Πρότυπο:Α
Από OrthodoxWiki
Αα
- Ο Ααρών ήταν ο αρχηγέτης της Ιουδαϊκής αρχιεροσύνης, την οποία κληρονόμησαν οι διάδοχοί του. Υπήρξε αδελφός και συνεργάτης του Μωϋσή.
(Πάπυρος, Larousse, Britannica, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 2006. Λήμμα "Ααρών")
Αβ
- Εβραϊκή λέξη που κατά γράμμα σημαίνει «τόπος ολέθρου», αντίστοιχη προς τον Άδη. Οι Εβδομήκοντα το μεταφράζουν ως «ἀπωλεία». Στη χριστιανική παράδοση πέρασε ως άγγελος της αβύσσου, δηλαδή πολύ ισχυρός δαίμων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)
- Ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι, διοικούμενο από αβά. Συνεκδοχικά η κατοικία του αβά (παρεμφερές αλλά όχι ταυτόσημο με το ηγουμενείο).
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 41)
- Ηγούμενος αντρικής ρωμαιοκαθολικής μονής και κατ’ επέκταση ο προϊστάμενος ενορίας. Στην Κοπτική και Συριακή Εκκλησία είναι τίτλος Επισκόπου και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένους μοναχούς, εις ένδειξη σεβασμού.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 57)
- Τμήμα ναού ή τόπος ιερός που η είσοδος επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένη ομάδα.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 58-59)
- Αίρεση που οφείλει το όνομά της από τον Άβελ. Εμφανίστηκε στην Β. Αφρική κατά τον 3ο-4ο αι. και υποστήριζε έναν αυστηρό ηθικό βίο, που απαγόρευε την τεκνοποιία. Αναφέρονται από τον ι. Αυγουστίνο.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 71)
- Αβέστα ή Ζέντ-Αβέστα, είναι το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, στο οποίο περιέχεται η κοσμογονία, ο νόμος, το λειτουργικό του τυπικό και η διδασκαλία του Ζωροάστρη.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 81)
- (1) Όνομα αιρέσεως που εμφανίστηκε στη Συρία κατά τον 9ο αι. και οφείλει το όνομά της στον ιδρυτή της Αβραάμ της Αντιόχειας. Ήταν αντιτριαδιστές και αρνούνταν την θεϊκή υπόσταση του Χριστού
- (2) Αίρεση που εμφανίστηκε στη Ρωσία τον 17ο αι. και απέρριπτε τα μυστήρια της Εκκλησίας
- (3) Βοημική αίρεση του 18ου αι. που συνδύαζε στοιχεία από το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Προέρχονταν κυρίως από τις τάξεις των Διαμαρτυρομένων και των Εβραίων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 108)
- Μυστηριακή λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον γνωστικό Βασιλείδη και δήλωνε την υπέρτατη δύναμη, δηλαδή τον αγέννητο πατέρα, από τον οποίο ξεκινά η εκπόρευση των αιώνων.
(Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, τ. 1, σ. 111)
Αγ
- Η έννοια του Αγαθού για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ταυτίζεται με το θέλημα του αγαθού Θεού, το οποίο είναι και το ασφαλές και αλάνθαστο κριτήριο για το περιεχόμενο της εννοίας αυτής. Καθώς ο Θεός είναι κατά απόλυτο τρόπο αγαθός, κατά συνέπεια, τέλεια αγαθό είναι κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα Του.
(Παν. Δημητρόπουλος, «Αγαθόν», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 100)
- Με τον όρο Αγαμία στην θεολογική ορολογία, αναφερόμαστε στην πλήρη αποχή του ατόμου από τη σεξουαλική ζωή, κατάσταση που ονομάζεται και Παρθενία. Με βάση τα λόγια του ίδιου του Ιησού ("ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ' οις δέδοται", Ματθ. 19:11), θεωρείται ότι η κατάσταση της αγαμίας είναι δώρο Θεού (θαύμα) και ειδική κατάσταση υπέρ φύσιν (και όχι παρά φύσιν).
(Ν. Μπουγάτσος, «Αγαμία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 113)
- Αγάπες ονομάζονταν οι κοινές συνεστιάσεις των πιστών της αρχαίας εκκλησίας, οι οποίες, αρχικά ήταν στενά συνδεδεμένες με τη Θεία Ευχαριστία, ως αρχέγονη μορφή αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας. Οι συνάξεις αυτές, από τις οποίες αργότερα διαχωρίστηκε η Θεία Ευχαριστία, περιελάμβαναν κήρυγμα, απαγγελία ύμνου και κοινή προσευχή.
(Πατρώνος Π. Γεώργιος, Θέματα Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, τέυχος Α' - «Το Αποστολικό Κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία», Αθήνα 1985, σελ. 17)
- Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη η αγάπη προς τον πλησίον και η αγάπη προς το Θεό είναι οι δύο εντολές που αποτελούν το αποκορύφωμα του Νόμου (Μάρκ. 12:28-33). Σύμφωνα με τον Άγ. Ιωάννη τον Σιναΐτη, η αγάπη ως προς την ποιότητα της είναι (κατά το δυνατό) ομοίωση με τον Θεό, ως προς την ενέργεια της, «μέθη της ψυχής», ως προς τις ιδιότητες της, «πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως». Αγάπη είναι η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ' όσον «η αγάπη ου λογίζεται το κακόν» (Α' Κορ. 13:5). Όμως, αυτός που θέλει να περιγράψει πλήρως την αγάπη, είναι σαν να επιχειρεί να περιγράψει τον ίδιο το Θεό καθώς «ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ιω. 4:8) και αυτή η προσπάθεια ομοιάζει με εκείνη του τυφλού «που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου».
(Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ» (μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου), 8η έκδ., Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1995, σελ. 409)
- Αγάπιος, κατά κόσμον Αθανάσιος Λάνδος (ο ίδιος υπογράφει σε όλα τα έργα του ως Αγάπιος Μοναχός ο Κρής) ήταν διαπρεπής λόγιος μοναχός και εκκλησιαστικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1600 και πέθανε στη Βενετία το 1664/70.Τα σπουδαιότερα έργα του είναι το Αμαρτωλών Σωτηρία και το Γεωπονικόν.
(Εγκυκλοπαίδεια "Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα", λήμμα «Αγάπιος Λάνδος» Αθήνα 1997 τόμος 1, σελ. 171)
- Άγαρ ονομάζονταν η αιγύπτια δούλη του πατριάρχου Αβραάμ, με την οποία, σύμφωνα με τα ισχύοντα έθιμα, απέκτησε ένα γιο, τον Ισμαήλ, λόγω στειρότητας της γυναίκας του Σάρρας (πριν γεννήσει με θεϊκή παρέμβαση τον Ισαάκ).
(«Άγαρ», Μουστάκης Βασίλειος, Λεξικό της Αγίας Γραφής, Αθήναι 1955, σελ. 12)
- Αγγαίος ονομάζεται ένας από τους λεγόμενους "ελάσσονες" προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, συγγραφέας του ομώνυμου κανονικού βιβλίου, που ήκμασε τον 6ο αιώνα π.Χ. και εργάστηκε ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντα μετά την καταστροφή του από τον Ναβουχοδονόσορα.
(Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 789-799)
- Άγελλοι ονομάζονται όντα νοερά, λογικά και αυτεξούσια που ανήκουν στον υπέρ-αίσθηση, πνευματικό κόσμο. Ονομάζονται και αγαθά πνεύματα. Είναι αθάνατοι κατά χάρη και όχι κατά φύση. Είναι πλέον άτρεπτοι προς το κακό, μετά την πτώση του εωσφόρου. Αν και σε σχέση με τον άνθρωπο είναι ασώματοι και άυλοι, εντούτοις, συγκρινόμενοι προς το Θεό είναι παχυλοί όπως και κάθε τι Κτιστό. Τα αγαθά πνεύματα είναι δυνατόν να εμφανίζονται στους άξιους χριστιανούς, χωρίς να έχουν την ιδιότητα της πανταχού παρουσίας.
(Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 51-56)
- Αγγλικανισμός ονομάζεται η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, όταν η προσωπική διαμάχη μεταξύ του πάπα και του βασιλιά Ερρίκου Η΄ οδήγησε στην απόσπασή της από τους ρωμαιοκαθολικούς. Διατηρεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που του προσδίδουν την ιδιαίτερη μορφή του, ως μιας μέσης οδού μεταξύ Προτεσταντισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού.
(«Αγγλικανισμός», Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος-Larousse', εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2003, σελ. 9)
- Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητος (Αγίας Τριάδας), πλήρης και τέλειος Θεός, ομοούσιο με τον Πατέρα και γι αυτό Άγιο όπως Εκείνος. Δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή, είναι συναΐδιο και άχρονο. Είναι ανεξάρτητο, όσον αφορά τα υποστατικά ιδιώματα, και μη υποτασσόμενο σε κανένα άλλο πρόσωπο της αγίας Τριάδας. Έχει την ίδια δύναμη, τιμή και δόξα με τα άλλα δύο πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας, τον Πατέρα και τον Υιό.
(Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 135.143)
- Αγιογραφία ή αλλιώς Εικονογραφία (=ζωγραφική Εικόνων) ονομάζουμε: 1) την ζωγραφική παράσταση με θρησκευτική θεματολογία που βρίσκεται σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού 2) Διήγηση για τη ζωή των Αγίων.
(«Αγιογραφία», Μαλαβάκης Νίκος, «Βυζαντινολόγιο-Λεξικό Εκκλησιαστικών και Θρησκευτικών όρων», Αστήρ, Αθήνα 1999)
- Άγιοι Τόποι ονομάζονται όλες οι περιοχές της Παλαιστίνης που συνδέονται με τη ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού (Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ, Ναζαρέτ κ.ά.).
(«Άγιοι Τόποι», e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM])
- Αγιολογία ονομάζουμε τον κλάδο της θεολογίας που μελετά κάθε είδους μνημείο (κείμενα, έργα τέχνης, κ.λπ.) που αφορά στη ζωή και στο έργο των Αγίων.
(Τσάμης Γ. Δημητρίος, Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 17)
- Άγιος ονομάζεται το μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αγωνίσθηκε και βίωσε το αποτέλεσμα της ελεύθερης αποδοχής του θελήματος του Θεού, που είναι η καρποφορία της Θείας Χάριτος μέσα του, ως δώρο Θεού. Ο Άγιος, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, είναι διάκονος και φίλος και υιός του Θεού, έμψυχος ναός Θεού και καθαρό κατάλυμα για να κατοικήσει ο Κύριος. Βρίσκεται στα χέρια του Θεού, και υπάρχει στη ζωή και το φως, επειδή και ο ίδιος ο Θεός είναι ζωή και φως. Στο ζήτημα της αναγνώρισης των αγίων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει κάποια επιτροπή ελέγχου και αξιολόγησης αγίων ή καταμέτρησης αμαρτιών και αρετών τους και "βαθμολόγησης" αυτών (βλ. λήμμα Αγίων διακήρυξη)
(Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 385-390)
- Αγιοταφική Αδελφότητα ονομάζεται το σύνολο των μοναχών και κληρικών που με την ύψωση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο (4ος αι.) οργανώθηκε στην περιοχή των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων με επικεφαλής τον Πατριάρχη, προς εξυπηρέτηση των πιστών και των ενοριακών κοινοτήτων της περιοχής.
(«Αγιοταφική Αδελφότης», Ζαχαρόπουλος Νίκος, Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003)
- Με τον όρο διακήρυξη της αγιότητας κάποιου προσώπου (λανθασμένα, αγιοποίηση) αναφερόμαστε στη διαπίστωση από το πλήρωμα της Εκκλησίας του γεγονότος ότι αποθανόν μέλος της, είχε και έχει χαρίσματα αγίου. Το γεγονός αυτό, πρώτα μαρτυρείται από μικρό ή μεγάλο αριθμό αξιόπιστων μελών της Εκκλησίας, και κατόπιν, με συνοδική πράξη, αναγνωρίζεται επίσημα ως γεγονός. Η σύνοδος, δεν αποφασίζει, ούτε κρίνει την αγιότητα, απλώς τη διακηρύσσει. Ανάλογη διαδικασία δεν υπήρχε κατά την πρώτη χιλιετία, οπότε οι άγιοι αναγνωρίζονταν από κλήρο και λαό χωρίς την επίσημη επικύρωση.
(Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Διαπίστωση και Διακήρυξη της Αγιότητας των Αγίων», εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990)
- Άγκυρα ονομάζεται το παλαιοχριστιανικό και Βυζαντινό θρησκευτικό σύμβολο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου, όπως η άγκυρα συγκρατεί ασφαλές το σκάφος στο τρικυμιώδες πέλαγος ή στο λιμάνι, έτσι και η πίστη στον Ιησού Χριστό προσφέρει στον άνθρωπο ασφάλεια και ελπίδα για τη Σωτηρία.
(Ανδρ. Παπαγεωργακόπουλος, «Άγκυρα», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 279)
- Σύνοδος της Άγκυρας ονομάστηκε μία σημαντική τοπική σύνοδος του 314 μ.Χ. η οποία εξέδωσε 25 κανόνες με τους οποίους ρυθμιζόταν η εκκλησιαστική τάξη μετά τη δύσκολη και προβληματική περίοδο των διωγμών.
(Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 274)
Αδ
- Άδης αποκαλείται ο νοητός κόσμος που πήγαιναν οι ψυχές όλων των ανθρώπων μετά το θάνατο, κατά την προ-Χριστού εποχή. Αποτελούσε το αόρατο και σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, το οποίο καταργήθηκε μετά την ανάσταση του Ιησού Χριστού.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αε
- Αειπάρθενος αποκαλείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Θεοτόκος. Η έννοια αυτή αναφέρεται στην ψυχοσωματική κατάσταση που χαρακτήριζε τη Θεοτόκο, αφού σύμφωνα με την παράδοσή η Θεοτόκος ήταν Παρθένος καθόλη τη διάρκεια της ζωής της, διαφυλάσσοντας παρθένο τόσο το σώμα, όσο το νου και την ψυχή.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αζ
- Άζυμος αποκαλείται ο άρτος που έτρωγαν οι Εβραίοι κατά την Εορτή του Πάσχα και των αζύμων. Η παρασκευή του συμβόλιζε την απαλαγή των Εβραίων από την ειδωλολατρεία και τον Αιγυπτιακό ζυγό, ενώ χρησημοποιείται από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αη
- Αήρ ή Αέρα ονομάζουμε το τετράγωνο ύφασμα με το οποίο καλύπτονται τα Τίμια Δώρα πάνω στη Αγία Τράπεζα και αποκαλείται έτσι διότι με αυτό αερίζονται τα Άγια και προφυλάσσονται από τα έντομα.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αθ
- Άθως αποκαλείται η χερσόνησος της Χαλκιδικής που πήρε το όνομά της από το ομώνυμο βουνό. Από τα τέλη του 10ου αιώνα η χερσόνησος αυτή, έγινε τόπος ίδρυσης πολλών μοναστηριών, με αποτέλεσμα να αποκληθεί Άγιο Όρος.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αι
- Άίρεση αποκαλείται η θρησκευτική διδασκαλία που παρεκκλίνει από τη γνήσια αυθεντική χριστιανική πίστη και επομένως η πλανεμένη, αντορθόδοξη και αντιχριστιανική διδασκαλία.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Ακ
- Άκολουθίες αποκαλούνται οι λατρευτικές τελετές της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που περιλαμβάνουν ψαλμούς, προσευχές, ικεσίες και ύμνους. Οι ακολουθίες διακρίνονται τόσο στις τακτικές, όσο και στις έκτακτες, με τις πρώτες να θεωρούνται οι καθοριζόμενες από το τυπικό ακολουθίες της εκκλησίας και έκτακτες, αυτές που μπορούν να τελούνται κατά δοκούν (π.χ. Αγιασμός).
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αλ
- Άλάθητο αποκαλείται η δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά την οποία ο Πάπας αποφαίνεται με αλάθητο τρόπο για τη χριστιανική πίστη, όταν οι διακηρύξεις του γίνονται επίσημα (από θρόνου). Οι αποφάσεις αυτές είναι απαράβατες, δε γίνεται να τροποποιηθούν ή να ακυρωθούν.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αμ
- Οι Αμαληκίτες ήταν νομαδική φυλή που ζούσε στην έρημο, νότια της Χαναάν. Βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπη με τους Ισραηλίτες, και σταδιακά αποδεκατίστηκε. Εξολοθρεύτηκε εντελώς επί βασιλείας Εζεκία, στο βασίλειο του Ιούδα. (Α' Παρ. 4,43).
(Σταύρου Καλατζάκη, «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη», εκδ. Πουρνάρας Π., Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 986)
- Άμωμος αποκαλείται ο ψαλμός 118 ο οποίος ψάλλεται κατά τη διάρκεια του Μεσονυκτικού, στον Όρθρο του Σαββάτου και της Κυριακής και στις Νεκρώσιμες Ακολουθίες.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αν
- Αναλόγιο αποκαλείται το έπιπλο του ναού το οποίο χρησιμοποιείται για να στηρίζει τα ιερά βιβλία του ναού ή τις εικόνες. Επίσης είναι το έπιπλο που στηρίζονται και αποθηκεύονται τα λειτουργικά βιβλία των ιεροψαλτών.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αξ
- Με την προσφώνηση άξιος, κλήρος και λαός αναβοά κατά τη διάρκεια της χειροτονίας το νέο κληρικό. Σήμερα κατά βάση γίνεται τυπικά, αλλά κατά το παλαιότερο τυπικό της εκκλησίας, όταν συναποφάσιζε και ο λαός για την εκλογή επισκόπου ή την ανάδειξη ενός νέου μέλους του κλήρου, είχε ουσιαστική σημασία.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αο
Απ
- Το Απόδειπνον είναι εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μετά το δείπνο ή λίγο πριν την κατάκληση. Εμφανίζεται σε δύο τύπους, το μέγα απόδειπνο που τελείται κατά τη Μ. Τεσσαρακοστή από Δευτέρα μέχρι Πέμπτη και το μικρό απόδειπνο που τελείται κατά τις υπόλειπες ημέρες. Στη Δύση ονομάζεται Completorium.
(Ι. Φουντούλης, Λειτουργική Α΄, Θεσσαλονίκη 1995)
Αρ
- Αίρεση του 4ου αιώνα, που αποκλήθηκε έτσι λόγω του προεξάρχοντα εκφραστή της μοναρχιανικών απόψεων, Αρείου. Ο Αρειανισμός ουσιαστικά περιγράφει το σύστημα ποικίλων αιρέσεων, που ως βάση έθετε τη μοναρχία του πατρός. Διαχωριζόταν ως προς την ουσία του Υιού σε 3 παρατάξεις, τους ομοίους, τους ομοιουσιανούς και τους ανομοίους. Υποστήριξε πως ο Πατήρ δεν ήταν πάντα Πατήρ, καθώς ο Υιός γεννήθηκε εν χρόνω, ο Υιός ήταν κατώτερος και κτίσμα του Πατρός, υποστήριζε τη γέννηση δύο Λόγων, ενώ απέρριπτε πως ο Πατήρ γέννησε φυσικώς των Υιό, διότι ταύτιζε το φυσικώς με το αναγκαίως. Τέλος υποστήριζε πως ο Χριστός δεν έλαβε ψυχή, αλλά ο Λόγος εγκατοίκησε στο σώμα του Χριστού.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
- Αρετή αποκαλείται η ηθική πράξη και ενέργεια του ανθρώπου. Στην ορθόδοξη ζωή η ηθική είναι συνέπεια της αγιοπνευματικής ζωής του πιστού, που συντελείται από την προσπάθεια του ανθρώπου και τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Ασ
- Η Άσκηση στην χριστιανική ορολογία έχει την έννοια του αγώνος. Σκοπός της είναι μέσω της προετοιμασίας ψυχής και σώματος να προετοιμάσει τον άνθρωπο ώστε να οδηγηθεί στην ολοκλήρωση και την τελείωση, που οδηγεί στην κατάκτηση της βασιλείας του Θεού.
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Ατ
Αυ
- Αυτοκτονία είναι αφαίρεση της προσωπικής ζωής του ανθρώπου. Η αυτοκτονία στην εκκλησιαστική παράδοση θεωρείται εξ ίσου έγκλημα όπως και ο φόνος. Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, οι σκέψεις προέρχονται από το διάβολο, ο οποίος κατά τον Κύριο είναι "απαρχής ανθρωποκτόνος" (Ιωάννης Η΄, 44).
(Ευθυμίου Στυλίου, «Μικρό Χριστιανικό Λεξικό», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995)
Αφ
- Αφορισμός αποκαλείται η προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση ενός πιστού στη συμμετοχή της Θείας Ευχαριστίας, λόγω βαρέων παραπτωμάτων (π.χ. αίρεση, αποστασία). Διαχωρίζεται σε μικρό και μεγάλο, ανάλογα το παράπτωμα και αποτελεί την επισφράγιση της εκούσιας εξόδου ενός μέλους από την εκκλησία.
(Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, Γρηγόρης, Αθήνα 2008, σελίς 245)