Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιγνάτιος ο Θεοφόρος"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ
μ
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
 
| Τίτλος = [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός Πατέρας]], [[Επίσκοπος]]
 
| Τίτλος = [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός Πατέρας]], [[Επίσκοπος]]
 
}}
 
}}
 
 
Ο '''Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος''' ή '''Ιγνάτιος Αντιοχείας''' (;-περ. 118), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασε στα τέλη του πρώτου, με αρχές του δευτέρου αιώνα. Αποκαλείται [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός πατήρ]] της εκκλησίας και διετέλεσε δεύτερος [[επίσκοπος]] Αντιοχείας. Η επιστολογραφία του αποτελεί σπουδαίο ιστορικό εύρημα του χριστιανισμού καθώς μας διασώζει τον ιστορικό τρόπο μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους [[Απόστολοι|αποστόλους]] στους [[Τάξη των Προφητών|προφήτες]] και τη μετάβαση της εξουσίας αυτής στους [[Επίσκοπος|επισκόπους]]. Οι επιστολές επίσης είναι πολύ σημαντικές διότι διασώζουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Τελικώς παρέδωσε τη ζωή του μαρτυρικώς στη Ρώμη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού.
 
Ο '''Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος''' ή '''Ιγνάτιος Αντιοχείας''' (;-περ. 118), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασε στα τέλη του πρώτου, με αρχές του δευτέρου αιώνα. Αποκαλείται [[Αποστολικοί Πατέρες|Αποστολικός πατήρ]] της εκκλησίας και διετέλεσε δεύτερος [[επίσκοπος]] Αντιοχείας. Η επιστολογραφία του αποτελεί σπουδαίο ιστορικό εύρημα του χριστιανισμού καθώς μας διασώζει τον ιστορικό τρόπο μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους [[Απόστολοι|αποστόλους]] στους [[Τάξη των Προφητών|προφήτες]] και τη μετάβαση της εξουσίας αυτής στους [[Επίσκοπος|επισκόπους]]. Οι επιστολές επίσης είναι πολύ σημαντικές διότι διασώζουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Τελικώς παρέδωσε τη ζωή του μαρτυρικώς στη Ρώμη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού.
  

Αναθεώρηση της 14:48, 14 Οκτωβρίου 2009

Ιγνάτιος Αντιοχείας
Ignatius.jpg
Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση περ. 118 μ.Χ.
Εορτασμός 20 Δεκεμβρίου
Σημαντικές ημερομηνίες 70 μ.Χ. Επισκοπος Αντιοχείας
113 Σύλληψη από Ρωμαίους
Τίτλος Αποστολικός Πατέρας, Επίσκοπος


Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ή Ιγνάτιος Αντιοχείας (;-περ. 118), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έδρασε στα τέλη του πρώτου, με αρχές του δευτέρου αιώνα. Αποκαλείται Αποστολικός πατήρ της εκκλησίας και διετέλεσε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας. Η επιστολογραφία του αποτελεί σπουδαίο ιστορικό εύρημα του χριστιανισμού καθώς μας διασώζει τον ιστορικό τρόπο μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους αποστόλους στους προφήτες και τη μετάβαση της εξουσίας αυτής στους επισκόπους. Οι επιστολές επίσης είναι πολύ σημαντικές διότι διασώζουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Τελικώς παρέδωσε τη ζωή του μαρτυρικώς στη Ρώμη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού.

Ο βίος του

Η ζωή του Αγίου Ιγνατίου είναι άγνωστη προς εμάς. Παρά τη μακρά δράση του, στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται μόλις μερικές εβδομάδες πριν το μαρτυρικό του θάνατο[1]. Έτσι για το βίο του γνωρίζουμε μόνο ότι διασώζεται στις επιστολές του, οδηγούμενος προς τη Ρώμη, λίγο πριν το θάνατό του[2]. Που και πότε γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Το περιβάλλον που μορφώθηκε πρέπει να ήταν ελληνικό, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του[3], αν και υπετέθηκε πως ίσως είχε λατινογενή προέλευση, καθώς το όνομα Ιγνάτιος προέρχεται από τη λατινική λέξη Ignis που αποδίδεται στα ελληνικά ως πυρ (φωτιά). Το όνομα αυτό, συνάμα με αρκετές λατινικές εκφράσεις που υπάρχουν στις επιστολές του, οδήγησε μερικούς ερευνητές να υποθέσουν τη λατινική του καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο δε δύναται να εξακριβωθεί, καθώς αφενός οι λατινικές λέξεις υπάγονται στη στρατιωτική ορολογία, την οποία έμαθε από την παραμονή του ως αιχμάλωτος, αφετέρου το όνομα είναι πιθανό να το απέκτησε την εποχή που έλαβε Ρωμαϊκή υπηκοότητα[4].

Ο Ιγνάτιος επίσης αυτοαποκλήθηκε και θεοφόρος[5]. Ο λόγος της ονομασίας αυτής παραμένει μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτος. Η παράδοση διέσωσε δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που όμως από την ιστορική πραγματικότητα απορρίπτονται[6]. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, κατά τη δεύτερη πως ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών ως παράδειγμα αθωότητος[7]. Με βάση τη δεύτερη αιτιολογία μάλιστα έγινε προσπάθεια να οριοθετηθεί η περίοδος που γεννήθηκε. Το πιθανότερο αίτιο αυτής της ονομασίας είναι ο εκκλησιαστικός βίος που διήγαγε, καθώς ο ίδιος μέσω των επιστολών του αναφέρει ως θεοφόρους, αγιοφόρους, χριστοφόρους όλους τους χριστιανούς[8].

Ο Ιγνάτιος δε φαίνεται να είχε λάβει συστηματική μόρφωση, αλλά διακρίνεται μία αυτοδιδακτική ικανότητα η οποία είχε καλλιεργηθεί με τη συναναστροφή με πεπαιδευμένους ανθρώπους[9]. Άλλωστε η Αντιόχεια στην εποχή του ήταν ένα πολιτιστικό χωνευτήρι, στο οποίο είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του[10]. Η γνωριμία του με τους αποστόλους θεωρείται βεβαία[11]. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είχε συναναστραφεί τους αποστόλους[12], ενώ ο Ευσέβιος τον θέλει ακροατή του Ευαγγελιστή Ιωάννη[13]. Σύμφωνα με τον Ωριγένη επίσης υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, μετά τον Απόστολο Πέτρο[14], ενώ κατά τον Ευσέβιο, που είναι και ορθός, ήταν διάδοχος του Ευόδου και προκάτοχος του Ήρωνος[15]. Κατά τον Ευσέβιο μάλιστα η επισκοπεία του τοποθετείται μεταξύ του πρώτου έτους του Βεσπασιανού και του δέκατου του Τραϊανού, δηλαδή μεταξύ 70 και 107.

Τελικά συνελήφθη από τος ρωμαϊκές αρχές μεταξύ 107 και 118 και καταδικάστηκε σε θάνατο[16]. Η σύλληψη συνέβη πιθανώς κατά διάρκεια του διωγμού του 112-113 στη Μικρά Ασία, κάτι που συμφωνεί και το αντιοχειανό μαρτυρολόγιο[17]. Η δίκη συνέβη στην Αντιόχεια και η καταδίκη αφορούσε θανάτωση δια θηρίων. Η απόφαση μεταφορά στη Ρώμη εικάζεται πως στόχο είχε τη θυσία ενός γνωστού χριστιανού ηγέτη στο κοινό της Ρώμης, συνάμα με τον παραδειγματισμό προς νουθεσία των λαών της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, οι οποίοι εμφανίζονταν προθυμότεροι για τη μεταστροφή τους στο χριστιανισμό. Ο Ιγνάτιος μέχρι να φτάσει στη Ρώμη, πορεύθηκε για πολλούς μήνες, συνοδεία στρατιωτών που αποκαλούντο "λεοπάρδοι" (πιθανώς ανήκουσα σε λεγεώνα φέρων τέτοιο όνομα[18]). Κατά την πορεία του, σε ενδιάμεσους σταθμούς, απεσταλμένοι εκκλησιών παρίσταντο στον Ιγνάτιο και λάμβαναν τις επιστολές του, για να δεχτούν συμβουλές, με βάση τα προβλήματα της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας. Κύρια προβλήματα διαφαίνονται να είναι οι δοκητές και οι Ιουδαΐζοντες. Τελικώς μαρτύρησε στις 20 Δεκεμβρίου στη Ρώμη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Αντιόχεια, αλλά μεταφέρθηκαν και πάλι στη Ρώμη.

Η επιστολογραφία του Αγίου Ιγνατίου

Οι επιστολές του Ιγνατίου

Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήταν:

Οι 6 από τις 7 Γνήσιες αυτές επιστολές του Ιγνατίου, έχουν ως κύριο στόχο:

  • Την ομόνοια μεταξύ των πιστών ["Χρήσιμον ουν εστιν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε" (Προς Εφεσ. 4, 1), κλπ]
  • Την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους.
  • Αποφυγή των ετεροδοξιών, και
  • Εμμονή στην αρετή και την πίστη.

Η προς Ρωμαίους επιστολή συντάχθηκε με σκοπό να πείσει τους Χριστιανούς της Ρώμης να μη αποπειραθούν να προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε το ταχύτερο να επιτύχει δια του μαρτυρικού θανάτου του, την τελείωση. Η επιστολή αυτή έχει διαφορετική θεματολογία και ύφος, λόγω των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες συνεγράφη. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris. gr. 1475 τού 10ου αιώνα.

Η σημαντικότητα των επιστολών του Ιγνατίου

Οι πληροφορίες για το βίο του Ιγνατίου που σήμερα διασώζονται είναι ελάχιστες και κατά βάση προέρχονται από τις επιστολές του. Η σημαντικότητα των επιστολών του όμως είναι σπουδαία διότι μέσα από την επιστολογραφία του διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τον Προφήτη στον επίσκοπο, που από την προτεσταντική θεολογία αμφισβητείται ώστε να εκφραστεί είτε το φαινόμενο της έκπτωτης εκκλησίας, είτε το φαινόμενο μιας εκκλησίας χωρίς ιερατείο. Καθαυτές τις ομολογίες ο Χριστός ουδέποτε παρέδωσε ιερατείο και οι απόστολοι ποτέ δεν έδωσαν το ιερατικό χρίσμα στους προφήτες, μια ιερατική ομάδα που αποτέλεσε διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων. Η έννοια προφήτης στηρίχθηκε καθαυτούς σε διάφορα επιχειρήματα, πως αντιστοιχεί μόνο προς το χάρισμα. Ο Ιγνάτιος όμως, φορέας της αποστολικής διδαχής, μέσω των επιστολών, σαφώς επιβεβαιώνει το κύρος της αποστολικής διαδοχής μέσα από τις επιστολές του, μια διαδοχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται προοδευτικά τόσο από την επιστολή Κλήμεντα Ρώμης, ο οποίος απαριθμεί ως επισκοπή το προφητικό αξίωμα, δηλαδή έχουμε μια πρώτη διαδοχή των όρων, αλλά και στον Ποιμένα του Ερμά, που παρατηρείται επίσης αντικατάσταση των όρων.

Οι επιστολές είναι επίσης σημαντικές διότι συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο είχε εκκινήσει η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της Διδαχής των 12 Αποστόλων, λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων. Από τον Άγιο Ιγνάτιο, διασώζονται 7 γνήσιες συνοπτικές επιστολές, που βρίσκονται σε δύο μορφές. Μια συνοπτική και μια πιο μακροσκελή. Στη μακροσκελή τους μορφή αξιολογούνται σήμερα ως ψευδεπίγραφες και πως συντάχθηκαν μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα. Πιθανότερος πλαστογράφος φέρεται ο Νεοαρειανός Ιουλιανός, υπεύθυνος και για πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων. Οι πρώτες τέσσερις επιστολές παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Σμύρνη κατά τη σύλληψή του στην Αντιόχεια, ενώ άλλες τρεις όταν έληξε ο διωγμός και βρισκόταν στην Τρωάδα. Από εκεί μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο, πιθανότατα δια θαλάσσης στο Βρινδήσιο και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη όπου και μαρτύρησε.

Η αξιοπιστία των Συνοπτικών Επιστολών του Ιγνατίου

Οι 7 γνήσιες επιστολές του Ιγνατίου σήμερα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία τριβής στην παγκόσμια θεολογική κοινότητα. Αυτό διότι η ύπαρξή τους, αναιρεί τις απόψεις πολλών προτεσταντικών ομολογιών, οι οποίες αρνούνται την επισκοπική, ως γνήσια αποστολική διαδοχή. Έτσι πολλοί θεολόγοι διαφωνούν για τη γνησιότητα των συνοπτικών συγγραμμάτων, αν και υπάρχουν σήμερα στοιχεία που καταδεικνύουν ως επικρατέστερη άποψη την γνησιότητά τους. Εκτός από τις γνήσιες 7 Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, υπάρχει και η Βραχεία Παραλλαγή, αλλά και η Λατινική παραλλαγή των εκτενών επιστολών, μαζί με μερικές ακόμα πλαστές με αποτέλεσμα ορισμένοι θεολόγοι να αμφισβητούν πέραν των νοθευμένων και τις γνήσιες επιστολές. Η Βραχεία παραλλαγή, περιλαμβάνει στη Συριακή τρεις μόνο επιστολές, και μάλιστα σε επιτομή, τις: Προς Εφεσίους, Προς Ρωμαίους και Προς Πολύκαρπον. Επίσης η Προς Ρωμαίους υπάρχει και με άλλη μορφή, στην Αραβική, ενώ η Λατινική παραλλαγή περιλαμβάνει τέσσερεις άλλες επιστολές: Θεοτόκου Προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου Προς Θεοτόκον και Προς Ιωάννην Α και Β, μαζί με τις 12 της μικτής παραλλαγής, πλην της Προς Φιλιππησίους.

Υπάρχουν όμως και επιχειρήματα τα οποία καταδεικνύουν πως οι συνοπτικές επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, με ισχυρά επιχειρήματα είναι οι γνήσιες. Εν αρχή πρέπει να τονιστεί ότι η συντομότερη μορφή των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου παρατίθεται σε επιστολές σε συγγράμματα Χριστιανών του 2ου και 3ου αιώνα, κάτι που δεικνύει πως οι επιστολές του ήταν υπαρκτές και γνωστές. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ειρηναίος και άλλοι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αναφέρονται αυτολεξεί σχεδόν, σε εδάφια των επιστολών αυτών, όπως υπάρχουν στη Συνοπτική μορφή των 7 γνησίων επιστολών. Σε αυτό συνηγορεί και η διασωθείσα Αρμενική μετάφραση, αλλά και τα διασωθέντα αποσπάσματα Συριακής και Κοπτικής μεταφράσεως, που συμφωνούν απόλυτα με τις επιστολές αυτές.

Έτσι παρατηρούμε πως:

  • Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης (Κεφ. ιγ) «τας επιστολάς Ιγνατίου... επέμψαμεν υμίν... εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε. Περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσαν».
  • Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών (130 - 202 μ.Χ.).: Έλεγχος 28, 4 και μέσω Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 36. Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 4, 1.
  • Ωριγένης (182 - 254 μ.Χ.): Περί Προσευχής 20 (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμ. 3, 3). Ερμηνεία εις άσμα προλεγόμενα. (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 7, 2). Ομιλία εις Λουκάν (Παράβαλλε Ιγνατίου προς Εφεσίους 19, 1)
  • Θεοδώρητος Κύρου (393 - 457) Harnack Gesch. d. altchr. Lit. 1. Leipzig 1893, σελ. 79 - 86.

Με τις εργασίες των Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την γραμμή την οποία είχε δείξει δύο αιώνες πριν ο Pearson, κατοχυρώθηκε η γνησιότητα των επτά συντόμων επιστολών της μικτής παραλλαγής, δηλαδή, των Εφεσίους, Τραλλιανούς, Μαγνησιείς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και Πολύκαρπον.

Ερευνητές όμως διατύπωσαν διάφορες απόψεις επί του θέματος. Ο Ρενάν δέχεται ως γνήσια μόνο την Προς Ρωμαίους, απορρίπτοντας τις άλλες λόγω της διαφοράς ύφους, διαθέσεως και θέματος, σαν να είναι υποχρεωμένος κάθε συγγραφέας να γράφει μόνο για ένα θέμα και μόνο με μία διάθεση[19]. Ο Βόλτερ ακολουθώντας τον Μαλάλα, σχετικά με την εκτέλεση του μαρτυρίου του Ιγνατίου στην Αντιόχεια, ισχυρίζεται πως ο Ιγνάτιος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη, και αρνείται πως έγραψε οποιεσδήποτε επιστολές, προβάλλοντας την εντελώς απίθανη γνώμη ότι τις επιστολές αυτές τις έγραψε ο φανταστικός Περεγρίνος του Λουκιανού[20]. Ο Weijenborg αρνείται επίσης την υπό του Ιγνατίου σύνταξη των επιστολών, και τοποθετεί τις επιστολές που είναι στο όνομά του – και της εκτενούς και της μικτής παραλλαγής – στην περίοδο μετά το 360, προτείνοντας τον Ευάγριο Αντιοχείας ως τον πιθανό συγγραφέα. Παρακάμπτει όμως το γεγονός το ότι ο Ευσέβιος Καισαρείας είχε παραθέσει ολόκληρο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του[21], όπου παρατίθεται το κεφ.5 της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου, αποδίδοντας και το έργο του Ευσεβίου σε νοθευτή που εργάσθηκε μετά το 360.

Ο νοθευτής των Μακροσκελών και των Προσθέτων επιστολών

Στην εποχή του 355-380 περίπου άκμασε κι έδρασε ο νεοαρειανός Ιουλιανός. Έζησε μάλλον στην Αντιόχεια και αναμίχτηκε με δικό του σιωπηρό τρόπο στις θεολογικές συζητήσεις της εποχής. Ο ίδιος έδρασε ως υπομνηματιστής, αλλά και ως συμπιλητής και φαλκιδευτής εκκλησιαστικών κειμένων. Γνώριζε την ερμηνευτική παράδοση της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, την κανονιστική γραμματεία της Εκκλησίας και τον τρόπο να κυκλοφορεί τις απόψεις του μέσω κειμένων του που δεν αναφέρουν το όνομά του. Θεολογικά ήταν τοποθετημένος με τους νέο-αρειανούς ή Ευνομοιανούς (Αέτιο, Ευνόμιο) ή το λιγότερο κινήθηκε μεταξύ αυτών και των όμοιων. Για την ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτα, ούτε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με άλλον σύγχρονό του Ιουλιανό.

Το όνομα του Ιουλιανού βρίσκεται στις ερμηνευτικές Σειρές στον Ιώβ. Ταυτίζοντας μ' ευκολία το πλήθος ερμηνευτικών αποσπασμάτων, που φέρουν το όνομα αυτό, με το ανώνυμα παραδιδόμενο στα χειρόγραφα (Paris gr. 454 και 169) υπόμνημα στον Ιώβ, έχουμε τον συντάκτη του τελευταίου, που από παρανόηση είχε θεωρηθεί έργο του Ιουλιανού Αλικ(αρνασσέα) ή του Ωριγένη. Ο D. Hagedorn, βάσει των παραπάνω χειρογράφων και των Σειρών, εξέδωσε κριτικά (1973) το υπόμνημα τούτο και με συγκριτική μελέτη στερέωσε την παλαιότερη υπόθεση ότι ο συντάκτης του Ιουλιανός ταυτίζεται με τον ανώνυμο συμπιλητή της κανονιστικής συλλογής «Διαταγαί των Αποστόλων», όπως και με τον ανώνυμο συντάκτη των λεγόμενων εκτενών «ψευδο-Ιγνατιανών Επιστολών». Πράγματι τα παράλληλα χωρία στα κείμενα αυτά είναι πολλές φορές εντυπωσιακά. Το ίδιο παρατηρείται και για θεολογικά σημεία τους. Επομένως η πρόταση του Hagedorn είναι δικαιολογημένη και μας υποχρεώνει να περιλάβουμε τα τρία κείμενα στο παρόν κεφάλαιο. Το ασθενές σημείο της προτάσεως είναι η έλλειψη κοινής για τα τρία έργα ορολογίας, κάτι που ίσως εξηγεί ο συμπιληματικός χαρακτήρας της επεμβάσεως του Ιουλιανού σε υλικό παλαιότερο. Διατυπώθηκε ακόμα η μη ευλογοφανής υπόθεση ότι τα τρία κείμενα συμπιλήθηκαν σε οργανωμένο εργαστήριο κατασκευής ψευδεπίγραφων, όπου εργαζόταν ολόκληρη ομάδα ειδικών με κάποιον επικεφαλής (Μ. Metzger).

Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και το Μαρτύριο του Ιγνατίου. Σήμερα διασώζονται πέντε Μαρτύρια, από τα οποία αρχαιότερο θεωρείται αυτό που εκδόθηκε το 1689, από τον Th. Ruinart, από χειρόγραφο του 10ου αιώνα, της Κολβερτινής βιβλιοθήκης των Παρισίων, γι' αυτό και λέγεται συνήθως Κολβερτινόν Μαρτύριον. Αυτό είναι αναντίρρητα έργο του 4ου ή του 5ου αιώνα, αν και προβάλλει την αξίωση ότι γράφθηκε από αυτόπτες μάρτυρες και φυσικά δεν ανήκει στα γνήσια συγγράμματα του αγίου Ιγνατίου.

Εκδόσεις επιστολών

Από τις επιστολές του Ιγνατίου, γνήσιες και νόθες, εκδόθηκαν αρχικά 3 νόθες, οι εξής:

  • «Προς τον Απόστολο Ιωάννη»,
  • «Προς την Παρθένο Μαρία»,
  • «απάντησή της» (Παρίσι 1495).

Η Εκτενής Παραλλαγή, εκτυπώθηκε Λατινικά το 1489 και Ελληνικά το 1555, και προκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενο αρχικά και στις αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του Επισκόπου. Το 1498 εκδόθηκε, στο Παρίσι αρχικά, η νοθευμένη συλλογή των 7 γνησίων επιστολών, και οι νόθες, σε Λατινική μετάφραση. Το Ελληνικό τους κείμενο, εκδόθηκε το 1557 από τον V. Hariung, στο Dillingen. Στον Migne E. Π. 5, 643 - 960, βρίσκονται οι 7 γνήσιες επιστολές στον νοθευμένο εκτενέστερο τύπο, και οι 6 νόθες. Η συντομότερη και προφανώς αρχική μορφή των 7 γνησίων επιστολών μαζί με τις 5 νόθες, εκδόθηκαν αρχικά στα Λατινικά στην Οξφόρδη, το 1644. Στα Ελληνικά εκδόθηκαν από τον J. Voss, στο Άμστερνταμ, το 1646, από μοναδικό φλωρεντινό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, από το οποίο λείπει το τέλος. Τέλος η έκδοση του σύντομου τύπου των 3ών Συριακών επιστολών, έγινε αρχικά από τον W. Cureton το 1845 στο Λονδίνο.

Για τις επιστολές του Ιγνατίου γράφτηκαν πολλές μονογραφίες, εκ των οποίων μερικές είναι οι εξής: Th. Zahn, Ign. v. ant., Gotha 1873. A. Harnack, Die Zeit des J. v. A. 1883. E. Bruston, Ign. d' An., Paris 1897. Delafosse, Nouvel examen des Lettres d' Ign. d' ant., στο Revue d' hist. et de Litt. religieuses, Paris 1922, 303 - 337 και 477 - 533.



Υποσημειώσεις

  1. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408
  2. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177
  3. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177
  4. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 408
  5. Ιγνατίου, Προς Εφεσίους ΒΕΠΕΣ 2, σελ. 264
  6. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 40
  7. Συμεών Μεταφραστού, Μαρτύριον Ιγνατίου 1
  8. Απ. Νικολαΐδης, Αποστολικοί πατέρες, σελ. 175
  9. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 409
  10. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177
  11. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄, σελ. 177
  12. Εις Ιγνάτιον 1
  13. Ευσέβιος, Χρονικόν εις έτος 2122
  14. Ωριγένους, Ομιλία 6 εις Λουκάν PG 13, 1818, 15
  15. Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορία, 3, 22
  16. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 409
  17. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 410
  18. Π. Χρήστου, Πατρολογία Β΄, σελ. 411
  19. Les Evangiles et la seconde generation chretienne, Paris 1877, σελ. Χ και εξής
  20. Die ignatianischen Briefe auf ihren Ursprung untersucht, Tuebingen 1892
  21. Εκκλ. Ιστορία 3, 36

Βιβλιογραφία

  • Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία Α΄,, Αθήνα 2000.
  • Χρήστου Παναγιώτης, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Β΄, Κυρομάνος, Αθήνα 2005 (c1976).
  • Νικολαΐδης Ι. Νίκος, Αποστολικοί Πατέρες, Γραμματολογική και Θεολογική προσέγγιση, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002.