Ιουστίνος ο Μάρτυς
Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (περ. 110-περ. 165), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της προτωχριστιανικής ιστορίας. Ήταν ο απολογητής ο οποίος "έδωσεν εις τον χριστιανισμόν αφθωνότερα από πάντα άλλον τα μέσα δια να επεκταθή ευρέως εις τας τάξις των διανοούμενων του ελληνορωμαϊκού κόσμου"[1], ενώ το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Ιουστίνος ήταν φιλόσοφος που διατήρησε τον φιλοσοφικό τήβεννο και μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή ανωτέρας στάθμης. Αν και η σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να απεκεφαλισθεί το 165 μαζί με μια ομάδα μαθητών του.
Περιεχόμενα
Ο βίος του
Ο Ιουστίνος γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σήμερα Ναμπλούς), περί το 110[2]. Ήταν γιος του Πρίσκου και του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής[3]. Στο θρήσκευμα ήταν εθνικός, μέχρι τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό[4], ενώ κατά τον Μεθόδιο Ολύμπου ήταν ανήρ μη απέχοντας πολύ από την αρετή των Αποστόλων.
Κατά τα νεανικά του χρόνια ειλκύσθη στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα, κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών[5]. Το που παρακολούθησε τα μαθήματα αυτά δεν είναι επακριβώς γνωστό. Το πιο πιθανό, κατά τον Παν. Χρήστου, είναι να συνέβη στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται η Καισάρεια της Παλαιστίνης[6].
Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή[7]. Βρισκόμαστε στο 135 όταν καθώς βρισκόταν σε ερημικό παραθαλάσσιο χώρο, συνάντησε κάποιο χριστιανό γέροντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, μετά από διάλογο, του αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ[8]. Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου[9]. Είναι εποχή την οποία ο φιλόσοφος και μάρτυς συνάντησε τον Τρύφωνα.
Περί το 136 ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το το μαρτύριό του. Στη Ρώμη, άνοιξε φιλοσοφική σχολή και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας. Του χριστιανισμού[10]. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός[11] όπου τελούντο λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασσιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών δε ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.
Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως δε από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών[12], ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη[13]. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος, ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται. Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του[14]. Το γεγονός του μαρτυρίου συνέβη περί το 165[15]. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.
Το συγγραφικό του έργο
Γενικά
Το πρόβλημα της συγγραφικής του παραγωγής του Ιουστίνου είναι πολύπλοκο, καθώς τα συγγράμματά του φαινεται να συνεγράφησαν υπό το όνομά του δύο φορές[16]. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, σήμερα του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, και ο Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, που οι διασωθέντες κώδικές τους, βρίσκονται σε κακή κατάσταση[17].. Από αυτά τα έργα, ο Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα, περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.
Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας. Τα κείμενα του Ιουστίνου χαρακτηρίζονται από εκφραστική πενία, προερχόμενη κυρίως από την έλλειψη λογοτεχνικού και ρητορικού χαρίσματος[18]. Τα κείμενά του επίσης δεν παρουσιάζουν μεθοδική ανάπτυξη, ενώ υπάρχουν και αρκετές επαναλήψεις και παρεκβάσεις[19]. Παρόλα αυτά θέλγουν, διότι τα ελαττώματα αυτά εξαφανίζονται ενώπιον του άφθονου πλούτου σκέψεων, της θέρμης και της ειλικρίνειας με την οποία τα εκφράζει[20].
Διάλογος προς Τρύφωνα
Η έκθεση του διαλόγου αυτού εκτείνεται σε 142 κεφάλαια. Μέρος του φαίνεται να έχει χαθεί[21] (τουλάχιστον η εισαγωγική προσφώνηση προς το άτομο που απεστάλη ο διάλογος αυτός, που είναι κάποιος Μάρκος Πομπήιος[22]), καθώς και ένα τμήμα μεταξύ των κεφαλαίων 74, 3 και 74, 4. Κατά τη μαρτυρία του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο διάλογος εκτείνετο σε δύο βιβλία, όπου περιεγράφετο ο διήμερος διάλογος καθ έκαστη ημέρα[23].
Το έργο αυτό στην ουσία είναι ένα διήμερος διάλογος μεταξύ ενός Ιουδαίου λογίου και του Ιουστίνου. Ο άγιος διηγείται την ιστορία του, για την περιήγησή του σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές και τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Ο Τρύφωνας όμως τον ειρωνεύεται, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε να συνομιλεί με κάποιον που δε θα φρονούσε φιλοσοφικώς τα περί χριστιανισμού. Ο Ιουστίνος ενοχλημένος από την παρατήρηση αυτή θέλησε να απομακρυνθεί, αλλά τον συγκράτησαν οι συνομιλητές του[24]. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο διάλογος έλαβε χώρα στην Έφεσο[25], αν και σήμερα υπάρχει ένσταση για την αξιοπιστία της αναφοράς του[26].
Κύριο ζήτημα του έργου είναι ο νόμος. Ο Τρύφωνας αναφέρει πως καμιά σωτηρία δεν μπορεί να επέλθει από την εγκατάληψη του Θεού και την πίστη σε ένα άνθρωπο (το Χριστό). Ο Απολογητής δεν απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη, τη θεωρεί δε θεόπνευστη και μέρος της θείας οικονομίας, αλλά θεωρεί πως οι Ιουδαίοι παρανόησαν το νόημά της, την αλλοίωσαν και μάλιστα αγνόησαν τις προπαρασκευαστικές θεοφάνειες του τριαδικού Θεού. Αυτή η αλλοίωση επέφερε την ανάγκη για μια Νέα Διαθήκη, που έχει παγκόσμιο και αιώνιο κύρος[27]. Η εκπλήρωση τελικά των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού δείχνει ότι αυτός ήταν ο εμφανιζόμενος Θεός στις θεοφάνειες τις Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος εμφανίστηκε στους πατριάρχες. Ο Παλαιός νόμος, ήδη αντικαταστάθηκε από τη μετάνοια και την αγάπη[28] και ο Χριστός με την ενανθρώπησή του κατεστάθη κεφαλή του νέου γένους. Αν μάλιστα η εμφάνιση του Χριστού υπό τον παθητικό μανδύα που ενεφανίσθη, είναι τόσο ευεργετική, όταν ο Κύριος θα έρθει εν δόξη θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στο έργο αυτό μάλιστα ο Ιουστίνος παρουσιάζει και χιλιαστικές απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος αναφέρει πως προ του αιωνίου παραδείσου, θα υπάρξει χιλιετής περίοδος βασιλείας εν Ιερουσαλήμ[29]. Ο Τρύφωνας ευχαριστεί τον συνομιλητή του και αποχωρίζονται.
Στο ερώτημα αν η συζήτηση είναι πλαστή ή πραγματική οι γνώμες διίστανται. Το ζήτημα κατά βάση τοποθετείται στην ταυτότητα του Ιουδαίου συζητητή. Μερικοί θεωρούν πως ο Τρύφωνας ίσως είναι ο περίφημος νομοδιδάσκαλος Ταρφών, ο οποίος πέθανε περί το 135. Ο Ευσέβιος μάλιστα φαίνεται να ταυτίζει τους δύο άνδρες αυτούς[30]. Πάντως θα ήταν δυνατό ο Ιουστίνος να έχει χρησιμοποιήσει το όνομα αυτό φιλολογικώς, αφού τα χρονικά περιθώρια δεν επιτρέπουν μια τέτοια σκέψη, αλλά και ο χαρακτήρας του συνομιλητή, που είναι σχετικά φιλελεύθερος, σε σχέση με τον συντηρητικό Ταρφώνα[31]. Παρόλα αυτά ο διάλογος πρέπει να είναι αληθινός, όπως μέσα από τη ζωντανή περιγραφή διαφαίνεται αλλά και τα ελαττώματα του προφορικού λόγου, με τις συνεχείς επαναλήψεις, παρεκβάσεις και την έλλειψη συνοχής[32].
Το έργο αυτό αρχικά πρέπει συνεγράφη προχείρως. Αλλά εν συνεχεία και περί το 155 πρέπει να δέχτηκε επεξεργασία υπό του Ιουστίνου. Το επεξεργασμένο αυτό κείμενο, κατά τον πατρολόγο Π. Χρήστου, είναι αυτό που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας[33].
Α΄ Απολογία
Η πραγματεία αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη, υπό του Ευσεβίου, μέχρι και της εποχής του Φωτίου[34]. Απευθύνεται προς τον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (138-161), τους θετούς υιούς του και τη σύγκλητο. Ο Μάρκος Αυρήλιος καλείται Βηρίσσιμος και όχι ως συναυτοκράτωρ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να απευθυνθεί στην πνευματική φιλοσοφική ιδιότητα του Καίσαρος[35]. Η χρονολογία συγγραφής της τοποθετείται περί το 150[36], ενώ το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης προϋποθέτει ως τόπο συγγραφής τη Ρώμη[37].
Ο Ιουστίνος απευθύνεται πρώτιστα προς τους άρχοντες της εποχής και δευτερευόντως προς τους λογίους. Αρχικώς δίνει μία αμυδρή εικόνα του χριστιανικού βίου, όπου με ευγένεια, λιτότητα και απέριττα ρητορικά σχήματα τους εγκαλεί διότι οι χριστιανοί είναι μόνοι από όλες της θρησκείες που δε δικαιούνται να τελούν ελευθέρα τις λατρευτικές τους πράξεις, ενώ συνάμα διώκονται, μόνο και μόνο για το όνομα χριστιανοί[38]. Εν συνεχεία αμύνεται των κατηγοριών που προσάπτονται στους χριστιανούς ως αθέους, συνωμότες και ανήθικους καθώς αυτές αποτελούν γεννήματα φόβου και μίσους, ψευδών κατηγοριών. Οι διώξεις όμως, τονίζει ο Ιουστίνος, κανένα αποτέλεσμα δεν έχουν διότι δε δύναται να βλάψουν ηθικώς τους χριστιανούς[39]. Ο Ιουστίνος ισχυρίζεται μάλιστα πως δεν είναι άθεοι οι χριστιανοί επειδή αρνούνται την προσκύνηση ψεύτικων θεών, ενώ ο βίος τους είναι ηθικός και δεν πορεύονται με πορνεία και αρσενοκοιτίες, όπως διαδεδομένα συμβαίνει στον ειδωλολατρικό κόσμο.
Εν συνεχεία ο Μάρτυς χρησιμοποιεί χωρία εκ της Παλαιάς Διαθήκης για το πρόσωπο του Ιησού, ενώ αντλεί και επιχειρήματα από τον εθνικό και ειδωλολατρικό κόσμο, που θεωρεί ότι πιστοποιούν τη χριστιανική αλήθεια. Μάλιστα αναφέρει πως φιλόσοφοι πήραν αλήθειες από το Μωυσή. Στο τελευταίο στάδιο της απολογίας του κάνει αναφορά στα μυστήρια τη εκκλησίας, ιδίως το βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία. Το βάπτισμα κατά τον μεγάλο αυτό απολογητή, είναι λουτρό και φωτισμός συνάμα, ενώ τελείται κατά τον τριαδικό τύπο. Τα αντίστοιχα βαπτίσματα των εθνικών και των ιουδαίων αποτελούν απλώς παρωδία του χριστιανικού βαπτίσματος και είναι άνευ χάριτος. Η Θεία Ευχαριστία τελείται κάθε ημέρα ηλίου, δηλαδή Κυριακή. Οι χριστιανοί συναθροίζονται, αναγιγνώσκοντας περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης και των αποστολικών συγγραμμάτων, ενώ ο προεστώς απευθύνει εποικοδομητική ομιλία. Ακολουθεί περιγραφή του μυστηρίου δι ευχών των συναθροισθέντων, ενώ αποκρούει οποιαδήποτε σχέση με τα γεύματα τω Μιθραϊστών. Εν κατακλείδι ο Ιουστίνος καλεί να λάβουν υπόψιν οι αναγνώστες τα λεγόμενά του ή και να τα περοφρονήσουν, πρωτίστως όμως να πάψουν οι θανατώσεις κατά των χριστιανών.
Στο διασωθέν κώδικα παρατίθεται επίσης λατινιστί απόκριση του Αδριανού περί παύσεως των αδίκων διωγμών κατά των χριστιανών, ενώ υπάρχουν και άλλα δύο κείμενα. Το πρώτο αποτελεί μια επιστολή του Αντωνίνου και το δεύτερο του Αυρηλίου περί μιας θαυμαστής βροχής κατόπιν προσευχής χριστιανών της Κεραυνώδους λεγεώνας.
Β΄ Απολογία
Η κριτική έρευνα περί του αυτοτελούς της απολογίας
Η μικρή αυτή απολογία, από πολλούς σύγχρονους κριτικούς θεωρείται πως αποτελεί παράρτημα της πρώτης. Η άποψη αυτή αρχικώς επισημάνθηκε από τον A. von Harnack[40]. Παρόλα αυτά μία τέτοια άποψη δείχνει να πάσχει από πολλές απόψεις[41]. Ο Ευσέβιος εν αρχή δείχνει να γνωρίζει για δύο απολογίες[42]. Δεύτερον αποτελεί σύγχυση ο προσδιορισμός της έννοιας, στη λέξη "εν ταυτώ", ως προς το βιβλίο, καθώς η σημασία η οποία λαμβάνει μάλλον είναι τοπική, ως προς το χώρο συγγραφής και όχι προς το βιβλίο. Επιπρόσθετα ο Ιουστίνος παρέχει στοιχεία σχετικά με το πρόβλημα της σχέσεως των δύο έργων, χωρίς να μπορούμε να ανεύρουμε κοινά χωρία ανάμεσα στα δύο κείμενα. Το δε χωρίο στο οποίο στέκονται πολλοί κριτικοί, το οποίο αναφέρει τη λέξη "ως προέφημεν", προφανώς έχει εκπέσει, εφόσον η έννοια της πρότερης αναφοράς, δε φαίνεται να ακολουθείται από κανένα αντίστοιχο χωρίο της Α΄ απολογίας[43].
Η απολογία αυτή εκκινεί απότομα. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο στο ποίο στηρίζονται οι υποστηρικτές της ενιαίας απολογίας. Συνάμα όμως αναφέρεται άμεσα προς τους Ρωμαίους, κάτι που θεωρείται άνευ ουσίας. Θα ήταν δίχως δηλαδή νόημα η αναφορά μιας απολογίας, σε χωριστούς αποδέκτες ανά τομέα. Ο επίλογος όμως δείχνει να αναφέρεται και προς τους Αυτοκράτορες. Ο Αθηναγόρας τέλος φαίνεται πως θεωρεί τα έργα αυτά χωριστά, αφού γνωρίζει το περιεχόμενο της πρώτης απολογίας, όχι όμως το ζήτημα περί προδοσίας των χριστιανών υποδούλων που αναφέρεται μόνο στη δεύτερη[44]. Η απολογία πιθανώς εγγράφη αρκετά αργότερα από την πρώτη, περίπου το 160[45].
Περιεχόμενο
Απολεσθέντα
Θεολογία
Υποσημειώσεις
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
- ↑ ο.π.
- ↑ Ιουστίνου, Διάλογος 41
- ↑ Παν. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, Β΄, σελ. 543
- ↑ Π.Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
- ↑ Ιουστίνου, Διάλογος, 2-8
- ↑ Ιουστίνου, Β΄ Απολογία 12, 1
- ↑ Διάλογος 8
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 544
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 545
- ↑ Τατιανού Σύρου, Προς Έλληνας 19
- ↑ Τερτυλλιανού, Adv. Valentinianos 5. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 28
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 545
- ↑ Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 546
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ. αν., σελ. 546
- ↑ Μέγας Φώτιος, Μυριόβιβλος 125
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 546
- ↑ ο.π.
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547
- ↑ Διάλογος 141
- ↑ Ιερά Παράλληλα, PG 96, 481
- ↑ Διάλογος 1-9
- ↑ Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία, 4, 8, 6
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 547
- ↑ Διάλογος 67
- ↑ Διάλογος 10εε, 40εε
- ↑ Διάλογος 80
- ↑ Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, 4, 18, 6
- ↑ Π. Χρήστου, ανθ.αν., σελ. 549
- ↑ ο.π.
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 349
- ↑ Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορία 4, 8-4, 11. Φώτιος, Μυριόβιβλος 125. Ιερώνυμος, De viris illustribus 23
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 550
- ↑ Α΄ Απολογία 29
- ↑ Α΄ Απολογία 2, 4
- ↑ Geschichte der altchristlichen Litteratur bis Eusebius. Ueberlieferung 1893, 104. Die chronologie 1, 1897, 274 εε
- ↑ Παν. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 554-555
- ↑ Ευσεβόυ, Εκκλ. Ιστορία 4, 16, 1
- ↑ ο.π., σελ. 557
- ↑ Αθηναγόρα, Πρεσβεία 35
- ↑ Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 557
Βιβλιογραφία
- Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, vol. ΙI, Περίοδος Διωγμών, Θεσσαλονίκη, 1991
- Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τ. 1, Αθήνα 1998
Κατηγορίες > OrthodoxWiki > Κατηγορίες > Άνθρωποι > Άγιοι
Κατηγορίες > OrthodoxWiki > Κατηγορίες > Άνθρωποι > Απολογητές
Κατηγορίες > OrthodoxWiki > Κατηγορίες > Άνθρωποι > Απολογητές > Απολογίες
Κατηγορίες > OrthodoxWiki > Κατηγορίες > Αιώνας θανάτου προσωπικοτήτων > 2ος αιώνας
Κατηγορίες > OrthodoxWiki > Κατηγορίες > Γραμματεία