Ιωάννης Δαμασκηνός | |
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός | |
Γέννηση | Μεταξύ 645 και 680, Δαμασκός |
Κοίμηση | Μεταξύ 749 και 787, Ιεροσόλυμα |
Εορτασμός | 4 Δεκεμβρίου |
Σημαντικές ημερομηνίες | |
Τίτλος | Πρεσβύτερος, Μοναχός, Άγιος |
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (645/680 - 749/787) αποτελεί Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έναν από τους πλέον πολυμαθείς και πολύπλευρους θεολόγους της, ο οποίος καλλιέργησε με επιτυχία όλους τους κλάδους της θεολογίας, διακρινόμενος ως μεγάλος ερμηνευτής της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας. Υπήρξε πολυγραφότατος, με έντονο ασκητικό φρόνημα, ενώ η συμβολή του κατά την περίοδο της εικονομαχίας τον έθεσε και ως μία από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της εκκλησίας. Η αντιαιρετική διδασκαλία, η ελληνική αριστοτελική λογική[1] και η ακριβής διατύπωση της θεολογικής διδασκαλίας οκτώ αιώνων σε σαφείς και περιεκτικές προτάσεις, συνάμα με την κατεξοχήν πρωτότυπη δημιουργική και αφομοιωτική ικανότητα των περιβαλλόντων στοιχείων, τον ανέδειξε όχι μόνο ως μία από τις κορυφαίες θεολογικές προσωπικότητες της εποχής του, αλλά και ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της βυζαντινής διανόησης.
Ο βίος του
Νεανική Ηλικία
Αν και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να μη συνετάχθησαν βιογραφίες μετά το θάνατό του[2], οι πληροφορίες για το βίο του Αγίου Ιωάννη από σύγχρονους συγγραφείς είναι περιορισμένες και ουσιαστικά περιλαμβάνονται σε συναξάρια[3]. Έτσι οι πρώτες ολοκληρωμένες βιογραφίες του ανάγονται στο 10ο αιώνα, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να διακριθεί ανάμεσα σε αυτές τι είναι αυθεντικό και τι αμφισβητήσιμο[4]. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιωάννης αποτέλεσε θέμα ερεύνης διότι οι σωζόμενες βιογραφίες του σε αυτό το σημείο αντιφάσκουν. Με βάση τις Αραβικές πηγές ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 645, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο λόγω των χρονολογικών δεδομένων[5]. Σύμφωνα λοιπόν με τον Βίο του Στεφάνου, ανηψιού του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο Ιωάννης πέθανε το 749[6] και αν υποθέσουμε ότι γεννήθηκε το 645 τότε πέθανε σε ηλικία 104 ετών, κάτι που συμφωνούν και νεώτερα συναξάρια. Σύμφωνα όμως με το Σιναϊτικό κώδικα ο Ιωάννης πέθανε σε ηλικία 70 ετών, κάτι που φαίνεται πιο ορθό και άρα πρέπει να γεννήθηκε περί το 680. Παρόλα αυτά πολλοί ερευνητές "τοποθετούσαν το θάνατό του λίγο πριν την εικονομαχική σύνοδο της Ιέρειας του 754. Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι πέθανε πολύ αργότερα, λίγο πριν τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου"[7], κάτι που επιτείνει ακόμα περισσότερα τη σύγχηση περί των χρονολογικών δεδομένων, γέννησης, θανάτου και ηλικίας που απεβίωσε.
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στη Δαμασκό και προήρχετο από επιφανή οικογένεια της πόλεως. Ο παππούς του (Μανσούρ, ήτοι Νικηφόρος) ήταν διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες το 634 εισήλθαν στην πόλη και την κατέλαβαν, ο δε πατέρας του ήταν ή των «πραγμάτων επίτροπος» ή «λογοθέτης», της κυβέρνησης Αβδ-ελ-Μελέκ (Αβιμελέχ 685-907), θέση που αντιστοιχεί προς αυτή του υπουργού του υποδούλου χριστιανισμού, με κυρίως οικονομικά καθήκοντα. Μάλιστα από την ίδια οικογένεια προέρχονταν και οι πατριάρχες Σέργιος Α΄ και Ηλίας Γ΄. Ο Ιωάννης τις εγκύκλιες γνώσεις του τις απέκτησε δίπλα στο μοναχό Κοσμά το Μελωδό, ενώ υπάρχουν και άλλες ανεκδοτολογικού χαρακτήρος περιγραφές για το πώς ο πατέρας του βρήκε αυτό το δάσκαλο για τον Ιωάννη[8]. Μετά το θάνατο τού πατέρα του ο Δαμασκηνός εισήλθε στην υπηρεσία του χαλιφάτου (επί Ουαλίδ) και λέγεται πως κατέλαβε το αξίωμα του πρωτοσυμβούλου, ενώ αργότερα, άγνωστο πότε, αναχώρησε για τη μονή του Αγίου Σάββα, όπου εκάρη μοναχός και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Κατά την παράδοση εισήλθε στη μονή εξαιτίας των συγκρούσεων του με τον Αυτοκράτορα Λέοντα το Γ΄, λόγω της εικονομαχικής έριδας. Έτσι ο Αυτοκράτορας διέταξε να αποσταλεί επιστολή δήθεν του Ιωάννη στο χαλίφη του, που με βάση το περιεχόμενό της ο Ιωάννης διαφαινόταν ως προδότης, με αποτέλεσμα να του αποκόψει το χέρι, το οποίο θαυματουργικώς απεκαταστάθη. Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να είναι ορθό όπως συνάγεται από την 6η πράξη της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[9], ενώ πιθανότερο είναι ότι αναχώρησε προ της εικονομαχικής έριδος[10].
Ο μοναχικός βίος
Στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα ο Ιωάννης τέθηκε υπό την επίβλεψη ενός πολύ αυστηρού γέροντος, ο οποίος στόχο είχε να καταπολεμήσει τον εγωισμό του, αφού υπέθετε πως η παιδεία και το κοσμικό φρόνημα μέσα στο οποίο ανδρώθηκε, θα είχε επηρεάσει και τη διαπαιδαγώγησή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι του είχε απαγορεύσει να γράφει και επί μακρόν να ομιλεί. Πέραν τούτου ο γέροντας του επέβαλλε και διαφόρων ειδών άλλα, και πολλές φορές σκληρά επιτίμια, με στόχο την ταπείνωση του φρονήματός του. Όταν πείστηκε για την επιτυχή έκβαση των μεθόδων του, του επέτρεψε τόσο τη συγγραφή, όσο και την ομιλία. Μάλιστα χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Ε΄ (706-735), αλλά ο ίδιος παρέμενε πάντα πιστός στη σκληρή άσκηση και τη συγγραφή. Εκοιμήθη τελικώς εν μέσω της μεγάλης περί των εικόνων έριδος, στην οποία υπήρξε ο μεγάλος υπέρμαχος της ορθόδοξης παράδοσης. Η μνήμη του τιμάται στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Δεκεμβρίου.
Το θεολογικό σύστημα του Ιωάννη του Δαμασκηνού
Εισαγωγή
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ως θεολόγος υπήρξε συλλέκτης του υλικού των πατέρων, αφού αυτούς διείδε ως Θεόπνευστους διδασκάλους και θεοφόρους πατέρες. Κατά τον Ιωάννη, μεταξύ τους δε μπορεί να υπάρχει αντίφαση, "αφού ο ένας πατήρ δεν αντιμάχεται κατά των άλλων πατέρων, γιατί όλοι τους ήσαν κοινωνοί τους ενός και μοναδικού Αγίου Πνεύματος". Παρόλα αυτά είναι σαφής στο ότι "μία προσωπική γνώμη δεν είναι νόμος για την εκκλησία" και πως "μία γνώμη δεν ανατρέχει την παράδοση της εκκλησίας από το ένα άκρο της γης ως το άλλο". Έτσι μέσα από τα έργα του τονίζει πως κάθε τι που μας έδωσε η παράδοση είναι ορθό. Πρώτο θεμέλιο της παραδόσεως αυτής είναι η Αγία Γραφή, αλλά η διατύπωση της αληθείας δεν ολοκληρώνεται σε αυτή, διότι οι αυτόπτες μάρτυρες της αληθείας την παρέδωσαν αγράφως και εν συνεχεία παρεδόθη από τους θεοφόρους πατέρες που είναι κοινωνοί του διαρκώς ζώντος, μέσα στην εκκλησία, Αγίου Πνεύματος[11]. Γι αυτό και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τόσο ο ίδιος επιμένει πως δεν εκφράζει προσωπικές απόψεις, αλλά την πατερική παράδοση. Θα λέγαμε δε, ότι είναι ότι πιο κοντά στους Καππαδόκες πατέρες, ενώ στη χριστολογία επαναλαμβάνει το Λεόντιο Βυζάντιο και το Μάξιμο τον Ομολογητή.
Τριαδολογία
Για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, ο Θεός είναι αδύνατο να ερευνηθεί από τον άνθρωπο. Είναι αδύνατο να νοηθεί η ουσία του, αλλά ο άνθρωπος δύναται να γνωρίζει στοιχεία με αναφορά τη φύση του, όπως το αγαθό αυτής και το σοφό. Γι'αυτό η ουσία δύναται να νοηθεί μόνο αποφατικά, αντιθέτως με τις άκτιστες ενέργειες Αυτού, που μπορεί να νοηθούν με καταφατικό τρόπο. Η αλήθεια της Θείας Μονάδας βρίσκεται στην τριάδα, αλλά η προσέγγιση του μυστηρίου του τρισυποστάτου αυτής αν προσεγγισθεί με την έρευνα της φυσικής και πεπερασμένης σκέψης του ανθρώπου οδηγεί σε αντιφάσεις, ανάμεσα στον πολυθεϊσμό και το στατικό μοναρχιανισμό των Ιουδαίων. Έτσι οι τρεις αυτές υποστάσεις είναι αχωρίστως χωρισμένες, δίνοντας στην ανθρώπινη αίσθηση την ασύμμετρη διαφορά θείας υπάρξεως και κτίσεως.
Ο Θεός πάντα εμφανίζεται ως Ένας, και η διάκριση των υποστάσεων είναι ένα απλώς νοητικό σχήμα των ανθρώπων, για αντιληφθούν την αδύνατη με τη φυσική σκέψη διαφορά αφού στη σχέση τους δεν ισχύει χωρισμός ή μία διαίρεση, διότι πρόκειται για αχωρίστως άμικτες εικόνες της αιωνίου υπάρξεως. Έτσι οι υποστάσεις για τον ανθρώπινο νου διαχωρίζονται κατ'επίνοιαν, χωρίς αυτό να μειώνει το οντολογικό τους αναλλοίωτο. Έτσι η ενέργεια, η ουσία, η θέληση ορίζονται ως ταυτότητα κοινών θελήσεων, όχι σε 3 όμοιες θελήσεις, αλλά μία και την αυτή, αφού ποτέ δε γίνεται κάτι τέτοιο να φτάσει μέχρι σημείου διαχωρισμού. Μάλιστα οι υποστάσεις δεν είναι μόνο όμοιες, αλλά απαράλλακτες εικόνες κατά την ουσία της Θεότητος, η δε ενότητα δε μπορεί να νοηθεί ως σύνθεση των τριών υποστάσεων, αλλά ότι αυτή ενυπάρχει σε τρεις υποστάσεις. Έτσι κάθε πρόσωπο έχει τέλεια υπόσταση, έχει πληρότητα υπάρξεως, δεν αποτελεί απλώς μέρος, γιατί αλλιώς θα επέρχετο σύνθεση, τη στιγμή που η ουσία του Θεού είναι απλή. Έτσι μέσα από το θεολογικό σύστημα των πατέρων γίνεται αντιληπτό ότι η μονάδα δεν αποτελείται από υποστάσεις, αλλά περιέχεται εξίσου και απαράλλακτη στην πληρότητα της θείας φύσεως. Η δε πηγή στην Αγία Τριάδα, δεν επιφέρει διαίρεση ή μερισμό, αφού ο Πατήρ δεν εξαντλεί τον εαυτό του στον Υιό και το Πνεύμα, αλλά ότι έχουν το κατέχουν κοινώς.
Ο Άγιος Ιωάννης καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια πάντα για να δώσει στον αναγνώστη, ερευνητή και θεολόγο κάθε εποχής πως η έννοια του κτιστού, πρέπει να αποσυνδέεται παντελώς από την έννοια του Θεού. Έτσι η σχέση των υποστάσεων δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την έννοια των κτιστών πραγμάτων και όντων και γι αυτό αναφέρει πως ότι προέρχεται φυσικώς στη τριάδα (γεννάν, εκπορεύειν) δε γίνεται κατ'ανάγκην όπως στο φυσικό κόσμο. Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο μας λέει πως η έννοια της τριάδας είναι η μόνη που δύναται να μας αποκαλύψει το μυστήριο της θείας ζωής, αφού η μοναρχία θα στερείτο αγάπης. Βασικό σημείο της τριαδολογικής διδασκαλίας του Αγίου επίσης είναι αρκετά σημεία σημεία της Παλαιάς Διαθήκης όπως το «Τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού η δύναμις αυτών»[12], για να καταδείξει πως ήδη από την Παλαιά Διαθήκη διαφαινόταν αυτό που πλήρως αποκαλύφθηκε στη Καινή. Έτσι ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα λαμβάνουν αρχή άμα, δηλαδή ταυτόχρονα.
Η πατρότητα, η υιότητα, το εκπορευτό είναι σχετικά ονόματα. Γι αυτό το λόγο το Πνεύμα δεν είναι Υιός του Πατρός, αλλά εκπορεύεται εκ του Πατρός, αφού δε γεννάται κατά την εικόνα του Υιού, κάτι που όμως είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό από την ανθρώπινη νόηση. Ο Πατήρ είναι φυσικά η πρώτη αρχική υπόσταση, η αρχή του ενός Θεού, η ρίζα και η πηγή της, έτσι ώστε να σταθμίζεται η αρχική σχέση. Ο Πατήρ είναι άναρχος και ορίζεται ως η φυσική αιτία στη ζωή της τριάδος, αλλά αυτό δεν πρέπει να νοήται επ ουδενί ως σημείο ανωτερότητος και υποταγής των άλλων υποστάσεων, αφού και οι έτερες υποστάσεις, άμα την πρώτη υπάρχουν, ενώ τίποτα το πρώτο ή δεύτερο δεν υπάρχει μέσα σε αυτή. Το όνομα της δεύτερης υποστάσεως είναι Υιός διότι προέρχεται υπαρκτικώς εκ της ουσίας του πατρός.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί στην τριαδολογία του τη χρήση του όρου «εκ πατρός δι Υιού». Η έννοια που λαμβάνει και στη γραμματεία του είναι σαφής. Το εκ δηλώνει τη σχέση στη θεολογική τριάδα, το δι απευθύνεται στην οικονομική Τριάδα. Άλλωστε θα τονίσει με έμφαση πως «το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι Υιού, αλλά όχι υιικώς». Έτσι η πρόθεση δι, δεν εκφράζει αιτία, αλλά διατηρεί τη μοναδικότητα της τριάδος αφού με κανένα τρόπο δε μπορεί η πρόσθεση αυτή να νοηθεί ως αιτιώδης παράγοντας. Έτσι και το Πνεύμα το Άγιο είναι εικών του πατρός. Η οικονομική τριάδα, τρόπο τινά, κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, αντανακλά οντολογικά την τάξη της Αγίας Τριάδος. Το Άγιο Πνεύμα μέσα σε αυτή την τάξη είναι η τελειοποιούσα δύναμη, που ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, διότι το ίδιο είναι ζωή. Ο ίδιος μάλιστα ως αυθεντικός ερμηνευτής της ανατολικής παραδόσεως επισημαίνει με εμφατικό τρόπο ότι το Άγιο Πνεύμα «ανεκφράστως εκπορεύεται κατ'ουσίαν εκ του Πατρός δια του γεννηθέντος Υιού». Έτσι στο θεολογικό τριαδολογικό του σύστημα, το Άγιο Πνεύμα στην τάξη της αποκαλύψεως είναι η τελειοποιός δύναμη και αποτελεί όχι μία δευτερεύουσα δύναμη, αλλά είναι ο ζωοποιόν Κύριος, το κυριαρχικό πνεύμα, που επιτυγχάνει τα πάντα και είναι πανίσχυρο, ο Δημιουργός, ο Τελειοποιών, και ο Παντοκράτωρ, «που δημιουργησε και έκανε δια του εαυτού του τα πάντα χωρίς εξαίρεση», ο Φωτίζον και Συντηρών. Το Άγιο Πνεύμα τελικά, ολοκληρώνει ότι δημιουργείται από το Λόγο και δίνει ζωή, γιατί αυτό είναι η ζωή.
Χριστολογία
Ο λόγος που Ιησούς Χριστός ενανθρωπίστηκε ήταν η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Ο Λόγος ενσαρκώθηκε ώστε να υποτάξει το θάνατο και να ανανεώσει την ανθρώπινη φύση, η οποία εφθάρη κατά την πτώση από τον παράδεισο. Ήρθε ουσιαστικά να αναγεννήσει τον άνθρωπο, να μεταμορφώσει την ύλη που προ της ελεύσεώς του ήταν προς κατάκριση. Ο Ιησούς πλέον ανακεφαλαιώνει την ανθρώπινη ιστορία, ανακαινίζει με την πρόσμιξή του με την ανθρώπινη φύση την ύλη και έτσι για παράδειγμα παρατηρούμε πως στη Θεία Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος, δηλαδή το υλικό, μέσω της θείας χάριτος, προσφέρει σωτηρία, αφού πλέον η φύση του υλικού με αυτή τη χάρη υπερβαίνεται. Ο Λόγος λοιπόν έγινε άνθρωπος και έτσι ύψωσε την ανθρώπινη φύση σε σημείο που ο άνθρωπος υπερβαίνει ακόμη και τους αγγέλους, αφού η υπόστασή Του ενώ περιείχε ανθρώπινη φύση, δεν περιείχε αγγελική. Ο Σταυρός κατήργησε το θάνατο, συνέτριψε την αμαρτία, οδήγησε στην Ανάσταση και εξασφάλισε την επιστροφή στην αρχαία μακαριότητα. Έτσι τελικώς ο κενώσας της θέση στην τριάδα Λόγος, επιστρέφει εκεί δεξιά του Πατρός, υψώνοντας σε τέτοιο σημείο την ανθρώπινη φύση, αφού αυτή πλέον τοποθετείται στο θρόνο του Πατρός.
Ο μεγάλος αυτός θεολόγος επισημαίνει πως η θυσία του Χριστού δεν αποτελεί λύτρο, αν και διατηρεί μερικές απόψεις περί της θεωρίας αυτής «ίσως κάτω από την επίδραση του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης»[13]. Έτσι τελικώς ο θεός γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει, θεώσει και ανανεώσει τον άνθρωπο, λαμβάνοντας σάρκα μέσω του Αγίου Πνεύματος. Με τη σάρκωση όμως ο Λόγος δεν προσλαμβάνει μια αφηρημένη ανθρώπινη φύση, θεωρητική, ούτε προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση όπως αυτή πραγματώνεται σε όλο το ανθρώπινο γένος, αλλά προσλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα εξ αδιαιρέτου και όχι καθ εαυτή, χωρίς γνωμικό θέλημα, ενυπάρχοντας όντος και αληθινώς μέσα στην υπόστασή Του. Η ανθρώπινη φύση τελικά πραγματώνεται μόνο δια της θείας υποστάσεως, γι αυτό και προσλαμβάνεται από το σωτήρα μέσω της ανθρωπότητος, μεταδιδόμενη δυναμικά και δυνητικά διαιρούμενη σε όλο το ανθρώπινο γένος. Τελικά η ανθρωπότητα του Λόγου αριθμητικά οριοθετείται από όλες τις υποστάσεις, αλλά λόγω μη εξατομικευμένης ανθρώπινης φύσης ενυποστασιάζεται ώστε να περιορίζεται στα όρια της μίας μοναδικής ανθρώπινης υποστάσεως.
Η υπόσταση του Λόγου είναι σύνθετη και διπλή και το όνομα Χριστός είναι το μοναδικό και ένα όνομα αυτής, που προσδιορίζει την ένωση (φυσικά δε μιλάει εδώ για πραγματοκρατία). Η ανθρώπινη φύση βρίσκεται ενυποστατικώς στην υπόσταση του Λόγου και οι δύο φύσεις δεν είναι χωριστές αλλά και ούτε αναμεμιγμένες, είναι ασύχητες και αναλλοίωτες, αμοιβαία μεταδιδόμενες και αμοιβαία περιχωρούμενες. Έτσι η ανθρώπινη φύση θεώνεται και σε καμία περίπτωση δε μεταβάλλεται, δε μεταμορφώνεται, μεταλλάσσεται ή αναμιγνύεται, λόγω της ένωσής της με τη θεία. Η περιχώρηση αυτών των φύσεων στον Ιωάννη το Δαμασκηνό και κατά τους πατέρες νοήται μονοπλεύρως από την ανθρώπινη προς τη θεϊκή φύση, αφού η σάρκα δεν μπορεί λόγω κτιστότητας να διεισδύσει στη θεϊκή. Αντίστοιχα και με τη θέληση, δε μπορεί να νοηθεί ως αναμεμιγμένη, αλλά προς μία εναρμόνιση με τη θεία. Η θέληση και η ενέργεια ανήκουν άλλωστε στη φύση και όχι στην υπόσταση. Είναι λοιπόν διαφορετικό πράγμα το αιρετό-γνωμικό θέλημα, από το φυσικό. Γι αυτό και η ιδιότητα του "θέλειν" ανήκει στην ανθρώπινη φύση, σε αυτή δε προκηρύσσεται η εικών του θεού, διότι ελευθερία και η θέληση είναι θεϊκά χαρακτηριστικά. Η οριστικοποίηση όμως της θελήσεως δεν ανήκει στη φύση και έτσι η ανθρωπότητα δεν έχει γνώμη στην υπόσταση του Λόγου, διότι ο Θεός είναι όν παντογνωστικό. Εφόσον η ψυχή του Κυρίου γνώριζε τα πάντα, η ανθρώπινη επιθυμία δε χωριζόταν από τη θεία θέληση, συνέπιπτε δε με αυτή ελεύθερα και φυσικά χωρίς να καταναγκάζεται, αφού η σάρκα εκινείτο ελευθέρως και όχι όπως στην περίπτωση των προφητών. Έτσι οι θελήσεις μπορεί να διαχωρίζονται μόνο κατά φύση και όχι κατά τη διάθεση, αφού αυτή ήταν πάντα αγαθή και ταυτισμένη.
Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά ενισχυμένος με τη θεότητα, όπως και δεν τελούσε όλα τα έργα της θεότητας διότι μετριαζόταν από την ανθρώπινη φύση. Πέρα αυτών τονίζει ιδιαιτέρως πως ο Ιησούς είχε δύο νόες και μέσω του ανθρωπίνου νου ενώθηκε ο θεϊκός Λόγος με τη σάρκα, όχι με ενοίκηση, αλλά με εγκατοίκηση. Αποδεχόμενος οικειοθελώς δε αυτό ο Ιησούς πάντοτε σκεπτόταν ως άνθρωπος, μετέχοντας όμως της κυρίαρχης δραστηριότητας του Λόγου, διαθέτοντας τα πάντα όχι ως φυσικός ανθρώπινος νους, αλλά ως νους υποστατικά ενωμένος με το Θεό. Χαρακτηριστικό σημείο της υποστάσεως του Ιησού είναι ο υπομνηματισμός πάνω στο ευαγγελικό χωρίο της προσευχής Του στη Γεθσημανή, τονίζοντας πως ο Ιησούς δεν είχε ανάγκη την προσευχή, έπραξε όμως κάτι τέτοιο, διότι είχε προσλάβει την ανθρώπινη φύση και έτσι μιμήθηκε για εμάς, ότι ήταν πρέπων για εμάς, πληρώνοντας έτσι κάθε συνήθεια για εμάς. Γι αυτό άλλωστε δέχθηκε τα πάντα από την ανθρώπινη φύση ακόμα και αυτά τα αδιάβλητα πάθη, τα οποία ήταν κατά φύση και υπέρ φύση εκουσίως ηθελημένα, επηρεάζοντάς τον όμως εξωτερικά και όχι εσωτερικά, δηλαδή μόνο την ανθρώπινη φύση και ποτέ τη θεϊκή. Με την εκούσια πρόσληψη αυτών των παθών, ο Κύριος καταργεί τη δουλικότητα της ανθρωπίνης φύσεως προς την αμαρτία, λαμβάνοντας ο ίδιος μορφή δούλου για να ελευθερώσει από τη δουλεία. Τελικώς θανατώνεται εκουσίως διότι ο θάνατος είναι ο μισθός της αμαρτίας και γι αυτό αποκαλείται ο θάνατος αυτός θυσία, η οποία δε συμβαίνει για να ικανοποιήσει το Πατέρα, αλλά τελικά για να καταργήσει αυτό που προήλθε κατά την πτώση και την αμαρτία.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εν τέλει καταλήγει πως στη Γεσθημανή δεν εγκαταλείφθηκε ο Χριστός, αλλά ο άνθρωπος, και ουσιαστικά αγνοήθηκε μέσω αυτού του γεγονότος η ανθρωπότητα. Μετά το θάνατο η υπόσταση του Χριστού δε διαιρέθηκε, αφού καμία εκ των δύο φύσεων δεν ήταν στην υπόσταση του Χριστού αυθύπαρκτη, αλλά παρέμειναν άρρηκτα συνδεδεμένες, τη στιγμή που η θεωμένη ψυχή κατέρχεται στον Άδη, ελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους του θανάτου. Ανασταίνεται εκ νεκρών θεοποιείται και τελειοποιείται διατηρώντας την ανθρώπινη φύση και σωματικώς με το νέο και ανακαινισμένο σώμα τοποθετείται στα δεξιά του Πατρός, όπως και εν δόξη θα εμφανισθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Δημιουργία και κτισιολογία
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μιλά λίγο και αποσπασματικά για τη δημιουργία και την κτίση. Πάντα όμως να παραμένει πιστός στην πατερική θεολογία. Η Δημιουργία λοιπόν είναι πράξη της θείας βουλήσεως. Ο Θεός δε, δημιουργεί με τη σκέψη, η οποία συμπληρωμένη από το Λόγο, τελειώνεται από το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός, δημιουργεί λόγω της άπειρης αγαθότητός του και οι «εικόνες και το σχέδιο», υπήρχαν προαιωνίως στη βουλή Του ("Λόγοι των όντων"). Η βουλή άλλωστε του Θεού είναι αιώνια, χωρίς αρχή και αμετάβλητη.
Οι Άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν τον άνθρωπο, κάτι που όμως κατ'επίνοιαν εννοείται διότι η ουσιαστική διαφορά τους είναι οντολογική και όχι χρονική. Είναι και αυτοί δημιουργήματα κατ'εικόνα του Θεού, αλλά δε γνωρίζουν την ουσία του Θεού. Είναι ασώματοι σε σχέση με τους ανθρώπους και την ψυχή αυτών, αλλά σε σχέση με το Θεό θεωρούνται υλικοί και χονδροειδείς. Δημιουργήθηκαν εκ του Λόγου και τελειώθηκαν παγιώνοντας την αγαθότητά τους, δια του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος αποτελείται από δύο φύσεις. Τη λογική (ψυχική) και τη σαρκική και αποτελεί το σύνδεσμο του ορατού και του αοράτου, είναι εικόνα του Θεού και τείνει προς ομοίωση Αυτού. Ο άνθρωπος προικίσθηκε με νου και ελευθερία, τα οποία αποτελούν εικόνες του Θεού και τα οποία στόχο έχουν να τον αναβιβάσουν στην αρετή και εξ αυτού στην ομοίωση με το Δημιουργό του. Ο άνθρωπος όμως με την πτώση του απωλεί τη εικόνα αυτή. Με τη δημιουργία όμως ο Θεός έδωσε όχι μόνο ύπαρξη αλλά και μακαριότητα, περιβάλλοντας τον άνθρωπο με τη χάρη Του, ώστε να παραμένει σε συνεχή ενότητα με το Θεό, αν αυτό επιθυμεί. Έτσι ο άνθρωπος είναι κατά βάση είδος νέου αγγέλου, ο οποίος βασιλεύει πάνω στη γη και κινείται προς τον ουρανό, δηλαδή προς το Θεό, που είναι και ο τελικός σκοπός του μυστηρίου της Δημιουργίας. Στον παράδεισο ο άνθρωπος δημιουργήθηκε εν απαθεία, αθάνατος, με ζωή μακάρια και όμοια των αγγέλων, με τη χάρη της αρχέγονης δικαιοσύνης να τον περιβάλλει, θεωρώντας, ακολουθώντας και δοξολογώντας ελεύθερα το Θεό, πράγματα τα οποία έπρεπε να αφομοιωθούν ελεύθερα από αυτόν. Έτσι η πτώση ήταν θέλημα του και ελεύθερη επιλογή του και ακριβώς σε αυτά βλέπει και ο πατήρ της εκκλησίας την αρχή του κακού και όχι στη φύση. Η κακία έτσι είναι το "μη όν", κάτι το αφύσικο το οποίο ζώντας προσαρμόζεται στη φύση. Έτσι με την πτώση, από το πνευματικό πλέον κλίνει προς το υλικό και σαρκικό, τίθεται ανάμεσα στη φύση και το Θεό και ως θνητός υποτάσσεται προς τα πάθη και τρέπεται προς το κακό. Χαρακτηριστικό είναι πως ο άνθρωπος για να πολλαπλασιαστεί χρειάζεται πόνο και σαρκική μίξη, μα αν παρέμενε στον παράδεισο κάτι τέτοιο δε θα χρειαζόταν.
Η συμβολή του στην εικονομαχική έριδα
Η εικονομαχική έριδα ήταν μια διαμάχη η οποία ξέσπασε στις αρχές του 8ου αιώνα στη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες θέλησαν σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθειά τους να διακόψουν τη προσκύνηση των εικόνων, με θεολογικό πρόσχημα, ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ειδωλολατρία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε αυτή τη διαμάχη συνέβαλε μέσα από το συγγραφικό του έργο, στην επικράτηση και διατήρηση του καθεστώτος της προσκύνησης των εικόνων. Θα λέγαμε δε, πως υπήρξε όχι απλώς υπερασπιστής των εικόνων, αλλά και ο πρωτοπόρος της θεολογίας της εικονομαχικής έριδος.
Ο Ιωάννης στήριξε τη δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως»[14]. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας»[15]. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του Θεού, ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί, εξού και συμφωνεί με το Μέγα Βασίλειο, ότι η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Γεννά τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, δημιουργεί τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής τού ότι ήταν»[16]. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι Τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του Ιησού, βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού ευαγγελίου. Γι αυτό και η εικόνα είναι τα γράμματα των αγραμμάτων, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και οι Γραφές ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, έχει χρονική σημασία και ισχύ, καθώς είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.
Ο Ιωάννης όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς Λόγος, φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης, η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.
Επίδραση
Η επίδραση του Ιωάννη του Δαμασκηνού στην εκκλησία ήταν και παραμένει πολύπλευρη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το θεολογικό του έργο επεκτείνεται σε τρεις τομείς. Την υμνολογία, τη δογματική και την περί εικόνων απολογία, ενώ σημαντικό έργο παρήγαγε από άποψη ποιμαντικής θεολογίας (ονομάστηκε άλλωστε και χρυσορρόας) και στη συνάντηση του ελληνικού πνεύματος με το Χριστιανισμό. Η θεολογία του περί των εικόνων επηρέασε βαθύτατα την εκκλησία, με αποτέλεσμα να τεθεί ως βάση του όρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και στη συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος της εικονομαχίας. Σε ότι αφορά τη λατρεία το όνομά του κοσμεί τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, ως συντάκτης πλήθους κανόνων, τροπαρίων, αλλά και ιδίως λόγω της διαμόρφωσης της βυζαντινής μουσικής και ιδιαιτέρως του οκτωήχου συστήματος αυτής. Δυστυχώς σήμερα είναι αδύνατο να συμπεράνουμε τα μελωδικά στοιχεία που προσέθεσε ή διαμόρφωσε ο ίδιος «αν και υποπετευόμεθα ότι θα ήσαν σημαντικά»[17]. Μάλιστα η συμβολή του στην εκκλησιαστική μουσική κρίνεται σημαντική διότι θεωρείται και ο διασώστης της εκκλησιαστικής μουσικής παραδόσεως, αφού συντήρησε και διέσωσε γραπτώς την εκκλησιαστική μουσική, η οποία για ορισμένο χρονικό διάστημα είχε υποχρεωτικώς διακοπεί στους ναούς, μετά από εντολή των Ισαύρων.
Όμως ο Δαμασκηνός αναγνωρίζεται και ως κατεξοχήν δογματικός πατήρ της εκκλησίας. Τα δογματικά έργα του μάλιστα φαίνεται πως δεν έγιναν άμεσα γνωστά στην εκκλησιαστική παράδοση, αφού δε φαίνονται να μνημονεύονται μέχρι τον 9ο αιώνα, κάτι το οποίο οφείλεται πιθανώς στο ότι όπως ο ίδιος δήλωσε «ότι δε θα ειπή τίποτε ιδικόν του, αλλά θα μεταφέρει εις τα έργα του, παν ότι καλόν και ορθόν έχουν διδάξει οι παλαιοί πατέρες, οι δε μετέπειτα θεολόγοι παρετήρουν ότι πράγματι αυτός ανακεφαλαίωνε τα λεχθέντα παλαιοτέρων»[18]. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν υπήρξε ένα απλός αντιγραφέας ή συλλογέας, αλλά «αρμοστής και εναρμονιστής του δόγματος της διδασκαλίας των Πατέρων»[19]. Έτσι το έργο του Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, απέκτησε από ύστερους θεολόγους μεγάλη φήμη και η αξία του έργου αυτού του απέδωσε τα προσωνύμια του «στοιχειωτή του δόγματος»[20] και του «ακριβούς εικονίσματος των τριών ιεραρχών»[21]. Το δε έργο αυτό, κατέστη κανών και αποτέλεσε την πλέον συστηματική μέθοδο έκθεσης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας, ενώ έγινε ιδιαίτερα γνωστό κατά την εποχή των σταυροφοριών και στη Δύση, όπου χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Λατίνους θεολόγους.
Το συγγραφικό του έργο
Εισαγωγή
Τα έργα του Ιωάννη Δαμασκηνού εξ αιτίας της καθολικής αποδοχής του από την εκκλησιαστική κοινότητα, τόσο κατά την εποχή του, όσο και σε μεταγενέστερες εποχές, διασώθηκαν και μάλιστα σε αρκετούς κώδικες. Ο ίδιος φαίνεται πως «έγραφεν ανέτως και ταχέως, αντλών από τον πλούτον των γνώσεών του και από πλήθος συγγραμμάτων κλασσικών και χριστιανικών, συχνάκις δε και από σειράν εγχειριδίων και ανθολογιών»[22]. Η ταχύτητα αυτή προσδίδει σε μερικά έργα του μια σχετική προχειρότητα κάτι που μάλιστα τον οδήγησε πολλές φορές σε αναθεωρήσεις ώστε να διορθώσει, να προσδώσει μεγαλύτερη ακρίβεια ή να προσθέσει πληροφορίες. Τα έργα διακρίνονται για την αυστηρή διαίρεσή τους, προσφέροντάς τα σε μικρές ενότητες, ενώ η έκφρασή του ποικίλλει και είναι διαρκώς ανανεούμενη. Το ύφος χαρακτηρίζεται λαμπρό στα ποιητικά κείμενά του, κυρίως ξηρό στα πεζογραφήματά του, τη στιγμή που σε άλλα διατηρεί διατηρεί πλήρως την ανθηρότητά του.
Ο διαχωρισμός του συγγραφικού του έργου, διακρίνεται σε 4 κύριες κατηγορίες που είναι τα μελίρρυτα άσματα, τους «Εις φαιδράς πανηγύρεως λόγους», την Ιερά βίβλο και τη «θεοχάρακτον πλάκα» ή «πηγή γνώσεως» συγχρόνως με τις περί των εικόνων πραγματείες.
Τα έργα του
- Δογματικά
- Πηγή Γνώσεως
- Φιλοσοφικά Κεφάλαια
- Περί Αιρέσεων
- Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
- Λίβελλος περί Ορθού Φρονήματος
- Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης
- Έκθεσις και δήλωσις της πίστεως (αμφιβαλλόμενο)
- Περί των εν πίστει κεκοιμημένων (αμφιβαλλόμενο)
- Περί Αγίας Τριάδος (νόθο)
- Περί εξομολογήσεως (νόθο)
- Περί αζύμων (νόθο)
- Περί αχράντου σώματος (νόθο)
- Λίβελλος Ορθοδοξίας (νόθο)
- Περί φύσεως Χριστού (νόθο)
- Περί θεολογίας (νόθο)
- Περί μερών ψυχής (νόθο)
- Περί φύσεως ανθρώπου (νόθο)
- Περί δικαιοσύνης (νόθο - ανέκδοτο)
- Περί υποσταστικής ενώσεως (νόθο - ανέκδοτο)
- Περί ορθοδόξους πίστεως (νόθο - ανέκδοτο)
- Περί Θεοτόκου (νόθο - ανέκδοτο)
- Περί Προνοίας (νόθο - ανέκδοτο)
- Αντιρρητικά
- Κατά της Αιρέσεως των Νεστοριανών
- Περί πίστεως κατά Νεστοριανών
- Περί συνθέτου φύσεως κατά ακεφάλων
- Κατά Ιακωβιτών
- Περί του τρισαγίου Ύμνου
- Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών και λοιπών φυσικών ιδιωμάτων
- Περί μονοφυσιτών και μονοθελητών (ανέκδοτο)
- Περί των εικόνων [3]
- Κατά Σεβήρου (αμφιβαλλόμενο)
- Περί της εικονίσεως Θεού (νόθο)
- Λόγος αποδεικτικός περί των Αγίων εικόνων (νόθο)
- Κατά εικονοκλαστών διάλογος στηλιτευτικός (νόθο)
- Επιστολής προς Θεόφιλον (νόθο)
- Απολογητικά
- Διάλογος κατά Μανιχαίων
- Διάλεξις Χριστιανού και Σαρακηνού
- Αναίρεσις Σαρακηνών (ανέκδοτο)
- Αποκρίσεις προς Ιουδαίους (αμφιβαλλόμενο)
- Διάλεξις Ιωάννου Ορθοδόξου προς Μανιχαίους (αμφιβαλλόμενο)
- Ηθικά
- Ιερά Παράλληλα
- Περί των Αγίων νηστειών
- Περί των οκτώ πονηρίας πνευμάτων (νόθο)
- Περί αρετών και κακιών (αμφιβαλλόμενο)
- Περί νήψεως ψυχής (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Περί προσευχής Κυρίου (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Περί παρθενίας (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Ομιλίαι
- Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου [3]
- Εις το Γενέσιον της Θεοτόκου
- Εις τον ευαγγελισμόν
- Εις την Μεταμόρφωσην του Κυρίου
- Εις την ξηρανθήσαν συκήν
- Εις το Μέγα Σάββατον
- Εις την Χριστού Γέννησιν
- Εις την Υπαπαντήν
- Εις την Τεσσαρακοστήν (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Εις την παρουσίαν (αμφιβαλλόμενο)
- Εις το θαύμα Μιχαήλ εν Χώνοις (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Εις τον Σταυρόν (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- εις την παρουσίαν (αμφιβαλλόμενο - ανέκδοτο)
- Εις την Μεγάλην Παρασκευήν (νόθο)
- Εις την σύλληψην της Άννης (νόθο)
- Εις τα νήπια (νόθο)
- Εις το Γενέσιον της Θεοτόκου (νόθο)
- Εις τη μετακομιδήν της χειρός του Βαπτιστού (νόθο)
- Είς την κρίσιν (νόθο)
- Ερμηνευτικά
- Εις τας επιστολάς του Παύλου
- Ομιλίαι εις την εξαήμερον (αμφιβαλλόμενο)
- Σύνοψις της Παλαιάς Διαθήκης (νόθο - ανέκδοτο)
- Αγιολογικά
- Εγκώμιον εις τον Ιωάννην τον Χρυσόστομον
- Εγκώμιον εις την Αγίαν Βαρβάραν
- Μαρτύριον Αγίας Αικατερίνης
- Υπόμνημα εις τον Άγιον Αρτέμιον
- Ιστορία ψυχοφελής (αμφιβαλλόμενο)
- Εγκώμιον εις την Αγίαν Αναστασίαν (αμφιβαλλόμενο)
- Εγκώμιον εις τον Μελέτιον Αντιοχείας (αμφιβαλλόμενο)
- Μαρτύριον Αγίας Παρασκευής (αμφιβαλλόμενο)
- Μαρτύριον Αγίου Πέτρου Καπιτωλίας (αμφιβαλλόμενο)
- Μαρτύριον Ιωάννου Καλυβίτου (νόθο)
- Μαρτύριον των Εξήκοντα (νόθο)
- Ποικίλα κείμενα
- Πασχαλινός κανών
- Περί δρακόντων (νόθο)
- Περί στριγγών (νόθο)
- Περί γενέσεως ανθώπου (νόθο)
Υποσημειώσεις
- ↑ Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος, Ελληνικός στοχασμός και χριστιανική διανόηση - Η φιλοσοφία των πατέρων, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1993, σελ. 239
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 312
- ↑ PG 94, 501-504
- ↑ Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
- ↑ Θεωρείται αδύνατο ο Ιωάννης να επιδεικνύει κινητικότητα ωρίμου ανδρός σε ηλικία 90 ετών κατά το 730-734
- ↑ Θ. Δετοράκης, Ο Κοσμάς ο Μελωδός, Θεσσαλονίκη 1979
- ↑ Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), Εισαγωγή, σχόλιο 3
- ↑ Ιεροσολυμίτικος Βίος 8 εε
- ↑ Μansi, 13, 357
- ↑ Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
- ↑ Αθ. Δεληκωστόπουλος, μν. ερ., σελ. 241
- ↑ Ψαλμοί 32, 6
- ↑ Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 427
- ↑ Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 334
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
- ↑ Α. Δημητρακοπούλου, Εκκλησιαστική βιβλιοθήκη σελίς 70, Σχόλιο του Ευστρατίου Νικαίας
- ↑ Κωνσταντίνος Ακροπολίτης
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 316
Βιβλιογραφία
- Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος E΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
- Γεώργιος Φλορόφσκι, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007
- Ιωάννου Δαμασκηνού, «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως» (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.
- Δημητρίου Τσάμη, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001