έγχρονης γέννησης και τελικά θα καθιστούσε το Λόγο κτίσμα[85].

Ο Υιός και Λόγος λοιπόν γεννήθηκε αϊδίως με τον Πατέρα, προϋπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα και γεννήθηκε Υιός αχρόνως. Η γέννηση αυτή δε μπορεί να παραβληθεί με τις ανθρώπινες γεννήσεις, αλλά ούτε και να κατανοηθεί από το λογικό του ανθρώπου. Αποτελεί μυστήριο ανέκφραστο[86], το οποίο οι πεπερασμένες ανθρώπινες γνώσεις αδυνατούν να το κατανοήσουν. Η Γνώση τελικά αυτή ανήκει μόνο στον Πατέρα και τον Υιό. Ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα προϋπήρχαν στο Θεό και φανερώθηκαν κατά τη δημιουργία στην οικονομία της σωτηρίας. Ο Λόγος έγινε δημιουργός των πάντων. Ο Υιός τελικά φανερώνει τον πατέρα[87], ο οποίος αν και αόρατος δεν ήταν άγνωστος, αλλά γνωστός δια των ενεργειών Του στην ΠΔ, αφού μέσω του Λόγου, αποκάλυψε την αγάπη Του[88]. Ο Υιός δηλαδή ποιεί όσα ποιεί και ο Πατέρας και ενεργεί τα του Πατρός. Ο μόνος που έχει γνώση περί του Πατρός και αποκαλύπτει τα περί του πατρός είναι Αυτός.

Είναι επίσης Κύριος και ομοούσιος τους Πατρός. Εδώ όμως θα πρέπει να γίνει μία σημαντική επισήμανση. Ο Ειρηναίος αναφέρει πως:

"Ταύτη τη Μονάδι συνυπάρχει Δύναμις ομοούσιος αυτή ην και αυτήν ονομάζω το Εν..."[89].

Ο όρος λοιπόν ομοούσιος ενυπάρχει στο έργο του Ειρηναίου, όμως η χρήση της προσιδιάζει περισσότερο στις γνωστικές αντιλήψεις περί ομοούσιου και όχι στο μεταγενέστερο καθιερωμένο Νικαϊκό όρο. Σκοπός του πάντοτε παραμένει απολογητικός εξού και το ομοούσιος της εκφράσεως δεν αναφέρεται με στόχο να δηλώσει τη θεότητα των τριών προσώπων, αλλά με αναφορά προς τις γνωστικές αντιλήψεις[90]. Παρά τη μη χρήση όμως του ομοουσίου με το Νικαϊκό όρο είναι αναντίρρητο πως η ομοουσιότητα των τριών προσώπων βρίσκεται μέσα στο έργο του, καθώς επιμένει με σταθερότητα πως κατά το λόγο της φύσεως δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους[91]. Η ομοουσιότητα των γνωστικών και η προβολή του Λόγου από τον Πατέρα, δε δύναται κατά τον Ειρηναίο να έχει κάποια σχέση με το ομοούσιο των γνωστικών, καθώς δε γίνεται ο εν τω Πατρί αϊδίως (από πάντοτε) ενυπάρχων Λόγος να προβάλλεται (προέρχεται) συγχρόνως και εν τοις εκτός, να υπάρχει δηλαδή ο αυτός και εντός και εκτός του προβάλλοντος (γεννήτορος) Πατρός[92]. Η προσπάθεια των γνωστικών, αναφέρει ο Ειρηναίος, να εφαρμόσουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο Θεό είναι μάταια και δεν πρέπει η γέννηση του Λόγου να προβάλλεται κατ αντιστοιχίαν με την ανθρώπινη γέννηση[93]. Ο Υιός όμως έχει κοινή ουσία με τον πατέρα, αφού ενυπάρχει στον Πατέρα[94].

Η περί Λόγου διδασκαλία του Ειρηναίου στην πραγματικότητα είναι περισσότερο ολοκληρωμένη σε σχέση με τους απολογητές, κάτι που βοηθήθηκε από τις ακρότητες των γνωστικών. Έτσι στον Ειρηναίο ο Λόγος είναι η ίδια η παρουσία του Θεού στον κόσμο, αφού ουσιώδης διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού δεν υφίσταται, συνάμα δε καμία σύγχυση δε συμβαίνει ανάμεσά τους[95]. Ο Πατήρ λοιπόν περιχωρεί εν των Υιώ και το αντίστροφο.

Χριστολογία

Η χριστολογία του Ειρηναίου βρισκεται στο κέντρο της διδασκαλίας του, αφού δια μέσω αυτής βλέπει το νέο άνθρωπο. Η χριστολογία του έτσι αποτελεί βάση της εκκλησιολογίας του. Στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Λόγου πραγματώνεται η οικονομία της αναγεννήσεως του ανθρώπου, καθώς από την πτώση, ο θάνατος εισήλθε στη ζωή του. Ο Λόγος τελικά έγινε άνθρωπος, για να γίνει και ο άνθρωπος Υιός του Θεού[96]. Ο ίδιος μάλιστα θεμελιώνει με ιδιαίτερη έμφαση τα επιχειρήματά του στην Αγία Γραφή και στρέφεται κατά βάση ενάντια στον γνωστικισμό, συνδυάζοντας Ιωάννεια και Παύλεια χριστολογία.

Ο Ιησούς λοιπόν είναι ο προαιώνιος Λόγος, που σαρκώθηκε με σκοπό τη σωτηρία των ανθρώπων. Έλαβε μάλιστα ανθρώπινη σάρκα και όχι ψυχικό σώμα (δοκητισμός), όμοιο με των κοινών ανθρώπων[97]. Ο προαιώνιος λόγος λοιπόν, δι ου τα πάντα εγένετο "εν ασχάτοις καιροίς...άνθρωπος εγένετο, ορατός και ψηλαφητός, ίνα καταργήσει τον θάνατον και δείξη ζωήν...και εργάση κοινωνίαν Θεού και ανθρώπου"[98]. Η σάρκωση λοιπόν είναι πραγματική εξ ου και ο Λόγος του Θεού έλαβε πραγματικό ανθρώπινο σώμα. Αν δεν είχε λάβει, δε θα πεινούσε, δε θα διψούσε, δε θα δάκρυζε, δε θα ίδρωνε με θρόμβους αίματος. Σκοπός λοιπόν της σαρκώσεως ήταν η θεραπεία του ανθρώπου, αφού άλλος τρόπος γι αυτή δεν υπήρχε. Ο άνθρωπος τώρα εξ αιτίας του γεγονότος αυτού μπορεί να μετέχει και πάλι στη θεία πραγματικότητα. Το καθοριστικό στοιχείο όμως για την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους είναι η ένωση των δύο φύσεων. Με τη σάρκωση λοιπόν πραγματώνεται η ένωση Θεού και ανθρώπου και έτσι επέρχεται η σωτηρία η οποία δεν αποτελεί όμως μία απλή ηθική επιτυχία του ανθρώπου, αλλά υπαρξιακή ανύψωση καθώς ο άνθρωπος φτάνει στην αφθαρσία. Η ανθρώπινη φύση τελικά ανυψώνεται στη θεία διάσταση[99] και "διά τούτο γαρ ο Λόγος, άνθρωπος και Υιός ανθρώπου ο υιός του Θεού, ινά άνθρωπος συγκρατηθείς τον Λόγω και την υιοθεσία λαβών γέννηται υιός Θεού"[100].

Ο Χριστός λοιπόν γεννήθηκε εκ παρθένου Μαρίας[101] και εκ Πνεύματος Αγίου. Αυτό σημαίνει κατά τον Ειρηναίο ότι ο Ιησούς ήταν κατά πάντα τέλειος άνθρωπος και εκτός αμαρτίας[102]. Η ενανθρώπηση αυτή μάλιστα κηρύχτηκε από τους προφήτες ώστε να προετοιμάσει το έδαφος. Ο Χριστός θα προερχόταν από τη γενιά Δαβίδ και θα ήταν απόγονος του Αβραάμ[103]. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ήταν σε καμία περίπτωση "ψιλός" άνθρωπος. Ο Υιός είναι και πραγματικός και τέλειος άνθρωπος όπως αναφέρθηκε, αλλά και Θεός σύμφωνα με το σύμβολο του Ειρηναίου, που είδαμε στον τομέα Ενότητα και Τριαδικότητα[104]. Η θεϊκή φύση του Χριστού κατά βάση παραβάλλεται σε βάρος του Κήρινθου, του Καρποκράτη και του Εβιωναίους[105]. Έτσι και αποτελεί τον Κύριο και Λόγο που καθοδήγησε μέσω των θεοφανειών τον Ισραήλ και μόνος γνώστης και εικόνα του Πατρός[106].

Άγιο Πνεύμα

Η πνευματολογία του Αγίου Ειρηναίου, αν και πλουσιότερη από την πνευματολογία των προγενέστερων συγγραφέων και δη των απολογητών, δε μπορεί να θεωρηθεί διεξοδική και δογματικά πλήρης[107]. Αυτό συμβαίνει διότι προσανατολίζεται στη βάση της αναίρεσης των γνωστικών και ειδικώς του Μαρκίωνα, μία διδασκαλία η οποία δεν τον υποχρέωνε να ασχοληθεί με το θέμα αναλυτικά. Έτσι θα λέγαμε πως σκοπός του είναι να καλύψει βασικές εκκλησιαστικές ανάγκες, οι οποίες είναι πλήρως ενταγμένες στην Τριαδολογία του, διατυπωμένες με σαφήνεια τόσο σε ότι αφορά τη θεότητά του Αγίου Πνεύματος, όσο και την προσωπική του υπόσταση[108].

Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν κατά τον Άγιο Ειρηναίο, σύμφωνα με το τρίτο άρθρο της ομολογίας πίστεώς του, είναι Θεός[109] (αν και κάτι τέτοιο δεν το αναφέρει σε κάποιο κείμενο[110]) και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου. Στην ΠΔ είναι αυτό που ικάνωσε τους προφήτες να αρθρώσουν τον προφητικό τους λόγο, ενώ στην ΚΔ ικάνωσε τους Αγίους να διδαχτούν τα θεία πράγματα και να πορευτούν το δρόμο της δικαιοσύνης. Σημαντικό στοιχείο στη διδασκαλία του είναι πως στον Ειρηναίο δε βρίσκουμε ψήγμα πνευματισμού καθώς το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται ως θεία υπόσταση πλήρως ενταγμένη και αδιάστατη στη θεότητα, του Πατρός Θεού και του Υιού[111]. Γι αυτό και κατά τη βάπτιση η αναγέννηση του ανθρώπου συμβαίνει δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Επιπρόσθετα όμως το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που φανερώνει τον Υιό. Έτσι χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι αδύνατο να θεαθεί ο Κύριος, όπως και χωρίς τον Κύριο είναι αδύνατο να θεαθεί ο Θεός Πατήρ[112]. Έτσι γίνεται εμφανές πως στη θεολογία του Ειρηναίου το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο, που δοξάζει μαζί με τον Υιό τον πατέρα.

Η αρχή της υπάρξεώς του ευρίσκεται στο Θεό Πατέρα. Όπως αιτία της υπάρξεως του Υιού είναι ο Πατέρας, έτσι και του Πνεύματος είναι εξίσου ο Πατήρ από τον οποίο εκχέεται και γι αυτό και υπάρχει "Παρά των Πατρί"[113]. Σε αυτό το σημείο μάλιστα φέρει ως απόδειξη το υπό του Ησαΐα (Ησ. 57, 16) ρηθέν "Πνεύμα γαρ παρ' εμού εξελεύσεται". Επιπρόσθετα τονίζει πως η ύπαρξη του είναι αέναη[114] και εξ αρχής. Η Σοφία μάλιστα του Θεού, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, ήταν παρών κατά τη δημιουργία του κόσμου[115], παρουσιάζοντας το μαζί με τον Υιό, ως τα δύο χέρια του Θεού[116]. Επίσης ήταν αυτό το συνέδραμε μαζί με την παρθένο Μαρία στη ενανθρώπηση του Υιού[117] και στη σύσταση της Καινής Διαθήκης καθώς αυτό πλέον από την Πεντηκοστή και ύστερα επέμφθη δια την αφθαρσία των ανθρώπων και τη σωτηρία των ψυχών ημών[118].

Ο άνθρωπος

Ο Ειρηναίος στην κοσμολογία του υιοθέτησε τη γραμμή του Ιουστίνου και του Θεοφίλου Αντιοχείας, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ριζική διάκριση μεταξύ ακτίστου και κτιστού, δηλαδή μεταξύ του Θεού και της ύλης. Η διάκριση αυτή υιοθετείται και τοποθετείται στο κέντρο της διδασκαλίας του, καθώς θέλει να αποκρούσει τη θεωρία των γνωστικών, κατά την οποία η δημιουργία του κόσμου προερχόταν από ενδιάμεσες δυνάμεις[119]. Τη διαλεκτική του την τοποθετεί μάλιστα στην Αγία Γραφή και την εκκλησιαστική παράδοση, αφού ο κτιστός κόσμος προέρχεται εκ του μη όντος, ως δημιούργημα του ακτίστου Θεού. Η δημιουργία δηλαδή του κόσμου δεν προέρχεται από ενδιάμεσα όντα, παρά μόνο από τα δύο του χέρια, τον Υιό και το Πνεύμα[120]. Η δημιουργία λοιπόν αποτελεί πράξη ελευθερίας και αγάπης, της δυνάμεως του Θεού της σοφίας του και της αγαθοποιού Ενέργειάς Του[121].

Ο Θεός κατά τον Ειρηναίο δε δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη. Κάτι τέτοιο θα απειλούσε την παντοδυναμία του Θεού, ενώ θα έθετε και αναπάντητα ερωτήματα για την προέλευση της ύλης. Η προΰπαρξη της ύλης ως θεωρία είναι γνωστό ότι προερχόταν από τον Πλάτωνα και ο Ειρηναίος άμεσα σπεύδει να την αποκλείσει ως ενδεχόμενο, καθώς αυτή απορρίπτεται ως κοσμολογία από τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Η μόνη λοιπόν αιτία υπάρξεως για τον Ειρηναίο είναι η βούληση του Θεού, που ως ενέργεια δεν έχει καμία σχέση με τις ανθρώπινες παραστάσεις δημιουργίας, όπου οι άνθρωποι για να δημιουργήσουν έχουν ανάγκη από προϋπάρχων υλικό. Οι γνωστικοί σύμφωνα με τον επίσκοπο Λυώνος, οδηγούν σε διαρχία, αφού από τη μία πλευρά υπάρχει ο αιώνιος Θεός και από την άλλη, η αιώνια ύλη. Ο Θεός είναι το αγαθό και η ύλη το κακό, με αποτέλεσμα ο Θεός να παύει να έχει σχέση με την κτίση. Ο κόσμος όμως κατά τον Ειρηναίο δεν είναι άσχετος και κακός, γιατί στη δημιουργία του ενυπάρχει αποτυπωμένη η αγαθότητα του θεού[122].

Έτσι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό και μέσα στη ψυχοσωματική του ύπαρξη έχει εικονιστεί η θεία αγαθότητα[123]. Στην ουσία δηλαδή αποτελεί μία ολότητα η οποία δεν είναι μεμονωμένη ένωση δύο διαφορετικών πραγμάτων -σώματος και ψυχής- διότι ένας πραγματικά τέλειος άνθρωπος διέπεται από πλήρη σύγκραση σώματος και ψυχής, δεχόμενος συνάμα το Πνεύμα[124]. Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι φύσει αθάνατη αλλά εξ αιτίας της χάριτος του Θεού γίνεται[125], δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι η ψυχή δύναται να πεθάνει πλέον καθώς της έχει δοθεί αθανασία, εν αντιθέσει με το σώμα[126]. Κατά βάση ο Ειρηναίος αναφέρει τις περιγραφές της ΚΔ για να πείσει για τα λεγόμενά του. Ο άνθρωπος πλάστηκε από τα χέρια του Θεού, κατ εικόνα και ομοίωση του, ελεύθερος και αυτεξούσιος. Η εικόνα προσιδιάζει μάλιστα στη φύση του ανθρώπου και τις θείες δωρεές που δόθηκαν, ενώ η ομοίωση στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου. Ο Ειρηναίος όμως προχωρά και στην θεολογία της ωριμάνσεως, που στο θεολογικό του σύστημα λαμβάνει σημαντική θέση. Ο Αδάμ λοιπόν δημιουργήθηκε καλός λίαν, αλλά όχι με τελεσίδικη τελειότητα. Σκοπός ήταν η τελείωση καθώς στον πρώτο παράδεισο δεν υπήρχε στατικότητα. Σκοπός του ανθρώπου είναι να ομοιωθεί στον Υιό, ο οποίος έμελλε να γίνει άνθρωπος, καθώς ο Υιός αποτελεί και πραγματική εικόνα του Θεού[127]. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να θεωθεί και ειδικώς από τότε που η θεϊκή φύση του Χριστού ενώθηκε με την ανθρώπινη. Η πνευματική αύξηση τελικά επιτυγχάνεται με το αυτεξούσιο, ενώ η ελευθερία αποτελεί συστατικό τόσο για την επιτυχία του στόχου του, όσο και την αποτυχία[128].

Κατά την παράβαση ο άνθρωπος πλανεύτηκε από το διάβολο. Το κίνητρο του ήταν ο φθόνος[129] διότι ο Αδάμ ήταν σε θέση να λάβει αυτό που ο ίδιος δε μπορούσε πλέον και έτσι στράφηκε εναντίον του με σκοπό την απομάκρυνση από το θεό. Τελικά η πλεκτάνη πέτυχε το σκοπό της, αφού ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμα σε νηπιακή κατάσταση. Έτσι ο άνθρωπος εκδιώχτηκε από τον παράδεισο, εισέβαλε στον άνθρωπο η αμαρτία, απωλέσθηκε το Άγιο Πνεύμα και τελικά η απευθείας κοινωνία ανθρώπου και Θεού, κάτι που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο που αποτελεί και τον οριστικό θάνατο[130].

Η παράδοση

Παράδοση

Η έννοια της παραδόσεως στο σύστημα του Ειρηναίου αποτελεί το κλειδί της θεολογίας του, καθώς γύρω από αυτή περιπλέκεται όλη η επιχειρηματολογία του, αλλά και η τακτική του σχετικά με τους αιρετικούς και τους γνωστικούς. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως πραγματικά αποτελεί το θεμέλιο και την κορωνίδα της συγγραφής του, πάνω στην οποία πλέον θεμελιώνεται και η εκκλησιαστική θεολογία, καθώς η θεολογία του στον τομέα αυτό, αποτέλεσε το δείκτη για τους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Για τον Ειρηναίο είναι εμφανές ότι η πίστη δεν αποτελεί μία απλή εξωτερική παραδοχή σε ένα Θεό που είναι απρόσιτος. Η πίστη για τον Ειρηναίο είναι θεμέλιο για την βίωση της κοινής παραδόσεως, αφού η Εκκλησία ακόμα και αν είναι διασπαρμένη σε όλο τον κόσμο, διαφυλάσσει την παράδοση δια της πίστεως, σα να ζει σε ένα σπίτι[131]. Γι' αυτό και η παράδοση είναι μία και ίδια σε όλη την Εκκλησία, όπως και η πίστη, ενώ αυτός που μπορεί να μιλήσει γι αυτή, ούτε μπορεί να προσθέσει κάτι σε αυτή, όπως και αυτός που μιλά λίγο, δεν αφαιρεί κάτι από αυτή, καθώς η αποτελεί ζωντανό οργανισμό μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η κοινωνία με τη ζωή (το θεό), που παρέχει την αλήθεια[132]. Έτσι και η Εκκλησία έχει παντού στο κόσμο τη μία πίστη[133], η οποία προήλθε από το κήρυγμα και το Ευαγγέλιο των Αποστόλων, το οποίο εν συνεχεία συντάχθηκε σε βιβλία. Αντίθετα με την Εκκλησία όμως, κατά τον Ειρηναίο, οι Γνωστικοί και αιρετικοί επιτίθενται κατά τον βιβλίων και τα κρίνουν ανακριβή και μη αυθεντικά, μη συμφωνώντας είτε με τη Γραφή, είτε με την Παράδοση[134]. Σε αυτό το σημείο ο Ειρηναίος προτάσσει τον ιστορικό παράγοντα[135], αναφέροντας: "εμείς μπορούμε να απαριθμήσουμε εκείνους που εγκαταστάθηκαν από τους αποστόλους ως επίσκοποι στις εκκλησίες και εκείνους που τους διαδέχτηκαν ως τα χρόνια μας, από τους οποίους κανένας δε δίδαξε ή σκέφτηκε κάτι που να μοιάζει με τις τρελές ιδέες τους"[136].

Η Αποστολική συνέχεια της ίδρυσης των εκκλησιών της Ρώμης, της Σμύρνης και τη Εφέσου και η κοινή γνώμη και παράδοση είναι άλλωστε χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πίστη της εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ειρηναίο. Αλλά δεν είναι μόνο τα βιβλία ή ιστορική συνέχεια των εκκλησιών. Η παράδοση είναι κάτι ακόμα ευρύτερο. Ο Ειρηναίος μας λέει καθώς αναρωτιέται:

"ακόμα και αν οι Απόστολοι δεν είχαν αφήσει σε μας τα βιβλία τους, δε θα έπρεπε να ακολουθήσουμε τον κανόνα της παραδόσεως που παρέδωσαν σε κείνους τους οποίους παρέδωσαν τις εκκλησίες...οι οποίοι ακολουθούν το πνεύμα της παραδόσεως που έχει γραφεί στις καρδιές τους από το Άγιο Πνεύμα χωρίς χαρτί και μελάνι;"[137].

Η παράδοση δηλαδή για τον Ειρηναίο, δεν είναι απλώς βιβλία ή μία αφελής πίστη, ούτε απλώς αποτελεί ιστορική συνέχεια αδιάκοπων χειροτονιών, αλλά έχει θεμέλιο το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μιλά στους θεοφόρους πατέρες της εκκλησίας. Πάνω σε αυτό το στοιχείο πλέον στηρίζει τη δογματική διδασκαλία της εκκλησίας, όπως άλλωστε και τη γραφή. Η Γραφή δηλαδή για τον Ειρηναίο, όπως και το δόγμα δεν είναι κάτι το διαφορετικό από την Παράδοση[138]. Έτσι λοιπόν και το δόγμα είναι η παράδοση της εκκλησίας, παράδοση η οποία βιώθηκε μέσα στο σώμα της εκκλησίας. Το δόγμα είναι περιγραφή πραγμάτων σύμφωνα με τον Ειρηναίο, είναι λεκτική επεξεργασία βιωμένων καταστάσεων καθώς ο Θεός έκανε κάποια πράγματα να υπόκεινται στο χρόνο και μερικά άλλα να είναι αιώνια. Η κατανόηση δε που παρέχει ο Θεός, εμφανίστηκε στους προφήτες, όχι με μια μορφή, αλλά διαφορετικά στο καθένα. Έτσι λοιπόν η παράδοση είναι φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, δυναμικός γεγονός το οποίο βιώνεται κατά την πνευματική πρόοδο και αύξηση του ανθρώπου[139].

Ανακεφαλαίωση

Ανακεφαλαίωση κατά τον Ειρηναίο είναι το σχέδιο της θείας οικονομίας και η δια Χριστόν σωτηρία του[140]. Είναι ουσιαστικά η συμμετοχή του ανθρώπου στο λυτρωτικό έργο του Χριστού ως προοδευτική τελείωση η οποία προκύπτει από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, που αγιάζει την ανθρώπινη φύση και κάθε πτυχή της[141]. Η αγιότητα λοιπόν για τον Ειρηναίο, δε μοιάζει με μία παθητική κατάσταση ή μία παθητική δικαιοσύνη, αλλά είναι μία δυναμική πρόοδος που κινείται προς το τέλος της εν Χριστώ αναγεννήσεως, την αφθαρσία και την αιωνιότητα. Είναι η απάντηση για την πτώση του ανθρώπου, η Θέα του Θεού που οδηγεί στην αθανασία. Η θεά του θεού είναι άλλωστε κατά τον Ειρηναίο το θεμέλιο και η ύπαρξη της ζωής καθώς δίχως αυτή είναι αδύνατο ο άνθρωπος να ζήσει[142]. Απαρχή αυτής της θέας όμως είναι ένας θάνατος για την κληρονομία μίας νέας γεννήσεως[143], για τη θανάτωση της αμαρτίας, τη στέρηση του θανάτου και τη ζωοποίηση του ανθρώπου[144].

Αναμφίβολα η θεολογία της ανακεφαλαιώσεως είναι δικό του δημιούργημα το οποίο το επεξεργάστηκε μέσω της Αγίας Γραφής και δια σωτηριολογικών προεκτάσεων[145]. Γι αυτό και εμφανίζει δύο παραμέτρους. Η μία είναι η αποκατάσταση στην κοινωνία ανθρώπου-Θεού και η δεύτερη είναι η σύνοψη των αποκαλύψεων του Θεού[146]. Στο σύστημα του Ειρηναίου μάλιστα υπάρχει μια ιδιαίτερη τάση προς τις θεοφάνειες της ΠΔ, οι οποίες καταδεικνύουν την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Ο Χριστός λοιπόν είναι αυτός που δημιουργεί τον κόσμο, ο οποίος περιέρχεται σε πτώση εξ αιτίας των πρωτοπλάστων. Είναι Αυτός που ενδημεί στους προφήτες της ΠΔ και που ενσαρκώθηκε για να λυτρώσει και να ανακαινίσει τον κόσμο, προσφέροντας τον εαυτό του, για να οδηγήσει τον άνθρωπο εκ νέου, στον τελικό σκοπό του. Εδώ παρατηρείται πως ο Ειρηναίος χρησιμοποιεί ένα έντονο βιβλικό και ιγνατιανό ρεαλισμό, τον οποίο αντιδιαστέλλει από τους γνωστικούς[147]. Αναγνωρίζει την πραγματικότητα του προσώπου του Ιησού, συνειδητοποιώντας την τραγωδία της ανθρωπότητας, την οποία οδηγεί και πάλι στην υπέρβαση.

Ο Ειρηναίος βλέπει μια ενιαία αρραγή ιστορική πορεία, ταυτίζοντας το θεό της Καινής Διαθήκης με το Θεό της Παλαιάς, καθώς και το Λόγο με το σαρκωθέντα Χριστό. Η ανακεφαλαίωση τελικά τον οδηγεί στο να δώσει μία βαθειά ερμηνευτική διάσταση της ιστορίας για πρώτη φορά μέσα στη θεολογία, δίχως απατηλά σχήματα και αγκαλιάζοντας κάθε πτυχή της ανθρωπότητας, υλικής και πνευματικής. Επίσης τονίζει τη εν Χριστώ δημιουργία και ανάπλαση, την κοσμολογία των Γραφών, οι οποίες αντιδιαστέλλονται πλήρως από τη γνωστική κοσμολογία. Κεφαλή του κόσμου είναι ο Χριστός, οποίος στο ανακεφαλαιωτικό σύστημα του Ειρηναίου είναι ο οδηγός για την ολοκλήρωση της ανθρωπότητας και την απαρχή μίας νέας, μέσω της συμφιλίωσης του ανθρώπου με το Θεό.

Μέλλοντας αιώνας

Ο Μέλλοντας Αιώνας, στη θεολογία του Ειρηναίου είναι το επιστέγασμα της Ανακεφαλαίωσης του κόσμου. Στο τέλος της ιστορίας η ήδη δεδομένη εν Χριστώ ανακεφαλαίωση θα φτάσει στην ολοκλήρωσή της[148], όπου και θα πραγματοποιηθεί η Ανάσταση των σωμάτων και θα δοθεί τέλος στο βασίλειο της φθοράς. Όσοι εν τω μεταξύ αποθνήσκουν βρίσκονται σε μία κατάσταση αναμονής, μέχρι τη στιγμή της μεγάλης κρίσεως. Σε αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι ο Ειρηναίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην Ανάσταση των σωμάτων. Η θεωρία αυτή πράγματι γίνεται κέντρο της διδασκαλίας του, καθώς έτσι αντιμετωπίζει του γνωστικούς, οι οποίοι θεωρούν το σώμα κακό και φυλακή της ψυχής. Προ του τέλους όμως θα προηγηθεί στην ανθρώπινη ιστορία η έξαρση του κακού και η εμφάνιση του Αντιχρίστου, ο οποίος θα εξαπατήσει την ανθρωπότητα και ο οποίος τελικά θα κατατροπωθεί από το Θεό[149].

Στο τέλος της ιστορικής διαδρομής, αναφέρει ο Ειρηναίος, ολόκληρη η κτίση θα μεταμορφωθεί και θα ανακλάται σε αυτή το μεγαλείο και η δόξα του Θεού. Τίποτε δε πρόκειται να χαθεί, ούτε ο υλικός κόσμος θα παρέλθει, αλλά θα μεταμορφωθεί, θα εξαγνιστεί και θα εξαφανιστούν οι συνέπειες τις αμαρτίας[150]. Στην καθολική αυτή ανακεφαλαίωση ουδείς εξαιρείται[151]. Στη βασιλεία του Θεού πλέον θα δεσπόζει η θέα του θεού και οι άνθρωποι θα βιώνουν αυτή την παροχή της αγαθότητας με βάση την προετοιμασία του εγκόσμιου βίου τους, σε μία δυναμική και ατελεύτητα τελειωτική πορεία[152]. Ο άνθρωπος όμως δεν παύει να είναι άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση, καθώς η πραγματικότητα της διαφορότητας κτιστού και ακτίστου παραμένει, αλλά γεφυρώνεται μέσω της μετοχής στη θέα του θεού, γινόμενος Θεός κατά μετοχή και χάρη[153].

Το προβληματικό για την ορθόδοξη θεολογία στην εσχατολογία του Ειρηναίου είναι ο χιλιασμός που υιοθετεί. Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, θα υπάρξουν δύο Αναστάσεις. Η πρώτη Ανάσταση είναι Ανάσταση δικαίων, οι οποίοι θα συμβασιλεύσουν με το Χριστό για 1000 χρόνια και η δεύτερη όπου θα Αναστηθούν και οι αμαρτωλοί για να γίνει η τελική κρίση. Το χιλιόχρονο μεσοδιάστημα χαρακτηρίζεται ως βασιλεία του Υιού, που στο τέλος της θα παραχωρήσει τη βασιλεία στον Πατέρα (κατά τη δεύτερη Ανάσταση)[154]. Ο Ειρηναίος στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από τον Αποκάλυψη του Ιωάννη (20, 1-21,1) και την Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (15, 24-28). Σύμφωνα με τον Ειρηναιο η πρώτη φάση της Ανάστασης αποτελεί το τελευταίο στάδιο της αποκατάστρασης της φύσης του ανθρώπου, εξ αιτίας των συνεπειών της πτώσης. Η βασιλεία μάλιστα του Υιού θα είναι μία ορατή εν γη βασιλεία[155].

Σε ότι αφορά την κόλαση ο Ειρηναίος σημειώνει πως η τιμωρία αυτών είναι ζήτημα το οποίο ο άνθρωπος δε το γνωρίζει παρά μόνο η βουλή του Θεού. Η αμαρτία θα νοείται πλέον ως μία παθητική κατάσταση και όχι ως ενεργητική, με αποτέλεσμα να αφανίζεται το κέντρο της. Οι άνθρωποι δε, αυτοκολάζονται αφού εκουσίως απέκοψαν τους εαυτούς τους από τη ζωή, με αποτέλεσμα εξ αιτίας της δικής των ελεύθερης βούλησης παραμένουν στην απιστία και τον κολασμό[156][157]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Υποσημειώσεις

  1. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126
  2. Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική γραμματολογία..., σελ. 64
  3. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 690
  4. Σύμφωνα με τον Π. Χρήστου περί το 140, σύμφωνα με τον Δ. Τσάμη, μεταξύ 140-160, κατά τον Στ. Παπαδόπουλο μεταξύ 130-140, όπως και κατά τον Ανδρέα Θεοδώρου και Κ. Σκουτέρη. Ο Γ. Φλορόφσκι αναφέρει τα έτη από 125 ως 145
  5. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, 5, 20, 5-7/Έλεγχος 3, 3, 4
  6. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 690
  7. Ιερώνυμος, Epistola 75 ad Theodoram 3
  8. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 690
  9. Adv. Valentinianos 5
  10. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 691
  11. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358
  12. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 691
  13. Historia Francorum 1, 17
  14. ο.π.
  15. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα, σελ. 126
  16. Δ. Τσάμης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία..., σελ. 63
  17. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  18. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  19. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  20. Ευσέβιος, Εκκλ. ιστορία 5, 24, 11
  21. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  22. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  23. Γρ. Τουρώνης, Historia Francorum 1, 27
  24. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  25. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  26. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  27. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  28. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 694
  29. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  30. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  31. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 695
  32. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 305
  33. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 695
  34. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  35. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  36. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  37. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 304
  38. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 698
  39. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  40. Δ. Τσάμης, Εκκλ. Γραμματολογία..., σελ. 694
  41. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 306
  42. Σύντομη ομολογία στη βάση ενός βαπτιστήριου Συμβόλου. Στη βάση των συμβόλων αυτών, δημιουργήθηκε και το Σύμβολο της Πίστεως αργότερα
  43. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  44. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 699
  45. Σε αυτό το βιβλίο πραγματεύεται το ότι ο θεός δεν είναι ο αίτιος των κακών
  46. Η έριδα του Πάσχα ήταν μια διαφωνία μεταξύ των εκκλησιών της Μ.Ασίας και της Ρώμης για το πότε έπρεπε να εορτάζεται το Πάσχα. Η Ρώμη θέλοντας να αποσυνδέσει ακόμα περισσότερο την έννοια του χριστιανικού Πάσχα από το Εβραϊκό, θέλησε να επιβάλλει στην εκκλησία της Μ. Ασίας, που ήταν η μόνη που δεν ακολουθούσε τη νέα ημερομηνία, την ημερομηνία η οποία εορτάζεται μέχρι και σήμερα. Οι Μικρασιατικές εκκλησίες όμως διαφωνούσαν καθώς η εορτή τη 14η του μήνα Νισσάν, ήταν θεσπισμένη από την εποχή των Αποστόλων. Έτσι ο Ειρηναίος νουθετεί το Βίκτορα Ρώμης, μετά από προτροπή του δευτέρου για τοποθέτηση, να μην πάρει αυστηρά μέτρα εναντίον τους και να τους επιτρέψει να εορτάζουν όποτε αυτοί επιθυμούν, όπως άλλωστε είχε συμβεί και σε παλαιότερες συζητήσεις επί του θέματος, μεταξύ Πολυκάρπου και Ανίκητου Ρώμης (Ο Ειρηναίος εν προκειμένω τασσόταν υπέρ μίας κοινής ημερομηνίας εορτασμού, συντείνοντας προς τις απόψεις τού Βίκτορα). Τελικά ο Βίκτορας ανέστειλε τα σκληρά μέτρα που είχε λάβει (διακοπή κοινωνίας), ενώ το θέμα διευθετήθηκε κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο [Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.1, σελ. 278-282]
  47. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353
  48. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 294
  49. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 295
  50. ο.π., σελ. 294
  51. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 358
  52. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 702
  53. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 703
  54. Έλεγχος 3, 24, 1
  55. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 353, από το εδάφιο: Έλεγχος 3, Προοίμιο 1,1
  56. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 152
  57. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 150
  58. Πλάτωνος Νόμοι IV 715a-716, Τίμαιος 29b
  59. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 151
  60. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 157
  61. Έλεγχος 2, 28, 3
  62. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 360
  63. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 154
  64. Έλεγχος 1, 10, 1
  65. Έλεγχος 2, 30, 9
  66. Έλεγχος 3, 6, 5
  67. Έλεγχος 1, 2
  68. Έλεγχος 5, 20, 1
  69. Επίδειξις 47
  70. Επίδειξις 6
  71. J. Lebreton, Histoire du dogme de la Trinite. Des origines au concile de Nicee, Paris 1928, σ. 542-543
  72. Έλεγχος 4, 6, 7. 5, 18, 2
  73. Έλεγχος 2, 1, 1
  74. Αναφέρει εμφατικώς ο Άγιος: "Περί τον Θεόν δύναμις ομού και σοφία και αγαθότης δείκνυται, δύναμις μεν και αγαθότης εν τω τα μηδέπω όντα εκουσίως κτίζειν τε και ποιείν, σοφία δε εν τω εύρυθμα και εμμελή και εγκατάσκευα τα γεγονότα πεποιηκέναι" (Έλεγχος 4, 38, 3)
  75. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709
  76. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων Α΄, σελ. 365
  77. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 709
  78. Έλεγχος 3, 25, 2
  79. Έλεγχος 6, 4
  80. Α. Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, σελ. 156
  81. Έλεγχος 3, 4, 2
  82. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 365
  83. Έλεγχος 2, 30, 9
  84. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 708
  85. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 365
  86. Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 159
  87. Έλεγχος 4, 6, 6
  88. Έλεγχος 4, 20, 4
  89. Έλεγχος 1, 11, 3
  90. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 366
  91. ο.π.
  92. Έλεγχος 2, 13, 6
  93. Έλεγχος 2, 28, 6
  94. Έλεγχος 4, 14, 1
  95. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367
  96. Έλεγχος 3, 18, 7
  97. Έλεγχος 1, 9, 3
  98. Επίδειξις 6
  99. Έλεγχος 3, 18, 7
  100. Έλεγχος 3, 19, 1
  101. Αποσπάσματα εξ απολεσθέντων 31
  102. Έλεγχος 3, 21, 4
  103. Επίδειξις 30
  104. Επίδειξις 6
  105. Έλεγχος 1, 5, 1
  106. Έλεγχος 4, 5-7
  107. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367
  108. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367-8
  109. Επίδειξις 6
  110. Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 162
  111. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 367
  112. Επίδειξις 7, SC, 62, σσ. 41-42
  113. Έλεγχος 4, 20, 3
  114. Έλεγχος 5, 12, 1-2
  115. Έλεγχος 4, 20, 3
  116. Έλεγχος 4, 20, 1
  117. Επίδειξις 40
  118. Έλεγχος 3, 17, 3-4
  119. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 369
  120. Επίδειξις 5
  121. Έλεγχος 38, 3
  122. Κ. Σκουτέρης, ενθ.αν., σελ. 370
  123. Έλεγχος 4, Πρόλογος 4
  124. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 710
  125. Έλεγχος 2, 34,2-4
  126. Έλεγχος 5, 7, 1:"Όχι, οι ψυχές είναι άυλες αν τις τοποθετήσεις σε σχέση με τα θνητά σώματα. Ο Θεός "ενέπνευσε μέσα στο πρόσωπο του άνδρα πνοή ζωής και ο άνθρωπος έγινε μία ζωντανή ψυχή". Τώρα η πνοή ζωής είναι ένα άυλο πράγμα. Και σίγουρα δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η πνοή της ζωής είναι θνητή. Επομένως ο Δαβίδ λέει "Η ψυχή μου επίσης θα ζήσει με Αυτόν" απλά όπως αν η δική της ουσία να ήταν αθάνατη. Ούτε, από την άλλη μεριά, μπορούν να πουν ότι το πνεύμα είναι θνητό σώμα. Τι επομένως έμεινε το οποίο εμείς πιθανώς θα εφαρμόσουμε στον όρο "θνητό σώμα", εκτός από το πράγμα εκείνο το οποίο σάπιζε, το οποίο είναι η σάρκα, για την οποία επισης λέχθηκε ότι ο Θεός θα την αναζωογονήσει; Γι αυτό το οποίο πεθαίνει και αποσυντίθεται, αλλά όχι η ψυχή ή το πνεύμα. Για να πεθάνει πρέπει να χάσει όλη τη ζωτική της δύναμη, και να γίνει στο εξής αδύναμη πνοή, ακίνητη και στερούμενη κίνησης και να διαχωριστεί σε αυτά από τα οποία προήλθε η έναρξη της ουσίας της. Αλλά το γεγονός αυτό δε συμβαίνει μήτε στη ψυχή, επειδή είναι η πνοή της ζωής, μήτε στο πνεύμα, αφού το πνεύμα είναι απλό και όχι σύνθετο, έτσι ώστε να μη μπορεί αν αποσυντεθεί, και είναι από μόνο του η ζωή που λαμβάνει."
  127. Έλεγχος 5, 16, 2
  128. Έλεγχος 5, 28, 1
  129. Έλεγχος 5, 24, 4
  130. Α. Θεοδώρου, ενθ.αν., σελ. 170-1
  131. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 130
  132. Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 704-705
  133. Κατά Αιρέσεων 1, 10
  134. κατά Αιρέσεων 3, 2
  135. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300
  136. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 131
  137. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 132
  138. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 300
  139. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, σελ. 301
  140. Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 296
  141. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 135-136
  142. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 136
  143. Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 712
  144. ο.π.
  145. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 379
  146. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 380
  147. Σ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 297
  148. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 392
  149. Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2
  150. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 393
  151. Κατά Αιρέσεων 2, 33, 5
  152. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 394
  153. Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 395
  154. Κατά Αιρέσεων 5, 29, 2
  155. Α> θεοδώρου, ο.π., σελ. 197
  156. Κατά Αιρέσεων 4, 11, 2
  157. Α. Θεοδώρου, ο.π., σελ. 200

Βιβλιογραφία

  • Π. Χρήστου, "Ελληνική Πατρολογία", τ. Β΄, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Στ. Παπαδόπουλος, "Πατρολογία", τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
  • Βλ. Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα, 2002.
  • Α. Θεοδώρου, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄-μέρος β΄, Γρηγόρης, Αθήνα 1977.
  • Κ. Σκουτέρης, "Ιστορία των Δογμάτων", τ. Α΄, Έκδοση Ιδιωτική Αθήνα 1998.
  • Γ. Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί πατέρες του 5ου αιώνα", Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2007.
  • Δ. Τσάμης, "Εκκλ. Γραμματολογία και κείμενα Πατερικής Γραμματείας", Πουρναράς 2008.