Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιωάννης ο Δαμασκηνός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Εισαγωγή)
μ (Εισαγωγή)
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
 
===Εισαγωγή===
 
===Εισαγωγή===
  
Ο ''Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός'' ως θεολόγος υπήρξε συλλέκτης του υλικού των πατέρων, αφού αυτούς διείδε ως ''Θεόπνευστους'' διδασκάλους και ''θεοφόρους'' πατέρες. Κατά τον Ιωάννη, μεταξύ τους δε μπορεί να υπάρχει αντίφαση, «''αφού ο ένας πατήρ δεν αντιμάχεται κατά των άλλων πατέρων, γιατί όλοι τους ήσαν κοινωνοί τους ενός και μοναδικού Αγίου Πνεύματος''». Παρόλα αυτά είναι σαφής στο ότι «''μία προσωπική γνώμη δεν είναι νόμος για τη εκκλησία''» και πως «''μία γνώμη δεν ανατρέχει την παράδοση της εκκλησίας από το ένα άκρο της γης ως το άλλο''». Γι αυτό και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόσο ο ίδιος επιμένει πως δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις, αλλά την πατερική παράδοση, όπως και πολλοί θεολόγοι υπομνηματίζουν. Θα λέγαμε δε, ότι είναι ότι πιο κοντά στους Καππαδόκες πατέρες, ενώ στη χριστολογία επαναλαμβάνει το [[Λεόντιος Βυζάντιος|Λεόντιο Βυζάντιο]] και το [[Μάξιμος Ομολογητής|Μάξιμο τον Ομολογητή]].
+
Ο ''Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός'' ως θεολόγος υπήρξε συλλέκτης του υλικού των πατέρων, αφού αυτούς διείδε ως ''Θεόπνευστους'' διδασκάλους και ''θεοφόρους'' πατέρες. Κατά τον Ιωάννη, μεταξύ τους δε μπορεί να υπάρχει αντίφαση, «''αφού ο ένας πατήρ δεν αντιμάχεται κατά των άλλων πατέρων, γιατί όλοι τους ήσαν κοινωνοί τους ενός και μοναδικού Αγίου Πνεύματος''». Παρόλα αυτά είναι σαφής στο ότι «''μία προσωπική γνώμη δεν είναι νόμος για την εκκλησία''» και πως «''μία γνώμη δεν ανατρέχει την παράδοση της εκκλησίας από το ένα άκρο της γης ως το άλλο''». Γι αυτό και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόσο ο ίδιος επιμένει πως δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις, αλλά την πατερική παράδοση, όπως και πολλοί θεολόγοι υπομνηματίζουν. Θα λέγαμε δε, ότι είναι ότι πιο κοντά στους Καππαδόκες πατέρες, ενώ στη χριστολογία επαναλαμβάνει το [[Λεόντιος Βυζάντιος|Λεόντιο Βυζάντιο]] και το [[Μάξιμος Ομολογητής|Μάξιμο τον Ομολογητή]].
  
 
===Τριαδολογία===
 
===Τριαδολογία===

Αναθεώρηση της 10:19, 5 Ιουλίου 2008

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (645/680 - 749) αποτελεί Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έναν από τους πλέον πολυμαθείς και πολύπλευρους θεολόγους της, ο οποίος καλλιέργησε με επιτυχία όλους τους κλάδους της θεολογίας και κυρίως διακρίθηκε ως μεγάλος ερμηνευτής της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας. Υπήρξε πολυγραφότατος, με έντονο ασκητικό φρόνημα, ενώ η συμβολή του κατά την περίοδο της εικονομαχίας τον έθεσε και ως μία από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της εκκλησίας.

Ο βίος του

Νεανική Ηλικία

Αν και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να μη συνετάχθησαν βιογραφίες μετά το θάνατό του[1], οι πληροφορίες για το βίο του Αγίου Ιωάννη από σύγχρονους συγγραφείς είναι περιορισμένες και ουσιαστικά περιλαμβάνονται σε συναξάρια[2]. Έτσι οι πρώτες ολοκληρωμένες βιογραφίες του ανάγονται στο 10ο αιώνα και μάλιστα είναι αρκετά δύσκολο να δεις ανάμεσα σε αυτές τι είναι αυθεντικό και τι αμφισβητήσιμο[3]. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιωάννης αποτέλεσε θέμα ερεύνης διότι οι σωζόμενες βιογραφίες του σε αυτό το σημείο αντιφάσκουν. Με βάση τις Αραβικές πηγές ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 645, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο λόγω των χρονολογικών δεδομένων[4]. Σύμφωνα λοιπόν με τον Βίο του Στεφάνου, ανηψιού του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο Ιωάννης πέθανε το 749[5] και αν υποθέσουμε ότι γεννήθηκε το 645 τότε πέθανε σε ηλικία 104 ετών, κάτι που συμφωνούν και νεώτερα συναξάρια. Σύμφωνα όμως με το Σιναϊτικό κώδικα ο Ιωάννης πέθανε σε ηλικία 70 ετών, κάτι που φαίνεται πιο ορθό και άρα πρέπει να γεννήθηκε περί το 680.

Ο Ιωάννης γεννήθηκε στη Δαμασκό και προήρχετο από επιφανή οικογένεια της πόλεως. Ο παππούς του (Μανσούρ, ήτοι Νικηφόρος) ήταν διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες το 634 εισήλθαν στην πόλη και την κατέλαβαν, ο δε πατέρας του ήταν ή των «πραγμάτων επίτροπος» ή «λογοθέτης», της κυβέρνησης Αβδ-ελ-Μελέκ (Αβιμελέχ 685-907), θέση που αντιστοιχεί προς αυτή του υπουργού του υποδούλου χριστιανισμού, με κυρίως οικονομικά καθήκοντα. Μάλιστα από την ίδια οικογένεια προέρχονταν και οι πατριάρχες Σέργιος Α΄ και Ηλίας Γ΄. Ο Ιωάννης τις εγκύκλιες γνώσεις του τις απέκτησε δίπλα στο μοναχό Κοσμά το Μελωδό, ενώ υπάρχουν και άλλες ανεκδοτολογικού χαρακτήρος περιγραφές για το πώς ο πατέρας του βρήκε αυτό το δάσκαλο για τον Ιωάννη[6]. Μετά το θάνατο τού πατέρα του ο Δαμασκηνός εισήλθε στην υπηρεσία του χαλιφάτου (επί Ουαλίδ) και λέγεται πως κατέλαβε το αξίωμα του πρωτοσυμβούλου, ενώ αργότερα, άγνωστο πότε, αναχώρησε για τη μονή του Αγίου Σάββα, όπου εκάρη μοναχός και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Κατά την παράδοση εισήλθε στη μονή εξαιτίας των συγκρούσεων του με τον Αυτοκράτορα Λέοντα το Γ΄, λόγω της εικονομαχικής έριδας. Έτσι ο Αυτοκράτορας διέταξε να αποσταλεί επιστολή δήθεν του Ιωάννη στο χαλίφη του, που με βάση το περιεχόμενό της ο Ιωάννης διαφαινόταν ως προδότης, με αποτέλεσμα να του αποκόψει το χέρι, το οποίο θαυματουργικώς απεκαταστάθη. Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να είναι ορθό όπως συνάγεται από την 6η πράξη της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[7], ενώ πιθανότερο είναι ότι αναχώρησε προ της εικονομαχικής έριδος[8].

Ο μοναχικός βίος

Στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα ο Ιωάννης τέθηκε υπό την επίβλεψη ενός πολύ αυστηρού γέροντος, ο οποίος στόχο είχε να καταπολεμήσει τον εγωισμό του, αφού υπέθετε πως η παιδεία και το κοσμικό φρόνημα μέσα στο οποίο ανδρώθηκε, θα είχε επηρεάσει και τη διαπαιδαγώγησή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι του είχε απαγορεύσει να γράφει και επί μακρόν να ομιλεί. Πέραν τούτου ο γέροντας του επέβαλλε και διαφόρων ειδών επιτίμια, με στόχο την ταπείνωση του φρονήματός του, όπως να καθαρίζει ολόκληρο το χώρο της μονής κ.α. Όταν πείστηκε για την επιτυχή έκβαση των μεθόδων του, του επέτρεψε τόσο τη συγγραφή, όσο και την ομιλία. Μάλιστα χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Ε΄ (706-735), αλλά ο ίδιος παρέμενε πάντα πιστός στη σκληρή άσκηση και τη συγγραφή. Εκοιμήθη τελικώς σε ηλικία 70 ετών, εν μέσω της μεγάλης περί των εικόνων έριδος, στην οποία υπήρξε ο μεγάλος υπέρμαχος της ορθόδοξης παράδοσης. Η μνήμη του τιμάται στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Δεκεμβρίου.

Το θεολογικό σύστημα του Ιωάννη του Δαμασκηνού

Εισαγωγή

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ως θεολόγος υπήρξε συλλέκτης του υλικού των πατέρων, αφού αυτούς διείδε ως Θεόπνευστους διδασκάλους και θεοφόρους πατέρες. Κατά τον Ιωάννη, μεταξύ τους δε μπορεί να υπάρχει αντίφαση, «αφού ο ένας πατήρ δεν αντιμάχεται κατά των άλλων πατέρων, γιατί όλοι τους ήσαν κοινωνοί τους ενός και μοναδικού Αγίου Πνεύματος». Παρόλα αυτά είναι σαφής στο ότι «μία προσωπική γνώμη δεν είναι νόμος για την εκκλησία» και πως «μία γνώμη δεν ανατρέχει την παράδοση της εκκλησίας από το ένα άκρο της γης ως το άλλο». Γι αυτό και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόσο ο ίδιος επιμένει πως δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις, αλλά την πατερική παράδοση, όπως και πολλοί θεολόγοι υπομνηματίζουν. Θα λέγαμε δε, ότι είναι ότι πιο κοντά στους Καππαδόκες πατέρες, ενώ στη χριστολογία επαναλαμβάνει το Λεόντιο Βυζάντιο και το Μάξιμο τον Ομολογητή.

Τριαδολογία

Για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, ο Θεός είναι αδύνατο να ερευνηθεί από τον άνθρωπο. Είναι αδύνατο να νοηθεί η ουσία του, αλλά ο άνθρωπος δύναται να γνωρίζει στοιχεία με αναφορά στη φύση του, όπως το αγαθό αυτής και το σοφό. Όμως η ουσία δύναται να νοηθεί μόνο αποφατικά (δηλ. αφαιρετικά), αντιθέτως με τις άκτιστες ενέργειες Αυτού, που μπορεί να νοηθούν με καταφατικό τρόπο. Η αλήθεια της Θείας Μονάδας βρίσκεται στην τριάδα, αλλά η προσέγγιση του μυστηρίου του τρισυποστάτου αυτής αν προσεγγισθεί με την έρευνα της φυσικής και πεπερασμένης σκέψης του ανθρώπου οδηγεί σε αντιφάσεις, ανάμεσα στον πολυθεϊσμό και το στατικό μοναρχιανισμό των Ιουδαίων. Έτσι οι τρεις αυτές υποστάσεις είναι αχωρίστως χωρισμένες, δίνοντας στην ανθρώπινη αίσθηση την ασύμμετρη διαφορά θείας υπάρξεως και κτίσεως.

Ο Θεός πάντα εμφανίζεται ως ένας και η διάκριση των υποστάσεων είναι ένα απλώς νοητικό σχήμα των ανθρώπων για αντιληφθούν την αδύνατη με τη φυσική σκέψη διαφορά, αφού στη σχέση τους δεν ισχύει χωρισμός ή μία διαίρεση, διότι πρόκειται για αχωρίστως άμικτες εικόνες της αιωνίου υπάρξεως. Έτσι οι υποστάσεις για τον ανθρώπινο νου διαχωρίζονται κατ'επίνοιαν, χωρίς αυτό να μειώνει το οντολογικό τους αναλλοίωτο. Έτσι η ενέργεια, η ουσία, η θέληση ορίζονται ως ταυτότητα κοινών θελήσεων, όχι σε 3 όμοιες θελήσεις, αλλά μία και την αυτή, αφού ποτέ δε γίνεται κάτι τέτοιο να φτάσει μέχρι σημείου διαχωρισμού. Μάλιστα οι υποστάσεις δεν είναι μόνο όμοιες, αλλά απαράλλακτες εικόνες κατά τη ουσίας της Θεότητος, η δε ενότητα δε μπορεί να νοηθεί ως σύνθεση των τριών υποστάσεων, αλλά ότι αυτή ενυπάρχει σε τρεις υποστάσεις. Έτσι κάθε πρόσωπο έχει τέλεια υπόσταση, έχει πληρότητα υπάρξεως, δεν αποτελεί απλώς μέρος, γιατί αλλιώς θα επέρχετο σύνθεση, τη στιγμή που η ουσία του Θεού είναι απλή. Έτσι μέσα από το θεολογικό σύστημα των πατέρων γίνεται αντιληπτό ότι η μονάδα δεν αποτελείται από υποστάσεις, αλλά περιέχεται εξίσου και απαράλλακτη στην πληρότητα της θείας φύσεως. Η δε πηγής στην Αγία Τριάδα, δεν επιφέρει διαίρεση ή μερισμό, αφού ο Πατήρ δεν εξαντλεί τον εαυτό του στον Υιό και το Πνεύμα, αλλά ότι έχουν το κατέχουν κοινώς.

Ο Άγιος Ιωάννης καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια πάντα να δώσει στον αναγνώστη, ερευνητή και θεολόγο κάθε εποχής πως η έννοια του κτιστού, πρέπει να αποσυνδέεται παντελώς από την έννοια του Θεού. Έτσι η σχέση των υποστάσεων δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την έννοια των κτιστών πραγμάτων και όντων και γι αυτό αναφέρει πως ότι προέρχεται φυσικώς στη τριάδα (γεννάν, εκπορεύειν) δε γίνεται κατ'ανάγκην όπως στο φυσικό κόσμο. Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο μας λέει πως η έννοια της τριάδας είναι η μόνη που δύναται να μας αποκαλύψει το μυστήριο της θείας ζωής, αφού η μοναρχία θα στερείτο αγάπης. Βασικό σημείο της τριαδολογικής διδασκαλίας του Αγίου επίσης είναι αρκετά σημεία σημεία της Παλαιάς Διαθήκης όπως το «Τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού η δύναμις αυτών»[9], για να καταδείξει πως ήδη από την Παλαιά Διαθήκη διαφαινόταν αυτό που πλήρως αποκαλύφθηκε στη Καινή. Έτσι ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα λαμβάνουν αρχή άμα, δηλαδή ταυτόχρονα.

Η πατρότητα, υιότητα, το εκπορευτό είναι σχετικά ονόματα. Γι αυτό το λόγο το Πνεύμα δεν είναι Υιός του Πατρός, αλλά εκπορεύεται εκ του Πατρός, αφού δε γεννάται κατά την εικόνα του Υιού, κάτι που όμως παραμένει αδύνατο στην ανθρώπινη νόηση. Ο Πατήρ είναι φυσικά η πρώτη αρχική υπόσταση, η αρχή του ενός Θεού, η ρίζα και η πηγή της, έτσι ώστε να σταθμίζεται η αρχική σχέση. Ο Πατήρ είναι άναρχος και ορίζεται ως η φυσική αιτία στη ζωή της τριάδος, αλλά αυτό δεν πρέπει να νοήται επ ουδενί ως σημεία ανωτερότητος και υποταγής των άλλων υποστάσεων, αφού και οι έτερες υποστάσεις, άμα την πρώτη υπάρχουν, ενώ τίποτα το πρώτο ή δεύτερο δεν υπάρχει μέσα σε αυτή. Το όνομα της δεύτερης υποστάσεως είναι Υιός διότι προέρχεται υπαρκτικώς εκ της ουσίας του πατρός. Τονίζει δε πως μέσα στην τριάδα τίποτε το κτιστό δεν μπορεί να νοηθεί.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί στην τριαδολογία του τη χρήση του όρου «εκ πατρός δι Υιού». Η έννοια που λαμβάνει και στη γραμματεία του είναι σαφής. Το εκ δηλώνει τη τη σχέση στη θεολογική τριάδα, το δι απευθύνεται στην οικονομική Τριάδα. Άλλωστε θα τονίσει με έμφαση πως «το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι Υιού, αλλά όχι υιικώς». Έτσι η πρόθεση δι, δεν εκφράζει αιτία, αλλά διατηρεί τη μοναδικότητα της τριάδος αφού με κανένα τρόπο δε μπορεί η πρόσθεση αυτή να νοηθεί ως αιτιώδης παράγοντας. Έτσι και το Πνεύμα το Άγιο είναι εικών του πατρός. Η οικονομική τριάδα, τρόπο τινά, κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, αντανακλά οντολογικά την τάξη της Αγίας Τριάδος. Το Άγιο Πνεύμα μέσα σε αυτή την τάξη είναι η τελειοποιούσα δύναμη, που ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, διότι το ίδιο είναι ζωή. Ο ίδιος μάλιστα ως αυθεντικός ερμηνευτής της ανατολικής παραδόσεως επισημαίνει με εμφατικό τρόπο ότι το Άγιο Πνεύμα «ανεκφράστως εκπορεύεται κατ'ουσίαν εκ του Πατρός δια του γεννηθέντος Υιού». Έτσι στο θεολογικό τριαδολογικό του σύστημα, το Άγιο Πνεύμα στην τάξη της αποκαλύψεως είναι η τελειοποιός δύναμη και αποτελεί όχι μία δευτερεύουσα δύναμη, αλλά είναι ο ζωοποιόν Κύριος, το κυριαρχικό πνεύμα, που επιτυγχάνει τα πάντα και είναι πανίσχυρο, ο Δημιουργός, ο Τελειοποιών, και ο Παντοκράτωρ, «που δημιουργησε και έκανε δια του εαυτού του τα πάντα χωρίς εξαίρεση», ο Φωτίζον και Συντηρών. Το Άγιο Πνεύμα τελικά, ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, γιατί αυτό είναι η ζωή.

Χριστολογία

Οντολογία

Η συμβολή του στην εικονομαχική έριδα

Η συμβολή του στην εικονομαχία, υπήρξε ανεκτίμητη

Η εικονομαχική έριδα ήταν μια διαμάχη η οποία ξέσπασε στις αρχές του 8ου αιώνα στη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες θέλησαν σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθειά τους να διακόψουν τη προσκύνηση των εικόνων, με θεολογικό πρόσχημα, ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ειδωλολατρία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε αυτή τη διαμάχη συνέβαλε μέσα από το συγγραφικό του έργο, στην επικράτηση και διατήρηση του καθεστώτος της προσκύνησης των εικόνων. Θα λέγαμε δε, πως υπήρξε όχι απλώς υπερασπιστής των εικόνων, αλλά και ο πρωτοπόρος της θεολογίας της εικονομαχικής έριδος.

Ο Ιωάννης στήριξε τη δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως»[10]. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας»[11]. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του Θεού, ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί, εξού και συμφωνεί με το Μέγα Βασίλειο, ότι η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Γεννά τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, δημιουργεί τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής τού ότι ήταν»[12]. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι Τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του Ιησού, βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού ευαγγελίου. Γι αυτό και η εικόνα είναι τα γράμματα των αγραμμάτων, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και οι Γραφές ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, έχει χρονική σημασία και ισχύ, καθώς είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.

Ο Ιωάννης όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς Λόγος, φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης, η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.

Επίδραση

Η επίδραση του Ιωάννη του Δαμασκηνού στην εκκλησία ήταν και παραμένει πολύπλευρη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το θεολογικό του έργο επεκτείνεται σε τρεις τομείς. Την υμνολογία, τη δογματική και την περί εικόνων απολογία, ενώ σημαντικό έργο παρήγαγε από άποψη ποιμαντικής θεολογίας (ονομάστηκε άλλωστε και χρυσορρόας) και στη συνάντηση του ελληνικού πνεύματος με το Χριστιανισμό. Η θεολογία του περί των εικόνων επηρέασε βαθύτατα την εκκλησία, με αποτέλεσμα να τεθεί ως βάση του όρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και στη συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος της εικονομαχίας. Σε ότι αφορά της λατρεία το όνομά του κοσμεί τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, ως συντάκτης πλήθους κανόνων, τροπαρίων, αλλά και ιδίως λόγω της διαμόρφωσης της βυζαντινής μουσικής και ιδιαιτέρως του οκτωήχου συστήματος αυτής. Δυστυχώς σήμερα είναι αδύνατο να συμπεράνουμε τα μελωδικά στοιχεία που προσέθεσε ή διαμόρφωσε ο ίδιος «αν και υποπετευόμεθα ότι θα ήσαν σημαντικά»[13]. Μάλιστα η συμβολή του στην εκκλησιαστική μουσική κρίνεται σημαντική διότι θεωρείται και ο διασώστης της εκκλησιαστικής μουσικής παραδόσεως, αφού συντήρησε και διέσωσε γραπτώς την εκκλησιαστική μουσική, η οποία για ορισμένο χρονικό διάστημα είχε υποχρεωτικώς διακοπή στους ναούς, μετά από εντολή των Ισαύρων.

Όμως ο Δαμασκηνός αναγνωρίζεται και ως κατεξοχήν δογματικός πατήρ της εκκλησίας. Τα δογματικά έργα του μάλιστα φαίνεται πως δεν έγιναν άμεσα γνωστά στην εκκλησιαστική παράδοση, αφού δε φαίνονται να μνημονεύονται μέχρι τον 9ο αιώνα, κάτι το οποίο οφείλεται πιθανώς στο ότι όπως ο ίδιος δήλωσε «ότι δε θα ειπή τίποτε ιδικόν του, αλλά θα μεταφέρει εις τα έργα του, παν ότι καλόν και ορθόν έχουν διδάξει οι παλαιοί πατέρες, οι δε μετέπειτα θεολόγοι παρετήρουν ότι πράγματι αυτός ανακεφαλαίωνε τα λεχθέντα παλαιοτέρων»[14]. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν υπήρξε ένα απλός αντιγραφέας ή συλλογέας, αλλά «αρμοστής και εναρμονιστής του δόγματος της διδασκαλίας των Πατέρων»[15]. Έτσι το έργο του Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, απέκτησε από ύστερους θεολόγους μεγάλη φήμη και η αξία του έργου αυτού του απέδωσε τα προσωνύμια του «στοιχειωτή του δόγματος»[16] και του «ακριβούς εικονίσματος των τριών ιεραρχών»[17]. Το δε έργο αυτό, κατέστη κανών και αποτέλεσε την πλέον συστηματική μέθοδο έκθεσης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας, ενώ έγινε ιδιαίτερα γνωστό κατά την εποχή των σταυροφοριών και στη Δύση, όπου χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Λατίνους θεολόγους.

Υποσημειώσεις

  1. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 312
  2. PG 94, 501-504
  3. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
  4. Θεωρείται αδύνατο ο Ιωάννης να επιδεικνύει κινητικότητα ωρίμου ανδρός σε ηλικία 90 ετών κατά το 730-734
  5. Θ. Δετοράκης, Ο Κοσμάς ο Μελωδός, Θεσσαλονίκη 1979
  6. Ιεροσολυμίτικος Βίος 8 εε
  7. Μansi, 13, 357
  8. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
  9. Ψαλμοί 32, 6
  10. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443
  11. ενθ.αν.
  12. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445
  13. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 334
  14. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
  15. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
  16. Α. Δημητρακοπούλου, Εκκλησιαστική βιβλιοθήκη σελίς 70, Σχόλιο του Ευστρατίου Νικαίας
  17. Κωνσταντίνος Ακροπολίτης

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος E΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Γεώργιος Φλορόφσκι, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007