Αποστολικοί Πατέρες

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το παρόν είναι τμήμα σειράς άρθρων
Εισαγωγή
στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Ιερά Παράδοση
Αγία Γραφή
Το σύμβολο της Πίστης
Οικουμενικές Σύνοδοι
Πατέρες της Εκκλησίας
Θεία Λειτουργία
Κανόνες
Εικόνες
Η Αγία Τριάδα
Θεός Πατήρ
Ιησούς Χριστός
Το Άγιο Πνεύμα
Η Εκκλησία
Θεία Αποκάλυψη
Εκκλησιολογία
Ιστορία
Ιερά Μυστήρια
Η Ζωή στην Εκκλησία
Σημαντικές μορφές
Θεοτόκος
Απόστολοι
Τάξη των Προφητών
Αποστολικοί Πατέρες
Απολογητές
Εκκλησιαστικοί Πατέρες
'Αγιοι

Αποστολικοί Πατέρες στο χριστιανισμό, αποκαλείται μια ομάδα συγγραφέων οι οποίοι «θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο, προσωπικά συνδεδεμένοι με τους Αποστόλους»[1], καθώς και οι συγγραφείς των «πρώτων χριστιανικών συγγραμμάτων, τα οποία γράφτηκαν μετά τους Αποστόλους»[2]. Αρχικά θεωρούνταν πέντε[3], αλλά εν συνεχεία εκδοτικοί οίκοι καταχρηστικώς, προσέθεσαν και άλλους. Τα έργα των συγγραφέων αυτών, ουσιαστικά περιλαμβάνουν μια ανομοιογενή συλλογή συγγραμμάτων που διαφέρουν όχι μόνο στη μορφή, αλλά και σε θεολογικές τοποθετήσεις[4]. Οι συγγραφείς αυτοί όμως συνέβαλαν ουσιαστικά στη σταθεροποίηση της θέσεως της Εκκλησίας μέσω της γραμματείας τους, ενώ επέδειξαν πολύπλευρη δραστηριότητα φθάνοντας μερικοί από αυτούς μέχρι μαρτυρικό θάνατο. Η δράση των Αποστολικών Πατέρων παρατηρείται από τα τέλη του 1ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 2ου και ως στόχο είχαν «να διαφυλαχθεί η πίστη από τις νοθεύσεις και τις παραχαράξεις»[5], αλλά και να «εκφράσουν το ήθος και τον ενθουσιασμό της νεανικής Εκκλησίας»[6]. Μάλιστα ο Κώδικας του εν Κωνσταντινουπόλει Μετοχίου του Παναγίου Τάφου περιείχε συλλογή έργων των περισσοτέρων εξ αυτών, με αποτέλεσμα να «φανερώνει οτι ήδη κατά τη Βυζαντινήν εποχήν ούτοι κατετάσσοντο εις ιδιαιτέραν ομάδα, της οποίας τα συγγραφικά προϊόντα συνεξεδίδοντο»[7]. Ο Cotelier ήταν ο πρώτος που αρχικώς εξέδωσε ομού τα έργα των ψευδό-Βαρνάβα, Κλήμεντα Ρώμης, Ιγνατίου Αντιοχείας, Πολυκάρπου Σμύρνης και τον Ποιμήν του Ερμά, ενώ εν συνεχεία στην επανέκδοσή τους ο Gallanti προσέθεσε τους Παπία Ιεραπόλεως, Κοδράτο, την «Προς Διόγνητον Επιστολή» καθώς και τη «Διδαχή των Αποστόλων». Σήμερα θεωρείται πως η «Διδαχή των Αποστόλων», η «Επιστολή Βαρνάβα» αλλά και ο «Ποιμήν του Ερμά», ανήκουν σε άλλη κατηγορία συγγραφών[8], τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου, ενώ η «Προς Διόγνητον Επιστολή» κατατάσσεται πλέον στα απολογητικά έργα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο όρος Αποστολικοί Πατέρες να αποδίδεται μόνο στους Ιγνάτιο Αντιοχείας, Πολύκαρπο Σμύρνης, Κλήμη Ρώμης και Παπία Ιεραπόλεως[9].

Το όνομα Aποστολικοί Πατέρες πρώτη φορά απεδόθη από τον «Ittig[10], ο οποίος βεβαίως ηκριβολόγησεν εν προκειμένω αφού εξέδωσε έργα μόνο του Ιγνατίου, του Κλήμεντα και του Πολυκάρπου, οι οποίοι και των Αποστόλων μαθηταί υπήρξαν, άρα "αποστολικοί" και τα γνωρίσματα του πατρός κατέχουν»[11]. Τα συγγράματα των αποστολικών πατέρων κατα βάση αφορούν επιστολές[12], οι οποίες εγράφησαν «εκ περιστάσεων», με αποτέλεσμα να «αποδώσουν λιγότερα της δυναμικότητός τους, εφόσον παν περιστατικό περικλείει εν εαυτό κάποια προχειρότητα»[13]. Σκοπό όμως έχουν να κατασταθούν μέσα επικοινωνίας μεταξύ των ηγετών ή μελών απομακρυσμένων εκκλησιών προς παραίνεση και μετάδοση συναισθημάτων χαράς και λύπης. Τα έργα των Αποστολικών Πατέρων με εξαίρεση την «Προς Διόγνητον επιστολή» απευθύνονταν σε χριστιανούς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μέσω των επιστολών αυτών «η ζωή της νεαρής Εκκλησίας, οι παλμοί και τα προβλήματά της, η θεολογία και το πνεύμα της»[14]. Μάλιστα «η ποικιλία των προσεγγίσεων, που τα κείμενα προσφέρουν, τους δίνει ιδιαίτερη αξία για την κατανόηση της ζωής και της θεολογίας της εκκλησίας»[15] της εποχής αυτής. Με μια προσεκτική ματιά μάλιστα διαπιστώνουμε πως παρότι οι επιστολές αυτές δεν περιέχουν συστηματικές πραγματείες, περιέχουν «παν θεολογικόν στοιχείον απαραίτητον υπό τας τότε συνθήκας δια την κατοχύρωσιν της χριστιανικής πίστεως»[16].

Η σημασία της προσφοράς των Αποστολικών Πατέρων υπήρξε πολύ σημαντική για την ενότητα και τη σταθεροποίηση της Εκκλησίας στο εχθρικό περιβάλλον το οποίο προσπαθούσε να επιβιώσει. Η γραμματεία πέραν του ηρωικού παραδείγματος που επέδειξαν μερικοί πατέρες όπως ο Πολύκαρπος και ο Ιγνάτιος, ήταν το σπουδαιότερο εξ αυτών. Στη γραμματεία την οποία ανέπτυξαν αναδεικνύουν τον «θείον και ανθρώπινον συγχρόνως σωτήρα της ανθρωπότητος, τις κακοδοξίες, την ενότητα της εκκλησίας, τα θεμελιώδη μυστήρια, την ηθική αγωγή, την ανάσταση και την κρίση»[17]. Οι επιστολές αυτές μάλιστα απέκτησαν μεγάλο κύρος, αφού αναγιγνώσκονταν συχνά σε συναθροίσεις μετά βιβλικών αναγνωσμάτων, σε σημείο μάλιστα η επιστολή Κλήμεντα Προς Κορινθίους, «να περιληφθή μέσα στον Αλεξανδρινό Κώδικα της Βίβλου, ενώ η Συριακή Εκκλησία να τη θεωρήσει μέρος της Αγίας Γραφής»[18]. Στις επιστολές αυτές παρατηρείται επίσης χρήση Καινοδιαθηκικών χωρίων, αν και σπανίως κατά γράμμα, αλλά και παραθέσεις ποικίλης προελεύσεως όπως αποκρύφων έργων και της θύραδεν Ελληνικής γραμματείας.

Η γραμματεία των Αποστολικών Πατέρων

Υποσημειώσεις

  1. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
  2. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
  3. Βαρνάβας, Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ερμάς
  4. Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», σελίς 28
  5. Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, σελίς 163
  6. ενθ.αν.
  7. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 349-350
  8. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 176
  9. ενθ.αν.
  10. Sanctorum Patrum qui temporibus apostolics floruerunt opera, 1672
  11. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 350
  12. 11 εκ των 13 εξεταζομένων κειμένων είναι επιστολές
  13. ενθ. αν.
  14. Κων. Σκουτέρης, «Ιστορία των Δογμάτων», τόμος Α΄, σελίς 164
  15. ενθ.αν.
  16. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
  17. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία»,σελίς 351
  18. Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», σελίς 177

Βιβλιογραφία

  • Ιωάννη Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003
  • Κωνσταντίνου Σκουτέρη, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄, Αθήνα 1998
  • Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Δημήτριος Τσάμης, «Εκκλησιαστική γραμματολογία», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001.