Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιουστίνος ο Μάρτυς"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Βιβλιογραφία)
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
 
Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ''ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν'', και ο ''Διάλογος πρὸς Τρύφωνα''. Από αυτά τα έργα, ο μεν Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα, περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις Χριστιανισμού-[[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμού]]. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.
 
Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ''ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν'', και ο ''Διάλογος πρὸς Τρύφωνα''. Από αυτά τα έργα, ο μεν Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα, περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις Χριστιανισμού-[[Ιουδαϊσμός|Ιουδαϊσμού]]. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο.
 
Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας.
 
Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας.
 +
 +
==Υποσημειώσεις==
 +
 +
<div style="font-size:85%; -moz-column-count:2; column-count:2;"><references/></div>
  
 
== Βιβλιογραφία ==
 
== Βιβλιογραφία ==
Γραμμή 21: Γραμμή 25:
 
*Π. Χρήστου, ''Ελληνική Πατρολογία'', vol. ΙI, Περίοδος Διωγμών, Θεσσαλονίκη, 1991
 
*Π. Χρήστου, ''Ελληνική Πατρολογία'', vol. ΙI, Περίοδος Διωγμών, Θεσσαλονίκη, 1991
 
*Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ''Ιστορία Δογμάτων'', τ. 1, Αθήνα 1998
 
*Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ''Ιστορία Δογμάτων'', τ. 1, Αθήνα 1998
 
  
  

Αναθεώρηση της 20:10, 6 Ιουνίου 2009

Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (περ. 110-περ. 165), αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της προτωχριστιανικής ιστορίας. Ήταν ο απολογητής ο οποίος "έδωσεν εις τον χριστιανισμόν αφθωνότερα από πάντα άλλον τα μέσα δια να επεκταθή ευρέως εις τας τάξις των διανοούμενων του ελληνορωμαϊκού κόσμου"[1], ενώ το έργο του εκτιμάται για τη δυναμική σύνθεση του Ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Ιουστίνος ήταν φιλόσοφος που διατήρησε τον φιλοσοφικό τήβεννο και μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό, ενώ άνοιξε σχολή η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί η πρώτη Ορθόδοξη χριστιανική Σχολή ανωτέρας στάθμης. Αν και η Σχολή του απέκτησε σημαντική φήμη, ο Ιουστίνος ήρθε σε σύγκρουση με άλλους ειδωλολάτρες φιλοσόφους, οι οποίοι τον διέβαλαν προς τον φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, με αποτέλεσμα να απεκεφαλίσθη το 165 μαζί με μια ομάδα μαθητών του.

Ο βίος του

Ο Ιουστίνος γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης, περί το 110[2]. Ήταν γιος του Πρίσκου και του Βακχείου και παρά το λατινικό του όνομα ήταν Ελληνικής καταγωγής[3]. Στο θρήσκευμα ήταν εθνικός, μέχρι τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό[4], ενώ κατά τον Μεθόδιο Ολύμπου ήταν ανήρ μη απέχοντας πολύ από την αρετή των Αποστόλων.

Κατά τα νεανικά του χρόνια ειλκύσθη στη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, περιήρχετο εν μέσω πολλών διδασκάλων, αλλά στην αναζήτησή του αυτή περιέπεσε σε πολλές απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό είναι πως είχε απορρίψει την πιθανότητα να παραστεί σε μαθήματα της Στοάς, διότι ταύτιζαν το λόγο του Σύμπαντος με το Θεό μη έχοντας ουσιαστική θεολογία, τη σχολή του Περιπάτου διότι του ζητούσαν χρήματα, κάτι που το θεωρούσε αναξιοπρεπές για ένα φιλόσοφο, αλλά είχε απορριφθεί και από τον πυθαγόρειο διδάσκαλο, διότι δεν είχε παρακολουθήσει προτέρως μαθήματα μουσικής, αστρονομίας και γεωμετρίας που ήταν απαραίτητα για την απαλλαγή της ψυχής από τα κοσμικά και την προετοιμασία της για τα νοητά. Την εποχή εκείνη όμως έγινε δεκτός από τον Πλατωνικό διδάσκαλο όπου γοητεύτηκε από τη θεωρία των ιδεών[5]. Το που παρακολούθησε τα μαθήματα αυτά δεν είναι επακριβώς γνωστό. Το πιο πιθανό, κατά τον Παν. Χρήστου, είναι να συνέβη στην Αθήνα, αλλά δεν αποκλείεται η Καισάρεια της Παλαιστίνης[6].

Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό έγινε περίπου την ίδια εποχή[7]. Βρισκόμαστε στο 135 όταν καθώς βρισκόταν σε ερημικό παραθαλάσσιο χώρο, συνάντησε κάποιο χριστιανό γέροντα, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη μαιευτική σωκρατική μέθοδο, μετά από διάλογο του, αναίρεσε τις πλατωνικές δοξασίες περί αθανασίας της ψυχής και μετεμψύχωσης. Ο ίδιος τον προέτρεψε να διαβάσει την Αγία Γραφή και δεν επανεμφανίστηκε ποτέ[8]. Ο Ιουστίνος εδώ μας αποκαλύπτει πως είχε από καιρό συμπαθήσει το χριστιανισμό, από την καρτερία και τη αφοβία την οποία επεδείκνυαν οι πιστοί ενώπιον του μαρτυρίου και του θανάτου[9]. Είναι εποχή την οποία ο φιλόσοφος και μάρτυς συνάντησε τον Τρύφωνα.

Περί το 136 ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το οποίο αυτοεξορίστηκε λόγω του φόβου εκδιώξεώς του, έμεινε μέχρι και το το μαρτύριό του. Στη Ρώμη, άνοιξε φιλοσοφική σχολή και επεδίωξε την υποκατάσταση των φιλοσοφικών συστημάτων δια της μόνης και ασφαλούς φιλοσοφίας. Του χριστιανισμού[10]. Η σχολή του μάλιστα ήταν συνάμα και ναός[11] όπου τελούντο λατρευτικές πράξεις. Οι μαθητές του, όπως συνάγεται από τη διασωθείσα γραμματεία, δεν ήσαν λίγοι και ανάμεσά τους βρίσκονταν κυρίως Ασσιανοί και Φρύγες, μεταξύ αυτών δε ο Τατιανός ο Σύρος, ίσως και ο Ειρηναίος Λουγδούνου.

Το διδακτικό του έργο πολλές φορές διακόπτετο λόγω των επεμβάσεων των κρατικών αρχών, ιδίως δε από τις καταγγελίες των κυνικών και των Γνωστικών[12], ενώ η στάση της Αυτοκρατορικής αρχής μετά το 160 και την ανάληψη του Μάρκου Αυρηλίου, έγινε αρκετά σκληρότερη[13]. Την ίδια εποχή αυτοεξορίζεται λόγω καταγγελίας του φιλοσόφου Κρήσκεντος, ο οποίος έβλεπε τους μαθητές του να μειώνονται. Κατά την επιστροφή του οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν τελικά επί έπαρχου Ιουνίου Ρούστικου, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του[14]. Το γεγονός του μαρτυρίου συνέβη περί το 165[15]. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.

Το συγγραφικό του έργο

Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, του αποδίδονται μετά βεβαιότητος δύο Απολογίαι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, και ο Διάλογος πρὸς Τρύφωνα. Από αυτά τα έργα, ο μεν Διάλογος προς Τρύφωνα, που διεξήχθη πιθανότατα στην Αθήνα, περί το 136, αναφέρεται στις σχέσεις Χριστιανισμού-Ιουδαϊσμού. Οι δύο Απολογίες του από την άλλη, απαντούν στις κατηγορίες που προέρχονταν από τον Παγανιστικό κόσμο. Έτσι με το έργο του, ο Ιουστίνος, απαντά στις επιθέσεις των δύο κύριων αντιπάλων του Χριστιανισμού, παρουσιάζοντας τη θέση των χριστιανών έναντι του Ιουδαϊσμού, από τον οποίο ξεκίνησε, και έναντι του Ελληνιστικού-Παγανιστικού κόσμου, εντός του οποίου ανεπτύσσετο. Ο Ιουστίνος δραστηριοποιείται την εποχή των (αυτοαποκαλουμένων) φιλοσόφων Αντωνίνου και Μάρκου Αυρηλίου, στους οποίους και απευθύνει τις απολογίες του. Δεδομένης λοιπόν της θετικής στάσης των αυτοκρατόρων προς την ελληνική φιλοσοφία, ο Ιουστίνος επιχειρεί να παρουσιάσει τη χριστιανική πίστη μέσω της φιλοσοφίας, ώστε να την καταστήσει θελκτικότερη προς αυτούς. Για να κερδίσει τη συμπάθειά τους, δε διστάζει να τονίσει όλα όσα ενώνουν το Χριστιανισμό με την Ελληνική Φιλοσοφία, δίνοντας για πρώτη φορά στο Χριστιανισμό το ένδυμα της Φιλοσοφίας.

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
  2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β΄, σελ. 543
  3. ο.π.
  4. Ιουστίνου, Διάλογος 41
  5. Παν. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, Β΄, σελ. 543
  6. Π.Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  7. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 543
  8. Ιουστίνου, Διάλογος, 2-8
  9. Ιουστίνου, Β΄ Απολογία 12, 1
  10. Διάλογος 8
  11. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 544
  12. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, σελ. 545
  13. Τατιανού Σύρου, Προς Έλληνας 19
  14. Τερτυλλιανού, Adv. Valentinianos 5. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 28
  15. Π. Χρήστου, ενθ.αν., σελ. 545

Βιβλιογραφία

  • Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, vol. ΙI, Περίοδος Διωγμών, Θεσσαλονίκη, 1991
  • Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, τ. 1, Αθήνα 1998