Ιεροσύνη

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 18:02, 19 Φεβρουαρίου 2009 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (βρηκα το μπελα μου με αυτο το άρθρο)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η ιερωσύνη είναι το μυστήριο της εκκλησίας το οποίο παρέχει την "εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"[1]. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό[2][3]. Δηλαδή αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας[4].

Θεολογία

Γενική ιεροσύνη

Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης[5]. Αυτή η χαρισματική εξουσία δε νοείται όμως ως μεσιτική εξουσία, όπως αυτή ήταν κατά την Παλαιά Διαθήκη[6], αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού "είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"[7]. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού "μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"[8]. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία[9]. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως βασίλειον ιεράτευμα[10]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε πλέον πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.

Ειδική ιεροσύνη

Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας[11]. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος[12]. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά "για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"[13]. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής.

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης μέσα στην Καινή Διαθήκη

Μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται "έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"[14] καθώς και "ιερείς του Θεού και του Χριστού"[15]. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι Απόστολοι δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Πράξεις των Αποστόλων περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.

Για το θεσμό του διακόνου μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των αποστόλων. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επι την κεφαλή τους, μετά από προσευχή[16]. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίοι σαφώς και δεν είναι ηλικιακά πρεσβύτεροι, αλλά έφεραν εκκλησιαστικό αξίωμα[17]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περιγραφή των Πράξεων κατά την οποία Παύλος και Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια χειροτόνησαν "κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"[18].

Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι Απόστολοι[19]. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου[20]. Μέσα στην Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Χαρακτηριστικές αναφορές γίνονται για τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους[21]. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.

Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προ λεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε Τάξη των Προφητών. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο Τίτος και ο Τιμόθεος είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν[22] και να εκπροσωπούν του αποστόλους[23]. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης[24].

Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό[25], δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο[26]. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας[27].

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη

Μαρτυρίες περί των βαθμών της ιεροσύνης διασώζονται σε πηγές των αμέσως επομένων αποστολικών ετών. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Κλήμεντα Ρώμης περί το 100, για την ένταση στην εκκλησία της Κορίνθου, η Διδαχή των Αποστόλων και ειδικώς οι επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, μέσω των οποίων διασώζεται και η μετάβαση της εξουσίας στον εκκλησιαστικό θεσμό του επισκόπου, συνταχθείσες το αργότερο μέχρι το 120. Χαρακτηριστική αναφορά εν προκειμένω γίνεται στην ενότητα του σώματος στον επίσκοπο, δια μέσου της ευχαριστιακής συνάξεως. Ο μεγάλος απολογητής Ιουστίνος, κάνει αναφορές επανειλημμένως περί "του προεστώτως των αδελφών"[28]. Ύστερες μαρτυρίες είναι οι του Κλήμεντος Αλεξανδρείας και του Ωριγένους οι οποίοι ρητώς κατονομάζουν τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης[29]. Από τον τρίτο αιώνα και ύστερα έχουμε πλειάδα αναφορών και λόγων περί ιεροσύνης.

Οι βαθμοί

Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου "δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"[30]. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου[31]. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.

Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι Αποστολικές Διαταγές. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο πρεσβύτερος τέλος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει[32], δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει. Το πρεσβυτέριο είναι φανερό μέσα από την πατερική παράδοση πως ουδέποτε παρενέβαινε στη διαδικασία της χειροτονίας[33][34].

Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου σύμφωνα με το κείμενο των αποστολικών διαταγών. Είναι ουσιαστικά ο μόνος αρμόδιος για την τέλεση του "μυστηρίου της ιεροσύνης". Όπως διαφαίνεται μέσα από την επιστολή προς Τιμόθεο[35], ο Τιμόθεος κατεστάθη ανώτερος λειτουργός της εκκλησίας, καθιστώντας κατά πόλη πρεσβυτέρους ή επισκόπους (με την καινοδιαθηκική έννοια). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μαθητής των Αποστόλων Τίτος[36]. Οι μαθητές αυτοί λοιπόν όπως προλέχθη, καθίσταντο ήδη εν ζωή η τρίτη βαθμίδα ιεροσύνης και εν συνεχεία, όπως διαβλέπουμε στις επιστολές Ιγνάτιου, παρέδωσαν τις αρμοδιότητές τους στο σώμα των επισκόπων το οποίο πλέον διαχωρίστηκε από την έννοια του πρεσβυτερίου.

Οι γυναίκες

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου[37]. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνται εντός του βήματος, όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησία έφεραν και οράριο. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία. Έτσι και αυτή είχε λειτουργικό ρόλο, όπως και κάθε άνδρας διάκονος.

Οι κατάλληλοι προς λήψη της ειδικής ιεροσύνης

Όπως είναι αντιληπτό δεν είναι κάθε πιστός ικανός να ανέλθει στην βαθμίδα της ειδικής ιεροσύνης. Η ιεροσύνη αποτελεί ειδικό χάρισμα και κλίση. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και μια σειρά κανονικών και ηθικών κωλυμάτων, που θα πρέπει να πληροί το μέλος της εκκλησίας που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο.

Εν αρχή το μέλος που επιθυμεί να γίνει κληρικός θα πρέπει να έχει βαπτιστεί με μυστήριο το οποίο θεωρείται έγκυρο και έχει αναγνωριστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Περί τούτου του γεγονότος υπάρχει ο 19ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής Συνόδου, που αναφέρεται για τους Παυλικιανιστές, και πως πρέπει κατά την αποδοχή τους να αναβαπτίζονται. Κατά τον Απόστολο Παύλο ο λαϊκός που επιθυμεί να γίνει πρεσβύτερος δεν πρέπει να είναι νεόφυτος "ινα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέσει του διαβόλου"[38]. Έτσι και Σύνοδοι της εκκλησίας[39][40], ορίζουν για το διάκονο το 25ο έτος της ηλικίας και για τον πρεσβύτερο το 30ο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρούνται και αθετήσεις του κανόνος αυτού, αλλά κάτι τέτοιο κατά τον Π. Τρεμπέλα σε τίποτα δε μειώνει το κύρος του χειροτονούντος[41]. Επίσης για να ανέλθει κάποιος σε ανώτερη βαθμίδα του κλήρου απαιτείται να έχει διέλθει των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας. Δεν επιτρέπονται άλματα, φερ ειπείν από το βαθμό του διακόνου σε επίσκοπο, ή απευθείας σε πρεσβύτερο, δίχως να το βαθμό του διακόνου. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα στις και περιπτώσεις του Μεγάλου Φωτίου και του Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως, διήλθαν έστω και εν τάχει όλες τις βαθμίδες του κλήρου, για να λάβουν το Πατριαρχικό (επισκοπικό) αξίωμα[42].

Κατά την Καινή Διαθήκη και δη την επιστολή προς Τιμόθεον[43] πρέπει να εξετάζεται ο πρότερος έντιμος βίος του λαϊκού που επιθυμεί να εισέλθει στον κλήρο. Ταυτόχρονα όμως κατά τον Απόστολο Παύλο χρειάζεται και δοκιμασία προς διακρίβωση από το χειροτονούντα για το αν ο πληροί ο πιστός τα κριτήρια του πρότερου έντιμου βίου. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως αν κάποιος πιστός έχει στο παρελθόν πράξει έκλυτο βίο, προ του βαπτίσματος τότε καθαίρεται από το μυστήριο. Εν αντιθέσει με τον ήδη βαπτισμένο, που στην περίπτωσή του ισχύει ο 9ος κανόνας της συνόδου Νεοκαισαρείας που ορίζει:

"Πρεσβύτερος εαν ημαρτηκώς σώματι προσαχθή και ομολογήσει, ότι ήμαρτε προ της χειροτονίας, μη προσφερέτω, μένων εν τοις λοιποίς δια την άλλην σπουδήν".

Σε αυτή την περίπτωση να κάποιος κατά παρέκκλιση οδηγηθεί στο μυστήριο, ισχύουν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου "Πάντας ο θεός χειροτονεί δια πάντων ενεργεί"[44]. Επιπρόσθετα ο μέλλων κληρικός πρέπει να προσέρχεται στο μυστήριο χωρίς καμία πίεση και με ακουσίως. Μέσα από βιογραφίες αγίων υπάρχουν παραστάσεις Αγίων οι οποίοι φαίνεται να αρνούνται λόγω αναξιότητας το μυστήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως πάντοτε αυτοπροαιρέτως συγκατατίθουν υπέρ της τέλεσης. Σε ότι αφορά τους επισκόπους πρέπει να ειπωθεί πως σήμερα είναι υποχρεωτικό να είναι άγαμοι. Αυτό δε συνέβαινε πάντοτε και είναι αρχικά μέτρο διοικητικό[45], το οποίο θεσπίστηκε οριστικώς από την ΣΤ΄ οικουμενική Σύνοδο και τον 12ο κανόνα της.

Υποσημειώσεις

  1. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490
  2. Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς»
  3. Εβραίους 8, 6. 9, 15: «και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...»
  4. Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491
  5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489
  6. Εβραίους 7, 1-28
  7. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  8. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  9. Σε άλλα ιερατικά συστήματα
  10. Α΄ Πέτρου 2, 5 και 9
  11. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491
  12. ενθ.αν.
  13. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492
  14. Α΄ Πέτρου 2, 9
  15. Αποκάλυψη Κ΄, 6
  16. Πράξεις των Αποστόλων 6, 6
  17. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294
  18. Πράξεις 14, 23
  19. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  20. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290
  21. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  22. Ά κορινθίους 12,28-31
  23. Πράξεις 15,22,32
  24. Π> Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295
  25. Epist. 58 M. L. 3, 1005
  26. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289
  27. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.
  28. Ιουστίνου, Α΄ Απολογ. 65, 3 και 67, 4
  29. Κλήμης Αλεξανδρείας, Παιδαγωγός 3 Μ 8, 677. Στρωματείς Γ΄, 12 Μ 8, 1180
  30. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  31. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  32. Αποστολικές διαταγές Η, 4, 3-4
  33. Κυπριανός epist. 67, 5
  34. Μ. Αθανασίου, Απολ. κατά Αρειανών 12, Μ. 25, 269
  35. Τιμόθ. 1, 6
  36. Τίτον 1, 5
  37. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462
  38. Α΄ Τιμόθεον 3, 6
  39. Νεοκαισαρείας, καν. 11
  40. Εν Τρούλω, καν. 15
  41. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 303
  42. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 303
  43. Α΄ Τιμόθεον, 5, 22
  44. Χρυσοστόμου Ομιλία εις την Β΄ Τιμόθεον 2, 3 Μ. 62, 610
  45. Π. Τρεμπέλας

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.