Ιεροσύνη

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 22:50, 18 Φεβρουαρίου 2009 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η ιερωσύνη είναι το μυστήριο της εκκλησίας το οποίο παρέχει την "εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο"[1]. Η ισχύ της και η δύναμή της πηγάζει από την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού και λειτουργεί ως εγκέφαλος ή συντονιστικό κέντρο όλων των άλλων λειτουργιών του εκκλησιαστικού σώματος, αφού στην εκκλησία δε νοείται καμία ενδιάμεση μεσιτική δύναμη ανάμεσα στο σώμα και το δημιουργό[2][3]. Δηλαδή αποτελεί ουσιαστικά το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της εκκλησίας. Η ιεροσύνη διαχωρίζεται στη γενική και ειδική ιεροσύνη και αποτελεί χαρισματική εξουσία η οποία ενεργοποιείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας[4].

Θεολογία

Γενική ιεροσύνη

Το σώμα της εκκλησίας κατευθύνεται και συντονίζεται από μία κεντρική και χαρισματική εξουσία. Η κεντρική αυτή εξουσία είναι το μυστήριο της ιεροσύνης[5]. Αυτή η χαρισματική εξουσία δε νοείται όμως ως μεσιτική εξουσία, όπως αυτή ήταν κατά την Παλαιά Διαθήκη[6], αφού πηγή του εξουσιαστικού αυτού σώματος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στη βάση λοιπόν του μυστηρίου αυτού "είναι το μυστήριο της θυσίας και της ανάστασης της φθαρτής φύσης των λογικών πλασμάτων και ολόκληρης της κτίσης"[7]. Η εξουσιαστική αυτή δύναμη είναι η κινητήριος δύναμη του εκκλησιαστικού σώματος η οποία θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα μυστήρια, που είναι απαραίτητα για την αναγέννηση και προκοπή του όλου σώματος. Εξού και με την ιεροσύνη του Χριστού "μετέχουν τα μέλη του σώματος σε όλα τα αγαθά της θείας δόξας, στην αλήθεια και την αγαθότητα. Γι αυτό ακριβώς η ιερωσύνη δεν είναι μεσιτική λειτουργία, αλλά εγκέφαλος και συντονιστικό κέντρο των άλλων λειτουργιών"[8]. Έτσι τελικά αποβαίνει το χάρισμα της κυβέρνησης του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς όμως αυτό να μπορεί ποτέ να νοηθεί κατά τα σχολαστικά πρότυπα ως ιερατική κάστα ή ως κληρονομική εξουσία[9]. Γι αυτό και όλα τα μέλη της εκκλησίας κατ αρχήν μετέχουν σε αυτή την εξουσία και τη δύναμη του Χριστού, ως βασίλειον ιεράτευμα[10]. Έτσι αντιλαμβανόμαστε πλέον πως σκοπός της χαρισματικής εξουσίας αυτής είναι η ενοποίηση των μελών με το Θεό, η οποία συγκροτείται σε ένα διακλαδιζόμενο σώμα, το οποίο περιέχει την ειδική ιεροσύνη, που αποτελεί ειδική κλίση και χάρισμα.

Ειδική ιεροσύνη

Η ειδική ιεροσύνη των τριών βαθμών του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου είναι η χαρισματική λειτουργία που κάνει δυνατή την αύξηση του σώματος της εκκλησίας[11]. Η λειτουργία τους όμως δε νοείται κυριαρχικά ή μεσιτικά, αφού τόσο το χάρισμα αυτό νοείται μέσα στο σώμα της εκκλησίας, όσο και λειτουργεί ως χαρισματικός καρπός του σώματος[12]. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε δε νοούνται μυστήρια δίχως την παρουσία του λαού. Πρόκειται ουσιαστικά "για μια μετοχή του λαού στην ιερωσύνη του Χριστού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης, το οποίο είναι αναντικατάστατο μέσα στη λειτουργική ποικιλία των χαρισμάτων"[13]. Η ορθόδοξη εκκλησία θα λέγαμε ότι με αυτή τη θεώρηση διασώζει τον αληθινό, αταξικό και μη ειδωλολατρικό χαρακτήρα της ιερωσύνης. Στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία το ιερατείο αυτονομείται, με αποτέλεσμα ο λαός να χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ στον προτεσταντισμό παραμένει ο γενικός ρόλος της ιεροσύνης, απορρίπτοντας το ρόλο της ειδικής.

Οι βαθμοί της ιεροσύνης

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης μέσα στην Καινή Διαθήκη

Μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία είναι εμφανές πως ο λαός του Θεού πλέον καλείται "έθνος άγιον, βασίλειον ιεράτευμα"[14] καθώς και "ιερείς του Θεού και του Χριστού"[15]. Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται πως οι Απόστολοι δια επιθέσεως των χειρών τους τελούσαν το μυστήριο της χειροτονίας, δημιουργώντας ένα ιερατικό σώμα προς διακονία και επιτέλεση των μυστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Πράξεις των Αποστόλων περιέχονται οι ονομασίες όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης, δηλαδή του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου, με τους δύο όμως τελευταίους να συγχέονται και να μη διαχωρίζονται, αφού ακόμα ο θεσμός του επισκόπου δεν είχε λάβει την ύστερη έννοιά του. Έτσι παρατηρείται εξ αρχής, όταν οι Απόστολοι ήταν εν ζωή, πως υπήρχε ένα σώμα ακολούθων διακρινόμενο σε δύο τάξεις. Αυτό του πρεσβυτέρου-επισκόπου καθώς και του διακόνου.

Για το θεσμό του διακόνου μας παρέχονται αρκετές αποδείξεις στις Πράξεις των Αποστόλων, όταν επτά διάκονοι εξελέγησαν ενώπιον των αποστόλων. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή οι χείρες αυτών επετέθησαν επι την κεφαλή τους, μετά από προσευχή[16]. Το αξίωμα του πρεσβυτέρου επίσης αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίοι σαφώς και δεν είναι ηλικιακά πρεσβύτεροι, αλλά έφεραν εκκλησιαστικό αξίωμα[17]. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περιγραφή των Πράξεων κατά την οποία Παύλος και Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία στα Λύστρα, το Ικόνιο και την Αντιόχεια χειροτόνησαν "κατ'εκκλησίαν πρεσβυτέρους"[18].

Το επισκοπικό αξίωμα δεν είχε την έννοια ακόμα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, καθότι υπήρχαν οι Απόστολοι[19]. Ο θεσμός του επισκόπου θα διακριθεί, από την εποχή που άρχισαν να εκλείπουν οι Απόστολοι, όπως διαφαίνεται από τις επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου[20]. Μέσα στην Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι, όπως παρατηρούμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, καλούνται και επίσκοποι. Χαρακτηριστικές αναφορές γίνονται για τους Εφεσίους και Φιλιππησίους πρεσβυτέρους[21]. Στην περίπτωση μάλιστα των Φιλιππησίων, ανακαλεί μόνο δύο θεσμούς, αυτόν του επισκόπου και του διακόνου.

Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονιστεί με έμφαση πως πέραν των προ λεγομένων θεσμών, υπήρξε και ακόμα ένας εκκλησιαστικός θεσμός ο οποίος αποκλήθηκε Τάξη των Προφητών. Είναι φανερό μέσα από την Καινοδιαθηκική γραμματεία, πως οι ιδιαίτεροι συνεργάτες των Αποστόλων, όπως ο Τίτος και ο Τιμόθεος είχαν μείζονα εξουσία σε σχέση με τον τοπικό κλήρο. Δε διαφαίνεται να κατέχουν Αποστολική δικαιοδοσία, αλλά δικαιούντο να εγκαθιστούν πρεσβυτέρους κατά πόλεις, να χειροτονούν[22] και να εκπροσωπούν του αποστόλους[23]. Διαφαίνεται εξ αυτού του λόγου, πως ενώ ο Απόστολος Παύλος ήταν ήδη εν ζωή, είχε δημιουργηθεί η τρίτη τάξη ιεροσύνης[24].

Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως ο όρος ιερέας (secredos) για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Τερτυλλιανό[25], δανειζόμενος από τον οικείο ειδωλολατρικό χώρο[26]. Στην ανατολή ο όρος ιερέας διδόταν μόνο στον επίσκοπο κατά τους πρώτους αιώνες, αλλά μετά τον τέταρτο επικράτησε για όλες τις βαθμίδες, με αποτέλεσμα ο επίσκοπος να αποκαλείται αρχιερέας[27].

Η μαρτυρία των βαθμών της ιεροσύνης τα πρώτα μεταποστολικά έτη

Μαρτυρίες περί των βαθμών της ιεροσύνης διασώζονται σε πηγές των αμέσως επομένων αποστολικών ετών. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Κλήμεντα Ρώμης περί το 100, για την ένταση στην εκκλησία της Κορίνθου, η Διδαχή των Αποστόλων και ειδικώς οι επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, μέσω των οποίων διασώζεται και η μετάβαση της εξουσίας στον εκκλησιαστικό θεσμό του επισκόπου, συνταχθείσες το αργότερο μέχρι το 120. Χαρακτηριστική αναφορά εν προκειμένω γίνεται στην ενότητα του σώματος στον επίσκοπο, δια μέσου της ευχαριστιακής συνάξεως. Ο μεγάλος απολογητής Ιουστίνος, κάνει αναφορές επανειλημμένως περί "του προεστώτως των αδελφών"[28]. Ύστερες μαρτυρίες είναι οι του Κλήμεντος Αλεξανδρείας και του Ωριγένους οι οποίοι ρητώς κατονομάζουν τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης[29]. Από τον τρίτο αιώνα και ύστερα έχουμε πλειάδα αναφορών και λόγων περί ιεροσύνης.

Οι βαθμοί

Στο σημερινό εκκλησιαστικό σύστημα οι βαθμοί της ιεροσύνης είναι τρεις. Ο βαθμός του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Η εκκλησία όμως από νωρίς δημιούργησε και θεσμούς κατωτέρου κλήρου "δια χειροθεσίας απλής έξω του βήματος ευλογούμενος και μη κοινωνών του μυστηρίου της ιερωσύνης"[30]. Στον κατώτερο κλήρο ανήκαν τα αξιώματα του υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτη, ωδού, κηροφόρου, δεσποτάτου ή πυλωρού. Στη δυτική εκκλησία επιπρόσθετα υπήρχαν και θεσμοί του εξορκιστή και του ακολούθου[31]. Στη σημερινή πράξη της εκκλησίας ισχύουν ακόμα οι θεσμοί του υποδιακόνου, του αναγνώστου και του ψάλτη.

Τις εξουσίες κάθε βαθμού ρητώς και σαφώς αναφέρουν οι Αποστολικές Διαταγές. Σύμφωνα με το κείμενο ο διάκονος απαγορεύεται να να τελεί το μυστήριο του βαπτίσματος ή να δίδει ευλογία ή να χειροτονεί. Ο επίσκοπος χειροτονεί, χειροθετεί, ευλογεί, δύναται να καθαιρέσει κληρικό, πλην επισκόπου. Ο πρεσβύτερος τέλος χειροθετεί, αλλά δεν μπορεί να χειροτονήσει, δεν δύναται να καθαιρέσει ή να αφορίζει.

Οι γυναίκες

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι γυναίκες λαμβάνουν βαθμό ιερωσύνης. Αυτός ο βαθμός είναι ο βαθμός της διακόνισσας, που αντιστοιχεί σε αυτό του διακόνου[32]. Οι γυναίκες μάλιστα χειροτονούνται εντός του βήματος, όπως ακριβώς ο διάκονος και μάλιστα στην παράδοση της εκκλησία έφεραν και οράριο. Δε λάμβαναν δηλαδή απλώς χειροθεσία, αλλά χειροτονία. Έτσι και αυτή είχε λειτουργικό ρόλο, όπως και κάθε άνδρας διάκονος.

Υποσημειώσεις

  1. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα 490
  2. Α΄ Τιμόθεος 2, 5: «Εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς»
  3. Εβραίους 8, 6. 9, 15: «και δια τούτο διαθήκης καινής μεσίτης εστίν (ο Χριστός)...»
  4. Νικόλαος Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 491
  5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, 489
  6. Εβραίους 7, 1-28
  7. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  8. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., σελ. 490
  9. Σε άλλα ιερατικά συστήματα
  10. Α΄ Πέτρου 2, 5 και 9
  11. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 491
  12. ενθ.αν.
  13. Ν. Ματσούκας, ενθ.αν., 492
  14. Α΄ Πέτρου 2, 9
  15. Αποκάλυψη Κ΄, 6
  16. Πράξεις των Αποστόλων 6, 6
  17. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., 294
  18. Πράξεις 14, 23
  19. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  20. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν. 290
  21. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 295
  22. Ά κορινθίους 12,28-31
  23. Πράξεις 15,22,32
  24. Π> Τρεμπέλας, ενθ.αν., 295
  25. Epist. 58 M. L. 3, 1005
  26. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Δογματική Γ΄, σελίδα 289
  27. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν.
  28. Ιουστίνου, Α΄ Απολογ. 65, 3 και 67, 4
  29. Κλήμης Αλεξανδρείας, Παιδαγωγός 3 Μ 8, 677. Στρωματείς Γ΄, 12 Μ 8, 1180
  30. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  31. Π. Τρεμπέλας, ενθ.αν., σελ. 291
  32. Κάλλιστος Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σελ. 462

Βιβλιογραφία

  • Νικόλαος Ματσούκας, "Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Παναγιώτης Τρεμπέλας, "Δογματική", Τόμος Γ΄, Σωτήρ, Αθήνα 2003.
  • Κάλλιστος Ware, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία", Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2007.
  • Ανδρέας Θεοδώρου, "Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε Ερωτήματα Συμβολικά", Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006.