Παΐσιος ο Αθωνίτης

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ο 'Αγιος Παΐσιος (1924 - 1994)

Ο 'Αγιος Παΐσιος (1924-1994) ή Παΐσιος ο Αθωνίτης, κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, ήταν Έλληνας μοναχός που έζησε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η φήμη του ως αγίου στο ορθόδοξο ποίμνιο είναι μεγάλη, λόγω της προσωπικότητάς του και του πλήθους των μαρτυριών από ανθρώπους ορθόδοξων πιστών και μη, για τα χαρίσματα που διέθετε (χάρισμα προφητικό, θεραπευτικό κλπ). Ο ίδιος έζησε σε παιδική ηλικία τα δύσκολα χρόνια του Ελληνικού ξεριζωμού, ενώ επέδειξε μοναχική κλίση από την παιδική του ηλικία, με σταθερή προσήλωσή στη μελέτη των Γραφών και την προσευχή. Σήμερα ο σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος Βλάχος, έχει προτείνει την κατάταξη του στα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Αγίου.

Ο βίος του

Νεανική ηλικία

Ο Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924. Ο πατέρας του ονομάζονταν Πρόδρομος και ήταν πρόεδρος των Φαράσων και η μητέρα του Ευλαμπία, ενώ είχε ακόμα 8 αδέλφια. Στις 7 Αυγούστου του 1924, μια εβδομάδα πριν οι κάτοικοι των Φαράσων φύγουν για την Ελλάδα, ο Γέροντας βαπτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος επέμεινε και του έδωσε το όνομά του "για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του", όπως χαρακτηριστικά είχε πει. Πέντε εβδομάδες μετά τη βάπτιση του μικρού τότε Αρσένιου, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1924 η οικογένεια Εζνεπίδη μαζί με τα καραβάνια των προσφύγων, έφτασε στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά και εν συνεχεία πήγε στην Κέρκυρα, όπου και διέμεινε για ενάμιση χρόνο στο Κάστρο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ηγουμενίτσα και κατέληξε στην Κόνιτσα. Εκεί ο μικρός Αρσένιος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και πήρε το απολυτήριο του "με βαθμό οκτώ και διαγωγή εξαίρετο". Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι από αυτή την ηλικία επεδείκνυε ιδιαίτερη κλίση προς το μοναχισμό, που διακαώς επιθυμούσε.

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να υπηρετήσει στο στρατό ο Αρσένιος εργάστηκε σαν ξυλουργός και εν συνεχεία, το 1945 κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε σαν ασυρματιστής κατά τον ελληνικό εμφύλιο. Το 1949 απολύθηκε.

Μοναστικός Βίος

Τα πρώτα χρόνια

Ο πατέρας Παΐσιος πρώτη φορά εισήλθε στο Άγιο Όρος για να μονάσει το 1949, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό. Όμως επέστρεψε στον κοσμικό βίο για ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αποκαταστήσει τις αδελφές του και τότε ουσιαστικά εισήχθη στο Άγιο Όρος. Η πρώτη μονή στην οποία κατευθύνθηκε και παρέμεινε για ένα βράδυ ήταν η Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις Καρυές και εν συνεχεία κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, στο κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου. Εκεί θα γνωρίσει τον πατέρα Κύριλλο που ήταν ηγούμενος στη μονή και θα τον ακολουθήσει. Λίγο αργότερα αποχωρεί από τη μονή και κατευθύνεται στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Εκεί του διαβάστηκε η τελετή της ρασοευχής και πήρε το πρώτο όνομά του που ήταν Αβέρκιος. Ο Αβέρκιος, όπως ονομαζόταν πλέον, ξεχώρισε αμέσως για την εργατικότητά του, τη μεγάλη αγάπη και κατανόηση που έδειχνε για τους «αδελφούς» του, την πιστή υπακοή στο γέροντά του και τη ταπεινοφροσύνη, θεωρώντας εαυτόν κατώτερο όλων των μοναχών στην πράξη. Προσευχόταν έντονα και διάβαζε διαρκώς και ιδιαίτερα τον Αββά Ισαάκ.

Το 1954 έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή Φιλόθεου, που ήταν Ιδιόρρυθμο μοναστήρι όπου μόναζε και ένας θείος του. Η συνάντησή του όμως με τον Γέροντα Συμεών θα είναι καταλυτική για την πορεία και διαμόρφωση του μοναχικού χαρακτήρα του Παϊσίου. Μετά από δύο χρόνια, το 1956, χειροθετείται Σταυροφόρος, παίρνει το Μικρό Σχήμα και μετονομάζεται Παΐσιος χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο το Β΄. Το 1958 ύστερα από "εσωτερική πληροφόρηση" φεύγει για το Στόμιο Κονίτσης, όπου πραγματοποιεί σημαντικό αντιαιρετικό, ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο, στηρίζοντας τον τοπικό λαό στη δύσκολη εποχή που διένυε, με αιχμή το λόγο του ευαγγελίου. 4 έτη έμεινε στην Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο, όπου αγαπήθηκε πολύ από τον λαό της περιοχής για την προσφορά και τον μετριοπαθή χαρακτήρα του. Φεύγοντας, μετακινήθηκε στο Όρος Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Εκεί εργάστηκε ως ξυλουργός και επέδειξε υψηλό φρόνημα ελεημοσύνης, αφού ότι κέρδιζε από το διακόνημά του τα έδινε σε φιλανθρωπίες στους Βεδουίνους, ιδίως δε, τρόφιμα και φάρμακα.

Επιστροφή στο Άγιο Όρος

Το 1964 επέστρεψε στο Άγιο Όρος, από όπου δεν ξαναέφυγε ποτέ. Η σκήτη η οποία τον φιλοξένησε ήταν η Ιβήρων. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, και συγκεκριμένα το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισηχθεί στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στην Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπάτου. Από τότε άρχισε να δέχεται πολλές επισκέψεις. Ήδη το όνομά του αυτή την εποχή έχει αρχίσει να γίνεται γνωστό μακριά από το Όρος και κάθε λογής βασανισμένοι άνθρωποι οδηγούνταν σε αυτόν μαθαίνοντας για ένα χαρισματικό μοναχό που ονομάζεται Παΐσιος. Το επόμενο έτος μεταφέρεται στη Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου βοηθάει σημαντικά σε χειρωνακτικές εργασίες, συνεισφέροντας στην ανακαίνιση του μοναστηριού. Συχνά μάλιστα βοηθάει ως ψάλτης στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου το Γέροντα Τυχώνα. Οι δύο γέροντες ανέπτυξαν δυνατή φιλία η οποία τερματίσθηκε με την κοίμηση του Γέρωντα Τυχώνα το 1968. Ο Παΐσιος έμεινε στο κελί του Γέροντα Τυχώνα για ένδεκα έτη μετά την κοίμησή του, πράγμα που ήταν επιθυμία του φίλου του λίγο πριν πεθάνει.

Το 1979 αποχώρησε από την σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί εισχώρησε στη μοναχική αδελφότητα ως εξαρχηματικός μοναχός. Η Παναγούδα ήταν μια σκήτη εγκαταλελειμμένη και ο Παΐσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με ομόλογο, όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν, ενώ γινόταν και αποδέκτης πολλών επιστολών. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες (ψυχικές ή σωματικές). Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμα του συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Συνέχισε πάντα να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει ανθρώπους, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν ένα σκεύος εκλογής και αγιότητος, ένα άνθρωπο να μοιραστούν τα βάρη της ζωής.

Οι ασθένειες του Γέροντα και η κοίμησή του

Το 1966 ο γέροντας νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιών. Μετά την επέμβαση για την αφαίρεσή τους και λόγω της χρήσης ισχυρών αντιβιοτικών ο γέροντας παθαίνει ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία του αφήνει μόνιμα δυσπεπτικά προβλήματα. Αργότερα, κάποια στιγμή όταν βρισκόταν στη φάση της πρέσας έπαθε βουβωνοκήλη. Αρνείται να νοσηλευτεί και υπομένει την ασθένεια, η οποία του έδινε φοβερούς πόνους για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σε μια επίσκεψή του στη Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροί κυριολεκτικά τον απήγαγαν και τον οδήγησαν στο Θεαγένειο νοσοκομείο, όπου και χειρουργήθηκε. Παρά την αντίθεση των γιατρών, ο γέροντας συνέχισε την σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρωνακτικές εργασίες κάτι που επιδείνωσε και άλλο την κατάσταση της υγείας του.

Μετά το 1993 άρχισε να παρουσιάζει αιμορραγίες, για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Παΐσιος βγαίνει για τελευταία φορά από το Όρος και πηγαίνει στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί μένει για λίγες μέρες και ενώ ετοιμάζεται να φύγει ασθενεί και μεταφέρεται στο Θεαγένειο, όπου του γίνεται διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 ο γέροντας χειρουργείται. Παρότι η ασθένεια δεν σταμάτησε (παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ), ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοινώνουν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) ο γέροντας κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Τελικά ο Γέροντας Παΐσιος κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11:00. Ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 11 προς 12 Ιουλίου, στην επέτειο κοιμήσεως του Γέροντος, τελείται αγρυπνία στο Ιερό Ησυχαστήριο, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Πνευματική Παρακαταθήκη του Γέροντα Παΐσιου

Γενικά

Ο Γέρων Παΐσιος ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος, ο οποίος πίστευε στο λόγο του ευαγγελίου κάνοντας τρόπο ζωής τον μοναστικό βίο και τις διδαχές της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Παρότι οι εγκύκλιες γνώσεις του, περιορίζονταν σε γνώσεις δημοτικού, ξεχώριζε για την «χαριτωμένη» απλότητά του και την έντονη αγωνία που τον διακατείχε για την βοήθεια των συνανθρώπων του, που αναζητούσαν ένα πνευματικό καθοδηγητή. Ο ίδιος αποτελούσε παράδειγμα ανθρώπου αφιερωμένου στον Θεό, αφαιρώντας τις προσωπικές επιδιώξεις και τα προσωπικά θελήματα. Η υπακοή, η άσκηση, η ταπείνωση, η ευσέβεια, το φιλότιμο και πάνω από όλα η αγάπη και η μακροθυμία ήταν ο τρόπος ζωής για τον ίδιο. Οι χαριτωμένες διδαχές του, αποτελούσαν ευαγγελική όαση σε όσους αποζητούσαν ένα λόγο παρηγοριάς και παραμυθίας στους λογής ταλαιπωρημένους ανθρώπους που το επισκέπτονταν.

Διδαχές

  • 'Λογισμοί: Μεγάλο βάρος έδινε στον λογισμό ο Γέροντας. Πάντα ανέφερε ότι όλα ξεκινούν από τους καλούς λογισμούς, οι οποίοι αποδιώκουν τους κακούς. Να σκεπτόμαστε θετικά για τον συνάνθρωπο και όχι αρνητικά, γιατί αλλιώς εισέρχεται η πονηριά στον άνθρωπο και η ισχυρογνωμοσύνη. Μάλιστα ανέφερε να μην εμπιστευόμαστε και τους δικούς μας λογισμούς και να δίνουμε χώρο στο θέλημα του Θεού, γιατί όποιος κάνει κάτι τέτοιο βγαίνει πάντα κερδισμένος.
  • Φιλότιμο: Ο Γέροντας διαρκώς ανέφερε ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν και αρχοντική αγάπη. «Ότι προσφέρουμε ή κάνουμε», έλεγε «πρέπει να γίνεται φιλότιμα και όχι αναγκαστικά και συμφεροντολογικά. Να μην ακολουθούμε από φόβο αλλά να έχουμε θέληση και καλή προαίρεση, όπως και ο Χριστός όταν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο».
  • Θεία Δικαιοσύνη: Ανέφερε διαρκώς πως αν ο άνθρωπος θέλει να ομοιάσει στους Αγίους πρέπει να εφαρμόζει την Θεία δικαιοσύνη και όχι την ανθρώπινη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη κατά τον Γέροντα είναι τυφλή και υπάρχει για να αποτρέπει τους κακούς και πονηρούς ανθρώπους. Η Θεία δικαιοσύνη όμως στοχεύει να εξυπηρετεί τον αδύναμο άνθρωπο και αυτούς που έχουν ανάγκη. Όταν εφαρμόζουμε την Θεϊκή δικαιοσύνη τότε αποφεύγουμε τις έριδες, τις κατακρίσεις και τις διαφορές με τους συνανθρώπους μας.
  • Θεία Πρόνοια: Η Θεία πρόνοια είναι ανεξιχνίαστη και ανεξερεύνητη, στοχεύει στη σωτηρία του ανθρώπου και την αιώνια ζωή. Επεσήμανε πως δεν πρέπει συνέχεια να μεριμνούμε για τα «βιοτικά» πράγματα, γιατί ο Θεός προνοεί έτσι ώστε να μας δίνει αυτό που ποθούμε, πολλές φορές πριν καν το ζητήσουμε, αρκεί το μυαλό μας να βρίσκεται σε Αυτόν και να προσευχόμαστε. Όταν συμβαίνει κάτι άσχημο σε κάποιον είναι παραχώρηση από το Θεό και όχι σταλμένο από αυτόν, έτσι ώστε να εκπαιδεύσει του ανθρώπους ένεκα της οικονομίας Του.
  • Ταπείνωση: Η ταπείνωση για το γέροντα ήταν το θεμελιώδες στοιχείο της σωτηρίας του ανθρώπου και γενικότερα το στοιχείο το οποίο επιφέρει τις καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ανέφερε μάλιστα ότι ο Θεός «αδυνατεί» να βοηθήσει όταν ο άνθρωπος δεν ταπεινώνεται και προσπαθεί τότε με κάθε τρόπο να επιφέρει την ταπείνωση, μέσω των παθών. Χωρίς ταπείνωση, συνέχιζε «δεν επέρχεται η Θεία Χάρις, κλείνουμε την καρδιά μας από το Χριστό και ότι αρχικά κερδίζουμε γρήγορα το ξαναχάνουμε».
  • Υπακοή: Η πλήρης υπακοή, σύμφωνα με το γέροντα επιφέρει την ταπείνωση που είναι η αρχή όλων των καλών. «Να υπακούμε και όταν αδικούμαστε, γιατί ο Θεός ανταποδίδει την υπομονή στην αδικία» συχνά έλεγε. «Σήμερα όλοι είναι ανυπόμονοι, οι υπομονετικοί όμως σύμφωνα με το Χριστό θα κερδίσουν την βασιλεία των ουρανών» κατέληγε.
  • Προφητείες: Ο Γέροντας πραγματοποίησε και αρκετές προφητείες. Δυστυχώς όμως πολλοί καπηλεύονταν τις διδαχές του γέροντος, λέγοντας πολλά πράγματα, είτε για ίδιον όφελος, είτε για εθνικά φρονήματα, που ο ίδιος ποτέ δεν ανέφερε, κάτι που τον λυπούσε ενώ ήταν ήδη εν ζωή. Οι περισσότερες από αυτές αφορούσαν τα τεκταινόμενα που έχουν να κάνουν με τη Κωνσταντινούπολη, επεξηγήσεις πάνω στις προφητείες του Κοσμά του Αιτωλού αλλά και περί Αντιχρίστου.

Πηγές

  • Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου, «Ο Γέρων Παΐσιος» , Έκδοση «Η Παναγία, Η φοβερά προστασία», Θεσσαλονίκη, 2000.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι