Διδαχή των Αποστόλων

Από OrthodoxWiki
(Ανακατεύθυνση από Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Διδαχή των Αποστόλων είναι ένα κείμενο ιδιαίτερης θεολογικής και ποιμαντικής αξίας, το οποίο συνετάχθη μεταξύ 70 - 100 μ.Χ. Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ανευρεθέντα και διασωθέντα κείμενα της πρώιμης εκκλησιαστικής ιστορίας και έχει ιδιαίτερη σημασία διότι μας παρέχει πληροφορίες για την άμεση μετά-αποστολική εποχή και το πώς αντιλαμβάνονταν οι Χριστιανοί της εποχής τη Χριστιανική πίστη. Στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, κυκλοφορούσαν πολλά κείμενα γραμμένα από Χριστιανούς, τα οποία περιείχαν συλλογές λόγων του Κυρίου Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, με δεδομένο ότι ακόμα δεν υπήρχε η Αγία Γραφή ως εγκεκριμένη Χριστιανική συλλογή. Το ότι πολλά κείμενα δεν εγκρίθηκαν από την Εκκλησία ως μέρος της Αγίας Γραφής, μπορεί να μην τους δίνει το Δογματικό κύρος της Αγίας Γραφής, αλλά δεν τους στερεί την ιστορική και ποιμαντική αξία, που κατέχουν.

Εισαγωγή

Καμία ίσως φιλολογική ανακάλυψη του 19ου αιώνα, δεν προκάλεσε τόση συγκίνηση στους φιλολογικούς κύκλους όλου του κόσμου, και προ παντός στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όσο η έκδοση του συγγράμματος αυτού. Το 1883 ο μητροπολίτης Φιλόθεος Βρυέννιος ανακάλυψε το κείμενο της «Διδαχής» σε κώδικα του έτους 1056. Το ψευδεπίγραφο τούτο εργίδιο που γνώριζε και τιμούσε ιδιαίτερα η αρχαία Εκκλησία και που αποτελείται μόλις από 16 σύντομα κεφάλαια, ρίχνει αρκετό φως στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, μολονότι ούτε το συντάκτη του γνωρίζομε ούτε περί σπουδαίου κειμένου πρόκειται από άποψη φιλολογική και θεολογική.

Γενικά μπορούμε να χαρακτηρίσωμε το έργο σαν σύντομο πρακτικό οδηγό των χριστιανών και χρήσιμο. Σύμφωνα με πληροφορία του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Νικολάου (1958), το κείμενο της Διδαχής γνώριζαν ενωρίτερα ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884), ο οποίος είχε ενδιαφερθεί για την έκδοσή του και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος (+1867), στον οποίο οφείλεται η προετοιμασία του κειμένου προς έκδοση, την όποια τελικά έκανε ο Φιλόθεος, γνωρίζοντας ότι έτσι γίνεται πλαστογράφος (ο π. Γεώρ. Μεταλληνός επισήμανε σχετικές σημειώσεις του Τυπάλδου).

Βοήθημα για τους κατηχουμένους. Τον οδηγό συγκροτούν δύο διαφορετικά μέρη με χαλαρή ή μάλλον ανύπαρκτη σύνδεση. Το πρώτο (1-6), το ηθικό οικοδομητικό, περιλαμβάνει κυρίως την εκχριστιανισμένη διδασκαλία των δύο οδών (της ζωής και του θανάτου), που είναι γνωστή από Ελληνικές (Παρμενίδης, Πίναξ Κέβητος, Νεοπυθαγόρειοι) και Ιουδαϊκές πηγές (ΠΔ και Εγχειρίδιο Πειθαρχίας). Το δεύτερο περιλαμβάνει αφ' ενός μεν οδηγίες περί βαπτίσματος, νηστείας και Ευχαριστίας (7-10), αφ' ετέρου δε οδηγίες (11-15) για το πως να διακρίνουν οι πιστοί τους αληθινούς προφήτες από τους ψευδοπροφήτες. Το κεφ. 16 αναφέρεται εις τα έσχατα που είναι εγγύς.

Πρώτη έκδοση

Εκδόθηκε το 1838, από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Φιλόθεο Βριέννιο. Ο πλήρης τίτλος του είναι: «Διδαχή των 12 αποστόλων» ή και «Διδαχή Κυρίου δια των 12 Αποστόλων τοις έθνεσιν». Η έκδοση έγινε από το Ιεροσολυμιτικό χειρόγραφο του 1056. Ο πλήρης τίτλος της εκδόσεως του Βρυεννίου είναι ο εξής: «Διδαχή των 12 Αποστόλων, εκ του Ιεροσολυμιτικού χειρογράφου νυν πρώτον εκδιδομένη, μετά προλεγομένων και σημειώσεων, εν οις και της συνόψεως της Π. Διαθήκης, της υπό Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σύγκρισις και μέρος ανέκδοτον από του αυτού χειρογράφου, υπό Φιλοθέου Βρυεννίου μητροπολίτου Νικομηδείας». Κωνσταντινούπολη το 1883 (προλεγόμενα σελ. ρμθ΄ και σ. 75 κείμενο και σημειώσεις). (Σημειώνουμε ότι μετά την ανακάλυψη του Βρυεννίου, βρέθηκε σε χειρόγραφο του Μονάχου αρχαία λατινική μετάφραση των 6 πρώτων κεφαλαίων, πιθανότατα του 2ου αιώνα, αλλά βρέθηκαν και πάπυροι που περιείχαν αποσπάσματα στα Ελληνικά, τα Κοπτικά και τα Αιθιοπικά, και σε Γεωργιανή μετάφραση).

Μετά ακολούθησαν πολλές εκδόσεις, με βάση το μοναδικό αυτό χειρόγραφο, μεταφράσεις και κριτικές μελέτες, για τις συνθήκες κατά τις οποίες γράφθηκε, και τα πορίσματα που εξάγονται απ’ αυτό. Από τις αμέτρητες μελέτες που αναφέρονται στη Διδαχή, αξιόλογες είναι οι εξής: Των Funk. Zahn, Krawutzcky, Taylor, Harnack, Robinson (δες Bardenhewer Gesch. d. altk. Lit. τόμ. 1, 1913, σ. 102 - 103). Παράβαλλε και από τους νεότερους: Loisy στο Revue d'histoire et de litt. religieuses, Paris 1921 o. 433-481.

Σχετικές παλιές εργασίες στα Ελληνικά έχουμε: Φιλοθέου Βρυεννίου στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ε΄ (1884-1885) σ. 51-57 και Χ. Ν. Μακρή, «Η διδαχή των 12 αποστόλων και το αρχαίον εκκλησιαστικόν πολίτευμα» (Λάρισαα 1910).

Στο ιθ΄ τεύχος της Εκκλησιαστικής Αλήθειας (1884), μπορεί κάποιος να διαβάσει για την εντύπωση που έκανε η ανακάλυψη του κειμένου αυτού στους θεολόγους της Δύσης.

Περιεχόμενο και σημασία

Σ’ αυτό το έργο, που αποτελεί πολυτιμότατη συμβολή για τη λατρεία, το πολίτευμα και τον συνολικό βίο της αρχαίας Εκκλησίας, περιέχονται τα εξής βασικά σημεία:

  • Αναπτύσσεται η διδασκαλία των δύο οδών, που αντιπαραβάλλεται η οδός της ζωής που πρέπει να ακολουθήσουμε, με την αποφευκτέα οδό του θανάτου (χ. 1-6).
  • Εκτίθενται τα θέματα της λατρείας, περί βαπτίσματος, νηστείας, προσευχής και θείας ευχαριστίας (7-10 και 14)·
  • Αναπτύσσονται τα θέματα του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, δηλαδή τα περί των Αποστόλων, Προφητών, Διδασκάλων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων (11-13 και 15).
  • Γίνεται λόγος περί των εσχάτων και της μελλούσης κρίσεως, (16).

Το κείμενο της Διδαχής έχει εξαιρετική σημασία για την ιστορία της λειτουργικής εκκλησιαστικής ποιήσεως, διότι σώζει έμμετρους ύμνους που ήσαν σε λειτουργική χρήση[1]. Επίσης ευχαριστιακοί ύμνοι διασώζονται και στην παράγραφο 10.

Οι ύμνοι αυτοί σε συνδυασμό με πλήθος άλλων ποιητικών τμημάτων χριστιανικών έργων του β' αι. αποτελούν την απαρχή της εκκλησιαστικής ποιήσεως και το κλειδί για τη λύση του προβλήματος της προελεύσεως των Κοντακίων, της πρώτης οργανωμένης και σταθεροποιημένης μορφολογικά εκκλησιαστικής ποιήσεως (β΄ ήμισυ Ε΄ αι.). Οι ύμνοι μάλιστα της Διδαχής εκφράζουν το πέρασμα από την απλή ευχή-επίκληση στον ύμνο, που στην προκειμένη περίπτωση έχει και το εφύμνιο («σοι η δόξα εις τους αιώνας») έτσι, ώστε η μορφή αυτή να συνιστά κυριολεκτικά τον πρόδρομο του Κοντακίου, το όποιο γεννήθηκε σταδιακά στους κόλπους της ελληνόφωνης εκκλησιαστικής ποιήσεως και δεν έχει συριακές ή καθαρά γνωστικές πηγές.

Το έργο αυτό έχει και μεγάλη απολογητική σημασία έναντι του Προτεσταντισμού, καθώς στο ιστορικό αυτό κείμενο, είναι προφανή τα εξής βασικά σημεία:

  • Η ομολογία του βαπτίσματος στην Αγία Τριάδα, και η τριπλή επανάληψή του.
  • Η Εκκλησιαστική νηστεία κάθε Τετάρτη και Παρασκευή.
  • Η καθημερινή Θεία Ευχαριστία, και ειδικά κάθε Κυριακή, ο τρόπος της Λειτουργίας αυτής στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία, και η αναφορά της ως "Λειτουργία", και κυρίως η αναφορά της ως ΘΥΣΙΑ, που προϋποθέτει ιερέα και θυσιαστήριο.
  • Η πρώτη γνωστή αναφορά από την εποχή της Καινής Διαθήκης σε ΑΡΧΙΕΡΕΑ τελούντα την Θεία αυτή Ευχαριστία, που είναι φυσικά οι "προφήτες", εκ των οποίων προέκυψαν οι Επίσκοποι της αμέσως επόμενης γενιάς Χριστιανών. Για τους προφήτες έχουμε εδώ την πληρέστερη γνωστή πηγή του ρόλου τους στην Εκκλησία, και μας βοηθάει να κατανοήσουμε πώς προέκυψαν οι Επίσκοποι μετά από τη μεταβατική ομάδα των Προφητών.
  • Βρίσκουμε το δίδυμο: "επισκόπους" και "διακόνους", κάτι που αντιστοιχεί στο Αγιογραφικό "Πρεσβυτέρους και Διακόνους", μια και στην αρχαιότατη αυτή προχριστιανική εποχή, ο όρος "επίσκοπος" δεν είχε ακόμα διαχωρισθεί από τον όρο "πρεσβύτερος", κάτι που το βρίσκουμε πλέον σαφώς διαχωρισμένο λίγα μόλις χρόνια αργότερα, στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου (προ του 107 π.Χ.). Και παρατηρούμε ακόμα το ότι χειροτονούνταν, και δεν "διορίζονταν" απλώς, όπως συνηθίζουν σύγχρονες αιρέσεις.
  • Σε σωτηριολογικό επίπεδο τώρα, παρατηρούμε την ίδια Ορθόδοξη πίστη για πορεία προς την τελείωση (και όχι την απλή ένταξη "κάπου", του Προτεσταντισμού), τη σωτηριολογική σημασία του βαπτίσματος, που χωρίς αυτό κάποιος δεν μπορεί να κοινωνήσει καν, και βρίσκουμε και την Ορθόδοξη πίστη για το δοκιμαστικό πυρ της Μέλλουσας κρίσεως, κάτι εντελώς διαφορετικό και από το Παπικό Καθαρτήριο, και από την Προτεσταντική κόλαση βασανισμού.
  • Σημαντική είναι και η αναφορά στην έννοια των "σημείων" της 2ας Παρουσίας, δείχνοντας ότι είναι σημεία της ίδιας εποχής, και καμία σχέση δεν έχουν με τα δεινά της ιστορίας, που ισχυρίζονται σύγχρονες Προτεσταντικές αιρέσεις. Ομοίως και ο Αντίχριστος αναφέρεται ως πρόσωπο, και όχι ως "ομάδα", όπως ισχυρίζονται τέτοιες ομάδες.

Το πρωτοχριστιανικό αυτό σύγγραμμα, μας δείχνει ότι από την εποχή των Αποστόλων ως σήμερα, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τρώνε από το ίδιο θυσιαστήριο, από το οποίο δεν έχουν εξουσία να φάνε οι αιρέσεις.

Συγγραφέας και Τόπος συγγραφής

Ο ανώνυμος συγγραφέας, ή μάλλον σωστότερα «συλλογέας», απευθυνόμενος προς εκείνον χάριν του οποίου έγραψε (ή συνέλεξε) το βιβλίο, τον αποκαλεί : «τέκνο του». Του παρουσιάζει τις υποθήκες του ως διδαχή Κυρίου δια των Αποστόλων. Απ’ αυτό προήλθε και ο τίτλος του έργου. Οι ως τώρα απόπειρες διαφόρων επιστημόνων για καθορισμό του ανώνυμου συγγραφέα, στερούνται κάθε σοβαρής βάσεως και είναι εντελώς υποκειμενικές, αυθαίρετες και αποκυήματα φαντασιοπληξίας. Ούτε γνωρίζουμε ποιος είναι, ούτε με βάση εσωτερικές ή εξωτερικές μαρτυρίες, μπορούμε να πούμε κάτι πιθανό με αυτόν.

Δεν γνωρίζουμε πού γράφτηκε το έργο, αλλά μερικοί υπέθεσαν ότι γράφτηκε στην Αίγυπτο, λόγω της μεγάλης διάδοσής του εκεί. Άλλοι υπέθεσαν τη Συρία, άλλοι την Παλαιστίνη και άλλοι ότι γράφτηκε στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Αλλά οι δύο αυτές τελευταίες γνώμες είναι πιο απίθανες.

Χρόνος συγγραφής

Ο χρόνος της συγγραφής του έργου, ούτε αυτός μπορεί να καθορισθεί ακριβώς. Και η δυσκολία αυτού του καθορισμού, φαίνεται από τις εκτιμήσεις διαφόρων, εκ των οποίων άλλοι το τοποθέτησαν στο 40 μ.Χ., (Schermann, Die allgemeine Kirchenordnung (Paderborn 1915), και άλλοι μέχρι το 160 μ.Χ., στηριζόμενοι όλοι στα όσα γράφει. Δεν έλειψαν βέβαια και αυτοί που το θεώρησαν μεταγενέστερο σύγγραμμα, ισχυριζόμενοι ότι γράφτηκε κατά τον 5ο ή και τον 6ο αιώνα. Αλλά αυτοί οι τελευταίοι αυθαίρετοι ισχυρισμοί, όπως σωστά λέει ο Ehrhard, «μπορούν να προκαλέσουν μόνο παθολογικό ενδιαφέρον» (Die altchr. Literatur und i. Erforschung von 1884 - 1900, Freiburg i. B. 1900, σ. 62).

Στη Διδαχή υπάρχουν χωρία, από τα οποία φαίνεται καθαρά η πολύ πρώιμη συγγραφή της. Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι τα κείμενα περί της τάξης των Προφητών, γράφτηκαν πριν ακόμα παραλάβουν οι Επίσκοποι πλήρως τη διοίκηση της Εκκλησίας από τους Προφήτες, κάτι που ήδη είχε γίνει γενικός κανόνας πολύ πριν από τις επιστολές του Ιγνατίου που γράφτηκαν πριν από το 107 μ.Χ. («αυτοί γαρ εισίν oι αρχιερείς» υμών 13, 3). Παρατηρούμε ότι μόλις είχαν ξεχωρίσει οι έννοιες των λέξεων «επίσκοπος» και «πρεσβύτερος», μια και στην αρχή σήμαιναν και τα δύο τον πρεσβύτερο, όπως στην εποχή της Κ.Δ. Όσο για τους βαπτισμένους, ομολογούσαν την αποδοχή ηθικών αληθειών και όχι άρθρων της πίστεως όπως αργότερα (7,1), και άλλα. Από την άλλη όμως, υπάρχουν σημεία που δείχνουν ότι το κείμενο αυτό, έχει και κάποια στοιχεία που θεωρούνται λίγο μεταγενέστερα, όπως η νηστεία πριν από το βάπτισμα και κατά την Τετάρτη και Παρασκευή (7 και 8).

Έτσι, φαίνεται πιθανότερο το ότι πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που απέχουν μεταξύ τους κάποιες δεκαετίες, με αρχαιότερα εκείνα που αναφέρονται στους προφήτες, και λίγο μεταγενέστερα εκείνα που αναφέρονται στο βάπτισμα και τις νηστείες. Αλλά όταν μιλάμε για μεταγενέστερα, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση μεταγενέστερα του 160 μ.Χ. Αυτό φαίνεται από τη χρήση του από αρχαίους Χριστιανούς συγγραφείς:

  • Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (150 – 216 μ.Χ.), κατά τις αρχές του 2ου μισού του 2ου αιώνα, ήδη γνώριζε και χρησιμοποιούσε τη Διδαχή. (Στρωμ. 1, 20. Προτρ. κ. 10. Παιδαγ. 2,10 και 3,12. Τις ο σωζ. πλούσιος κ. 29).
  • Ο Ευσέβιος (265 - 340 μ.Χ.) τη Διδαχή τη γνωρίζει, και την κατατάσσει στις αντιλεγόμενες ή νόθες γραφές (Εκκλ. Ιστ. 3, 25).
  • Τη γνωρίζει επίσης και ο Ωριγένης (182 – 254 μ.Χ.).

Το βέβαιο είναι, ότι τα σημαντικότερα από ιστορικής πλευράς σημεία της Διδαχής, δηλαδή τα περί των Προφητών, γράφτηκαν (ή συνελέγησαν), οπωσδήποτε μέσα στο 2ο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., ενώ ακόμα ζούσαν κάποιοι απόστολοι, και όπου την ηγεσία την είχαν στην πρώτη Εκκλησία, κυρίως οι Προφήτες, καθώς οι Απόστολοι λιγόστευαν.

Το σημαντικότερο στοιχείο, που προσφέρει ο συντάκτης του παρόντος έργου, είναι η εντολή: «χειροτονήσατε ουν εαυτοίς επισκόπους και διακόνους άξιους τον Κυρίου... Υμίν γαρ λειτουργούσι και αυτοί την λειτουργίαν των προφητών και διδασκάλων. Μη ουν υπερίδητε αυτούς». Η εντολή προϋποθέτει δισταγμό της Εκκλησίας στο νέο θεσμό των μονίμων λειτουργών και ειδικότερα στην αναγνώριση του έργου τους ως Ισοδύναμου προς το έργο των προφητών και διδασκάλων, που σπάνιζαν ή και είχαν πλέον εκλείψει. Ο συντάκτης στη γραφίδα του οποίου όμως ανήκει το κεφάλαιο 15, λύει καταφατικά το θέμα, μολονότι χωρίς θεολογική εξήγηση, όπως έκαμε και ο Κλήμης Ρώμης. Η Διδαχή επομένως με την εντολή περί χειροτονίας επισκόπων αποδεικνύει ότι η Εκκλησία περνούσε από την εποχή των αποστόλων και των χαρισματούχων στην εποχή των μονίμων ποιμένων της. Το πέρασμα βέβαια τούτο έγινε με πολλή δυσκολία και άπειρες αμφιβολίες, τις οποίες προϋποθέτει η παραπάνω δήλωση ότι χαρισματούχοι και ποιμένες τελούν το αυτό έργο, ότι οι μόνιμοι τοπικοί ποιμένες δεν πρέπει να υποτιμώνται σε σχέση με τους χαρισματούχους.

Αυτά όλα βοηθούν στη σχετική χρονολόγηση του κειμένου μας, το όποιο πρέπει να ανήκει στην εποχή του Κλήμεντα Ρώμης, του όποιου η Επιστολή προϋποθέτει σχεδόν την ίδια προβληματολογία. Ο Audet τοποθετεί το έργο μεταξύ 50 και 70. Αλλά τότε τους επισκόπους και διακόνους εξέλεγαν ακόμα οι απόστολοι. Ούτε πάλι μπορεί να γράφηκε μετά το 110, διότι τα προβλήματα του στην εποχή αυτή έχουν κάπως ξεπερασθεί, όπως δείχνουν οι Επιστολές του Ιγνατίου, που φυσικά δεν εκφράζουν μόνο την εκκλησιαστική κατάσταση της Συρίας. Είναι μάλιστα περίεργο το ότι οι περισσότεροι των ερευνητών δέχονται ως τόπο συντάξεως της Διδαχής τη Συρία, η όποια όμως έχει προηγμένη εκκλησιαστική οργάνωση. Πρέπει βέβαια να πούμε ότι, ενώ η τελική σύνταξη του έργου έγινε μάλλον μεταξύ των ετών 90 και 110, η πηγή του ως προς τις «οδηγίες» περί ευταξίας εκκλησιαστικής είναι παλαιότερη, ίσως των ετών 60 με 70.

Οι δύο οδοί

Το πρώτο μέρος της συλλογής της Διδαχής, περιλαμβάνει τη διδασκαλία των δύο οδών (1-6). Η ίδια αυτή διδασκαλία, μοιάζει πολύ, και μάλιστα σε ορισμένα σημεία της είναι κατά λέξιν όμοια, με μια συντομότερη όμοια διδασκαλία που βρίσκεται σε ένα άλλο πρωτοχριστιανικό κείμενο, την «Επιστολή του Βαρνάβα» (18-20). Υπάρχει επίσης με κάποιες μικρές διαφορές σε ένα ακόμα πρωτοχριστιανικό κείμενο, στο «Ποιμήν του Ερμά» (εντολή 6). Το ότι υπάρχει σχέση στις περικοπές των τριών αυτών πρωτοχριστιανικών συγγραμμάτων, (Διδαχή, Ποιμήν και Βαρνάβα), είναι αναντίρρητο. Το θέμα όμως που έθεσαν κάποιοι, είναι το εξής: «Ποιο από τα τρία ήταν αυτό που έδωσε πρώτο τη διασκαλία αυτή, την οποία αντέγραψαν τα άλλα δύο;» Στην προκειμένη περίπτωση του θέματος της Διδαχής, μας ενδιαφέρει το ερώτημα: «Η Διδαχή αντέγραψε από τον Βαρνάβα, ή ο Βαρνάβας από τη Διδαχή;»

Στα ερωτήματα αυτά, πιθανότερη φαίνεται η γνώμη του Harnack (Gesch. d. altchr. .Lit. 1,86 και εξής) και άλλων, ότι ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ αυτά συγγράμματα, άντλησαν τις πληροφορίες τους περί των «δύο οδών», από μία κοινή πηγή, σύντομης ηθικής κατήχησης, την οποία διδάσκονταν οι πρώτοι Χριστιανοί πριν βαπτισθούν. Πιθανόν αυτή η κατήχηση να γράφτηκε με βάση κάποια κατήχηση που χρησιμοποιείτο σε Ιουδαϊκή συναγωγή, για διδασκαλία των προσηλύτων. Και αυτό το λέμε επειδή στη διδασκαλία των δύο οδών, δεν ξεχωρίζει καμία ιδιαίτερη Χριστιανική διδασκαλία, που να μην την αποδέχονται και οι Ιουδαίοι. Πάντως στη Διδαχή, η περικοπή 1, 3-6, μόνο αυτή έχει λόγους του Σωτήρος, κάτι που δείχνει ότι αυτά τα λόγια έχουν προστεθεί αργότερα στην παλαιότερη (Ιουδαϊκή πιθανόν) διδασκαλία περί «δύο οδών», μια και στο ανάλογο αυτό κομμάτι της Επιστολής Βαρνάβα, λείπουν τα λόγια του Σωτήρα, αλλά λείπουν και από την αρχαία Λατινική μετάφραση των δύο οδών που διασώθηκε.

Προφανώς ο συντάκτης είχε μπροστά του το Ιουδαϊκής προελεύσεως κείμενο των δύο οδών και οδηγίες εκκλησιαστικής ευταξίας και συμπεριφοράς. Ένωσε δε τα δύο κείμενα, επιφέροντας ό,τι χρειαζόταν για την επιφανειακή σύνδεσή τους και προσθέτοντας — στο δεύτερο κυρίως μέρος — ό,τι νόμιζε για την αντιμετώπιση της κρίσεως και της προβληματολογίας της εποχής του. Έτσι η σπουδαιότης της Διδαχής βρίσκεται στο δεύτερο μέρος, που υπογραμμίζει ότι η Εκκλησία μαστιζόταν από ψευδοπροφήτες και χρειαζόταν κριτήρια για να διακρίνει τους αληθινούς προφήτες, που άρχιζαν ήδη να εκλείπουν.

Το ενιαίο της Διδαχής

Από πολλούς αμφισβητήθηκε το ενιαίο της Διδαχής, και θεωρήθηκε ότι άλλος είναι ο συγγραφέας του πρώτου τμήματός της περί των δύο οδών (1-6), και άλλος του δευτέρου τμήματος (7-τέλος). Υπέρ αυτής της γνώμης, συνηγορούν δύο λόγοι: α. Ότι η προαναφερθείσα αρχαία Λατινική μετάφραση περιλαμβάνει μόνο τα έξι πρώτα κεφάλαια περί των δύο οδών, και β. επειδή μερικοί θεώρησαν τα λεγόμενα στην αρχή του 7ου κεφαλαίου της, («ταύτα πάντα προειπόντες βαπτίσατε»), ως εντελώς άσχετη με τα προηγούμενα.

Ως προς τον πρώτο λόγο, ο αντίλογος λέει τα εξής: Το ότι διασώθηκαν ως εμάς τα πρώτα έξι κεφάλαια της Λατινικής μετάφρασης, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν τα περιελάμβανε από την αρχή, και ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μόνο αυτά μεταφράσθηκαν, θα μπορούσε να σημαίνει ότι μόνο αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των μεταφραστών, λόγων των κατηχητικών σκοπών που εξυπηρετεί το πρώτο μέρος.

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, ο αντίλογος λέει ότι το «ταύτα πάντα προειπόντες» (7ο κεφάλαιο 1), αναφέρεται προφανώς στην καθομολόγηση των ηθικών αληθειών στα κεφάλαια 1-6. Σχετικά με τον τίτλο του έργου υποστηρίχθηκε ότι η επιγραφή του ιερού χειρόγραφου («Διδαχή Κυρίου δια των δώδεκα αποστόλων τοις έθνεσιν») αφορά μόνο στο πρώτο μέρος του έργου, που γενικό τίτλο είχε: «Διδαχαί των αποστόλων» (Audet, 91-103).

Όπως και αν έχει το θέμα, το ότι πρόκειται για συλλογή διδασκαλιών των αποστόλων, δεν μας επιτρέπει να έχουμε μεγάλες απαιτήσεις ως προς την ομοιομέρεια και τη συνάφεια των επί μέρους μερών μιας συλλογής. Πολύ δε περισσότερο, αν κάποια στοιχεία της συλλογής αυτής, συνελέγησαν με διαφορά δεκαετιών μεταξύ τους, κάποια από το πρώτο μισό του 1ου αιώνα, και κάποια από τις αρχές του 2ου.

Δείτε επίσης

Βιβλιογραφία

  • Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, «Πατρολογία», Αθήναι 1930.
  • «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων», Κλήμης, τόμ. Β΄, σελ. 211 - 214.
  • Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, «Πατρολογία», Τόμος Α’ – Αθήνα 1982 Β΄ Έκδοση, σελ. 170 - 173.


  1. «Ευχάριστουμεν σοι, πάτερ ημών,υπέρ της αγίας αμπέλου Δαβίδ του παιδός σου,ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου.Σοι η δόξα εις τους αιώνας.Ευχαριστούμέν σοι, πάτερ ημών,υπέρ της ζωής και γνώσεως,ης εγνώρισας ημίν δια Ιησού του παιδός σου" σοι η δόξα εις τους αιώνας»