Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Άγιο Πνεύμα"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ (interwiki fr)
Γραμμή 41: Γραμμή 41:
  
 
[[en:Holy Spirit]]
 
[[en:Holy Spirit]]
 +
[[fr:Saint Esprit]]
 
[[ro:Duhul Sfânt]]
 
[[ro:Duhul Sfânt]]

Αναθεώρηση της 18:25, 8 Φεβρουαρίου 2011

Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη εξ αρχής να μεταδίδει υπερφυσικά χαρίσματα, υποδηλώνοντας πως το Πνεύμα είναι προσωπικός παράγοντας Θείας δυνάμεως, ιδίως δε όταν υπό του Ιησού Χριστού ματρυρείται πως η βλασφημία προς Αυτό, αποτελεί μη ασυγχώρητο αμάρτημα. Ταυτόχρονα στα χωρία της Αγίας Γραφής αποκαλείται ως «Παράκλητος»[1], ο οποίος θα έλθει να αντικαταστήσει «εν πάσι παρά τοις μαθηταίς», τον απερχόμενο ήδη Κύριο.

Στις επιστολές του απ. Παύλου, το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται να ερευνά τα βάθη του θεού, να διαιρεί και να ενεργεί τα χαρίσματα στα μέλη της Εκκλησίας, να κατοικεί μέσα μας έχοντας ως ναό το σώμα μας, να μας αναγεννά και να μιλά μέσω των προφητών και των θεοπνεύστων ανδρών[2]. Πρέπει να τονιστεί πως η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος κηρύχθηκε από την εκκλησία από τα αποστολικά ακόμα έτη, αλλά έλαβε οριστική διατύπωση κατά την εποχή της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, όταν και είχαν ανακύψει οι αμφισβητήσεις περί της Θεότητας του Αγίου Πνεύματος, υπό των πνευματομάχων, ιδίως δε των Ανομοίων και των Μακεδονιανών.

Η σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό

Πεντηκοστή - Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος

Το Άγιο Πνεύμα "εκπορεύεται αϊδίως[3] εκ του Πατρός"[4], και αποστέλλεται από τον Υιό, κατά την Θεία οικονομία, εν χρόνω στον κόσμο, τελειώνοντας το έργο της απολυτρώσεως, όπως ρητά αναφέρεται στο Ιωάν. 15:26[5]. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνο "ο Πατήρ αιτία εστί...του Πνεύματος"[6], και όχι και ο Υιός, όπως δογμάτισαν οι Ρωμαιοκαθολικοί με το Φιλιόκβε. "Είνε προφανές, ότι το δι' Υιού οι Πατέρες ...δεν δύνανται να εννοώσιν, ως εννοούσιν αυτό οι Λατίνοι"[7].

Το Άγιο Πνεύμα έχει την αιτιατή αρχή του στον Πατέρα, με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο Υιός. Έτσι ο Υιός γεννάται προαιωνίως, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιωνίως εκ του Πατρός, τα οποία αποτελούν και τα λεγόμενα Υποστατικά Ιδιώματα τους, δηλ. οι μή κοινές ιδιότητες που έχουν οι υποστάσεις της Τριάδας. Έτσι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού εκφαντορικώς, ως ενέργεια, αλλά δια του Πατρός υπαρκτικώς[8], δηλαδή φυσικώς. Είναι χαρακτηριστικό δε πως υπό το πρίσμα της Αυγουστίνιας θεολογίας, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται υπαρκτικώς και από τον Υιό, καταργώντας τις ακοίνωτητες ιδιότητες της Αγίας Τριάδος, παρότι ο Γρηγόριος Νύσσης, αλλά και ο πνευματικός Πατήρ του Αυγουστίνου, Αμβρόσιος Μεδιολάνων διαφωνούν αναφέροντας πως το Άγιο Πνεύμα «εν τω μήτε μονογενώς εκ του Πατρός αποστήναι, και εν τω δι αυτού πεφηνέναι»[9], ενώ ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει, πως η διάκρισις των ιδιαζόντων (ακοινωνήτων) σημείων είναι ασύγχητος[10].

Γι'αυτό και ο ρόλος του Υιού στην ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος δεν είναι σχέση αιτίας, αλλά συγκατάθεσης. Ο Γρηγόριος Νύσσης διευκρινίζει αυτή τη σχεση, με την εξής διάκριση «Η διαφορά Υιού και Πνεύματος ως προς την εμφάνιση στην ύπαρξη, στην έλευση, στην ύπαρξη αυτών των δύο, είναι ότι ο μεν Υιός προέρχεται προσεχώς (ήτις άμεσα) εκ του Πατρός, εκ του αιτίου, το δε Πνεύμα προέρχεται δι’ Εκείνου που προέρχεται προσεχώς, δηλαδή δια του Υιού». Έτσι τονίζει ότι «κατά αυτόν τον τρόπο, η μεσιτεία, η μεσολάβηση του Υιού στη θεία ζωή, στη θεία ύπαρξη διαφυλάττει την ιδιότητά Του ως Μονογενούς». Για να παραμείνει ο Υιός ως ο Μονογενής, πρέπει να Του αναγνωρίστεί το «προσεχώς», διότι αλλιώς θα είχαμε δύο Υιούς κατά κάποιο τρόπο. Ενώ δηλαδή η φυσική, η ουσιώδης σχέση του Πνεύματος προς τον Πατέρα δεν καταργείται, διότι στον Υιό υπάρχει όλη η θεία φύση και συνεπώς, ως προς τη φύση, κοινωνεί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, έρχεται στην ύπαρξη δια της μεσολαβήσεως του Υιού. Αυτό δεν έχει σχέση με το Filioque στο επίπεδο της αϊδίου υπάρξεως του Θεού, γιατί τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα δεν είναι αίτια. Δηλαδή, ενώ ο Υιός μπορεί κατά κάποιο τρόπο να μεσολαβεί στο να έρθει στην ύπαρξη το Άγιο Πνεύμα, αυτό δεν κάνει τον Υιό αίτιο του Πνεύματος, καθώς Το αίτιο παραμένει μόνο ο Πατήρ. Η διευκρίνιση αυτή, διατηρεί την αρχή, τη βασική Χριστιανική πίστη, ότι μόνο ο Πατήρ είναι ο αίτιος και ότι ο Υιός με κανένα τρόπο δεν μπορεί να νοηθεί ως συναίτιος της υπάρξεως του Πνεύματος.

Αγιογραφικά εδάφια περί του Αγίου Πνεύματος

Στη συνέχεια, παρατίθενται μερικά χωρία που δείκνύουν το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο:

«Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το ΄Αγιον ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν».[11]
«Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. Ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ τού εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν».[12]
«Είπεν δε το Πνεύμα τω Φιλίππω: πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω».[13]
«Ήσαν δε εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ό τε Βαρναβάς και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου τού τετράρχου σύντροφος, και Σαύλος. Λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων, είπεν το Πνεύμα το Άγιον: "Αφορίσατε δή μοι τον Βαρναβάν και Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς". Τότε νηστεύσαντες, και προσευξάμενοι και επιθέντες τας χείρας αυτοίς απέλυσαν».[14]
«Έδοξεν γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν, μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος, πλην τών επαναγκές τούτων».[15]
«Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών, το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις. Ο δε ερευνών τας καρδίας, οίδεν τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων».[16]
«Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψεν δια του Πνεύματος Αυτού, το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού. Τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα τού ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; Ούτως και τα τού Θεού, ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα τού Θεού».[17]
«Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται».[18]
«Και μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού, εν ω εσφραγίσθητε εις ημέραν απολυτρώσεως».[19]

Υποσημειώσεις

  1. Ιωάννης 14/ιδ΄ 26
  2. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 245.
  3. Αΐδιο είναι το αιώνιο και στη θεολογία σημαίνει κάθε τι που δεν έχει αρχή και τέλος, κάθε τι που βρίσκεται εκτός των ορίων και των περιορισμών που δημιουργεί ο ανθρώπινος χρόνος. Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος γίνεται χωρίς να υπάρχει η έννοια του "πριν", της χρονικής αρχής ή του "μετά" (Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 77).
  4. Άγιος Νεκτάριος, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 85.
  5. Ανδρούτσος Χρήστος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 83.
  6. Άγιος Νεκτάριος, ό.π..
  7. Ανδρούτσος, ό.π..
  8. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 295»
  9. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 297-298»
  10. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική θεολογία, Τόμος Α΄, σελίς 298»
  11. Ιωάννης 14/ιδ΄ 26
  12. Ιωάννης 16/ις΄ 13,14
  13. Πράξεις 8/η΄ 29
  14. Πράξεις 13/ιγ΄ 1 - 3
  15. Πράξεις 15/ιε΄ 28
  16. Ρωμαίους 8/η΄ 26,27
  17. Α΄ Κορινθίους 2/β΄ 10, 11
  18. Α΄ Κορινθίους 12/ιβ΄ 11
  19. Εφεσίους 4/δ΄ 30