Άνοιγμα κυρίως μενού

OrthodoxWiki β

Μάξιμος ο Ομολογητής

Αναθεώρηση ως προς 00:52, 4 Ιουνίου 2015 από τον Θεοδωρος (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Θεολογία-Τριαδολογία-Ανθρωπος)

Ο Μάξιμος Ομολογητής (580 Κωνσταντινούπολη - 662 Λαζική, Πόντος) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές και εκκλησιαστικές[1][2] προσωπικότητες της βυζαντινής περιόδου. Κατά τον πολιτικό του βίο διετέλεσε στέλεχος υψηλά ιστάμενων κρατικών διοικητικών θέσεων και αργότερα Μοναχός. Ως μοναχός υπήρξε η κεντρική προσωπικότητα που πρωτοστάτησε στην εκκλησιαστική έριδα του μονοθελητισμού, η οποία είχε σαφείς πολιτικές, πολιτειακές και γεωπολιτικές προεκτάσεις[3], καθώς η θεολογία του υπήρξε ο πυρήνας της αντίδρασης στις βασιλικές επιδιώξεις για ένα θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ ορθοδόξων καθολικών και μονοφυσιτών[4]. Παράλληλα εξέφρασε με μεστό τρόπο τη διδασκαλία των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων, αναδεικνύοντας τον ως την εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του, στοιχείο που τον οδήγησε και στο προσωπικό του μαρτύριο και εξορία. Το θεολογικό, φιλοσοφικό και συγγραφικό του έργο σήμερα εκτιμάται για την αρτιότητα και την ιδιαιτερότητα του, ως ένα εξαίσιο δείγμα υψηλής θεολογίας με σημαντική χρήση φιλοσοφικών όρων και μεθόδων[5], που δεν αφήνει ασυγκίνητους για την ποιότητά του, τους σημαντικότερους θεολόγους, ερευνητές και φιλοσόφους της εποχής μας.

Ο Μάξιμος συναριθμείτε στους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εορτάζεται 21 Ιανουαρίου.

Μάξιμος ο Ομολογητής
Maximus.jpg
Ο άγιος Μάξιμος
Γέννηση 580 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη
Κοίμηση 662 μ.Χ. Λαζική, Πόντος
Εορτασμός 21 Ιανουαρίου
Σημαντικές ημερομηνίες
Τίτλος Μοναχός, Ομολογητής


Ο βίος του

Νεανικά χρόνια και πρώιμος μοναστικός βίος

Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον βίο του Μάξιμου κατά την νεανική περίοδο της ζωή του. Τις όποιες πληροφορίες τις αντλούμε κατά βάση από κάποιο ανώνυμο βιογράφο του[6] και τέσσερα έτερα αποσπασματικά βιογραφικά κείμενα[7]. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580μ.Χ. και υπήρξε γόνος επιφανούς[8] οικογένειας, η οποία φέρεται να του παρείχε σπουδαία εγκύκλια[9] και θεολογική παιδεία[10]. Σύντομα ανήλθε στην κρατική διοικητική θέση του πρώτου υπογραφέα των βασιλικών υπομνημάτων (αρχιγραμματέας)[11], πλησίον του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Σύμφωνα με το βιογράφο του ο Μάξιμος διακρινόταν για την σύνεση και την ικανότητα να λαμβάνει αποφασιστικές και γρήγορες αποφάσεις[12], αποτέλεσμα που τον οδήγησε στην θέση αυτή. Το κλίμα όμως του παλατιού όσο και των διοικητικών καθηκόντων, φαίνεται πως τελικά δε τον γοήτευσε και στράφηκε προς το μοναχικό βίο.

Εκάρη μοναχός στη μονή της Χρυσουπόλεως[13], στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στο φιλοσοφικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, την Χαλκηδόνα. Εκεί δεν επιζήτησε κάποιο ιερατικό βαθμό, ενώ δεν είναι βέβαιο και αν ανήλθε στην θέση του ηγουμένου[14]. Παρέμεινε στο μοναστήρι περί τα 10 έτη, διακρινόμενος για το ασκητικό του φρόνημα όπως μαθαίνουμε από τις περιγραφές των ασκητικών επιδόσεών του[15] καθώς και για το πνεύμα του και τη σοφία του ανάμεσα στους μοναχούς. Συντεταγμένο συγγραφικό έργο αυτή την εποχή δεν έχουμε[16], παρατηρώντας όμως την επιστολογραφία του και ιδίως με τον Ιωάννη Κουβικουλάριο, αντιλαμβανόμαστε πως δεν εξέλειπαν οι επαφές με την Αυλή αυτή την περίοδο[17]. Κατά το 624 υποχρεώνεται να μετακινηθεί από το μοναστήρι, εξ αιτίας των Περσικών επιδρομών. Η περιπλάνησή του θα διαρκέσει αρκετά χρόνια μέχρι να καταλήξει στη Ρώμη όπου θα οργανώσει το συντεταγμένο αγώνα κατά του μονοθελητισμού. Έτσι θα περάσει από την Κύζικο, την Κρήτη, την Κύπρο, ίσως την Αλεξάνδρεια[18] και την Καρθαγένη και σε όλο αυτό το διάστημα θα γνωρίσει και θα μελετήσει σε βάθος τη θεολογία του μονοθελητισμού η οποία προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθόδοξη Καθολική εκκλησία, με βασιλικό επικάλυμμα.

Δύση και αντίδραση στον μονοθελητισμό

Το ιστορικό πλαίσιο

Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα το βυζαντινό κράτος βρισκόταν σε δυσχερή γεωπολιτική θέση. Οι επιθέσεις των Περσών καθώς και η διαρκώς αυξανόμενη άνοδος τον Αράβων, είχαν θέσει σε κίνδυνο ζωτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας. Συνάμα σημαντικές διασπαστικές τάσεις προέρχονταν από το εσωτερικό, καθώς η μονοφυσιτική έριδα είχε αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του μίσους ισχυρής πλειοψηφίας κατοίκων των νότιων και ανατολικών επαρχιών σε βάρος της κεντρικής διοίκησης του κράτους[19]. Μία σειρά αυτοκρατόρων από τον Ιουστινιανό και μετά αντιλαμβάνονται πως ο προσεταιρισμός των αραβικών λαών θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των κεκτημένων του κράτους, με αποτέλεσμα τη χρήση της εκκλησιαστικής πολιτικής ως μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού[20]. Άλλωστε το μίσος αυτό υποδαυλιζόταν επιπρόσθετα από την κρατική στήριξη στις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Οι περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, ήταν και οι περιοχές οι οποίες είχαν περισσότερο αγκαλιάσει το μονοφυσιτισμό, ενώ παράλληλα ήσαν και οι περιοχές που είχαν πληγεί περισσότερο από τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης του κράτους. Αυτό είχε επιφέρει αυξανόμενη δυσφορία, σε σημείο οι Περσικές ή αραβικές επιθέσεις στις περιοχές αυτές να αντιμετωπίζονται είτε με απάθεια από την τοπικό πληθυσμό, είτε σε άλλες περιπτώσεις παρέχοντας στήριξη προς τους αντίστοιχους μονοφυσίτες ηγέτες[21].

Η συντεταγμένη βασιλική προσπάθεια στα χρόνια του Μάξιμου εντοπίζεται στο ζήτημα της ενώσεως της εκκλησίας με τους μονοφυσίτες των περιοχών αυτών, υπό τον τον θεολογικό όρο της μίας ενέργειας και μίας θέλησης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τον όρο της Χαλκηδόνας, ο Ιησούς Χριστός είχε δύο φύσεις ασύγχυτες και άτρεπτες μεν, σε κοινωνία δε, στην υπόσταση του ενός προσώπου. Παρεπόμενη θεολογική συνέπεια ήταν πως κάθε φύση ενεργεί και θέλει. Τώρα η προσπάθεια, υπό τον κρατικό μανδύα που διακαώς επιθυμεί μια συμβιβαστική λύση, επικεντρώνεται στην αποσαφήνιση των όρων της μίας ενέργειας και θέλησης του προσώπου του Ιησού[22], παρακάμπτοντας τρόπον τινά το ζήτημα της άμεσης ένωσης των φύσεων (ουσία) και των συνεπειών της[23] το οποίο προσδιοριζόταν από τη διασάφηση αυτή.

Τελικώς δια μέσου της χρόνιας διαρκούς διπλωματικής προσπάθειας του πατριάρχη Σεργίου, η λεγόμενη "Εκθεση" αποβαίνει το αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης με τους μετριοπαθείς μονοφυσίτες, με τους οποίους επιτυγχάνει σε πρώτη φάση σύγκλιση (Θεοδοσιανούς, 630), την οποία επικυρώνει με συνοδική απόφαση (την επονομαζόμενη "Ψήφο")[24]. Ο Σέργιος, ο οποίος βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τον Ηράκλειο, επιτυγχάνει επίσης να πείσει και τους έτερους Πατριάρχες και ιδίως τον Ονώριο Ρώμης, φροντίζοντας να ξεπεράσει το σκόπελο του μονοενεργητισμού του οποίου υπήρξε υπέρμαχος, με την θεολογία της μίας θελήσεως στην υπόσταση του Λόγου[25]. Έτσι τα 5 πατριαρχεία ευθυγραμμίζονται υπό την Κωνσταντινουπολίτικη ενδημούσα σύνοδο (638) παρά τις έντονες διαφωνίες που είχαν εν τω μεταξύ εκφραστεί από τον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων[26], ο οποίος είχε πεθάνει. Ο θάνατος όμως των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης παράλληλα με την απώλεια των επαρχιών στις οποίες είχαν καταφύγει οι υπέρμαχοι των δογμάτων της Χαλκηδόνας, δεν επέτρεψε την αυτοκρατορική καταστολή των αντιδράσεων, με αποτέλεσμα η υποβόσκουσα εκκλησιαστική τάση της θεολογίας των δύο θελήσεων να αντιδράσει και να έλθει δυναμικά στο προσκήνιο με ηγέτη το Μάξιμο[27].

Η αντίδραση και ο ρόλος του Μάξιμου

Ο Μάξιμος τελικά οδηγείται στη Δύση. Αίτιο της μετακίνησης αυτής σύμφωνα με το βιογράφο του, είναι πως εκεί διείδε πρόσφορο έδαφος για τον αγώνα ενάντια στην κακοδοξία[28]. Κατά μία άλλη άποψη όμως απλώς θεώρησε επικίνδυνη την επιστροφή στην Κύζικο την οποία φαίνεται να επιθυμούσε[29]. Έτσι εγκαινιάζει τον αγώνα ενάντια στο μονοενεργετισμό και το μονοθελητισμό και συναγωνιστής σε αυτή τη προσπάθεια θα αποβεί ο Σωφρόνιος, μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων, τον οποίο γνώρισε στην Καρθαγένη (Καρχηδόνα) το 632, όπου υπήρξε ο ηγέτης του εκεί μοναστικού κινήματος. Οι δύο τους (εκφράζεται σχετική αμφιβολία για τον Μάξιμο[30]) θα μεταβούν τελικά στην Αλεξάνδρεια (633) όπου θα θελήσουν να ενημερωθούν πιο αναλυτικά για το περιεχόμενο της σχετικής δοξασίας. Ο Μάξιμος εν προκειμένω φαίνεται να μην ακολουθεί όμως τη σκληρή γραμμή γραμμή του Σωφρόνιου καθότι λαμβάνοντας υπόψιν του την συνοδική απόφαση της Ψήφου (634), φαίνεται να επαινεί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ζητώντας απλώς πρόσθετες εξηγήσεις[31]. Ίσως όμως ο ίδιος απλώς κλιμακώνει με διάφορες μεθοδεύσεις τον αγώνα του[32], κερδίζοντας χρόνο για να διατρανώσει αποτελεσματικά[33] την ευθεία αντίθεσή του στο θεολογούμενο του μονοθελητισμού, το οποίο θεωρεί πως είναι ξένο προς την βιβλική διδασκαλία και ενάντια στις αποφάσεις της πρότερης πατερικής περιόδου. Ο Μάξιμος βρίσκει τελικά καταφύγιο στη Βόρεια Αφρική, μακριά από την βασιλική εποπτεία, καθώς ο αγώνας του επιπρόσθετα αποκτά έντονα αντι-καισαροπαπικό χαρακτήρα[34][35]. Η πρόσβασή τελικά στη Ρώμη θα γίνει το 646, αλλά είναι βέβαιο πως από το 638 και μετά, όπου η "Έκθεση" προσυπογράφεται από τον Ηράκλειο, ο αγώνας του βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη κάτι που γίνεται εμφανές και από το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο[36]. Η Έκθεση στην ουσία επιχειρεί με συμβιβαστικό τρόπο να αμβλύνει τους Χαλκηδόνιους όρους, οι οποίοι δεν άρεσαν στους μονοφυσιτικούς κύκλους και ομολογεί πως στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, υπάρχει ενέργεια τόσο στην ανθρώπινη όσο και τη θεϊκή φύση, αλλά στην υπόσταση του Λόγου παρουσιάζεται μόνο ένα θέλημα.

Ο Μάξιμος, ο οποίος πλέον είναι ο ηγέτης της Χαλκηδόνιας θεολογίας και ο άνθρωπος που επηρεάζει όσο κανένας τα πράγματα, απορρίπτει την έκθεση και με δεινή θεολογική επιχειρηματολογία, πείθει για ορισμένο χρονικό διάστημα και τον πατριάρχη Πύρρο Κωνσταντινουπόλεως[37], πως η έννοια του μονοθελητισμού είναι αιρετική απόκλιση. Πείθει δε αργότερα τον Πάπα Ρώμης, Μαρτίνο να συνέλθει Σύνοδος (Λατερανό, 649), που καταδικάζει το μονοθελητισμό και αποκόπτει κοινωνία με τις εκκλησίες οι οποίες υποστηρίζουν την Έκθεση του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Κατά αυτή την περίοδο έχουμε δύο σημαντικές αλλαγές. Η πρώτη αφορά τα πλήθη των Ελλήνων τα οποία εγκαταστάθηκαν στη Δύση και ιδίως τη Ρώμη εξ αιτίας της επέλασης των Αράβων, με αποτέλεσμα ο παπικός θώκος να περιέλθει σε ελληνομαθείς επισκόπους[38] και η ανέλιξη του Κωνσταντος Β' στο βασιλικό θρόνο. Ο Κώνστας το 648 θα επιχειρήσει να επιβάλλει σε μια πρώτη προσπάθεια για ειρήνευση στο εσωτερικό της εκκλησίας το λεγόμενο Τύπο (που προσυπογράφηκε και από τον Σέργιο), με την έκδοση διατάγματος, που αποσκοπεί στην απαγόρευση της χρήσης των όρων ενεργείας και θελήσεως στο εν λόγο ζήτημα. Παράλληλα απαιτεί και την υποχρεωτική πίστη στο νέο όρο, πράγμα το οποίο όμως δεν επέφερε κάποιο αποτέλεσμα. Η μη συμμόρφωση του Πάπα Μαρτινου και του Μάξιμου επέφερε πλέον τις διώξεις τους και το μαρτύριο τους. Η σύλληψή του συνέβη το 653 όπου φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και η δίκη του διενεργήθηκε το 655, υπό την κατηγορία του εχθρού και εγκληματία του κράτους και του ανατροπέα της εκκλησιαστικής και πολιτειακής ειρήνης. Η δίκη του, όχι άδικα, θα χαρακτηριστεί ως φονική και θυελλώδης[39] και πρακτικά της διασώζονται μέχρι και σήμερα.

Μέσα από τη δίκη γίνεται φανερό πως η πολιτική δίωξη δεν αποτελούσε κάποιου είδους επίφαση. Αντίθετα οι υπερασπιστές της ενωτικής σύνθεσης με τους μονοφυσίτες και ιδίως οι κοσμικοί άρχοντες είχαν ιδιαίτερα ερεθιστεί από τη συμπεριφορά του και ιδίως από την πνευματική ανεξαρτησία και αδιάλλακτη άρνηση των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Ο Μάξιμος αμετακίνητος κατηγορεί την πολιτεία για ανάμιξη στην εκκλησιαστική τάξη <re>"είναι έργο των ιερέων και όχι των Αυτοκρατόρων να ορίσουν τα σωτηριώδη δόγματα της καθολικής εκκλησίας"</ref> με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε εξορία σε πρώτη φάση στη Βιζύη της Θράκης[40]. Οι διαβουλεύσεις όμως δεν έπαψαν. Η εκκλησιαστική ειρήνευση και η επιτυχία των αυτοκρατορικών επιδιώξεων είναι φανερό πλέον πως περνούσαν από την συμφιλίωση και αλλαγή στάσης του. Έτσι οδηγείται το 656 ενώπιον επισκοπικού δικαστηρίου, χωρίς όμως να επιτευχθεί το θεμιτό αποτέλεσμα. Έτσι μετακινείται στο Ρήγιο όπου οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται. Ο ίδιος αμετακίνητος εξορίζεται ακόμα πιο μακριά στη Θράκη. Το 662 τον οδηγούν μαζί με το μαθητή του Αναστάσιο σε σύνοδο επισκόπων στην Κων/πολη, όπου καταλήγει σε αιματηρό μαρτύριο για τον Μάξιμο, με αμφίβολη όμως την παραδοσιακή περιγραφή της αποκοπής του δεξιού του χεριού και της γλώσσας του και εξορίζεται στη Λαζική του Πόντου. Τελικώς υποκύπτει από τις κακουχίες στις 13 Αυγούστου το 662.

Μετά θάνατον

Το μαρτύριο του Μάξιμου προκάλεσε στη Βυζαντινή κοινωνία μεγάλη εντύπωση. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες της λαϊκής και εκκλησιαστικής παραδόσεως που μαρτυρούν το δέος για την προσωπικότητά του[41]. Οι ιστορίες αποτελούν δείγμα της επίδρασης που είχε αφήσει στον ορθόδοξο κόσμο[42]. Μετά την οριστική καταδίκη του μονοθελητισμού από την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, όπου το έργο του υπήρξε θεμέλιο της απόφασης της συνόδου τιμήθηκε ως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μάρτυρας, μεγάλος διδάσκαλος και κήρυκας των ορθών δογμάτων. Εκτιμήθηκε επίσης ως φιλόσοφος, μυστικός και ασκητής[43]. Τα βιβλία του μάλιστα αποτέλεσαν τα αγαπημένα αναγνώσματα λαϊκών και μοναχών.

Το συγγραφικό του έργο

Ο Μάξιμος το συγγραφικό του έργο το ξεκίνησε αργά, αλλά παρόλα αυτά αναδείχθηκε γόνιμος και πολυγραφότατος[44]. Το έργο του γενικώς είναι δυσνόητο και δυσανάγνωσντο (το παρατηρεί και ο Μέγας Φώτιος), γεμάτο αλληγορίες και ρητορικά σχήματα, εμπεριέχοντας συχνά συμπυκνωμένη γνώση, η οποία απαιτεί μια εσωτερική πρόσβαση στο σύστημα και τον κόσμο του. Παράλληλα είναι μεθοδικός ως προς τη διαίρεση του, στοιχείο το οποίο καλύπτει μέρος της δυσκολίας της κατανοήσεως[45], υποδιαιρώντας το έργο του σε μικρά θέματα (κεφάλαια) και με τη μορφή προτροπών, μακρυγορώντας πολύ σπάνια και εξ ανάγκης[46]. Μέσα από τη εργογραφία του επίσης γίνεται φανερό πως προτιμά να εμβαθύνει παρά να πλατειάζει, εισερχόμενος στον πυρήνα του θέματος, με τη πολύ γνωστή σε αυτόν διαλεκτική μέθοδο.

Ο ίδιος μέσω του έργου του χαρακτηρίζεται ως πολυμαθής και πολυμερής συγγραφέας, με βαθιά θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση[47], που καλύπτει όλους τους θεολογικούς κλάδους συλλέγοντας προσεκτικώς τις απόψεις της παράδοσης, διασαφηνίζοντας και διευκρινίζοντας πολλά ενδιαφέροντα και φλέγοντα ζητήματα[48]. Η θεολογία του μάλιστα, επηρέασε όσο κανενός άλλου τη μεταγενέστερη σκέψη και βυζαντινή φιλολογία[49]. Η παράδοση στην περίπτωση του ζωντανεύει δημιουργικά και βιωματικά, επηρεασμένη ιδιαίτερα από του Καππαδόκες και δη το Γρηγόριο Νύσσης, αλλά και τον ασκητισμό του Ευαγρίου Ποντικού και Διονυσίου Αρεοπαγίτη (corpus). Στην ουσία ο ίδιος όμως κινείται στο δρόμο των Αλεξανδρινών πατέρων, γι αυτό και θεωρείται συνεχιστής τους[50].

Το έργο του Μάξιμου διαχωρίζεται σε έξι (6) κατηγορίες. α) ερμηνευτικά των γραφών, β) ερμηνευτικά των πατέρων, γ) δογματικά-αντιρρητικά, δ) επιστολές, ε) λειτουργιολογικά-πνευματικά, στ) μυστικά-ασκητικά[51][52]. Κυριότερα έργα του είναι οι απορίες, Ερωτήσεις και αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, Πεύσεις και αποκρίσεις, η επιστολή προς Θεόπεμπτον σχολαστικόν, τέσσερις εκατοντάδες κεφάλαια περί αγάπης, ασκητικός λόγος, μυσταγωγία, το οποίο εκτιμάται σήμερα για τη φιλολογική και θεολογική του επιρροή στους μετέπειτα συγγραφείς και τα δογματικά και αντιρρητικά του έργα, τα οποία μας δίνουν πλήρη εικόνα της δογματικής του σκέψης και θεολογίας. Τέλος σε ότι αφορά το έργο του, υπάρχουν ακόμα ανέκδοτα έργα του[53], αλλά και πολλά συμπιλήματα ή ψευδεπίγραφα[54].

Η θεολογία του

Θεολογία-Τριαδολογία-Ανθρωπος

Η θεολογία του Μάξιμου χαρακτηρίζεται ως αποκαλυπτική, δηλαδή ως η θεολογία που εδράζει στην Θεία Αποκάλυψη και αποτελεί τη διαδασκαλία στην οποία στηρίχτηκαν ήδη οι πρώτοι απολογητές μόλις κατά το 2ο αιώνα και ιδίως αργότερα οι Καππαδόκες και Αλεξανδρινοί πατέρες[55]. Παράλληλα η θεολογική καινοτομία του έγκειται στην ερμηνεία της θεολογίας, υπό το διαρκές πρίσμα της Χριστολογίας. Γι αυτό και το μυστήριο της τριάδος στο σύστημα του Μάξιμου γνωρίζεται μέσω του Λόγου. Ο Θεός είναι τριάδα και συνάμα μονάδα. Τα πρόσωπα αποτελούν ετερότητες, αλλά αδιάσπαστα ενωμένες σε μία μονάδα, χωρίς καμία συγχώνευση ή μίξη. Ταυτόχρονα ενεργούν και επιθυμούν πάντοτε το ίδιο πράγμα. Ο Λόγος αυτός επίσης, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, είναι ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενδημούσε στους Πατριάρχες και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης[56], ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενσαρκώθηκε γι τη σωτηρία του κόσμου.

Ο κόσμος είναι μία αποκάλυψη, όπου βασίζετε στη θέληση και τη σκέψη του Θεού, μία θέληση που αποτελεί στοιχείο της ίδιας της ύπαρξής Του[57]. Έτσι η αποκάλυψη γίνεται πάντοτε δια μέσου του Λόγου όπου κέντρο της και προαιώνια βουλή της είναι η ενσάρκωση, η οποία δεν αποτελεί απλώς μεταπτωτικό σχέδιο του Θεού, αλλά βρίσκεται πάντοτε στην προαιώνια βουλή του, ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό. Η αποκάλυψη του κόσμου, δηλαδή η αποκάλυψη της δημιουργίας, είναι ο λόγος της ενσάρκωσης και όχι η πτώση των πρωτοπλάστων[58]. Ο Λόγος είχε εξ αρχής το σκοπό να ενωθεί με τη σάρκα της ανθρωπότητας για να την θεώσει[59]. Παράλληλα η κτίση είναι ριζικά διάφορη από τα Θεό. Δεν είναι αιώνια, αλλά βρισκόταν στην προαιώνια βουλή Του, ως Λόγοι των όντων. Οι λόγοι αυτοί, τα παραδείγματα, τα πρότυπα, αποτελούν μια δυναμική πραγματικότητα, η οποία δεν αποτελεί απλώς την έννοια, το περίγραμμα, το νόμο, αλλά κυρίως τη διαμορφούσα αρχή του ανθρώπου. Ο Άνθρωπος με τη σειρά του έχει κομβικό ρόλο μέσα στη κτίση. Είναι το κέντρο της δημιουργίας που περικλείει δυνητικά όλες τις θείες δυνατότητες και αποτελεί εικόνα του Λόγου. Είναι ένας μικρός κόσμος, μέσα στο κόσμο που καλείται να θεωθεί. Ο κτιστός κόσμος δημιουργήθηκε για χάρη του.

Ο Μάξιμος στη ζήτημα της θείας ουσίας είναι πιστός ακόλουθος της πατερικής θεολογίας, επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον Ευάγριο και τον Αρεοπαγίτη. Η θεία ουσία είναι απρόσιτη στη γνωστική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και ο ανθρώπινος νους είναι δυνατόν να έλθει σε γνώση του Θεού μόνο μέσω των ενεργειών Του[60], εισάγοντας τελικά την αποφατική θεώρηση της ουσίας του θεού. Η μόνη γνώση η οποία μπορεί να κατακτηθεί, πραγματοποιείται δια μέσου της έκστασης, η οποία είναι η υψηλότερη βαθμίδα της θεώσεως - η μυστική θεολογία. Ο φυσικός νους δηλαδή κατά τον Μάξιμο αδυνατεί να φτάσει στη θεολογία, γι αυτό και απαιτείται η συνεργία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ικανώνει το νου να υπερβεί το φυσικό και να ενταχθεί σε μία νέα σφαίρα, που ανώτατη βαθμίδα της είναι η έκσταση και η όραση του θεού. Είναι μια κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και του ανθρώπου προς το Θεό. Ο νους σε αυτή τη περίσταση δε καταργείται και δεν αφανίζεται, αντίθετα, εξυψώνεται, διευρύνεται, μεταμορφώνεται[61]. Στο σημείο αυτό ανυψώνεται ο νους και η ύπαρξη εκτός της κτιστής σφαίρας και ανέρχεται στην όραση του Θεού, εγκαταλείποντας το εγώ. Εισέρχεται στο στάδιο της αγάπης[62] και οδηγείται στην τελική βαθμίδα της θεώσεως και της διαρκούς τελείωσης. Είναι η στιγμή που υπαρκτικά και δίχως την εξάλειψη της προσωπικής ύπαρξης ή εγκατάλειψης των χωροχρονικών και κτιστών δεδομένων, ο νους του Χριστού, εγκατοικεί όχι κατουσίαν, αλλά φωτίζοντας τον ανθρώπινο νου.

Στο σύστημα του Μάξιμου παρατηρούμε απαντήσεις σε πολλά λεπτά θεολογικά ζητήματα. Η ψυχή του ανθρώπου εν προκειμένω παραμένει κατά χάρη άφθαρτη, ενώ κατέχει ικανότητες παρόμοιες των αγγέλων στα πλαίσια τη θεώσεως. Παράλληλη δημιουργείται τη στιγμή της συλλήψεως[63]. Ο άνθρωπος επίσης αποτελεί μία ενιαία οντότητα, πάρα τη διαφορότητα ψυχής και σώματος. Ο λόγος της διάσπασης είναι η αμαρτία. Στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι είχαν το ίδιο καθήκον με αυτό που ο άνθρωπος έχει και σήμερα. Το σκοπό της τελείωσης. Αυτό το οποίο άλλαξε, είναι ότι χάθηκε η αρχική μακαριότητα μέσα στην οποία πλάστηκαν και πλέον η εκπλήρωση του σκοπού εκκινά από άλλη βάση. Γι αυτό το σκοπό, ο Λόγος σαρκούται και η κάθοδος του είναι που οδηγεί στην ανύψωση του ανθρώπου και τελικά τη θέωση. Η Θεία Οικονομία είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη ελευθερία, γι αυτό και η σάρκωση δε θα πρέπει να θεωρείται απλώς απολυτρωτικό έργο, καθώς μπορεί η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε ένα πεπτοκώτα κόσμο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σε αντίθετη περίπτωση δε θα σαρκωνόταν ο Λόγος. Η σάρκωση είναι το κεντρικό μυστήριο της πορείας της θεώσεως του ανθρώπου ανεξάρτητα από την ιστορική τροπή. Αυτό δεικνύει ότι η σάρκωση αποτελεί ένα μυστήριο πολύ βαθύτερο από το μυστήριο της λυτρώσεως[64].

Χριστολογία - Δυοφυσική και δυοθελητική θεολογία

Η σάρκωση του λόγου κατά τον Μάξιμο είναι το μυστήριο της προαιώνιας βουλής του Θεού και το σχέδιο εξαγιασμού της ανθρώπινης φύσης. Η ίδια αποβαίνει λύτρωση, αλλά αυτή πρώτιστα οφείλει το γεγονός της όχι στη σωτηρία εξ αιτίας της πτώσης, αλλά στο γεγονός της ολοκλήρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, που θα έπρεπε να συμβεί ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός. Γι αυτό, αν η ανθρώπινη φύση δε προσέλαβε ακέραιη όλη την ύπαρξή της, τότε δεν καθαγιάστηκε και δε μπορεί να ανέλθει στην σφαίρα της θεώσεως, δε μπορεί να κοινωνήσει στην υπόσταση του Λόγου. Έτσι ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ακέραιη και αμόλυντη από τις συνέπειες της πτώσης. Λαμβάνει την ανθρώπινη φύση, όπως οι πρωτόπλαστοι και αυτό συμβαίνει ένεκα της θέλησης του και όχι της φυσικής αναγκαιότητας. Γι αυτό το θέλημα της φύσεως του, δε γνωρίζει διαφθορά και δεν αντιμάχεται ή περιβάλλεται από τα ανθρώπινα πάθη. Η θέληση της ανθρώπινης φύσεως του, είναι εναρμονισμένη με το Θείο θέλημα, γιατί η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε κατ εικόνα του Λόγου. Εδώ ο Μάξιμος επιμένει, πως πρώτιστα η πτώση είναι διαφθορά της θελήσεως και πως η υποστατική ένωση διορθώνει τη θέληση[65]. Για το σκοπό αυτό Θεός Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση η οποία είναι πλήρης και ακέραια [66], με το δικό της θέλημα και τη δική της ελευθερία, πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε σύγχυση, μίξη ή εξαφάνισή της. Ο άνθρωπος μετά την ενσάρκωση, οδηγείται δια της θεώσεως σε μία νέα ιδιαίτερη μορφή υπάρξεως. Η ύπαρξη αυτή, η κατ εικόνα και ομοίωση πλέον κινείται στο δρόμο της ίδιας της ύπαρξης του δημιουργού, με αποτέλεσμα η ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Ιησού, να θέλει και να επιθυμεί την αχώριστη και εναρμονισμένη με το Θεό κοινωνία και άρα να μιμείται την ίδια τη θεία ζωή[67]. Το θέλημα του Θεού, οι θείες δηλαδή ενέργειες διορθώνουν και διαμορφώνουν πλέον το θέλημα του ανθρώπου, δίχως αυτό να αίρει την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα ή να εξαφανίζει την ανθρώπινη φύση σε όλες τις εκφράσεις της ή εκφάνσεις της.

Κατά τη μονοεργητική έριδα, οι μονοθελητές δέχονταν κατά βάση πως είναι δυνατό, εφόσον μιλάμε για ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, να μιλάμε για μία θέληση και μια βούληση. Σε άλλη περίπτωση, κινδυνεύει σοβαρά η ενότητα του προσώπου. Ο Μάξιμος σε αυτό το σημείο εντοπίζει το πρόβλημα της θεολογικής σκέψης των μονοφυσιτών και παράλληλα την υποβόσκουσα παρεπόμενη θεολογική προοπτική. Αφενός μήπως όταν αναφέρουμε μία θέληση στο πρόσωπο του Χριστού εννοείτε απορρόφηση της ανθρώπινης θέλησης και άρα και κατάργηση της φύσεως με έμμεσο τρόπο ή μήπως εννοείται μία σύνθετη, τρίτη θέληση, σύνθετη των δύο φύσεων. Σε ότι αφορά το δεύτερο στοιχείο το απορρίπτει άμεσα καθώς το όλο είναι αδύνατο να είναι ένα έτερο πράγμα από το συστατικό των φύσεων τους ή μία νέα πηγή θελήσεως, διάφορη από τις θελήσεις της φύσης που βρίσκονται στην υπόσταση του προσώπου. Άλλωστε ο Λόγος προσλαμβάνει σάρκα άρα για τη μόνη θέληση που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε είναι θέληση του Θεού Λόγου. Αυτό όμως θα οδηγούσε άμεσα στο δοκητικό μονοφυσιτισμό, ο οποίος κατά τη Χαλκηδόνα είχε απορριφθεί, καθώς απομειώνει τη σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, δια μέσου της ενώσεώς τους ή της φαινομενικής ύπαρξης της[68]. Η θέληση λοιπόν είναι αξίωμα των λογικών όντων που δύνανται να την ασκήσουν ξεπερνώντας το φυσικό θέλημα το οποίο υποκύπτουν τα μη λογικά όντα.

Ο προβληματισμός πλέον που αναπτύχθηκε ήταν στο κατά πόσο η φύση είναι πραγματικά ελεύθερη και ουδόλως αναγκάζεται από τη φυσική αναγκαιότητα. Ο Μάξιμος εδώ στρέφει προς τα αλλού το ζήτημα και συνεχίζει με μεγαλύτερη πληρότητα την αλεξανδρινή θεολογία των Αθανασίου και Κυρίλλου. Και ο Θεός έχει φύση, αλλά μήπως αυτή η φύση τον αναγκάζει να είναι αγαθός? Και συνεχίζει, πως στα όντα η φύση προσδιορίζει τους στόχους και τα έργα της ελευθερίας, αλλά δε τα προσδιορίζει. Η επιλογή και η ελευθερία είναι δείγμα της θέλησης. Έτσι διαχωρίζει φυσική θέληση και γνώμη[69]. Η γνήσια ελευθερία είναι η έλξη της ψυχής προς το Θεό, όχι μία υποχρεωτική κατάσταση, θεολογεί, αλλά μία ορμή αγάπης. Όπως ο Θεός, ο οποίος θέλει και ενεργεί σε πλήρη ελευθερία και μακριά από οποιαδήποτε αναγκαιότητα, δίχως να ταλαντεύεται για το θέλημά Του αυτό. Η πτώση της θελήσεως, είναι αποτέλεσμα της πτώσης, αποτέλεσμα της αμαρτίας και έχει ως τελικό αποτέλεσμα το διχασμό της θέλησης. Ο Θεός τελικώς δια της υποστατικής ενώσεως, που διατηρεί και τις δύο φύσεις ακέραιες όπως και τις δύο θελήσεις Του[70], θεραπεύει και την θέληση και τη γνώμη, που αποτέλεσαν την πρωταρχική αιτία της πτώσεως. Στην περίπτωση του όμως δεν υπάρχουν αμφιταλαντεύσεις. Γι αυτό και το φυσικό θέλημα της ανθρωπότητας στην υπόσταση του Λόγου, κινείται φυσικά στο να θέλει και αυτή όσα ο Λόγος επιθυμεί. Η σάρκα στην ένωση αυτή βρίσκει την πραγματική φύση και εκφράζει την πραγματική θέλησή της, δίχως καμία ανάμιξη. Παράλληλα δεν υπάρχει ανάγκη να εξαλειφθεί κατά κανένα λόγο το γνωμικό θέλημα αφού αυτό αποτελεί στοιχείο της υποστάσεως[71].

Τελικά ο Ιησούς προσλαμβάνει όλες τις αδυναμίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Η πείνα, η δίψα, ο πόνος που είναι συνέπειες της μεταπτωτικής φύσης (αδιάβλητα πάθη). Οι πράξεις αυτές γίνονται με ελεύθερη βούληση του Λόγου. Τελικά προσλαμβάνει την αμαρτία της φύσεως και την απολυτρώνει εκπληρώνοντας το θέλημα του Θεού, αποκαθιστώντας την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο.

Ο δρόμος προς τη σωτηρία

Στη σκέψη του Μάξιμου, σχετικά με τη σχέση Θεού - κόσμου και ανθρώπου υπάρχει πάντοτε η ριζική διαφορά άκτιστου και κτιστού, δηλαδή δημιουργού και δημιουργημάτων. Ο Θεός ως προς την ουσία του, αλλά και τη βούληση και θέλησή Του είναι παντελώς διάφορος ως προς την ουσία με τα δημιουργήματά του και άκτιστος. Τόσο η βούληση δηλαδή, όσο και η ενέργεια ανήκουν στην κατηγορία των αυθύπαρκτων και άχρονων δεδομένων. Οτιδήποτε άλλο είναι δημιούργημα, άρα κτιστό και υπόκειται στο νόμο της φθοράς της τρεπτότητας[72]. Ο άνθρωπος ως λογικό δημιούργημα όμως δημιουργήθηκε ως εικόνα του Λόγου. Ελεύθερος και αυτεξούσιος. Αυτεξούσιος σημαίνει πως έχει θέληση και η θέληση αυτή είναι τρεπτή με αποτέλεσμα να τον οδηγήσει στην πτώση. Άρα η αμαρτία είναι κατεξοχήν διαστροφή και εσφαλμένη θέληση. Το κακό είναι απομάκρυνση από το Θεό (Ων) και αποτελεί στροφή προς την ανυπαρξία (μη Ων). Έτσι και το πάθος είναι αρρώστια της θέλησης, απώλεια και περιορισμός της ελευθερίας, ανικανότητα του λογικού να ελέγχει τις δυνάμεις τις ψυχής και τελικά υποταγή στις ζωώδεις και στοιχειώδεις δυνάμεις της φύσης του. Ο άνθρωπος περνά στην άγνοια και μέσω αυτής στη λήθη του θεού. Αλλά η ελευθερία αυτή δεν εξαφανίζεται , απλά ατονεί γι αυτό και υπάρχει πάντοτε η δύναμη της βούλησης να επιστρέψει.

Στην επιστροφή αυτή ο Χριστός απαλλάσσει τον άνθρωπο και τον ελευθερώνει, αποδεχόμενος δημιουργικά την κίνηση αυτή. Η απελευθέρωση αυτή απαιτεί αγώνα και δοκιμασία. Ο Χριστός έρχεται να θεραπεύσει τη φύση του άνθρωπου, αλλά η βούληση έχει ένα αγωνιστικό δρόμο για να θεραπευτεί και πάντοτε δια των μυστηρίων[73]. Όταν ενεργήσει η χάρις, τότε ανυψώνει τη φύση του ανθρώπου πάνω από το φυσικό της μέτρο. Την προκαλεί ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, αλλά αυτό γίνεται δίχως επιβολή και βία, προκύπτει μέσα από την οικεία αναζήτηση και την προσωπική ευαισθησία ώστε να αφυπνιστεί η ελευθερία και να ζωογονηθεί η βούληση. Στόχος είναι η ένωση με το Χριστό, η εγκατοίκηση εντός ημών, και τα μυστήρια μαζί με τη δοκιμασία, είναι ο μόνος δρόμος για το σκοπό αυτό κατά το Μάξιμο. Η δοκιμασία είναι αγώνας κατά των παθών. Είναι η μετάθεση της θέλησης από το κατώτερο στο ανώτερο, από το γήινο στο θείο. Το γήινο βεβαία στο Μάξιμο δεν είναι εξ ορισμού κακό. Κακό όμως είναι όταν δε δηλώνει το αόρατο, το πνευματικό. Όταν δεν ανάγει τον άνθρωπο στο δημιουργό. Τότε γίνεται εφάμαρτο και επικίνδυνο[74]. Η προσκόλληση στην κτιστή πραγματικότητα οδηγεί στο πάθος και τελικά τον περιορισμό της ελευθερίας. Παράλληλα τον οδηγεί στην εσφαλμένη χρήση της.

Τρεις είναι οι πυλώνες και οι πόλοι της αμαρτίας κατά το Μάξιμο. Υπερηφάνεια, μίσος και άγνοια είναι οι πυλώνες της αμαρτίας, τέρψη και δόξα οι πόλοι της[75]. Παράλληλα ο δαιμονικός κόσμος ο οποίος προσπαθεί να δελεάσει τις ψυχές και να τις αποκοιμίσει, εισβάλλοντας στην ψυχή εικόνες αισθησιακές προς επίτευξη των στόχων του. Αλλά η νίκη ανήκει στη βούληση του ανθρώπου και τη δική του εκλογή. Κατά τη δοκιμασία αυτή ο άνθρωπος πρέπει να οργανώσει τη ψυχή του. Θα πρέπει πρώτα δια της άσκησης να εκριζώσει και μεταμορφώσει τα πάθη του έτσι ώστε να επέλθει η κάθαρση, που είναι το πρώτο στάδιο της θέωσης. Έτσι ο νους γίνεται ηγεμονικός, υπερνικά τις κατώτερες αισθήσεις, εγκρατεύει από την φιληδονία και την επιθυμία. Άλλοτε οφείλει να υπερνικά και το ακούσιο πάθος, το οποίο συμβαίνει κατά την αποκοπή των παθών. Η θλίψη δηλαδή που επακολουθεί κατά τη μη τέλεση των παθών αυτών.

Ακόμα πιο δύσκολη είναι η νίκη κατά της οργής ή του μίσους. Απαιτεί ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία και άσκηση. Εδώ απαιτείται νίκη κατά των σκέψεων και των λογισμών. Και η νίκη αυτή επιτυγχάνεται ανατρέποντας το αρνητικό περιεχόμενο των σκέψεων αυτών σε θετικό. Τελικά οδηγείται στην απάθεια, η οποία δεν σκοπεύει μόνο στην αποκοπή των παθών, αλλά και την καλλιέργεια της θετικής στάσης των καλών λογισμών. Όταν επέλθει η απάθεια και η γνώση πλέον, επέρχεται η αγάπη, που είναι η απόλυτη ελευθερία. Η ασκητική πράξη είναι η εξόντωση της υπερηφάνειας που οδηγεί στην αγάπη. Η αγάπη είναι η υπερνίκηση οποιασδήποτε γήινης έλξης και η αφιέρωση του νου στο Θεό. Τελικά οδηγεί στη γνώση και τη φυσική θεωρία. Θεωρία στο Μάξιμο από την άλλη είναι η γνώση εν τω Λόγο η θέαση του κόσμου πια, δια του Θεού. Ο άνθρωπος αναγνωρίζει τις θείες ενέργειες. Το τελικό στάδιο είναι η όραση του Θεού. Η συνάντηση με Αυτόν, η πρόγευση της Θείας μακαριότητας. Αυτό είναι το επίπεδο της καθαράς προσευχής[76]. Εκεί γνωρίζει την υπερούσια τριάδα, μέσα στην ίδια την πλάση και ανανεώνεται κατά την εικόνα της.

Η θεολογία της μελλούσης ζωής για το Μάξιμο ακολουθεί τη θεολογία του Γρηγορίου Νύσσης και μέσω αυτού το Ωριγένη. Οι προϋποθέσεις του βέβαια, και ιδίως το δόγμα των δύο θελήσεων, τον οδηγεί συχνά μακριά από το δρόμο τους. Ο Θεός κατά Μάξιμο εν πρώτοις θα αποκαταστήσει τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά αυτή η ανακαίνιση, δε σημαίνει παράλληλα ότι η θέληση θα μεταλλαχτεί η θα βιασθεί. Η ατομική θέληση και ελευθερία του έκαστου προσώπου δεν γίνεται να παραβιαστεί και να μεταλλαχτεί και αυτό το γνωρίζουμε, διότι το να αναγνωρίζεις το καλό δε σημαίνει απαραίτητα πως το πράττεις. Ο Λόγος την ημέρα της κρίσεως θα αποτελέσει διαφωτιστικό πυρ, ενώ για τους ασεβείς καιουσα φλόγα. Ο Θεός θα αγκαλιάσει όλη τη δημιουργία, όλη την ανθρωπότητα τόσο το καλό όσο και το κακό. Αλλά το μέτρο της μετοχής θα εξαρτηθεί από το βαθμό της δοκιμασίας καθενός. Εδώ παρατηρούμε πως ο Μάξιμος μιλάει για δύο ενώσεις. Την ένωση κατά χάρη, που αφορά τους πάντες και την θέωση κατά χάρη που αφορά τους δικαίους. Όσοι δε βρεθούν μέσα στις ζωοποιητική χάρη του θεού, δεν είναι επειδή ο Θεός κάτι τέτοιο το επιθυμεί, αλλά επειδή οι ίδιοι δε θα επιθυμήσουν τη σωτηρία αυτή. Ο Θεός θα αποκαταστήσει η φύση τους, ίσως δε και τις ψυχικές τους δυνάμεις, σε σημείο να αναγνωρίζουν το Θεό ή ακόμα και να απολέσουν της μνήμη της αμαρτίας τους. Αλλά αυτοί, οι οποίοι έζησαν με επιθυμίες μακριά από την πραγματική τους φύση και άρα του θεραπευμένου θελήματος, εκείνη την ημέρα θα βασανίζονται γιατί ανέβαλαν τη μετάνοιά τους, θα βασανίζονται από τη συνείδηση της παράλογου οδού που πήραν. Αυτό, διότι η μακαριότητα αυτή αποτελεί μία ελεύθερη πλήρη εναρμόνιση του θελήματος του ανθρώπου, με το θείο θέλημα, μέσα από τη μεταμόρφωση και το φωτισμό της ίδια της θελήσεως [77].

Εκκλησία

Η εκκλησία σύμφωνα με το Μάξιμο αποτελεί το μέσο γνωριμίας και συνειδητής μετοχής των λογικών όντων στη ύπαρξη του[78]. Για αυτό και κατά το Μάξιμο ταυτόχρονα με τη δημιουργία ο Θεός χτίζει και την εκκλησία, που αποτελεί και δική Του εικόνα. Η κτίση δηλαδή, νοερή και ορατή αποτελεί την εκκλησία, που είναι η συνεκτική δύναμη των πάντων. Ως εικόνα του Θεού, ιδιότητές της είναι η ενότητα, η λογικότητα, η κινητικότητα, η κοινωνικότητα. Το σύμπαν ολόκληρο, αισθητό και νοητό αποτελεί ένα οργανισμό με ολότητα, όπου καρδία του είναι η εκκλησία, εξ αιτίας των ιδιοτήτων αυτών.

Ο Μάξιμος, για να περιγράψει την εκκλησία χρησιμοποιεί αρκετούς παραλληλισμούς. Δεν αποτελεί για τα Μάξιμο η εκκλησία κάτι το στατικό, το ταυτισμένο ή το απομονωμένο σε και δεδομένα κλειστά περιγράμματα[79]. Γι αυτό η εκκλησία μπορεί να είναι εικόνα τόσο του θεού, όσο και του σύμπαντος κόσμου, του ίδιου του αισθητού κόσμου, αλλά και του ανθρώπου ή μόνο της ψυχής του. Η εκκλησία παράλληλα ως ψυχή έχει το ιερατείο, νου το ιερό θυσιαστήριο και σώμα το ναό, στοιχεία τα οποία βρίσκονται σε μία άρρηκτη ενότητα[80]. Η ενότητα αυτή δε καταργεί την διάκριση, αλλά και η διάκριση, στα πλαίσια κλήρου και λαού δε νοείται σε μία σχέση ανωτερότητας και κατωτερότητας ή κυριαρχικότητας[81], αλλά διαφοροποίησης της οργανικής ενότητας που είναι ο κόσμος[82].

Η εκκλησία σύμφωνα με το Μάξιμο αποτελεί ένα μυστήριο μέσα στη φυσική και ιστορική πραγματικότητα το οποίο ως σκοπό έχει να επιτελέσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Αφενός μεν τη βαθμιαία εξαφάνιση του κακού μέσα στον κόσμο και αφετέρου την τελείωση των λογικών και νοερών όντων. Σκοπός δηλαδή είναι η κοινωνία των όντων με το Θεό, δια μέσου τη συμφιλίωσης και της συνάντησης κτιστής δημιουργίας και του Θεού-δημιουργού[83]. Η ίδια όμως ως ιστορική έκφανση, παρομοιάζεται ως μια πόλη. Μια πόλη, όπου άνθρωπος καλείται σε μία πορεία οποία διέρχεται από τα στάδια της αρετής, της γνώσης και τελικά της μυστικής θεολογίας. Η θεραπεία είναι το μέσο ανάβασης, και τα μυστήρια το φάρμακο και ελιξίριο της ζωής αυτής.

Αναφορές

  1. Κατα τον Andrew Louth στο σχετικό βιβλίο του για τον Μάξιμο Ομολογητή τον χαρακτηρίζει ως τον σπουδαιότερο θεολόγο της Βυζαντινής περιόδου [1]
  2. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 266 "Είναι δύσκολο να ευρεθή άλλος θεολόγος που να επηρέασε περισότερον την πορείαν της ελληνικής ορθοδόξου θεολογίας από αυτόν"
  3. Γ. Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί...αιώνα, σελ. 332
  4. Νίκος Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή,σελ 20-21
  5. Π, Χρήστου, Πατρολογία Ε', σελ. 278
  6. PG 90,57-110
  7. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 266
  8. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 327
  9. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 327: "αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευσή του θα διήρκησε απο το 6ο ή 7ο έτος της ηλικίας τους εως το 21ο και περιελάμβανε γραμματική, κλασσική φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία (συμπεριλαμβανομένων αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ηθικής, δογματικής, μεταφυσικής) και επίσης πρέπει να συμπεριελάμβανε την πρώτη επαφή με τον Αριστοτέλη και τους νεοπλατωνικούς (μέσω υπομνημάτων του Πρόκλου και του Ιάμβλιχου)"
  10. Νίκος Ματσούκας, ο.π., σελ. 17
  11. Εις τον βίον και άθλησιν του οσίου Πατρός Ομολογητού Μαξίμου PG 90, 72 A
  12. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 329
  13. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 328
  14. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 327
  15. PG 90, 72
  16. Νίκος Ματσούκας, ο.π., σελ. 18
  17. Νίκος Ματσούκας, ο.π., σελ. 17
  18. PΒλ. Φειδά, ο.π., σελ. 742
  19. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, Α', σελ. 731
  20. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 15
  21. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, Α', σελ. 732
  22. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, Α', σελ. 733 κεξ
  23. PG 91, 352
  24. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, Α', σελ. 734
  25. Βλ. Φειδάς, Εκκλ. Ιστορία, Α', σελ. 735
  26. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 16
  27. PΒλ. Φειδά, ο.π., σελ. 746
  28. Εις τον βίον και άθλησιν του οσίου Πατρός Ομολογητού Μαξίμου PG 90, 76 A
  29. ΘΗΕ, τ.8ος, σελ. 615
  30. PΒλ. Φειδά, ο.π., σελ. 742
  31. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 268
  32. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 20
  33. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 268
  34. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 21
  35. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 269
  36. Π. Χρήστου, Ελλ. Πατρολογία, τ. Ε', σελ. 269
  37. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 330
  38. ΘΗΕ, τ.8ος, σελ. 616
  39. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 332
  40. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 332-333
  41. Επι παραδεγμάτι η παράδοση περί της αναφύτρωσης των μελών τα οποία αποκόπηκαν
  42. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 22
  43. Γ.Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 334
  44. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 617
  45. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 617
  46. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 335
  47. Ν. Ματσούκας, ο.π., σελ. 23
  48. Π.Χρήστου, ο.π., σελ. 270
  49. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 335
  50. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 335
  51. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 617-619
  52. Π.Χρήστου, ο.π., σελ. 270
  53. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 335
  54. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 619
  55. Φλορόφσκι, ο.π., σελ.340
  56. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 248
  57. Π, Χρήστου, Πατρολογία Ε', σελ. 278
  58. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 339
  59. G 91, 1305-1308
  60. Π.Χρήστου, ο.π., σελ. 279
  61. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 343
  62. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 345
  63. Φλόροφσκι, ο.π., σελ. 355
  64. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 357
  65. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ.. 361-362
  66. PG 91, 156
  67. Φλορόφσκι, ο.π., 365
  68. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 368
  69. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 369
  70. Διάλογος προς Πυρρον PG 91, 337
  71. Π. Χρήστου, Πατρολογία Ε', σελ. 278
  72. Π. Χρήστου, Πατρολογία Ε', σελ. 279
  73. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 376-7
  74. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 378
  75. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 379
  76. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 383
  77. Γ. Φλορόφσκι, ο.π., σελ. 387
  78. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 219
  79. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 230
  80. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 226
  81. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 237
  82. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 224
  83. Ν. Ματσούκας, Κόσμος...Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 234

Χρήσιμοι σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • Νίκος Ματσούκας, "Κόσμος, Κοινωνία, Άνθρωπος κατά το Μάξιμο Ομολογητή", Γρηγόρης, Αθήνα 1980.
  • Γεώργιος Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί πατέρες του 6ου-7ου-8ου αιώνα", Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Βλάσσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Α', Διήγηση, Αθήνα 2002.
  • Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Ε', Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006.
  • ΘΗΕ, λήμμα Μάξιμος Ομολογητής, τ. 8ος, σελ. 614-623, Μαρτίνος, Αθήνα 1964.