Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 21:35, 4 Αυγούστου 2008 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η εξορία και το τέλος της ζωής του)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας πιθανότατα γεννήθηκε το 349 σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ιστορικές έρευνες. Μετά βεβαιότητος γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ 344 και 354, ενώ εκοιμήθη το 407. Υπήρξε εξέχων Χριστιανός επίσκοπος και κήρυκας κατά τον 4ο και 5ο αιώνα στη Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη και ένας από τους πιο λαοφιλείς εκκλησιαστικούς ηγέτες. Σήμερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας και γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και η Ανθούσα. Η μητέρα του, χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί εξήραν το ήθος της, όπως ο Λιβάνιος[1].

Ιωάννης ο Χρυσόστομος
John Chrysostom.jpg
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Γέννηση Πιθανώς το 349, Αντιόχεια
Κοίμηση 14 Σεπτεμβρίου 407, Κόμανα του Πόντου
Εορτασμός 27 Ιανουαρίου: Ανακομιδή λειψάνων
13 Νοεμβρίου: Μνήμη Ιωάννη Χρυσοστόμου
30 Ιανουαρίου: Τριών Ιεραρχών
Σημαντικές ημερομηνίες διάκονος 381
πρεσβύτερος 386
επίσκοπος 398
εξορία 404
Τίτλος Επίσκοπος


Ο βίος Του

Η μόρφωση του Χρυσοστόμου

Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από τη μητέρα του. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα στην Αντιόχεια, ρητορική και του Ανδραγαθίου, φιλοσοφία. Χαρακτηριστικό της ρητορικής του δεινότητος, που από τότε ανέπτυξε, ήταν και ο λόγος του δασκάλου του, ο οποίος ήθελε τον Ιωάννη για συνεχιστή του έργου του στη σχολή, «αν δεν ήταν Χριστιανός», όπως ο ίδιος έλεγε. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. Σπούδασε συνήγορος και εξάσκησε το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός. Όμως σύντομα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του (372 μ.Χ.), με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας τον μοναχισμό, κάτι που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους Αντιοχείς.

Το έργο του στην Αντιόχεια

Το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Διήγαγε έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου ασκήτεψε σκληρά και μυήθηκε στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, και εν τέλει επέστρεψε στην Αντιόχεια. Η ζωή του ήταν πολύ σκληρή και ασκητική. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο και ζούσε ζωή φιλοπονίας[2], με αδιάκοπη ανάγνωση των γραφών και διαρκή προσευχή, με αποτέλεσμα να κλονιστεί η υγεία του σοβαρά[3]. Κατά την επιστροφή του, χειροτονείται εν αρχή διάκονος το 381, από τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχο του Μελετίου, Φλαβιανό μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό σε όλη την Αυτοκρατορία φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε στη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς),τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Επίσης ιδρύει ιδρύματα, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ενώ καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύτηκε[4] το 387, θέτοντας ακόμα και τη ζωή του σε κίνδυνο, όταν στρατιώτες του, πήραν εντολή να πραγματοποιήσουν αντίποινα για στάση, σε βάρος στασιαστών της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στην Κωνσταντινούπολη, ο λαός της Αντιόχειας αντέδρασε[5].

Εκλογή στον επισκοπικό θρόνο

Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, όταν πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής φέρνουν τον Ιερό Χρυσόστομο στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα ο ίδιος ο Αρκάδιος ο αυτοκράτορας υπέδειξε και στήριξε την υποψηφιότητά του, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου του βασιλέως, Ευτροπίου, που αργότερα πήρε το βαθμό του Υπάτου, ο οποίος είχε γνωρίσει και εντυπωσιαστεί από τον Ιωάννη. Έτσι το Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη του κλήρου και του λαού, χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας που διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη αφού ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο[6], Αρχιεπίσκοπος, παρά την αρχική επιφύλαξη που ο ίδιος είχε.

Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη

Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη,τη Σκυθία και την Γοτθία.

Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.

Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά. Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να απολύσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»

Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου

Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας[7]. Επιπρόσθετα διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν αφορμές, διαρκώς να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή, αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Όπως, όταν ανήγειρε ένα λεπροκομείο και κάποιοι εύποροι που είχαν γειτονικά κτήματα, επιτέθηκαν κατά του Ιωάννου, εξαιτίας του ότι τα κτήματά τους έχαναν την αξία τους[8]. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνήσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν στις ομιλίες στην Ιεζάβελ εννοούσε αυτή, και άρα ήταν ένοχος για εσχάτη προδοσία[9]. Δηλαδή είχε ως στόχο, όχι μόνο την απομάκρυνσή του αλλά και την εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος παρωδία[10], στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος, κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά[11], για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε.

Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα[12], κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές[13]. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404 μ.Χ., όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου μετά ακροάσεως του Αρκαδίου, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που ονομάστηκαν Ιωαννίται.

Η εξορία και το τέλος της ζωής του

Ο Ιερός Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του[14]. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν παραταχθεί με σκοπό να τον συλλάβουν αν αρνηθεί να φύγει και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του, ώστε να τους προστατεύσει και να μην προκληθούν άλλες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.

Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι'αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.

Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του, γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος - η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στη Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει πίσω ώστε να ακροασθεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου.

Ο Άγιος παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανο του αγίου μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε»[15].

Η μορφή του

Απο τις ιστορικές πηγές που διαθέτουμε[16], αντλούμε στοιχεία για την εμφάνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Έτσι μαθαίνουμε οτι ήταν πολύ μικρόσωμος, με μεγάλο κεφάλι αιωρούμενο στούς ώμους του. Ήταν υπερβολικά λεπτόσαρκος, είχε μακριά μύτη και πλατιά ρουθούνια. Ήταν πολύ ωχρός και λευκός μαζί, είχε βαθουλωτές τις κόγχες των ματιών και μεγάλους τούς βολβούς. Εξαιτίας αυτού, συνέβαινε να παρουσιάζει με τα μάτια του πιό χαρούμενη όψη, αν και με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε άτομο βασανισμένο. Το μέτωπό του ήταν μεγάλο, χωρίς τρίχες και χαραγμένο με πολλές ρυτίδες. Είχε μεγάλα αυτιά, γένια μικρά, πολύ αραιά και λευκά. Τέλος, τα μάγουλά του, ήταν βαθουλωμένα στο έπακρο εξαιτίας τής νηστείας.

Το συγγραφικό του έργο

Εισαγωγή

Ο ιερός Χρυσόστομος, άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο. Όλο το έργο του ιερού άνδρα καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Τα έργα του, διαβάζονταν και αντιγράφονταν συνεχώς. Αποτέλεσμα ήταν να σωθούν σε χιλιάδες χειρόγραφα, αλλά και να αυξηθούν. Αυτό συνέβη λόγω της επιθυμίας κάποιων αφανών συγγραφέων που ήθελαν τα έργα τους να διαβαστούν και οδηγούνταν στην ενσυνείδητη ψευδωνυμία, ενώ ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί ο Σεβηριανός Γαβάλων, που υπήρξε δεινός ρήτορας της εποχής και ο οποίος υπέγραφε τους λόγους ως Χρυσοστομικούς, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Χρυσοστόμου θα τους καταστρέψουν, αφού τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το διωγμό του. Επίσης μεγάλη ευθύνη φέρουν συγγραφείς, αντιγραφείς και συλλέκτες, που παρότι βρίσκονταν ενώπιον αμφιβόλου προελεύσεως συγγράματα τα έχριζαν Χρυσοστομικά. Μεγάλο μέρος ομιλιών του έχουν χαθεί, ενώ γνωρίζουμε ότι είχαν δοθεί πολλές επιστολές του προς έκδοση αν και ο ίδιος δεν το επιθυμούσε.

Κατηγοριοποίηση

Το έργο του διακρίνεται σε πραγματείες (ασκητικές, ηθικοπαιδαγωγικές, ποιμαντικές, απολογητικές), λόγους (δογματικούς, σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις, ηθικοδιδακτικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικόύς, ερμηνευτικούς) και επιστολές. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Με το κήρυγμά του έκανε διαδοχικές εξηγήσεις της Βίβλου. Έχουν διαφυλαχθεί περίπου 600 λόγοι του Ιωάννη σε ποικίλα θέματα. Απ’ αυτούς 67 είναι για τη Γένεση, 59 για τους Ψαλμούς, 90 για το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, 88 για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, 55 για τις Πράξεις των Αποστόλων, 34 για την Προς Εβραίους Επιστολή κλπ. Ο αναγνώστης κάθε εποχής μελετώντας το έργο του, διαπιστώνει τη συναρπαστική ρητορική του δεινότητα, την παιδαγωγική ευελιξία, τη σπάνια βιβλική κατάρτιση, την ψυχοδιαγνωστική του ικανότητα, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.

Φιλολογική και ιστορικογραμματική έρευνα

Το έργο του κατά τα πρώιμα έτη της ποιμαντικής - συγγραφικής περιόδου διακρίνονται για την μεγάλη φιλολογική φροντίδα και εφαρμόζουν πιστά στους νόμους και τα σχήματα της ρητορικής τέχνης γενικά και της δεύτερης σοφιστικής ειδικότερα, όπως την διδάχθηκε από τον τον γνωστό αττικιστή ρητοριοδιδάσκαλο Λιβάνιο, μολονότι τα στοιχεία φιλολογικής παιδείας, της ηθικής των στωικών και τα σχήματα των ρητόρων, δεν τα λησμόνησε ποτέ στα έτη της ομιλητικής και συγγραφικής του δράσης.

Οι ομιλίες του

Κώδικας 8, Ιωάννη Χρυσοστόμου Λόγοι, 10ος αι.

Οι ομιλίες του είχαν ως βάση και σημείο εκκίνησης βιβλικά χωρία, τα οποία είχε ασφαλώς επεξεργαστεί και ως αναγνώστης και διάκονος. Οι ομιλίες καταγράφονταν από ταχογράφους, που εν συνεχεία δέχονταν κάποιες παρεμβάσεις με αποτέλεσμα να μην είμαστε τελείως βέβαιοι ότι απαγγέλθηκαν ακριβώς με τη σημερινή μορφή που γνωρίζουμε. Οι ομιλίες του είναι φανερό ότι προϋποθέτουν όχι μόνο μακρά και επίπονη έρευνα αλλά και διδακτικό - εξηγητικό έργο, μεγαλύτερο από αυτό που προσδιοριζόταν από τις σωζόμενες ομιλίες του. Οι ομιλίες δεν μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης ανώτερης σχολής, διότι είναι συνήθως σύντομες περίπου 15 λεπτών. Άλλες πάλι ξεπερνούν και τα 45, ανάλογα με το ερμηνευόμενο Ευαγγελικό χωρίο.

Η ρητορική του δεινότητα

Η ρητορική στην Αντιόχεια

Ο Χρυσόστομος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό από ρητορικής απόψεως. Πολλοί ζούσαν από το επάγγελμα του ρήτορα, ενώ στην εποχή του πολλοί μορφωμένοι παρακολουθούσαν απολαυστικά ρήτορες, τους οποίους έκριναν αυστηρά κάθε στιγμή. Άλλοτε επευφημούσαν αν κάποιος καινοτομούσε και εντυπωσίαζε, ενώ αποδοκίμαζαν τα επαναληπτικά σχήματα ή παλαιότερες ρητορείες. Έτσι αν ο Χρυσόστομος δεν επιδιδόταν σε αυτή την υψηλή ρητορεία είναι βέβαιο, ότι ουδείς θα ασχολείτο μαζί του, ούτε καν οι αμόρφωτοι Χριστιανοί που ήταν όμως εμποτισμένοι με την κρατούσα γλωσσική ιδεολογία. Έτσι παίρνουμε και μία απάντηση γιατί οι πατέρες εκείνης της εποχής, χρησιμοποιούσαν σύνθετα γλωσσικά σχήματα σε σχέση με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Αντιληπτό ακόμα γίνεται γιατί ασκούσαν λεπτολόγο θεολογία με βαθιές τομές και ευρύτατες αναλύσεις αν και οι αμόρφωτοι αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν ικανοποιητικά τη διδασκαλία τους. Πάντα βέβαια πίστευαν σε μελλοντική καλλιέργεια και ευρύτερη κατανόηση των μεταγενεστέρων.

Αυτή την επικρατούσα αντίληψη της εποχής, έρχεται ο Χρυσόστομος να την ανατρέψει. Παρά τη μανία του κοινού για ρητορικές επιδείξεις, τους προτρέπει να ακολουθούν το περιεχόμενο κυρίως και όχι τα στομφώδη - πομπώδη σχήματα, ώστε να μη χάνετε το νόημα. Ο ίδιος δεν παύει να συνεχίζει να εκτιμά το λόγο και τη δύναμή του και να κοπιάζει για την οργάνωση του. Ριζικός υπήρξε τόσο για τους ρήτορες της εποχής όσο και για τους εκκλησιαστικούς. Αυτοί έπρεπε να αψηφήσουν πλέον τις αδυναμίες και επιθυμίες του κοινού, οδηγώντας το, στις ορθές θέσεις και όχι το ανάποδο. Επίσης τους καλεί να μην αναμένουν επαίνους ώστε να επικεντρώνονται στην ουσία.

Χαρακτηριστικά και καινοτομίες της ρητορικής του

Εν αρχή μιλάει για λόγο διαφορετικών προϋποθέσεων από την κοινή ρητορεία των εθνικών. Στρέφει δηλαδή στο περιεχόμενο του λόγου και όχι στη μορφή. Παρόλα αυτά θέτει ένα άρτιο τεχνικά λόγο, με ορθή χρήση πολλών σχημάτων, προσδίδοντας πρωτοφανή ρωμαλεότητα, που προέκυπτε από τη δυναμική του νέου λόγου και το χαρακτήρα του, με σκοπό να κάνει «μέσο» των μηνυμάτων του, τη ρητορεία. Αντιλαμβάνεται την ανάγκη ενός λόγου, που πρέπει να έχει τόση τεχνική, ώστε να διευκολύνει την κατανόηση του μηνύματος και του νοήματός, από κάθε κοινωνική και μορφωτική τάξη. Απαλλάσει το λόγο από τον έντονο στόμφο και τα πολλά ψιμύθια, που μειώνουν την ενέργειά του, χωρίς να μειώνει την καλλιέπειά του, να αδιαφορεί και να φροντίζει για την μορφή του. Προσέχει τη δομή του, αλλά με διαφορετικό ύφος, προσδίδοντας ζωντάνια στην αλήθεια των κηρυγμάτων του, ανατρέποντας τις κακοδοξίες των εθνικών και των Ιουδαίων.

Η μορφή του Χρυσοστομικού λόγου έχει διακυμάνσεις, ενίοτε μεγάλες. Στα πρώιμα κείμενα η μορφή και η δομή διακρίνονται για την αυστηρότητα της εφαρμογής των ρητορικών κανόνων και την αδρότερη δόμησή τους. Με το πέρασμα των ετών και την ωρίμανσή του, δεν το δεσμεύουν πλέον οι κανόνες της ρητορικής και της Δευτέρας Σοφιστικής, που είχε στόμφο και πολλά γλωσσικά ψιμύθια, αλλά της έλλειπε η ζωντάνια, η ενάργεια και η πνευματική ρωμαλεότητα. Αυτό που έλειπε ακριβώς προσέφερε η ρητορική του Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει δικό του ύφος, ξεπερνώντας τη Δεύτερη Σοφιστική σχολή. Ακόμα ο λόγος του διέπεται από πληθωρικότητα , απουσία Δωρικότητος, με εμφάνιση εντυπωσιακών ερωταποκρίσεων, αντιθέσεων, μεταφορών, παραλληλισμών, αναστροφών και παραστατικών εικόνων.

Ρυθμός και ποιητικότητα

Το εκπληκτικότερο όμως εύρημα της έρευνας στην ρητορική του, είναι ότι πέρα από την καλλιέπεια και την οργανωμένη και απαράμιλλη επιχειρηματολογία, πολλές φορές παρατηρείται και ρυθμικότητα που αγγίζει τον ποιητικό ρυθμό. Στον προφορικό λόγο μπορεί πολλά να επιτευχθούν, όπως ενάργεια, το οποίο διέθετε ο Ιερός Χρυσόστομος, όμως ρυθμό και ποιητικότητα είναι κάτι το σχεδόν αδύνατο. Και αυτό όχι μόνο διότι απαιτεί χρόνο, πολλή άσκηση και αδιαμφισβήτητο ταλέντο, αλλά διότι αν αναλογιστούμε ότι τις περισσότερες φορές, για να ομιλήσει περίμενε να δει τη σύνθεση του ακροατηρίου και τη διάθεση με βάση το πλήθος των συνηγμένων, για να αποφασίσει τον τρόπο, το ύφος και το είδος της ομιλίας που πολλές φορές επέβαλλαν αλλαγές της στιγμής ακόμα και μεσούσης της ομιλίας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της δυσκολίας της επιτυχίας του επιχειρήματος, αλλά και της ρητορικής δεινότητας του μεγάλου άνδρα, εξού και η προσωνυμία ως σήμερα «Χρυσόστομος».
  1. Ο Λιβάνιος στο λόγο Προς νεωτέρα χειρεύουσα (PG 48,601) αναφέρει για την Ανθούσα «Οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισί»
  2. (Παλλάδιος Ελενοπόλεως, Διάλογος, Ε΄ PG 47,18) «...Κακεί διατρίψας τρις οκτώ μήνας, άυπνος διετέλει το πλείστον, εκμανθάνον τα του Χριστού Διαθήκας προς εξοστρακισμόν της άγνοιας. Μη αναπεσών δε τον διετίας χρόνο, μη νύκτωρ, μη μεθ'ημέραν, νεκρούται τα υπό γαστέρα πληγείς απο του κρύους τας περι τους νεφρούς δυνάμεις.»
  3. Σοβαρή ασθένεια των νεφρών
  4. Τότε κατά τους μελετητές αναδείχθη σε ηγετική πνευματική μορφή στην Αντιόχεια. Στους λόγους Εις Αδριάντας ο Χρυσόστομος πέτυχε να οδηγήσει τον Αυτοκράτορα να μην λάβει ακραία μέτρα κατά των στασιαστών αλλά και το λαό να μετανοήσει για το σφάλμα που διέπραξε, ώστε τελικά να επέλθει ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος
  5. O Ευτρόπιος οργάνωσε το πως θα αποσπασθεί από την Αντιόχεια ώστε να προκληθούν, οι λιγότερες δυνατές αντιδράσεις
  6. Σύμφωνα με το Σοζωμενό (Εκκλ.Ιστορία,7,2) ο Θεόφιλος αντέδρασε στην εκλογή του Χρυσοστόμου « Ως δε εκ πόλει αφίκετο (Χρυσόστομος) και οι κληθένετς ιερείς συνεληλύθησαν, εμποδών εγένετο τη χειροτονία Θεόφιλος, Ισιδώρω σπουδάζων...Τελευταίον συνένησε τοις επι Ιωάννη δεδογμένοις...»
    Κατά το ιστορικό Σωκράτη (Εκκλ.Ιστορία,7,2)ο Θεόφιλος «σπουδήν ετίθετο διασύραι μεν την Ιωάννου δόξαν, Ισίδωρον δε υπ'αυτόν πρεσβύτερον προς την επισκοπήν προχειρίσασθαι»
    Κατά τον Παλλάδιο Ελενοπόλεως υπήρχε εξ'αρχής εχθρότητα κατά του Ιωάννη (Διάλογος, 5 P.G.47,19) «απ'αρχής ουν ο Θεόφιλος...,προσχών αυτή τη καταστάση τω ανεπιλήπτω της παρρησίας ηψυχώθει προς την χειροτονίαν»
  7. O Χρυσόστομος παρακάλεσε επιμονετικά την αυτοκράτειρα να επιστρέψει το κτήμα ή έστω να δώσει κάποια αποζημίωση καθώς αποτελούσε το μοναδικό έσοδο της χήρας. Η ίδια όμως αρνήθηκε (Marc le diacre, Vie de Pophyre, eveque de Gazza.AB97[1979] 131-147)
  8. (Ψευδό Μαρτύριος ΑΒ [1979] 149-153,95[1977] 396-398)
  9. Η απόκληση ως Ιεζάβελ συνιστούσε έγκλημα καθοσιώσεως με βάση τον συσχετισμό της ιστορίας με την ασεβή βασίλισσα. Μάλιστα κρίθηκε ένοχος αλλά η ποινή εξ αιτίας των αντιδράσεων, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. (Παλλάδιος Ελενοπόλεως PG 47,30)
  10. Περίληψη της «επί Δρυν» συνόδου διέσωσε ο Ιερός Φώτιος (P.G. 103,105-113) όπως και οι Σωκράτης (Εκκλ. Ιστορία 6,15 κεξ), Σοζωμενός (Εκκλ.Ιστορία 8,17κεξ), Παλλάδιος Ελενοπόλεως (P.G. 47,48 κεξ) όπου διαφαίνεται η αντικανονικότητα της συνόδου αλλά και της λήψης αποφάσεων. Αναφέρουν ότι παραβρέθηκαν μόλις 36 επίσκοποι, ενώ οι υπόλοιποι 40 αρνήθηκαν να μετάσχουν σε αυτή. Ο Ιννοκέντιος Α΄ πάπας Ρώμης αποδοκίμασε αυτή την απόφαση θεωρώντας τη άκυρη και διακόπτοντας κοινωνία με τις εκκλησίες που δέχθηκαν την απόφαση
  11. O Θεόφιλος κατηγορείτο για ξυλοδαρμό και ίσως τη δολοφονία «μακρών μοναχών» οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτόν τα χρήματα που έβγαζαν αλλά τα έδιναν σε φιλανθρωπίες.(Παλλαδίου Διάλογος ΣΤ΄ PG 47,22-23). Τότε αυτοί κατέφυγαν στον Χρυσόστομο, που όμως δεν είχε καμιά δικαιοδοσία στο ζήτημα(PG 47,23-24). Ο Θεόφιλος το εξέλαβε αρνητικά. Οι μακροί μοναχοί απευθύνθηκαν και ζήτησαν διευθέτηση από τον Αυτοκράτορα. Ο ίδιος όμως έχρισε το Θεόφιλο υπόδικο του Χρυσοστόμου(PG 47,26). Καταλαβαίνοντας ότι με τις ήδη υπάρχουσες συνθήκες θα καθαιρεθεί (συκοφαντίες κατά Χρυσοστόμου, κατηγορίες μοναχών), εξύφανε κατηγορίες και οργάνωσε σχέδιο σε βάρος του Χρυσοστόμου, περνώντας σε δεύτερη μοίρα την δίκη του. Μάλιστα εν συνεχεία αφού πέθανε ο ηγούμενος Ισίδωρος, το ζήτημα διευθετήθηκε χωρίς καμία επίπτωση για το Θεόφιλο.
  12. Ο λόγος που φέρεται να εκφώνησε ο Χρυσόστομος διασώθηκε από τον Ιστορικό Σωκράτη (Εκκλ. Ιστορία, Η΄ 20, 1-5 ή PG 59,485-490) « Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ορχείται, πάλιν Ιωάννου την κεφαλήν επί πίνακος σπουδάζει». Η ιστορική έρευνα όμως από τον 19ο αιώνα θεωρεί το κείμενο νόθο. Μάλιστα σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πως εσκεμμένα χαλκεύτηκε (Αldama No 381),ώστε να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες από τους αντιπάλους του Χρυσοστόμου. Από την ίδια έρευνα προέκυψε ότι οι πρώτοι ιστορικοί που περιέγραψαν το γεγονός δεν αναφέρουν κανενός είδους τέτοια ομιλία, με αποτέλεσμα να θεωρείται μεταγενέστερη.
  13. (Παλλάδιος Ελενοπόλεως (Κ΄PG 47,72) και Σοζωμενός (Εκκλ.Ιστορία Η΄ 21-5-8))
  14. Αυτό τελικά είχε ως αποτέλεσμα να συμβεί Σχίσμα στο εκκλησιαστικό σώμα της Εκκλησίας, όταν ο Ιννοκέντιος Α΄ θεώρησε αντικανονική την απόφαση και διέκοψε κοινωνία με τις εκκλησίες που δέχθηκαν την απόφαση. Η αποκατάσταση συνέβη επί Κυρίλλου Αλεξανδρείας όταν και δέχθηκε την επανεγγραφή του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Εκκλησίας
  15. (Σωκράτους Εκκ.Ιστορία Ζ, 25)
  16. (BHG II No 870 - 881):Πρόκειται για κείμενα τα οποία έχουν μορφή διηγήσεων ή περιγραφής του βίου του Ιωάννη Χρυσοστόμου και δεν προέρχονται απο τις γνωστές ιστορικές πηγές της επόχης. Κάποια απο αυτά εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι το 1932.