Μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία
Η φράση «Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» αποτελεί το ένατο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αναφέρεται στις τέσσερις ιδιότητες της Εκκλησίας: ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα και αποστολικότητα.
Αυτή η ομολογία πίστεως των Ορθοδόξων που περιέχεται στο λεγόμενο Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινούπόλεως, το σημαντικότερο όλων των συμβόλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθηση αυτής της Εκκλησίας, που κατανοεί τον εαυτό της ως ιδρυθείσα από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό και ως αγιασθείσα με το αίμα Του, ως εκείνη που οικοδόμησε πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων και ως η αδιάκοπη συνέχεια της μίας αδιαίρετης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι δεν αποτελεί μια επιμέρους Εκκλησία που βρίσκεται σε ίση μοίρα με τις πολλές χριστιανικές εκκλησίες που υπάρχουν τώρα, αλλά ενσαρκώνει στον εαυτό της τη μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού. "Ακριβώς δε επειδή η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού, και επειδή μία είναι και η κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός, είναι μία, και βεβαίως μετά μιας κεφαλής δύναται να είναι εις όργανικήν σχέσιν ζωής μόνον εν σώμα"[1]. Δεν είναι, συνεπώς, μια μερική και αποσπασματική Εκκλησία, αλλά καθολική, πλήρης και ολοκληρωμένη, και ως διδασκαλία της έχει την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, την οποία διατήρησε ανέπαφη μέσα στους αιώνες, επεξηγώντας την με ποικίλους τρόπους.
Σε αυτή την περιεκτική εκκλησιολογία, "οι τέσσερεις ιδιότητες της Εκκλησίας δεν συνιστούν τέσσερα στεγανά χαρακτηριστικά, αλλά μάλλον μιαν ενότητα και ολότητα, όπου το ένα περιχωρεί στα άλλα, όπου το ένα δεν νοείται ούτε υπάρχει χωρίς τα άλλα, κι' αυτό διότι όλα απορρέουν από το ένα Πρόσωπο του Χριστού, ως «χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού» και ως «αγάπη του Θεού» και Πατρός, και ως «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» (2 Κορ. 13: 13)"[2].
Ερμηνευτική προσέγγιση
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Εκκλησία
O Χριστός ίδρυσε μία Εκκλησία και όχι πολλές, αυτή που στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ως μία νύμφη[3], ένα σώμα Χριστού[4], μία ποίμνη[5], στους κόλπους της οποίας θα συναχθούν όλα τα έθνη της γης. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να έχει πολλά σώματα ο ένας Κύριος Ιησούς Χριστός.
Η ενότητα της Εκκλησίας εντοπίζεται στο δόγμα, το ήθος, τη λατρεία και το πολίτευμα αυτής. Η ενότητα στην πίστη, αποτελεί το σύνδεσμο που ενώνει τα μέλη της Εκκλησίας μεταξύ τους και τους πιστούς με τον Κύριο, και επικεντρώνεται στην ομολογία της ίδιας δογματικής διδασκαλίας. Χωρίς αυτή την ενότητα, εφανίζονται οι αιρέσεις που αρνούνται επί μέρους δογματικές αλήθειες. Από την ενιαία δογματική πίστη, απορρέει όπως είναι φυσικό και ένα ήθος το οποίο χαρακτηρίζει την Εκκλησία και τον τρόπο ζωής των μελών της. Επίσης, η μία λατρεία, ενιαίως τηρούμενη στο σύνολο του Ορθοδόξου κόσμου, αποτελεί συστατικό στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό, οι διαφορές στις λειτουργικές πράξεις ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, τελικά συνιστούν παράγοντα διάσπασης. Αλλά και η ενότητα στη διοίκηση της Εκκλησίας είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας που εμποδίζει τη διάσπαση της αγαπητικής κοινωνίας. Διαφορετικά, εξαιτίας της ανθρώπινης εγωπάθειας, ή φιλοδοξίας, υπάρχει ο κίνδυνος να χωριστεί η Εκκλησία σε σχίσματα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αγία Εκκλησία
Όπως διδάσκει η Καινή Διαθήκη, "ο Χριστός ηγάπησε τήν εκκλησίαν καί εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τώ λουτρώ τού ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον τήν εκκλησίαν, μή έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι τών τοιούτων, αλλ' ίνα ή αγία καί άμωμος."[6]. Κατά συνέπεια, ο ίδιος ο Άγιος Κύριος αγίασε την Εκκλησία Του, η οποία πηγάζει από θεία αρχή, έχει δε και άγιο σώμα του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός και ως ψυχή έχει το Πνεύμα το Άγιο, όντας έτσι ενωμένη με τον πανάγιο Θεό. Επιπλέον, ως σύνολο, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, διαθέτει η Εκκλησία τα άγια μέσα της σωτηρίας (τα Ιερά Μυστήρια) για να επιτύχει τον αγιαστικό της σκοπό. Όλα τα παραπάνω συνιστούν την απόλυτη αγιότητα της Καθόλου Εκκλησίας.
Η ίδια η Αγία Γραφή όμως μας προσδιορίζει και την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας, την ιστορική της αγιότητα, η οποία σε σχέση με τα προαναφερθέντα είναι οπωσδήποτε σχετική. Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία στους κόλπους της περιλαμβάνει ανθρώπους αμαρτωλούς και αδύνατους, είτε κληρικούς, είτε λαϊκούς, οι οποίοι έχουν πάθη και αδυναμίες. Θα ήταν αντιφατικό να αρνηθεί κανείς το γεγονός αυτό, αφού θα αρνείτο έτσι και τον ίδιο τον αγιαστικό σκοπό της Εκκλησίας. Όπως λοιπόν μας διδάσκει ο Χριστός στην "παραβολή των ζιζανίων"[7], η Εκκλησία όσο υπάρχει επί γης, θα περιλαμβάνει μαζί με τα εκλεκτά και αγιασμένα μέλη της, και άλλα αμαρτωλά, τα οποία θα υπάρχουν μαζί μέχρι συντέλειας του κόσμου, μέχρι την τελική Κρίση.
Δεν θα πρέπει όμως να συγχέεονται οι δύο αγιότητες, η απόλυτη θεϊκή, και η ανθρώπινη σχετική, ούτε, λανθασμένα, να μετατοπίζονται οι αγιότητες αυτές προς τη μία ή την άλλη πλευρά, ούτε να κρίνεται η απόλυτη αγιότητα της θεμελιωμένης από τον Χριστό Εκκλησίας, με τα μέτρα της ανθρώπινης. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο άνθρωπος, λόγω της τρεπτής του φύσης, ρέπει "επί τα πονηρά εκ νεότητος"[8], χωρίς βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να αδιαφορεί για την πνευματική κατάσταση τη δική του και των μελών της Εκκλησίας ή να μένει απαθής προς τα τυχόν σκάνδαλα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Καθολική Εκκλησία
Η έννοια της εκκλησιαστικής καθολικότητας μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: τοπικά-γεωγραφικά και τροπικά. Με την τοπική έννοια, σημαίνει την Εκκλησία που τείνει να περιλάβει στους κόλπους της ολόκληρο τον κόσμο, όλους τους λαούς της γης, κατά το "πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει"[9].
Μέ την τροπική έννοια, σημαίνει την Εκκλησία που αποτελεί ένα ενιαίο όλο, χωρίς τοπικούς, χρονικούς ή ποσοτικούς-αριθμητικούς περιορισμούς, η οποία περιλαμβάνει στους κόλπους της όλους εκείνους που ανήκαν, ανήκουν και θα ανήκουν στο μυστικό σώμα του Χριστού "ζώντας τε και τεθνεώτας", τους "πανταχού της οικουμένης πιστούς", όλων των αιώνων, είτε ζώντες είτε και "προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες"[10] και "προαπελθόντες εν πίστει εκ της επιγείου εις την ουράνιον Εκκλησίαν"[11].
Η Εκκλησία μπορεί να υπάρχει και να είναι Καθολική ακόμη και στα πλαίσια μιας τοπικής Εκκλησίας (Ελλάδας, Ρωσίας κ.λπ.), αρκεί να υπάρχουν σ' αυτήν τα στοιχεία που κάνουν την εκκλησία Μία, όπως προαναφέρθηκαν. Αυτή την ιδιότητα της καθολικότητας, κατανοούσε η Εκκλησία ήδη από τα αρχαία χρόνια. Όπως μαρτυρεί ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, "όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία"[12]. Είναι προφανές ότι, η έννοια της καθολικότητας, όπως και αυτή της Ενότητας, εκφράζει την ταυτότητα και την ορθοδοξία της Εκκλησίας, αποκλείοντας όλα εκείνα τα στοιχεία (αίρεση, σχίσμα) που νοθεύουν την αδιαίρετη ουσία της. Κατά συνέπεια, η καθολική εκκλησία είναι μόνο μία, εκείνη που έμεινε πιστή στην δογματική καθαρότητα, στην βιβλική και παραδοσιακή θεμελίωση, στην ορθή σωτηριολογία, και διατήρησε ανόθευτα τη θεολογία, την ευσέβεια και τα μυστήρια.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Αποστολική Εκκλησία
Η Εκκλησία λέγεται και Αποστολική καθώς ιδρύθηκε από τον Κύριο, τον πρώτο και μέγιστο απόστολο[13], και ιδιαίτερα επειδή οικοδομήθηκε "επί τω θεμελίω των Αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού"[14], τηρώντας αναλλοίωτη τη διδασκαλία τους και τις υπόλοιπες παραδόσεις και διατάξεις. Πράγματι, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχοντας "θεμέλιους δώδεκα και επ' αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του αρνίου"[15], διαφύλαξε ακέραια και ανόθευτη και διδάσκει πάντοτε αμετάβλητη και χωρίς καινοτομίες τη διδασκαλία των Αποστόλων χωρίς ποτέ να απομακρύνεται από αυτή.
Επιπλέον όμως, η αποστολικότητα της Εκκλησίας, εδραιώνεται παράλληλα με την ιστορική συνέχεια στη διαδοχή του επισκοπικού της βαθμού και αξιώματος, το οποίο μεταδίδεται με την κανονική Χειροτονία των επισκόπων. Όπως οι Απόστολοι χειροτόνησαν τους διαδόχους τους επισκόπους, έτσι και αυτοί χειροτόνησαν τους δικούς τους, οι άλλοι τους επόμενους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. Αυτή η αποστολική διαδοχή μαζί με την ενότητα πίστεως και συνοδικής διοικήσεως, διακρίνουν την αληθινή Εκκλησία από κάθε άλλο αιρετικό και σχισματικό δημιούργημα.
Υποσημειώσεις
- ↑ Κρικώνης Θ. Χρίστος, Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων, Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 244.
- ↑ Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 527.
- ↑ Ιωάν. 3:29. Βλ. και Γρηγ. Νύσσης, PG 44,777C.
- ↑ Κολ. 1:18.
- ↑ Ιωάν. 10:16.
- ↑ Εφεσ. 5:25-27.
- ↑ Ματθ. 13:24-30.
- ↑ Γέν. 8:20.
- ↑ Μάρκ. 16:15.
- ↑ Χρυσοστόμου, Εις την προς Εφεσίους - Ι΄, PG 62, 75.
- ↑ "Εκκλησία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 483.
- ↑ PG 5, 713.
- ↑ "...τoν απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Χριστόν Ιησούν" , Εβρ. 3:1.
- ↑ Εφεσ. 2:20.
- ↑ Aποκ. 21:14.
Βιβλιογραφία
- Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007
- Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006
- Θεοδώρου Ανδρέας, Η Ουσία της Ορθοδοξίας, 2η έκδ. βελτιωμένη, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1998, σελ. 142-164
- Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 434-470
- "Εκκλησία", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 465-519