Άγιος
Άγιος στην ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται ο Τριαδικός Θεός, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι έζησαν βίο σεπτό και ιερό και γιαυτό αξιώθηκαν από τον Θεό να μετέχουν στην αγιότητά Του.
Περιεχόμενα
Η ρίζα της λέξης "άγιος"
Στην Ελληνική γλώσσα η ρίζα της λέξεως άγιος είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη[1], το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης[2]. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum - αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο. Στην Εβραϊκή γλώσσα στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει κόβω, χωρίζω, διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα - κυρίως στη λατρεία - και τα αφιερώνει στον Θεό.
Στην Καινή Διαθήκη ο όρος φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε ήδη για τους πιστούς της πρώτης εκκλησίας και έτσι παρατηρούμε αναφορές στη λέξη Άγιος, όπως όταν ο Ανανίας ανέφερε για τον Απόστολο Παύλο πως «Κύριε ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις Αγίοις εν Ιερουσαλήμ»[3]. Στις Πράξεις των Αποστόλων επίσης αναφέρεται πως «εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον δια πάντων κατελθείν και προς τους Αγίους τούς κατοικούντας Λύδδαν»[4], ενώ ο Απόστολος Παύλος αναφέρει για τον εαυτό του οτι «πολλούς των Αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών»[5]. Ο ίδιος στις επιστολές του χαιρετίζει το λαό κάθε τοπικής εκκλησίας με την προσφώνηση Άγιος («τοις εν Αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω»[6], «πάσι τοις Αγίοις εν Χριστώ τοις ούσιν εν Φιλίπποις»[7] και «τοις εν Κολοσσαίς αγίοις»[8]).
Η αγιότητα κατά την Εκκλησία
H Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες, δηλαδή το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ο Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη[9] καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος.
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τού Προφήτη Ησαΐα. Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του ανθρώπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεώς μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» - όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού τον Ιησού Χριστό).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούλησή Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Το πρόβλημα της εφαρμογής της έννοιας "Άγιος" στον Τριαδικό Θεό και στους ανθρώπους
Πέραν των προλεγομένων, πρέπει να τονιστεί πως η έκφραση της λέξης Άγιος ουσιαστικά αναφέρεται δυο ανόμοια όντα, το Θεό και τον άνθρωπο. Η φαινομενική ταύτιση αυτή όμως έχει καθαρά αγιογραφική βάση, καθώς βλέπουμε ήδη πως στην Καινή Διαθήκη, όλοι οι πιστοί καλούνται Άγιοι[10]. Η διαφοροποίηση όμως παραμένει και προκύπτει μέσα από την ουσιαστική διάκριση που υπάρχει μεταξύ του Θεού και των δημιουργημάτων Του, καθώς ο Θεός είναι κατά πάντα ανόμοιος. Εξού και για το Θεό όποια λέξη και αν ειπωθεί δε μπορεί να χαρακτηρίζει το Είναι Του ή αλλιώς την ουσία του, αλλά μόνο τις ενέργειές Του. Έτσι οι λέξεις όπως Άγιος, μπορεί να αποδίδονται και στο Θεό και στον άνθρωπο, αλλά δεν παρουσιάζουν κατά κανένα τρόπο το ίδιο περιεχόμενο. Αποτέλεσμα αυτού είναι πολλές φορές να αποκαλούμε ανώτερους κληρικούς με τίτλους όπως το Παναγιότατος. Αυτό δε σημαίνει πως ο τίτλος είναι ανώτερος από αυτόν του ιδίου του Θεού, αφού αφενός αναφέρεται στην ιεροσύνη που παρέχεται από το Θεό και όχι στον άνθρωπο, αφετέρου δεν αποκαλύπτει την ουσία του Θεού, αλλά απλά τις ενέργειές του, που χαρακτηρίζονται από τη λέξη.
Αναγνώριση και ανακήρυξη των Αγίων
Η αναγνώριση και ανακήρυξη των αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διαχωρίζεται σε δύο περιόδους. Η μία περίοδος διαρκεί από την αρχή της ύπαρξής της, μέχρι και τον 15ο αιώνα και από τον 15ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Με την έννοια ανακήρυξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρουμε "την ιδιαίτερη εν Χριστώ αποδοχή και τιμή, που αυθόρμητα αποδίδει το πλήρωμα μίας τοπικής εκκλησίας σε ορισμένα αποθανόντα μέλη της, τα οποία ξεχώρισαν για την αφοσίωσή τους στο Θεό"[11]. Η διοικούσα εκκλησία μετά την αναγνώρισή τους, τους αναγράφει στα Δίπτυχά της και έτσι προτρέπει να τιμώνται και να γίνονται παραδείγματα προς μίμηση. Σήμερα έχει επικρατήσει ο όρος "αγιοποίηση", που κατά την Ορθόδοξη παράδοση και θεολογία είναι απαράδεκτος, ως έννοια και όρος, καθότι τέτοιες εκφράσεις προϋποθέτουν δικανικές θέσεις, που είναι ξένες προς την Ορθόδοξη παράδοση[12].
Κατά την πρώτη περίοδο το μόνο κριτήριο για την κατάταξη ενός Αγίου στα δίπτυχα της εκκλησίας, ήταν η αναγνώρισή του από το λαό της εκκλησίας, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται κάποια εκκλησιαστική διαδικασία για την καθολική του αποδοχή. Αυτό το καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα, με μερικές τυπικές διαφοροποιήσεις οι οποίες αφορούσαν το είδος του αγίου (αν ήταν φερ ειπείν μάρτυρες, Ομολογητές κ.α.). Τα στοιχεία που γενικά θεωρούνταν ως τεκμήρια αγιότητας ήταν η ορθή πίστη, η τήρηση των αρετών, το μαρτύριο[13] και τα θαύματα. Επίσης τα αναλλοίωτα σκηνώματα ή αυτά τα οποία ευωδίαζαν. Θα πρέπει όμως εδώ να λεχθεί, πως τα θαύματα ή η παρουσία θαυματουργικών φαινομένων δε θεωρήθηκαν ποτέ απαραίτητα από την εκκλησία για να καταταχθεί κάποιος στα δίπτυχά της[14]. Πρέπει επίσης να λεχθεί πως στην πρώτη εκκλησία πολλοί πιστοί, οι οποίοι ακόμα δεν είχαν προλάβει να βαπτιστούν, είχαν μαρτυρήσει αναγνωριζόμενοι από το σώμα της εκκλησίας ως Άγιοι. Σε αυτή την περίπτωση θεωρείτο ως βάπτισμα του Αίματος, το οποίο αντικαθιστούσε το κανονικό βάπτισμα. Άλλοι επισης δεν είχαν προλάβει να διάγουν ευσεβή βίο, αλλά και σε αυτή την περίπτωση το μαρτύριο υπέρ της πίστεως, ως νέο βάπτισμα καθαιρούσε τις αμαρτίες τους. Κάποιες φορές, ενώ η διοικούσα εκκλησία δεν ανέγραφε μερικούς ενάρετους ανθρώπους στα δίπτυχά της, ο λαός τελικά επέβαλλε το φρόνημά του, όπως στην περίπτωση του Ιωάννη του Χρυσοστόμου ή και το αντίστροφο όπως στην περίπτωση του λαού της Αλεξάνδρειας ο οποίος ακύρωσε την ανακήρυξη του Αμμωνίου από τον Κύριλλο, ως Άγιο[15].
Μετά την αναγνώριση η εκκλησία μνημονεύει τον Άγιο στη θεία Λειτουργία, καθορίζει ετήσια εορτή του, ενώ εκθέτει εικόνες του αγίου και λείψανα προς προσκύνηση, συντάσσοντας και ασματική ακολουθία. Από το 15ο αιώνα και μετά όμως παρουσιάζονται μερικές εξελίξεις στον τρόπο αναγνώρισης ενός αγίου. Αυτό διαπιστώνεται από τον τρόπο ανακηρύξεως κάποιων Αγίων όπως του Γρηγορίου Παλαμά, του Αγίου Μελετίου κ.α. Σύμφωνα με αυτές τονίζεται ότι για να γίνει κάποιος τοπικός άγιος δε χρειάζεται προηγούμενη συνοδική απόφαση. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος αναγνωρίστηκε άμεσα μετά την κοίμησή του ως Άγιος από τους Θεσσαλονικείς. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο το ίδιο το σώμα της εκκλησίας να ανακηρύσσει ένα άγιο και να τον τιμούν με δική τους πρωτοβουλία. Εν συνεχεία όμως επέρχεται συνοδική απόφαση έτσι ώστε να εορτάζεται από όλη την εκκλησία[16]. Τότε ζητούνται αποδείξεις από τον κάθε τοπικό λαό σχετικά με την αγιότητα του εκάστοτε αγίου, ώστε να συνταχθεί σχετικός κατάλογος και να επέλθει σχετικός έλεγχος της αξιοπιστίας του, για να ανακηρυχθεί τελικά Άγιος.
Εκδήλωση τιμής στους Αγίους
Η εκδήλωση της Αγιότητας προς ένα πρόσωπο από το πλήρωμα της Εκκλησίας, συμβαίνει με διαφόρους τρόπους. Τέτοιοι είναι οι ανεγέρσεις Ναών, η προσκύνηση εικόνων και λειψάνων, η θέσπιση εορτών, η συγγραφή ασματικών ακολουθιών, η επίκληση μεσιτειών ή πρεσβειών[17]. Κύριος σκοπός αυτών είναι η προτροπή των πιστών να μιμηθούν εμπειρικά και δημιουργικά το φρόνημα και τη ζωή των Αγίων και τελικά του ιδίου του Κυρίου.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως οι εορτές χωρίζονται σε:
- Επετείους κοιμήσεως των Αγίων.
- Συνάξεις, δηλαδή τη συμμετοχή Αγίων σε εορτή Θείου γεγονότος, όπως τη Σταύρωση, την Κοίμηση της Θεοτόκου, τον Ευαγγελισμό κ.α. Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα πως την επόμενη ημέρα από την εορτή του ευαγγελισμού εορτάζεται η Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ.
- Εύρεση και μετακομιδές αγίων λειψάνων.
- Επετείους θαυμάτων.
- Εορτές σημαντικών γεγονότων της θείας Οικονομίας, αλλά και εορτές για τους ανθρώπους της Παλαιάς διαθήκης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Δίκαιοι, καθώς είχαν την αληθινή προσδοκία της ελεύσεως του Μεσσία, αλλά και μία εορτή υπέρ των Αγίων Πάντων, προς τιμήν όσων Αγίων δεν γνωρίζουμε[18].
Αγιότητα και Θεία Ευχαριστία
Όταν τον 4ο αιώνα γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, το κύριο επιχείρημα του Αγίου Αθανασίου, για να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και όχι κτίσμα, ήταν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αγιάζεται, αλλά μόνον αγιάζει. Αν αγιαζόταν, θα ήταν κτίσμα, διότι τα κτίσματα, και συνεπώς και οι άνθρωποι, δεν αγιάζουν, αλλά αγιάζονται. Ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή Του, που διασώζεται στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την ακούμε στο πρώτο από τα «δώδεκα Ευαγγέλια» της Μ. Πέμπτης, λέγει τη βαρυσήμαντη φράση προς τον Πατέρα «υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Τα λόγια αυτά λέγονται λίγο πριν από το Πάθος και σε σχέση με τον Μυστικό Δείπνο, έχουν δε ευχαριστιακό νόημα. O Χριστός με τη Σταυρική θυσία Του αγιάζει ο ίδιος (ως Θεός) τον εαυτό Του (ως άνθρωπος) για ν’ αγιασθούμε εμείς κοινωνώντας το σώμα και το αίμα Του. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία αγιαζόμεθα, δηλαδή γινόμαστε άγιοι κοινωνώντας με τον έναν και μόνον άγιο, τον Χριστό.
Ίσως δεν υπάρχει πιο αποκαλυπτικό σημείο της ζωής του χριστιανού του τι είναι αγιότητα, από την εκφώνηση του ιερέως, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θεία Ευχαριστία «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «άγιους», τα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνίαν. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική, και συνοψίζει όσα είπαμε πιο πάνω «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι μόνον άγιος, ο Χριστός - εμείς είμαστε αμαρτωλοί - και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα τού Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή μας και κάθε αξία μας εκμηδενίζονται μπροστά στην αγιότητα του μόνου άγιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχώμεθα στη Θεία Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού μεταλάβουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θεία Ευχαριστία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μας αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θεία Κοινωνία.
Στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτό μπορούν να καλούνται «άγιοι». Με την ίδια λογική, στη γλώσσα της Εκκλησίας ήδη από τους πρώτους αιώνες και τα στοιχεία της Ευχαριστίας έλαβαν το όνομα «τα άγια»[19], παρά το ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία η Εκκλησία πολύ νωρίς επίσης απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους Επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα όταν λέμε «ο άγιος δείνα»[20]. Ο Επίσκοπος καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θεία Ευχαριστία τον μόνον άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Θεού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο. Η θέση του επισκόπου στη Θεία Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού, δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θεία Λειτουργία, δηλαδή στον επίσκοπο.
Έτσι η Θεία Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα με την άσκηση[21]. Ο σκοπός της ασκήσεώς είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Αλλά η Θεία Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση, ήτοι σωματική και πνευματική, με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Υποσημειώσεις
- ↑ Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.
- ↑ Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.
- ↑ Πράξεις Θ΄, 13
- ↑ Πράξεις Θ΄, 32
- ↑ Αυτόθι, ΚΣΤ΄,10
- ↑ Εφεσίους Α΄,10
- ↑ Φιλιππησίους Α΄,1
- ↑ Κολασσαείς Α΄,1
- ↑ Ησαΐας, ο προφήτης της αγιότητας του Θεού
- ↑ Δ. Τσάμης, Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 54
- ↑ Δ. Τσάμης, Αγιολογία..., σελ. 127
- ↑ ο.π.
- ↑ Νεκτάριος Ιεροσολύμων παραβολή από Χρυσοστόμου Αθηνών, Περί της ανακηρύξεως των αγίων εν την Ορθοδόξω εκκλησία, σελ. 334
- ↑ Δ. Τσάμης, ο.π., σελ. 128
- ↑ Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλ. Ιστορία 7, 14
- ↑ Φιλοθέου Κόκκινου, Λόγος εις Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν 128, Αγιολογικά σελ. 580-1
- ↑ Ιω. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής..., 4, 15. PG 94, 1164Β-1168Α
- ↑ Δ. Τσάμης, ο.π., σελ. 56
- ↑ πρβ. τα άγια τοις αγίοις»
- ↑ ένας δημοσιογράφος που είχε ως κύριο έργο του να προβάλλει σκάνδαλα επισκόπων, είχε καθιερώσει τη γραφή ο άγιος - εντός εισαγωγικών - δείνα. Πλήρης άγνοια της σημασίας του όρου άγιος
- ↑ Η περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας όμως είναι εύγλωττη. Επί σαράντα χρόνια ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη, αλλά όταν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων από τον άγιο, τότε ετελεύτησε τον βίο έχοντας αγιασθεί. Θα ήταν αγία η οσία Μαρία, αν είχε καθαρθεί από τα πάθη αλλά δεν είχε κοινωνήσει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Βιβλιογραφία
- Ιωάννη Ζηζιούλα Μητρ. Περγάμου, «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», Εκδόσεις Ακρίτας.