Θεία Αποκάλυψη
Θεία Αποκάλυψη ή απλώς Αποκάλυψη, ονομάζεται στη ορθόδοξη θεολογία «οι ενέργειες του Θεού, μέσω των οποίων γνωστοποιεί στα λογικά δημιοργήματα, τα μυστήρια της υπάρξεως, της φύσεως και των βουλών Αυτού κατά το μέτρο της πεπερασμένης διάννοιας αυτών»[1], ως «εστί η αγνοουμένη αληθεία θεόθεν φανέρωσις»[2]. Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως είναι «η δημιουργία, φανέρωση της θείας δόξας, η πορεία της κτίσης προς την τελείωση, η ενδημία του άσαρκου Λόγου και η εναθρώπησή του, πάντοτε κατά το σχέδιο της Θείας οικονομίας»[3]. Η φανέρωση αυτή μπορεί να εκδηλωθεί είτε αμέσως, είτε εμμέσως δια της φυσικής Θείας Αποκάλυψης, είτε δια λογικών οργάνων εκλεγμένων από τον Θεό. Η Θεία Αποκάλυψη στον άνθρωπο εμφανίζεται σε δύο μορφές. Την Φυσική Θεία Αποκάλυψη, που είναι παλαιοτάτη και την Υπερφυσική Θεία Αποκάλυψη, η οποία ενεργείται μέσα από έκτακτα γεγονότα, όπως τα γεγονότα της Βίβλου. Επίσης διενεργείται μέσω κομιστών, όπως οι προφήτες, οι Απόστολοι, οι Άγιοι. Επιπρόσθετα η βιούμενη Θεία Αποκάλυψη, διαχωρίζεται στην εσωτερική και εξωτερική Θεία Αποκάλυψη.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αποκάλυψη του Θεού δόθηκε πλήρως κατά την Πεντηκοστή, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, «αφού την ημέρα της Πεντηκοστής οι Απόστολοι ωδηγήθηκαν εις πάσαν την αλήθειαν υπό του Παρακλήτου Πνεύματος, ως υπεσχέθη εις αυτούς ο Κύριος»[4]. Έκτοτε, φορείς αυτής της αποκάλυψης, είναι οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ιδιαίτερα οι Θεούμενοι, οι οποίοι βιώνουν τη Θεία Αποκάλυψη ως εμπειρία ζωής. Εξ' αυτού του γεγονότος, προκύπτει η Ορθόδοξη θέση, ότι η αποκάλυψη του Θεού είναι η εμπειρία των αγίων, η οποία αποτελεί την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Η αποκάλυψη του Θεού, διατυπώνεται από την Εκκλησία και τους θεουμένους ανθρώπους Αυτής, με διαφόρους τρόπους, όπως με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, με τα εγκεκριμένα από Οικουμενικές Συνόδους κείμενα των πατέρων, με την Αγία Γραφή, την Υμνολογία της Εκκλησίας, τα Λειτουργικά κείμενα. Τα ανωτέρω, θεωρούνται Θεόπνευστα, επειδή περιέχουν Θεία Αποκάλυψη.
Η Θεία Αποκάλυψη κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα»[5]. Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι' αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» [6]. Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» [7].
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» [8]. Γι' αυτό πρέπει να τονιστεί, ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους.
Η Αποκάλυψη στον άνθρωπο αποκαλείτε έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι' αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» [9]. Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» [10]. Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» [11].
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» [12]. Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ' ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» [13]. Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται [14].
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ' ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» [15]. Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» [16]. Έτσι ο λόγος και το ρήμα, είναι άφραστα. Με άλλα λόγια, οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι' αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν»[17].
Υποσημειώσεις
- ↑ Π.Ν.Τρεμπέλα, «Δογματική», σελίς 78
- ↑ Πηδάλιον, σελίς 112-113
- ↑ Νίκος Ματσούκας, «Ιστορία της Φιλοσοφίας», Εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελίς 397-398
- ↑ Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 125
- ↑ Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Γ΄ ηθικός λόγος, σελ. 404
- ↑ ενθ. αν. σελ. 404
- ↑ ενθ. αν. σελ. 404
- ↑ ενθ. αν. σελ. 406
- ↑ ενθ. αν. σελ. 404
- ↑ ενθ. αν. σελ. 406
- ↑ ενθ. αν. σελ. 406
- ↑ ενθ. αν. σελ. 414
- ↑ ενθ. αν. σελ. 416
- ↑ ενθ. αν. σελ. 400
- ↑ ενθ. αν. σελ. 398-400
- ↑ ενθ. αν. σελ. 396
- ↑ ενθ. αν. σελ. 408
Βιβλιογραφία
- Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, «Δογματική», Τόμος Α΄, Εκδόσεις ο Σωτήρ, Αθήνα, 1997
- Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, «Γ΄ ηθικός λόγος», (SC 122, σελ. 390-440).
- Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999
- Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», Εκδόσεις Αστέρος, Αθήνα 1993.