Σταυρός

Από OrthodoxWiki
Αναθεώρηση ως προς 20:16, 16 Ιουνίου 2008 από τον Papyrus (Συζήτηση | Συνεισφορά) (Η μαρτυρία του Τερτυλλιανού (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.))
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σταυρός ονομάζεται το κυριότερο σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και της χριστιανικής θρησκείας γενικότερα, το οποίο υπενθυμίζει την Σταύρωση του Ιησού Χριστού και την σωτηρία των ανθρώπων μέσω του Πάθους και του θανάτου Του. Συμβολίζει επομένως τόσο τον ίδιο τον Χριστό όσο και την πίστη των χριστιανών.

Ο σταυρός υπήρξε επίσης μέσο βασανισμού και θανατικής εκτελέσεως στους Ασσυρίους, Πέρσες, Καρχηδονίους, Αιγυπτίους, Έλληνες και Ρωμαίους. Εκτός από το ξύλινο όργανο εκτέλεσης πάνω στο οποίο θανατώθηκε ο Ιησούς Χριστός, με τη λέξη σταυρός αναφερόμαστε σε:

  1. (εκκλ.) Σχήμα σε μορφή [] ως σύμβολο του χριστιανισμού.
  2. (αρχ.) Όρθιο πάσσαλο, παλούκι, συνήθως ξύλινο.
  3. Όργανο θανατικής εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα και αποτελούνταν είτε από μία μυτερή κάθετη δοκό, είτε από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή γωνία ή και σε σχήμα "Τ", στο οποίο δενόταν ή καρφωνόταν ο κατάδικος.
  4. Σχήμα που διαγράφουν οι χριστιανοί με τη κίνηση του χεριού τους κατά την προσευχή.
  5. Σύνολο θρησκευτικών ή πολιτικών συμβόλων ή έργων τέχνης τα οποία προέρχονται από τους εξής βασικούς τύπους σταυρού:
α) ο απλός σταυρός, ξύλο ή crux simplex, σε σχήμα γιώτα ( | ) ενώ όταν έχει γίνει αιχμηρό το άνω άκρο του περιγράφεται και ως acuta crux,
β) ο ελληνικός σταυρός ή crux quadrata, με τέσσερα ισοσκελή άκρα (+),
γ) ο λατινικός σταυρός ή crux immissa του οποίου το κατακόρυφο σκέλος είναι μακρύτερο από το οριζόντιο (),
δ) ο συνεπτυγμένος σταυρός, σταυρός του Αγίου Αντωνίου ή crux commissapatibulata), σε σχήμα ταυ (Τ) και
ε) ο χιαστός σταυρός, σταυρός του Αγίου Ανδρέα

Ετυμολογία

Η λ. στα-υ-ρός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του μορφή -ῠ- και μάλιστα βραχύ αναφορικά με το -ῡ τής λ. στῦλος· βλ. και λ. στύλος, στοά) και επίθημα -ρός (πρβλ. σω-ρός).[1]

Η Ορθόδοξη ερμηνεία για την αποδοχή του Σταυρού στην Καινή Διαθήκη και στον Πρωτοχριστιανισμό

Αν και στην πραγματικότητα, ο σταυρός, ήταν για τον Ιησού ένα όργανο βασανισμού και θανάτου, στα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων όπως του Ιγνατίου, του Πολυκάρπου, του Ιουστίνου, του Ειρηναίου, του Θεόφιλου Αντιοχείας, του Μινούκιου Φήλιξ, του Κλήμη Αλεξανδρείας, του Τερτυλλιανού κ.ά., δεν βρίσκουμε αναφορές που να δείχνουν αποστροφή ή απαξίωση για τον Σταυρό.[2].

Το ίδιο πνεύμα στην αντιμετώπιση του σταυρού, βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη. Όπως λέει και ο απ. Παύλος:

"Χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα, εξαλείψας το καθ' ημών χειρόγραφον τοις δόγμασιν ο ην υπεναντίον ημίν, και αυτό ήρεν εκ του μέσου προσηλώσας αυτό τω σταυρώ απεκδυσάμενος τάς αρχάς καί τάς εξουσίας εδειγμάτισεν έν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ"
(Κολ. 2:13-15)

Συγχώρησε ο Χριστός δηλ. όλα τα παραπτώματα και κατήργησε το χρεόγραφο με τις διατάξεις του, που ήταν εναντίον μας, και το έβγαλε από τη μέση καρφώνοντας το στο σταυρό. Και αφαίρεσε τη δύναμη που είχε το εξουσιαστικό κακό που τώρα νικηθηκε από το θρίαμβο του σταυρού. Έτσι ο Σταυρός αποτελεί σύμβολο ελευθερίας και όργανο απελευθέρωσης του ανθρώπου από το κακό.

Επίσης είναι και σύμβολο ειρήνης:

"Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού, υμείς οι ποτέ όντες μακράν, εγγύς εγεννήθητε έν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γάρ έστιν ή ειρήνη ημών, ό ποιήσας τά αμφότερα έν καί τό μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν έν τή σαρκί αύτοΰ τόν νόμον τών εντολών έν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση έν έαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών είρήνην, καί αποκαταλλάξη τους αμφότερους έν ενί σώματι τω θεώ διά του Σταυρού, αποκτείνας την έχθραν έν αύτώ"
(Εφ. 2:13-16).

Ο Παύλος διδάσκει πως όσοι ήταν μακριά από το θεό, ήρθαν πλέον κοντά με τη σταυρική θυσία του Χριστού. Ο Ιησούς έκανε τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους (Ιουδαίους και εθνικούς) ένα λαό και γκρέμισε με το σταυρικό του θάνατο ότι τους χώριζε και προκαλούσε έχθρα μεταξύ τους. Θανάτωσε με το σταυρό του την έχθρα, και συμφιλίωσε τους δύο πρώην εχθρούς σε ένα σώμα και με το θεό.

Οι Χριστιανοί δεν ζητούσαν μεσσία που δίνει σημεία δυνάμεως και εξουσίας:

"Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον" (Α' Κορ. 23 εξ.)

Ο σταυρός και η ανάσταση ξεπερνούν τα ιουδαϊκά σχήματα της ηθικής και της νομιμότητας καθώς αυτές οι δύο έννοιες είναι αχώριστες στην αφήγηση των Ευαγγελιστών. Ο σταυρός είναι πλέον ένα σύμβολο-καύχημα, της νίκης του Ιησού (και μέσω αυτού και του ανθρώπου) κατά της φθοράς και του θανάτου. Ο Ιωάννης, παρουσιάζει το σταυρό ως τη στιγμή που ο Υιός του ανθρώπου "υψώθη" (Ιω 8:28, 12:32 εξ), σαν ένα νέο σημείο σωτηρίας (Ιω. 3:14-16) ενώ όλη η διήγηση του ευαγγελιστή, θα έλεγε κανείς ότι δείχνει τον Ιησού να προχωρεί προς το σταυρό με μεγαλοπρέπεια.

Συχνά παρουσιάζεται ως επιχείρημα ενάντια στο σταυρό, αυτό που έχει γραφτεί στην Παλαιά Διαθήκη:

"κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επι ξύλου" (Δευτ. 21:22-23),

και το υπενθυμίζει και ο Παύλος:

"επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου" (Γαλ. 3:13)

Στην πραγματικότητσ, τα δύο εδάφια δεν αναφέρονται στο όργανο βασανισμού, αλλά στο πρόσωπο που πεθαίνει επάνω στο όργανο αυτό. Όμως οι χριστιανοί δεν θεωρούν τον Ιησού ως ένα "κεκατηραμένο υπό Θεού" πρόσωπο, ούτε ασφαλώς ο Παύλος ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Απευθυνόμενος μάλιστα προς Ιουδαίους και Εθνικούς για τους οποίους ο σταυρός ήταν αισθητικά αποκρουστικός και περισσότερο απόδειξη αδυναμίας παρά δυνάμεως[3], λέει, μην αφήνοντας περιθώρια για ανάλογους ισχυρισμούς:

"άρα κατήργηται το σκάνδαλον του σταυρού" (Γαλ. 5:11)

Πριν το Πάσχα, ο Ιησούς ήταν ο μόνος που βεβαίωνε την αναγκαιότητα του σταυρού (Μτ 16:21) για να υπακούσει στο θέλημα του Πατέρα (Πράξ. 2:23). Μετά όμως από την Πεντηκοστή, οι μαθητές, φωτισμένοι πλέον, κηρύττουν και εκείνοι με τη σειρά τους την αναγκαιότητα αυτή, τοποθετώντας το σκάνδαλο του Σταυρού στη πραγματική του θέση μέσα στη Θεία Οικονομία:

Ο Μεσσίας σταυρώθηκε "κρεμασθείς επί ξύλου" (Πράξ. 5:30) με σκανδαλώδη τρόπο (βλ Δευτ. 21:23), όμως αυτό, κάτω από το φως της προφητείας, παίρνει μια νέα διάσταση: εκπληρώνει "πάντα τα περί Χριστού γεγραμμένα" (Πράξ 13:29).

Για το λόγο αυτό, τα ευαγγελικά κείμενα που περιγράφουν το θάνατο του Ιησού, περιέχουν πολλές αναφορές στους Ψαλμούς (Μτ 27:33-60 / Ιω 19:24,28,36 εξ): "ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν", σύμφωνα με τις Γραφές, όπως θα πει κι ο ίδιος ο Αναστημένος Χριστός (Λκ. 24:25 εξ).

Ο σταυρός δεν είναι πια όνειδος, αλλά απαίτηση και τίτλος δόξας, πρώτα για το Χριστό και έπειτα για τους χριστιανούς:

"Όστις ου βαστάζει τον σταυρόν εαυτού και έρχεται οπίσω μου, ου δύναται είναι μου μαθητής" (Λκ. 14:27)
"Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος" (Μτ. 10:38)
"Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι" (Μτ. 16:24, Μκ. 8:34, Λκ. 8:23)

Ο σταυρός δεν είναι αποκρουστικός, αλλά αντιθέτως αποτελεί καύχημα:

"Εμοί δε μη γένοιτο καυχασθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Γαλ. 6:14)

Στην καθημερινή ζωή του χριστιανού, "ο παλαιός άνθρωπος συνεσταυρώθη" (Ρωμ. 6:6) και ελευθερώθηκε τελείως από το κακό και πλέον η αποδοχή του σταυρού, χαρακτηρίζει τους φίλους ή μή του Χριστού:

"νυν δε και κλαίων λέγω, τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού, ων το τέλος απώλεια" (Φιλ. 3:18-19).

Ιστορία: η Σταύρωση ως Μέθοδος Εκτέλεσης

Ως Σταύρωση ορίζεται η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής με κάρφωμα ή και δέσιμο του θύματος επάνω σε πάσσαλο, δένδρο ή σε σταυρό σχήματος T. Αν και ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τους όρους ανασκολοπίζειν για την τοποθέτηση των θυμάτων εν ζωή και ανασταυρούν για την καθήλωση των πτωμάτων τους, μετά από εκείνον, τα δύο ρήματα γίνονται συνώνυμα και εκφράζονται με τον όρο Σταύρωση-Σταυρώνω.

Η σταύρωση, εφαρμοζόταν από αρκετούς λαούς όπως οι Πέρσες, οι Ιουδαίοι, οι Καρχηδόνιοι οι Ρωμαίοι κ.ά., από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Αυτή η μέθοδος εκτέλεσης θανατικής ποινής καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο το 337 σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από σεβασμό προς το σταυρικό μαρτύριο του Ιησού Χριστού.

Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν την σταύρωση ως μέθοδο εκτέλεσης και ίσως την εφηύραν κιόλας, ήταν οι Πέρσες. Ο λόγος για τον οποίο την χρησιμοποιούσαν ήταν πιθανόν για να μην έρχεται σε επαφή το σώμα του καταδικασμένου με τη γη και την μολύνει, καθώς ήταν αφιερωμένη στην αρχαία ιρανική θεότητα του Ζωροαστρισμού, τον Αχούρα Μάζντα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το 519 π.X. ο Δαρείος ο Α', βασιλιάς των Περσών, σταύρωσε 3.000 πολιτικούς αντίπαλους του στην Βαβυλώνα.

Άλλες αρχαίες πηγές αναφέρουν τη χρήση της σταύρωσης από τους Ινδούς (Διόδ. Σικ. 2.18.1), τους Ασσυρίους (Διόδ. Σικ. 2.1.10), τους Σκύθες (Διόδ. Σικ. 2.44.2), τους Θράκες (Διόδ. Σικ. 33.15.1). Ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τη σταύρωση (Χρονικά 1.61.4) όπως και οι Κέλτες (Χρονικά 14.33.2) ενώ ο Σαλλούστιος αναφέρει ότι και οι Νουμίδες χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τρόπο εκτέλεσης (Ιουγουρθικός πόλεμος 14.15). Επίσης, σύμφωνα με αρκετές πηγές, οι Καρχηδόνιοι εφάρμοζαν τη σταύρωση (Πολύβ. 1.11.5, 24.6, 86.4 / Διόδ. Σικ. 25.5.2, 26.23.1 / Λίβιος 22.13.9 κ.ά.). Από τους Καρχηδόνιους, η σταύρωση πέρασε και στους Ρωμαίους οι οποίοι ονόμαζαν το εκτελεστικό όργανο, crux.

Στον ελληνιστικό κόσμο, οι εγκληματίες συχνά τοποθετούνταν επάνω σε σανίδα όπου γινόταν η διαπόμπευση, ο βασανισμός και η δημόσια εκτέλεσή τους. Η τιμωρία αυτή έμοιαζε με μία μορφή σταύρωσης, αυτή όπου καρφωνόταν το θύμα σε πάσσαλο. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Διονύσιος Α', τύραννος των Συρακουσών, συνέλαβε και σταύρωσε Έλληνες μισθοφόρους που είχαν στη δούλεψή τους οι Καρχηδόνιοι (14.53.4).

Επίσης, ο Μέγας Αλέξανδρος εφάρμοσε επανειλημμένα τη σταύρωση. Σε κάποια περίπτωση σταύρωσε συνολικά 2.000 επιζόντες από την πολιορκία της Τύρου (Κούρτιος Ρούφος 4.4.17) ενώ είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Αρριανός, πως ο Αλέξανδρος όταν πέθανε ο Ηφαιστίων, διέταξε να σταυρώσουν τον Γλαυκία (το γιατρό του Ηφαιστίωνα), επειδή τον θεώρησε υπαίτιο για τον θάνατο του φίλου του.

H εφαρμογή της σταύρωσης μαρτυρείται στην Ελλάδα και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Στα 314 π.Χ. ένας διοικητής του βασιλείου του Αλεξάνδρου, κατέστειλε εξέγερση στην πόλη Συκιώνα κοντά στην Κόρινθο, όπου σταύρωσε 30 από τους κατοίκους (Διόδ. Σικ. 19.67.2). Κατόπιν, στα 303 π.Χ. όταν η Συκιώνα έπεσε στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή, σταυρώθηκαν 80 αντίπαλοι στρατιώτες μαζί με τον διοικητή τους (Διόδ. Σικ. 20.103.6).

Στους προρωμαϊκούς χρόνους, στην ελληνόφωνη ανατολή η σταύρωση εφαρμόσθηκε στα πλαίσια του πολέμου ή για τις πράξεις υψίστης προδοσίας. Το 267 π.Χ., στην Ιουδαία που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του Αντιόχου του Δ' του Επιμανή ο οποίος προσπάθησε να εξαλείψει την ιουδαϊκή θρησκεία, σταυρώνονταν όσοι παρέμεναν πιστοί στον εβραϊκό νόμο (Ιώσηπ. Ιουδ. Αρχ. 12.256). Μετά την εφαρμόγή του ρωμαϊκού δικαίου, η σταύρωση χρησιμοποιήθηκε επίσης ως τιμωρία για τους σκλάβους και τους βίαιους εγκληματίες.

Στους Εβραίους, η σταύρωση εφαρμόσθηκε περιστασιακά κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Το 88 π.Χ. ο Αλέξανδρος Ιανναίος βασιλιάς της Ιουδαίας και αρχιερέας, σταύρωσε 800 Φαρισαιους αντίπαλους του αφού πρώτα τους υποχρέωσε να παρακολουθήσουν τη σφαγή των συζύγων και των παιδιών τους (Ιώσηπ. Ιουδ. Αρχ. 13.380 & Ιουδ. Πόλεμ. 1.97-98).

Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, τα πτώματα των εκτελεσμένων ειδωλολατρών και των βλάσφημων, τα κρεμούσαν σε ένα δέντρο για να δείξουν ότι ήταν καταραμένοι από το Θεό (Δευτ. 21:22-23).

Ιστορία: ο Σταυρός του Ιησού Χριστού

Ο Σταυρός του Ιησού Χριστού, αναφέρεται στο όργανο θανατικής εκτέλεσης, πάνω στο οποίο πέθανε ο Ιησούς Χριστός, γεγονός που απετέλεσε την κατάληξη της τριετούς δράσης του ιδρυτή του Χριστιανισμού. Σύμφωνα με τις ευαγγελικές διηγήσεις, ο Ιησούς, με εντολή του Πιλάτου, οδηγήθηκε εκτός των τειχών της Ιερουσαλήμ, στο μικρό λόφο Γολγοθά, για να σταυρωθεί από ειδικό εκτελεστικό τμήμα στρατού, που το διοικούσε κάποιος εκατόνταρχος.

Ο Ιησούς, υποχρεώθηκε να μεταφέρει στους ώμους του τον σταυρό, καθώς ήταν συνήθεια για τους κατάδικους, και μόνο αργότερα, όταν ήταν εξαντλημένος από τις μαστιγώσεις και την κόπωση, επέβαλλαν την «αγγάρευση» της μεταφοράς σε κάποιο περαστικό αγρότη με το όνομα Σίμων ο Κυρηναίος (Μάρκ. 15:21).

Ο Σταυρός ως όργανο σχήματος ή Τ

Όσοι από τους ειδικούς αποδέχονται ότι ο σταυρός επάνω στον οποίο πέθανε ο Χριστός ήταν σχήματος ΤΑΥ ή παρομοίου, στηρίζονται σε χριστιανικές αλλά και εξωχριστιανικές μαρτυρίες από τον 1ο έως και τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Ρωμαϊκή σταύρωση σε σχήμα ΤΑΥ

Όταν η Ρώμη με σειρά εκστρατειών μετέβαλε σε επαρχίες της, την Ισπανία, τη Ναρβονική Γαλατία, μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ υπέταξε την Ελλάδα (στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.) και την καρχηδονιακή Αφρική, η pax romana επιβλήθηκε σε όλη τη Μεσόγειο και η Ρώμη εισχώρησε στην πνευματική σφαίρα του ελληνιστικού κόσμου, του οποίου έγινε κληρονόμος με την ενοποίηση του μεσογειακού χώρου.

Οι αρχαίες μαρτυρίες δείχνουν ότι η λέξη σταυρός απόκτησε την σημερινή της έννοια κάτω από την επιρροή της λατινικής λέξης crux που αναφερόταν σε ποικίλους τρόπους σταύρωσης. Έχει ενδιαφέρον μια σχετική περιγραφή του Σενέκα του Νεώτερου, σύγχρονου του Ιησού:

Λατινικό κείμενο:

Video istic cruces ne unius quidem generis sed aliter ab aliis fabricatas: [...] alii brachia patibulo explicuerunt
(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3)

Αγγλική μετάφραση (The Anchor Bible Dictionary, Doubleday, 1996, λήμμα: crucifixion, (Vol.1, p. 1207)

I see crosses there, not just of one kind but made in many different ways: [...] others stretch out their arms on the patibulum
(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3).

που σημαίνει:

"Βλέπω σταυρούς εκεί, όχι ενός είδους αλλά διαφορετικούς: [...] σε κάποιους βρίσκονται με τα χέρια σε έκταση επάνω στο patibulum"
(Dial. 6 [Cons. Marc.] 20.3).

O Σενέκας (η μαρτυρία του οποίου θεωρείται ότι βοηθά στα συμπεράσματα μας για τη σταύρωση την εποχή της Κ.Δ. και του Χριστού ειδικότερα[4] ονομάζει crux (σε μετάφραση "cross"[5] ή "Σταυρός"[6]), είτε τον απλό πάσσαλο, είτε το σύνθετο σχήμα κάθετου-οριζόντιου πασσάλου.

Την ίδια εποχή (1ος αιώνας μ.Χ.) οι ειδικοί καταγράφουν άλλη μια μαρτυρία που θεωρούν ότι αναφέρεται σε σύνθετο σταυρικό σχήμα οριζόντιου και κάθετου άξονα. Είναι αυτή του φιλοσόφου Επίκτητου:

"εκδυσάμενος και εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι τρίβη ένθεν και ένθεν"[7]
(Επικτήτου, Διατριβαί, 3.26.22)

Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι οι Ρωμαίοι είναι εκείνοι που εισήγαγαν το εκτελεστικό όργανο που εκτός από την κάθετη δοκό, συχνά περιελάμβανε και μία οριζόντια η οποία ονομαζόταν patibulum[8] και η μέθοδος αυτή σταύρωσης είχε εφαρμογή σε όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας[9] και η σημασιολογία της ελληνικής λέξης την εποχή της Καινής Διαθήκης περιελάμβανε και το σταυρικό όργανο σε σχήμα T [10].

Στην περίπτωση του σταυρού σχήματος Τ, ή στις περιπτώσεις που ο Σταυρός είχε σχήμα όπου η κατακόρυφη κεραία ήταν μακρύτερη από την οριζόντια, το σχήμα το προσδιόριζε η θέση του ονομαζόμενου από τους Ρωμαίους, Patibulum, της οριζόντιας δοκού δηλ. επάνω στην οποία τοποθετούσαν συνήθως το σώμα του μελλοθάνατου. Αν το patibulum υψωνόταν στην κορυφή του κάθετου πασσάλου, έδινε το σχήμα crux commissa (Τ) ενώ αν καρφωνόταν λίγο χαμηλότερα, έδινε το σχήμα του crux immissa ()[11].

Γενικά, οι περιγραφές σταυρώσεων είναι σπάνιες, γεγονός που δεν προξενεί έκπληξη λόγω της ευρείας αποστροφής για τη συγκεκριμένη μέθοδο[12]. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ακόμη και η λέξη σταυρός (crux) ήταν απαγορευμένη στα μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας (Pro Rabirio, 16).

Από τις πληροφορίες που σώζονται, γνωρίζουμε ότι πριν από τη σταύρωση οι Ρωμαίοι έγδυναν και μαστίγωναν τα θύματα τους σε δημόσιο χώρο. Κατόπιν, με τα χέρια προσαρτημένα επάνω στο patibulum, υποχρεώνονταν να περάσουν μέσα από τους δρόμους των κατοικημένων περιοχών και κάτω από τη χλεύη των κατοίκων να οδηγηθούν στο σημείο όπου θα σταυρώνονταν.

Μία από τις αρχαιότερες ρωμαϊκές περιγραφές της σταύρωσης αυτής, μας δίνει ο λατίνος κωμικός ποιητής Πλαύτος (254-184 π.Χ.):

"Patibulum ferat per urbem, deinde adfigatur cruci."
(Plautus, Carbonaria, fragment 2)

που σημαίνει:

Θα φέρω/βαστάξω/κρατήσω το Patibulum περνώντας μέσα από την πόλη, και μετά θα προσαρτηθώ στο σταυρό (cruci/crux)
(Plautus, Carbonaria, fragment 2)

Με παρόμοιο τρόπο ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς (τέλη του 1ου αι. π.Χ. - αρχές του 1ου αι. μ.Χ.), ο ιστορικός που έζησε στη Ρώμη και κατέγραψε την λεγόμενη "Ρωμαϊκή αρχαιολογία" σε 20 βιβλία, περιγράφει και επιβεβαιώνει την πορεία εξευτελισμού όπως και τον τρόπο με τον οποίο σταύρωναν οι Ρωμαίοι:

"Ρωμαίος ουκ αφανής θεράποντα ίδιον επί τιμωρία θανάτου παραδούς τοις ομοδούλοις άγειν, ίνα δη περιφανής η τιμωρία του ανθρώπου γένηται, δι' αγοράς αυτόν εκέλευσε μαστιγούμενον έλκειν και ει τις άλλος ην της πόλεως τόπος επιφανής ήγούμενον της πομπής, ην έστελλε τω θεώ κατ' εκείνον τον καιρόν η πόλις. Οι δ' άγοντες τον θεράποντα επί την τιμωρίαν τας χείρας αποτείναντες αμφοτέρας και ξύλω προσδήσαντες παρά τα στέρνα τε και τους ώμους και μέχρι των καρπών διήκοντι παρηκολούθουν ξαίνοντες μάστιξι γυμνόν όντα."
(Ρωμαϊκή αρχαιολογία, 69.1-2)

Οι περιγραφές αυτές θυμιζουν τη μέθοδο σταύρωσης του Ιησού[13]:

"Η έκφρασις 'αίρω τον σταυρόν' είναι ειλημμένη από των συμβαινόντων κατά τας σταυρώσεις. Πλείσται όσαι πληροφορίαι μαρτυρούν ότι οι οδηγούμενοι εις τόπον τινά μαρτυρίου, προκειμένου να σταυρωθούν, ήσαν υποχρεωμένοι να αίρουν τον σταυρόν, επί του οποίου αργότερον θα προσηλούντο. Συγγραφεύς του Β' π.Χ. αιώνος πληροφορεί, ομιλών περί καταδίκων, ότι 'έκαστος αυτών τον σταυρόν έφερεν' (Χαρίτωνος, Τα κατά Χαιρέαν καί Καλλιρρόην...Κατά Πλούταρχον, έκαστος '...εκφέρει τον εαυτού σταυρόν'...Η έκφρασις του Ιησού 'αίρειν τον σταυρόν'...προϋποθέτει την γνώσιν των κατά τας σταυρώσεις γινομένων...κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας..."[14].

Αρκετοί λόγιοι θεωρούν ότι στην περίπτωση του Ιησού ακολουθήθηκε η ίδια ακριβώς διαδικασία προσάρτησης στο patibulum, κατά τη γνωστή μέθοδο των Ρωμαίων[15].

Τελικά, "σταυρός" στην εποχή της Καινής Διαθήκης φαίνεται να σήμαινε ένα όργανο εκτέλεσης με ή χωρίς προσθήκη οριζόντιας δοκού[16] όπως αντίστοιχα παρόμοια σημασία είχε και ο όρος crux. Σε σχέση με το ζήτημα αλλαγής της ομηρικής έννοιας του σταυρού στη Ρωμαϊκή εποχή, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε αν οι Έλληνες είχαν κάποια ειδική λέξη για τη μέθοδο σταύρωσης των Ρωμαίων:

"Eνω γνωρίζομεν τι ηννόουν οι αρχαίοι Έλληνες δια της λέξεως σταυρός, εν τούτοις δεν γνωρίζομεν πως ωνόμαζον τα γεωμετρικά εκείνα σχήματα τα οποία οι μεταγενέστεροι ονομάζομεν σταυρούς. Επιθυμούντες να...δείξωμεν την μεταξύ της, κατά τους αρχαίους Έλληνας, εννοίας του σταυρού και του κατά τους μεταγενεστέρους σχήματος του σταυρού...εκ των έργων του Λουκιανού...Ο Λουκιανός...επιτρέπει δια τής περιγραφής του βασανισμού του σώματος του Προμηθέως να υπονοήσωμεν το σχήμα του σταυρού, δια τό οποίον όμως δίδει στοιχεία ακριβή εις την «Δίκην των φωνηέντων», πληροφορών ότι είχε σχήμα Τ [17]...Κατά την εποχήν της Κ. Διαθήκης...ο σταυρός συνίστατο εκ δύο καθέτων ξύλων. Ταύτα ηδύναντο να έχουν σχήμα Ταυ, ήτοι Τ, ως επιτρέπει να συμπεράνωμεν η «Δίκη των φωνηέντων» του Λουκιανού, αλλά και η ερμηνεία ην δίδει ο Βαρνάβας...Θα δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ενταύθα ότι...οι προαναφερθέντες και ελληνιστί γράφοντες συγγραφείς δέν είχον έτερον ελληνικόν γράμμα, όπερ να απέδιδε πιστότερον το σχήμα του σταυρού."[18].

Οι αρχαίες μαρτυρίες για το σχήμα του Σταυρού του Ιησού ως Τ ή

Η μαρτυρία της "Επιστολής Βαρνάβα" (χρονολ. από 70 έως 130 μ.Χ.)

Στην Επιστολή Βαρνάβα γίνεται η εξής αναφορά στο σχήμα του Σταυρού:

«Μάθετε οὖν, τέκνα ἀγάπης, περὶ πάντων πλουσίως, ὅτι Ἀβραάμ, πρῶτος περιτομὴν δούς, ἐν πνεύματι προβλέψας εἰς τὸν Ἰησοῦν περιέτεμεν, λαβὼν τριῶν γραμμάτων δόγματα. Λέγει γάρ· "Καὶ περιέτεμεν Ἀβραὰμ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἄνδρας δεκαοκτὼ καὶ τριακοσίους". Τίς οὖν ἡ δοθεῖσα αὐτῷ γνῶσις; Μάθετε, ὅτι τοὺς δεκαοκτὼ πρώτους, καὶ διάστημα ποιήσας λέγει τριακοσίους. Τὸ δεκαοκτὼ ι’ δέκα, η’ ὀκτώ· ἔχεις Ἰησοῦν. Ὃτι δὲ ὁ σταυρὸς ἐν τῷ ταῦ ἤμελλεν ἔχειν τὴν χάριν, λέγει καὶ τοὺς "τριακοσίους". Δηλοῖ οὖν τὸν μὲν Ἰησοῦν ἐν τοῖς δυσὶν γράμμασιν, καὶ ἐν τῷ ἑνὶ τὸν σταυρόν».
(Επιστολή Βαρνάβα 9.7, 8)

Η έκφραση «λέγει καὶ τοὺς "τριακοσίους"» συνδέει το σχήμα του συνεπτυγμένου σταυρού (crux commissa, δηλ. Τ) με το ελληνικό αριθμητικό τ’ που αντιστοιχεί στον αριθμό 300 και με τον ιστορικό Ιησού που επάνω στο όργανο αυτό «σταυρωθεὶς ἐποτίζετο ὄξει καὶ χολῇ». (Επ. Βαρν. 7.3)

Οι μαρτυρίες Κέλσου-Λουκιανού-Ωριγένη

Ο Κέλσος έγραψε περίπου το 170-180 μ.Χ. ένα αντιχριστιανικό έργο που ονομάζεται "Αληθής λόγος" και ο Ωριγένης μετά από λίγες δεκαετίες, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. απάντησε πρόταση-πρόταση στα επιχειρήματα του Κέλσου με το απολογητικό του έργο "Κατά Κέλσου". Εξαιτίας αυτού, μας σώζονται σήμερα τα 3/4 από το έργο του Κέλσου παρόλο που το πρωτότυπο έχει χαθεί.

Όπως σώζει ο Ωριγένης, ο Κέλσος μέσα στο έργο του αναφέρει σε διάφορα σημεία την εκτέλεση του Ιησού ως Ανασκολοπισμό:

"Είτα φησιν ο Κέλσος: Τι φησι και ανασκολοπιζομένου του σώματος;"
(Ωριγένης, Κατά Κέλσου 2.36)

Ο Ωριγένης στο έργο του απαντά στον Κέλσο, ταυτίζοντας τους όρους Σταύρωση και Ανασκολοπισμός:

"και "Κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα", προλαβών τους επί των ανασκολοπιζομένων δήμιους, υποτέμνοντας τά σκέλη των σταυρουμένων"
(Ωριγένης, Κατά Κέλσου, 3.32.20)

Την ίδια αυτή εννοιολογική ταύτιση του Σταυρού με τον Σκόλοπα κάνει και σε άλλο σημείο ο Ωριγένης γράφοντας για τον θάνατο του Ιησού:

"σταυρωθήναι τον Ιησούν" (Κατά Κέλσου 3.56.27) και "υπομείναι το επί σκόλοπος κρεμασθήναι" (Κατά Κέλσου 2.69.50)

Μάλιστα, με τους δύο αυτούς όρους, ο Ωριγένης αναφέρεται σε σταυρό σχήματος Τ:

"τα αρχαία στοιχεία εμφερές έχειν το Θαυ τω του σταυρού χαρακτήρι"
(Ωριγένη, Εκλογαί εις τον Ιεζεκιήλ, 9.4)

Τα παραπάνω μπορούν να συνδυαστούν με τις μαρτυρίες του Λουκιανού που έγραψε την ίδια περίπου εποχή με τον Κέλσο. Ο Λουκιανός, κάνοντας μια άμεση αναφορά στα γεγονότα της Καινής Διαθήκης και στη σταύρωση, περιγράφει τον Ιησού ως "εν τη Παλαιστίνη ανασκολοπισθέντα" (Περί της Περεγρίνου τελευτής, 11.11).

Χρησιμοποιεί το ανασκολοπίζω για τον Ιησού, όρος που χρησιμοποιήθηκε και από τον Κέλσο και από τον Ωριγένη, ενώ στο έργο του Δίκη Φωνηέντων, ο Λουκιανός μας εξηγεί τι ακριβώς εννοούσε όταν αναφερόταν σε ανασκολοπισμό:

"το Ταυ ες το των στοιχείων γένος παρήγαγε: τω γαρ τούτου σώματι φασι τους τυράννους ακολουθήσαντας και μιμησαμένους αυτού το πλάσμα έπειτα σχήματι τοιούτου ξύλα τεκτήναντας ανθρώπους ανασκολοπίζειν επ' αυτά: από δε τούτου και τω τεχνήματι τω πονηρω την πονηράν επωνυμίαν συνελθείν. Τούτων ούν απάντων ένεκα πόσων θανάτων το Ταυ άξιον είναι νομίζετε;"
(Δίκη Φωνηέντων, 12.4-13)

Οι τύραννοι λοιπόν, παρατηρώντας τη μορφή του γράμματος Τ, αντέγραψαν το σχήμα του και έφτιαξαν μία ξύλινη κατασκευή για να ανασκολοπίζουν ανθρώπους επάνω σ’ αυτά και έτσι ο ανασκολοπισμός γινόταν σε όργανο με σχήμα Τ.

Εκτός αυτού, ο Λουκιανός εξηγεί τη μέθοδο του σταυρικού μαρτυρίου και περιγράφει τη μορφή που αποδεχόμαστε για τον σταυρό σήμερα:

"ει δοκεί κατά μέσον ενταύθα που υπέρ της φάραγγος ανεσταυρώσθω εκπετασθείς τω χείρε από τουτουι του κρημνού προς τον εναντίον […] και όλως επικαιρότατος αν ο σταυρός γένοιτο, […] αλλ' όρεγε την δεξιών: συ δε, ω Ήφαιστε, κατάκλειε και προσήλου και την σφύραν ερρωμένως κατάφερε, δος και την ετέραν: κατειλήφθω ευ μάλα και αύτη. ευ έχει."
(Λουκιανού, Προμηθέας,1-2)

Σύμφωνα με τα παραπάνω, "ο Προμηθεύς αναγκάζεται αρχικώς να απλώση την δεξιάν χείρα, την οποίαν ο Ήφαιστος, τη υποδείξει του Ερμού, έδεσε και εκάρφωσε κτυπών την σφύραν ερρωμένως. Αφού επανελήφθησαν τα αυτά και δια την αριστεράν χείρα, προς την ετέραν κατεύθυνσιν, επερατώθη η σταύρωσις"[19].

Η μαρτυρία Ειρηναίου (τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.)

Ο Ειρηναίος, αντιρρητικός και αντιγνωστικός χριστιανός συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ., περιγράφει ένα σταυρό με πέντε άκρα στα οποία περιλαμβάνεται και η ξύλινη sedecula όπου στηριζόταν το σώμα του θύματος:

"Το ίδιο το σχήμα του σταυρού, διαθέτει πέντε άκρα: δύο κατά μήκος, δύο κατά πλάτος, και ένα στο κέντρο του, επάνω στο οποίο στηρίζεται εκείνος που είναι καθηλωμένος με τα καρφιά.[20]" (Κατά Αιρέσεων , ΙΙ, 24.4)[21]

Η μαρτυρία του Τερτυλλιανού (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.)

Ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας Τερτυλλιανός (γεν. 155 μ.Χ.) σπούδασε νομικά και ελληνική και λατινική φιλολογία στην πατρίδα του και από θαυμασμό προς το θάρρος των χριστιανών στους διωγμούς, έγινε χριστιανός και ο ίδιος. Έγραψε πολλά συγγράμματα, ανάμεσά τους και μελέτες κατά των, κατά την αντίληψη του, αιρετικών. Στο έργο του Κατά Μαρκίωνος αναφέρει για το σχήμα του Σταυρού:

"the Greek letter Tau and our own letter T is the very form of the cross, which He predicted would be the sign on our foreheads in the true Catholic Jerusalem[22]."
(Adversus Marcionem, ΙΙΙ,22)

που σημαίνει:

"το Ελληνικό γράμμα Ταυ και το δικό μας γράμμα 'Τ' είναι ολόιδιο με το σχήμα του Σταυρού, που ο ίδιος είχε προβλέψει πως θα γινόταν το σημείο στα μέτωπά μας, στην αληθινή καθολική Ιερουσαλήμ."
(Κατά Μαρκίωνος, ΙΙΙ,22)

Σταυρός και αρχαιολογία: ΑΛΕΞΑΜΕΝΟC CΕΒΕΤΕ ΘΕΟΝ

Το φθινόπωρο του 1856, ο αρχαιολόγος Raffaelle Garrucci, βρήκε σε θάλαμο οικοδομήματος που ανήκε στα ανάκτορα του Παλατινού λόφου της Ρώμης, ένα γελοιογραφικό εντοίχιο ακιδογράφημα, που χρονολογείται λίγο μετά το 200 μ.Χ. και παριστάνει άντρα προσευχόμενο σε εσταυρωμένο με κεφαλή όννου, και με τη συνοδευτική επιγραφή:

"AΛΕΞAMENOC CEBETE ΘΕΟΝ" (= Αλεξαμενός σέβεται θεόν), ενώ πάνω από το αριστερό χέρι του εσταυρωμένου είναι γραμμένο ενα Υ. Σε διπλανό θάλαμο βρέθηκε χαραγμένη η λατινόγλωσση επιγραφή: ALEXAMENOS FIDELIS (=Αλεξαμενός πιστός).

Τον θάλαμο όπου βρέθηκε το εντοίχιο ακιδογράφημα, μερίδα αρχαιολόγων τον θεωρεί ως κτίριο στρατωνισμού της ανακτορικής φρουράς, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως παιδαγωγείο, αυτοκρατορικό δηλαδή σχολείο όπου μαθήτευαν έφηβοι ευγενών οικογενειών προοριζόμενοι για τ' ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αλεξαμενός (μετοχή αορίστου του αλέξομαι, με μετακίνηση του τόνου προς τη λήγουσα λ.χ. Αλεξαμενός, Γισαμενός, Σωζομενός κ.ά.) είναι Χριστιανός, Ρωμαίος στρατιώτης ή φοιτητής και σκοπός του μή χριστιανού συστρατιώτη ή συμφοιτητή του που χάραξε τη γελοιογραφία και την επιγραφή της, ήταν προφανώς να πειράξει τον Αλεξαμενό, και να γελάσει με τους συναδέλφους του.

Ο χρόνος του χαράγματος αυτού θα πρέπει να τοποθετηθεί σε μια εποχή όπου οι εχθροί των Χριστιανών δεν μπορούσαν ούτε να τους θανατώσουν, ούτε να προκαλέσουν την απομάκρυνση τους από έναν τομέα εμπιστοσύνης όπως η ανακτορική φρουρά ή ένα αυτοκρατορικό σχολείο προορισμένο να αναδείξει μελλοντικούς αξιωματούχους, κι έτσι έμεναν στα πειράγματα. Έτσι μάλλον πρόκειται για την εποχή των αυτοκρατόρων Αντωνίνου Πίου (138-161) ή του Μακρινού (217-218) ή του Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235), οι οποίοι έδειξαν μια ανεκτικότητα στη Χριστιανική πίστη.

Ένα επιπλέον στοιχείο χρονολόγησης μας δίνει η εσταυρωμένη μορφή του ακιδογραφήματος που έχει κεφαλή όνου. O Μινούκιος Φήλιξ Μάρκος (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) στο έργο του Octavius, 9.4, κάνει σχετικές αναφορές υπεράσπισης των χριστιανών ενάντια στην ονολατρεία, ενώ στο ίδιο πνεύμα κινείται και το έργο του Τερτυλλιανού, Ad nationes (Προς τα έθνη), όπου στο πρώτο από τα δύο βιβλία, ο Τερτυλλιανός ασχολείται μεταξύ άλλων, με τις κατηγορίες ότι δήθεν οι Χριστιανοί λατρεύουν ως θεό το κεφάλι του γαϊδάρου (Ad Nat. 1.14).

Το θέμα αυτό, μας θυμίζει τις επικρίσεις για ονολατρεία από τους "εθνικούς" ενάντια στους Ιουδαίους, η οποία περιελάμβανε τις εξής μορφές λατρείας:

  • του γαϊδάρου
  • ατόμου με κεφάλι γαϊδάρου
  • μόνο την κεφαλή του γαϊδάρου

Ο Ιώσηπος έγραφε σχετικά:

"Μέσα στον ναό αυτό, ο Απίων έχει το θράσος να υποστηρίζει ότι οι Ιουδαίοι διατηρούν το κεφάλι ενός γαϊδάρου (asini caput), ότι λατρεύουν αυτό το ζώο και υποκλίνονται μπροστά του με μεγάλο σεβασμό."
(Ιώσηπος, Άπαντα 1, Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος), μετφρ. Κάκτος, σελ. 309)

και απαντά λίγο πιο κάτω:

"Εμείς οι Ιουδαίοι δεν τιμούμε ούτε λατρεύουμε γαϊδάρους [...]"
(Ιώσηπος, Άπαντα 1, Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος), μετφρ. Κάκτος, σελ. 311)

Καθώς δεν υπάρχουν αναφορές για εβραϊκή λατρεία εσταυρωμένου ή ανασκολοπισμένου γαϊδάρου, όταν η κατηγορία της ονολατρείας περνάει στους χριστιανούς τους οποίους θεωρούσαν ιουδαϊκή αίρεση, αυτή τη φορά η μορφή του ανθρώπου με κεφάλι γαϊδάρου, βρίσκεται επάνω σε σταυρό, και έτσι αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία που σχετίζεται σαφώς με τον χριστιανισμό και τον Ιησού Χριστό όπως φαίνεται και από τη σχετική βιβλιογραφία[23].

Σταυρός και Φαινομενολογία της Θρησκείας

Συχνά, οι χριστιανοί που τιμούν τον Σταυρό του μαρτυρίου του Χριστού, έχουν κατηγορηθεί για δάνειο ή εισαγωγή λατρευτικού σχήματος από λαούς με φυσιοκρατική και πολυθεϊστική θρησκεία[24].

Αν και σύμφωνα με τον καθ. Τσάκωνα, ο όρος δάνειο, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός ειδικά από τη στιγμή που ένα φαινόμενο, έστω και αν διαθέτει εξωτερικές ομοιότητες με άλλα φαινόμενα, έχει απαλλαγεί από τα στοιχεία του πρότερου συμβολισμού του και χρησιμοποιείται με μία νέα διάσταση, σύμφωνη προς το νέο θρησκευτικό πλαίσιο[25] οι απόψεις αυτές είναι υπαρκτές και σχετίζονται με τη Φαινομενολογία της Θρησκείας και τον λεγόμενο συγκρητισμό που σύμφωνα με τον καθ. Μ. Μπέγζο αφορά στη "λογική της άκριτης συγχώνευσης ετερόκλητων θρησκευτικών παραδόσεων υπό ενιαία στέγη" οπότε "ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των ομολογιών για να επιτευχθεί κάποιο συγκρητιστικό αμάλγαμα"[26].

Επάνω στο ζήτημα αυτό, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος (ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών):

"Οι θρησκείες είναι οργανικά σύνολα και όχι αθροίσματα παραδόσεων και λατρευτικών εθίμων. Ο κίνδυνος της επιπόλαιης αναγνώσεως της φαινομενολογίας της θρησκείας έγκειται στην ταύτιση στοιχείων, που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις. Οι θρησκείες είναι ζώντες οργανισμοί και σε κάθε θρησκεία τα επιμέρους βρίσκονται σε σχέση προς άλληλα. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε μερικά σημεία από τη διδασκαλία και τη λατρεία τους και να τα ταυτίσουμε με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, για να διατυπώσουμε ωραίες και εύκολες θεωρίες."[27].

Για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, οι πηγές των συμβολισμών δεν σχετίζονται με τις "θύραθεν" διδασκαλίες:

"Δεδομένου ότι πηγαί και θεμελιώδεις προϋποθέσεις της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας είναι η Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τα Μαρτυρολόγια και οι βίοι Αγίων, τα εκκλησιαστικά βιβλία και η εν γένει εκκλησιαστική Γραμματεία, μάλιστα δε αυτά ταύτα τα χριστιανικά μνημεία, γίνεται φανερόν ότι...άνευ της [Θεολογίας]...είναι όλως αδύνατος η ορθή ερμηνεία και η κατανόησις των χριστιανικών και βυζαντινών μνημείων. Διά τούτο οι μακράν της Θεολογίας...ευρίσκουν παντού και πάντοτε επιδράσεις και δάνεια εκ του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου, προκατειλημμένοι δε εκ της συγκριτικής μεθόδου και των θρησκειολογικών σχολών παραθεωρούν την θείαν Αποκάλυψιν, θεμελιώδη προϋπόθεσιν ερμηνείας της ιδιοτυπίας τής χριστιανικής τέχνης"[28].

Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, ο Σταυρός δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεται με κάποιο παγανιστικό σύμβολο, αφού συνδέεται με τον Χριστό και το σταυρικό του θάνατο στον Γολγοθά, άρα έχουμε διαφορετικό περιεχόμενο από το παγανιστικό σύμβολο[29].

Εκείνοι που διαφωνούν με τις διατυπώσεις περί δανείου θεωρούν ότι το μοναδικό γεγονός που συντελεί στην αναγνώριση του Σταυρού ως "εν των συμπαθέστερων θεμάτων της ορθοδόξου χριστιανικής θεολογίας και ευσέβειας" είναι "ο σταυρικός θάνατος του Ιησού. Είναι σαφές ότι "εκείθεν δε και ο σταυρός"[30].

Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, Walter Burkert, δεν είναι δυνατόν ένα μεμονομένο μοτίβο να μας δώσει σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα:

"Τα μοτίβα...μπορούν να προβληθούν και να χρησιμοποιηθούν για να προκαλέσουν έκπληξη, αλλά όχι για να αποδείξουν οτιδήποτε: βρίσκουμε παντού τα ίδια σχεδόν μοτίβα και θέματα. Αντί, λοιπόν, να εξετάσουμε μεμονωμένα μοτίβα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε πιο περίπλοκες δομές, στις οποίες η απλή σύμπτωση είναι λιγότερο πιθανή: σε ένα σύστημα θεοτήτων και σε μια βασική κοσμολογική ιδέα..."[31]

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα των δανείων και ο καθηγητής Charles Penglase:

"Για να βεβαιωθούμε για μια επιρροή ή τουλάχιστον την πιθανότητα της επιρροής […] είναι απαραίτητο να καθιερωθεί η ιστορική δυνατότητα της επιρροής, και έπειτα, τα παράλληλα μεταξύ των ιστοριών να εκπληρώνουν ένα αρκετά αυστηρό σύνολο σχετικών κριτηρίων...Είναι πάρα πολύ εύκολο κάποιος να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα μετά από επιφανειακά παράλληλα μεταξύ διηγήσεων που δεν μπορούν πραγματικά να στηριχτούν μετά από μια πιο στενή διερεύνηση. Συνεπώς, τα παράλληλα πρέπει να περιέχουν στο υπόβαθρο παρόμοιες ιδέες και επίσης, για να ευσταθεί οποιαδήποτε εικασία επιρροής, απαιτεί τα παράλληλα αυτά να είναι πολυάριθμα, σύνθετα και λεπτομερή, με μια παρόμοια εννοιολογική χρήση...Τέλος, τα παράλληλα και οι παρόμοιες ελλοχεύουσες ιδέες τους πρέπει να περιλαμβάνουν και τα κεντρικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο υλικό που συγκρίνεται. Μόνο τότε, θα φαινόταν, ισχυρή οποιαδήποτε αξίωση πέρα από μια απλή σύμπτωση"[32].

Σε καμμία περίπτωση οι επιφανειακές ομοιότητες, τα επουσιώδη και οι εξωτερικές μορφές δεν αποτελούν δάνειο εφόσον είναι αποσυνδεδεμένες από τα αρχικά τους κύρια χαρακτηριστικά:

"Ο τονισμός της ανάγκης προς αποφυγή οποιουδήποτε συγκρητισμού είναι προφανής...Όλα τα επί μέρους κοινά στοιχεία στη δραστηριότητα των Αποστόλων και των Θείων Ανδρών έχουν στην περίπτωση των πρώτων εμβαπτισθεί στο κεντρικό χριστιανικό γεγονός, κι η ύπαρξη τους γίνεται δεκτή ή ανεκτή, γιατί τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν αυθυπόστατα, καθεαυτό, αλλά είναι πάντοτε δεμένα με το κεντρικό γεγονός, με το κεντρικό πρόσωπο του χριστιανικού κηρύγματος, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Ενώ, λοιπόν, είναι δυνατός ο συμβιβασμός στα επουσιώδη και στις εξωτερικές μορφές, ο συγκρητισμός στην ουσία απορρίπτεται διαρρήδην."[33]

Η προϊστορία λοιπόν του χριστιανικού σταυρού είναι διαφορετική από τα παγανιστικά σύμβολα: για τους "ανά τους αιώνας Πατέρες και συγγραφείς...ο σταυρός συνεσχετίσθη μετά γεγονότων της Π. Διαθήκης, πολλά των οποίων θεωρούνται ως ο τύπος, ή προεικόνισις του σταυρού."[34].

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνέδεσαν τον Σταυρό με την Παλαιά Διαθήκη και τις εκεί προεικονίσεις του:

"...η αναγραφή του Χ, όπερ θα ηδύνατο να ταυτισθεί προς το "ταυ", το οποίον ετίθετο επί του μετώπου των Ισραηλιτών και όπερ...θα έφερον επί του μετώπου των οι εκλεκτοί του Αρνίου. Πρόκειται, επομένως περί της αρχαιοτέρας μαρτυρίας της χρήσεως του σημείου του σταυρού υπό των εκλεκτών των αφωσιωμένων εις το "αρνίον, όπερ ως ποιμήν ποιμαίνει αυτούς και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών" (Αποκ. ζ' 17)."[35]

Από εκεί, "αναζητούντες στοιχεία μαρτυρούντα περί της επικρατήσεως του συμβόλου του σταυρού, από του A' ή του Β' μ.Χ. αιώνος, θεωρούμεν σκόπιμον όπως αναφερθώμεν εις την δια κινήσεως της χειρός διαγραφήν του σχήματος αυτού. Το ούτω σχηματιζόμενον σημείον του σταυρού ήτο παλαιότατον, μαρτυρούμενον προ του τέλους του Β' αιώνος...το σημείον του σταυρού επί του μετώπου ήτο απανταχού της αρχαίας Εκκλησίας διαδεδομένον."[36]

Η σύνδεση αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι "ουδείς λόγος συντρέχει όπως αναζητήσωμεν την συνήθειαν αυτήν...εις μη χριστιανικός λατρείας..."[37]

Άλλωστε, η αρχαία Εκκλησία, είχε συνείδηση των διαφορών και της αποστάσεως ανάμεσα σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Ο Σταυρός του Ιησού για παράδειγμα, δεν γίνεται δεκτός ως τμήμα του βουλήματος των εθνών, αλλά αποτελούσε σημείο διαφοροποίησης και σύνορο ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες:

"το βούλημα των εθνών κατειργάσθαι, πεπορευμένους εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοφλυγίαις, κώμοις, πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείαις. Όρον έχωμεν τον σταυρόν του κυρίου, ω περισταυρούμεθα [...]"[38].

Για εκείνους που τιμούν το Σταυρό "...η θρησκευτική αυτή και συμβολική έννοια του σταυρού, η παρά τοις εθνικοίς απαντώσα, ουδέ επ' ελάχιστον επέδρασεν επί της θρησκευτικής εννοίας του σταυρού παρά τοις Χριστιανοίς, παρ' οις η θρησκευτική σημασία του σταυρού προήλθεν εξ ώρισμένου ιστορικού γεγονότος, του θανάτου του σταυρικού του Χριστού."[39]

Πράγματι "στην Καινή Διαθήκη...το κεντρικό σύμβολο είναι η σκληρή πραγματικότητα του σταυρού, ο οποίος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον προσωποπαγή χαρακτήρα του και το ιστορικό περιβάλλον, με τα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να συνδεθεί και στα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να επιβληθεί."[40].

Για τον λόγο αυτό απορρίπτεται η οποιαδήποτε περίπτωση συγκρητισμού στην περίπτωση του Σταυρού. Ο Σταυρός δεν έχει αξία ως ανεξάρτητο αντικείμενο όπως στις αρχαίες λατρείες αλλά του "αποδίδεται τιμητική προσκύνηση, που άλλωστε είναι γνωστή στη Γραφή (Γεν. μζ' 31), όχι όμως λατρεία, γιατί πάντοτε στη σκέψη μας έχουμε τον σταυρό του Χριστού, και όχι κάποιο αντικείμενο που το ταυτίζουμε με τον Θεό ή το εκλαμβάνουμε πως εικονίζει θεό (=είδωλο)."[41].

Απορρίπτεται κατηγορηματικά η οποιαδήποτε πιθανότητα ειδωλολατρείας και στην περίπτωση που επάνω στο Σταυρό εικονίζεται ο Ιησούς:

"...η δευτέρα εντολή απαγορεύει την ειδωλολατρείαν των ψευδών Θεών...η εικών του Σωτήρος Χριστού δεν είναι είδωλο ψεύδους Θεού μη υπάρχοντος, ουδέ θεοποιηθέν άγαλμα, ουδέ λατρεία αύτη προσφέρεται, αλλά τιμητική προσκύνησις προς το πρωτότυπον αναφερομένη. Το είδωλον αφιστά τον λάτρην εαυτού από του αληθινού Θεού αλλ' η εικών του Σωτήρος...ανάγουσιν ημάς εις τον μόνον αληθινόν Θεόν..."[42]

Όπως αναφέρεται στον Όρο Πίστεως της εν Νίκαια Ζ' Οικουμενικής Συνόδου:

"...του τιμίου και ζωοποιού σταυρού...τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν."[43].

Προφανώς, η ανάγνωση της φαινομενολογίας της θρησκείας, δεν πρέπει να έγκειται στην ταύτιση στοιχείων που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις, ούτε οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα το να απομονώνονται σημεία από μια διδασκαλία και τη λατρεία της, που ταυτίζονται με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, αφού υπάρχει ο κίνδυνος να διατυπωθούν θεωρίες, με αποσπασματική άποψη επάνω στα ιστορικά δεδομένα των θρησκειών και με κενά ως προς τις ερμηνείες των θρησκευτικών φαινομένων.

Επιπλέον ανάγνωση

Σταυρός και αρχαιολογία: ΑΛΕΞΑΜΕΝΟC CΕΒΕΤΕ ΘΕΟΝ

Το φθινόπωρο του 1856, ο αρχαιολόγος Raffaelle Garrucci, βρήκε σε θάλαμο οικοδομήματος που ανήκε στα ανάκτορα του Παλατινού λόφου της Ρώμης, ένα γελοιογραφικό εντοίχιο ακιδογράφημα, που χρονολογείται λίγο μετά το 200 μ.Χ. και παριστάνει άντρα προσευχόμενο σε εσταυρωμένο με κεφαλή όννου, και με τη συνοδευτική επιγραφή:

"AΛΕΞAMENOC CEBETE ΘΕΟΝ" (= Αλεξαμενός σέβεται θεόν), ενώ πάνω από το αριστερό χέρι του εσταυρωμένου είναι γραμμένο ενα Υ. Σε διπλανό θάλαμο βρέθηκε χαραγμένη η λατινόγλωσση επιγραφή: ALEXAMENOS FIDELIS (=Αλεξαμενός πιστός).

Τον θάλαμο όπου βρέθηκε το εντοίχιο ακιδογράφημα, μερίδα αρχαιολόγων τον θεωρεί ως κτίριο στρατωνισμού της ανακτορικής φρουράς, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως παιδαγωγείο, αυτοκρατορικό δηλαδή σχολείο όπου μαθήτευαν έφηβοι ευγενών οικογενειών προοριζόμενοι για τ' ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αλεξαμενός (μετοχή αορίστου του αλέξομαι, με μετακίνηση του τόνου προς τη λήγουσα λ.χ. Αλεξαμενός, Γισαμενός, Σωζομενός κ.ά.) είναι Χριστιανός, Ρωμαίος στρατιώτης ή φοιτητής και σκοπός του μή χριστιανού συστρατιώτη ή συμφοιτητή του που χάραξε τη γελοιογραφία και την επιγραφή της, ήταν προφανώς να πειράξει τον Αλεξαμενό, και να γελάσει με τους συναδέλφους του.

Ο χρόνος του χαράγματος αυτού θα πρέπει να τοποθετηθεί σε μια εποχή όπου οι εχθροί των Χριστιανών δεν μπορούσαν ούτε να τους θανατώσουν, ούτε να προκαλέσουν την απομάκρυνση τους από έναν τομέα εμπιστοσύνης όπως η ανακτορική φρουρά ή ένα αυτοκρατορικό σχολείο προορισμένο να αναδείξει μελλοντικούς αξιωματούχους, κι έτσι έμεναν στα πειράγματα. Έτσι μάλλον πρόκειται για την εποχή των αυτοκρατόρων Αντωνίνου Πίου (138-161) ή του Μακρινού (217-218) ή του Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235), οι οποίοι έδειξαν μια ανεκτικότητα στη Χριστιανική πίστη.

Ένα επιπλέον στοιχείο χρονολόγησης μας δίνει η εσταυρωμένη μορφή του ακιδογραφήματος που έχει κεφαλή όνου. O Μινούκιος Φήλιξ Μάρκος (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) στο έργο του Octavius, 9.4, κάνει σχετικές αναφορές υπεράσπισης των χριστιανών ενάντια στην ονολατρεία, ενώ στο ίδιο πνεύμα κινείται και το έργο του Τερτυλλιανού, Ad nationes (Προς τα έθνη), όπου στο πρώτο από τα δύο βιβλία, ο Τερτυλλιανός ασχολείται μεταξύ άλλων, με τις κατηγορίες ότι δήθεν οι Χριστιανοί λατρεύουν ως θεό το κεφάλι του γαϊδάρου (Ad Nat. 1.14).

Το θέμα αυτό, μας θυμίζει τις επικρίσεις για ονολατρεία από τους "εθνικούς" ενάντια στους Ιουδαίους, η οποία περιελάμβανε τις εξής μορφές λατρείας:

  • του γαϊδάρου
  • ατόμου με κεφάλι γαϊδάρου
  • μόνο την κεφαλή του γαϊδάρου

Ο Ιώσηπος έγραφε σχετικά:

"Μέσα στον ναό αυτό, ο Απίων έχει το θράσος να υποστηρίζει ότι οι Ιουδαίοι διατηρούν το κεφάλι ενός γαϊδάρου (asini caput), ότι λατρεύουν αυτό το ζώο και υποκλίνονται μπροστά του με μεγάλο σεβασμό."
(Ιώσηπος, Άπαντα 1, Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος), μετφρ. Κάκτος, σελ. 309)

και απαντά λίγο πιο κάτω:

"Εμείς οι Ιουδαίοι δεν τιμούμε ούτε λατρεύουμε γαϊδάρους [...]"
(Ιώσηπος, Άπαντα 1, Ιωσήπου Βίος - Περί αρχαιότητος Ιουδαίων (Κατ' Άπίωνος), μετφρ. Κάκτος, σελ. 311)

Καθώς δεν υπάρχουν αναφορές για εβραϊκή λατρεία εσταυρωμένου ή ανασκολοπισμένου γαϊδάρου, όταν η κατηγορία της ονολατρείας περνάει στους χριστιανούς τους οποίους θεωρούσαν ιουδαϊκή αίρεση, αυτή τη φορά η μορφή του ανθρώπου με κεφάλι γαϊδάρου, βρίσκεται επάνω σε σταυρό, και έτσι αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία που σχετίζεται σαφώς με τον χριστιανισμό και τον Ιησού Χριστό όπως φαίνεται και από τη σχετική βιβλιογραφία[44].

Σταυρός και Φαινομενολογία της Θρησκείας

Συχνά, οι χριστιανοί που τιμούν τον Σταυρό του μαρτυρίου του Χριστού, έχουν κατηγορηθεί για δάνειο ή εισαγωγή λατρευτικού σχήματος από λαούς με φυσιοκρατική και πολυθεϊστική θρησκεία[45].

Αν και σύμφωνα με τον καθ. Τσάκωνα, ο όρος δάνειο, δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός ειδικά από τη στιγμή που ένα φαινόμενο, έστω και αν διαθέτει εξωτερικές ομοιότητες με άλλα φαινόμενα, έχει απαλλαγεί από τα στοιχεία του πρότερου συμβολισμού του και χρησιμοποιείται με μία νέα διάσταση, σύμφωνη προς το νέο θρησκευτικό πλαίσιο[46] οι απόψεις αυτές είναι υπαρκτές και σχετίζονται με τη Φαινομενολογία της Θρησκείας και τον λεγόμενο συγκρητισμό που σύμφωνα με τον καθ. Μ. Μπέγζο αφορά στη "λογική της άκριτης συγχώνευσης ετερόκλητων θρησκευτικών παραδόσεων υπό ενιαία στέγη" οπότε "ελαχιστοποιούνται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των ομολογιών για να επιτευχθεί κάποιο συγκρητιστικό αμάλγαμα"[47].

Επάνω στο ζήτημα αυτό, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος (ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών):

"Οι θρησκείες είναι οργανικά σύνολα και όχι αθροίσματα παραδόσεων και λατρευτικών εθίμων. Ο κίνδυνος της επιπόλαιης αναγνώσεως της φαινομενολογίας της θρησκείας έγκειται στην ταύτιση στοιχείων, που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις. Οι θρησκείες είναι ζώντες οργανισμοί και σε κάθε θρησκεία τα επιμέρους βρίσκονται σε σχέση προς άλληλα. Δεν μπορούμε να απομονώσουμε μερικά σημεία από τη διδασκαλία και τη λατρεία τους και να τα ταυτίσουμε με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, για να διατυπώσουμε ωραίες και εύκολες θεωρίες."[48].

Για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, οι πηγές των συμβολισμών δεν σχετίζονται με τις "θύραθεν" διδασκαλίες:

"Δεδομένου ότι πηγαί και θεμελιώδεις προϋποθέσεις της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας είναι η Αγία Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, τα Μαρτυρολόγια και οι βίοι Αγίων, τα εκκλησιαστικά βιβλία και η εν γένει εκκλησιαστική Γραμματεία, μάλιστα δε αυτά ταύτα τα χριστιανικά μνημεία, γίνεται φανερόν ότι...άνευ της [Θεολογίας]...είναι όλως αδύνατος η ορθή ερμηνεία και η κατανόησις των χριστιανικών και βυζαντινών μνημείων. Διά τούτο οι μακράν της Θεολογίας...ευρίσκουν παντού και πάντοτε επιδράσεις και δάνεια εκ του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου, προκατειλημμένοι δε εκ της συγκριτικής μεθόδου και των θρησκειολογικών σχολών παραθεωρούν την θείαν Αποκάλυψιν, θεμελιώδη προϋπόθεσιν ερμηνείας της ιδιοτυπίας τής χριστιανικής τέχνης"[49].

Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, ο Σταυρός δεν είναι δυνατόν να εξομοιώνεται με κάποιο παγανιστικό σύμβολο, αφού συνδέεται με τον Χριστό και το σταυρικό του θάνατο στον Γολγοθά, άρα έχουμε διαφορετικό περιεχόμενο από το παγανιστικό σύμβολο[50].

Εκείνοι που διαφωνούν με τις διατυπώσεις περί δανείου θεωρούν ότι το μοναδικό γεγονός που συντελεί στην αναγνώριση του Σταυρού ως "εν των συμπαθέστερων θεμάτων της ορθοδόξου χριστιανικής θεολογίας και ευσέβειας" είναι "ο σταυρικός θάνατος του Ιησού. Είναι σαφές ότι "εκείθεν δε και ο σταυρός"[51].

Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, Walter Burkert, δεν είναι δυνατόν ένα μεμονομένο μοτίβο να μας δώσει σύνδεση ανάμεσα σε διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα:

"Τα μοτίβα...μπορούν να προβληθούν και να χρησιμοποιηθούν για να προκαλέσουν έκπληξη, αλλά όχι για να αποδείξουν οτιδήποτε: βρίσκουμε παντού τα ίδια σχεδόν μοτίβα και θέματα. Αντί, λοιπόν, να εξετάσουμε μεμονωμένα μοτίβα, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε πιο περίπλοκες δομές, στις οποίες η απλή σύμπτωση είναι λιγότερο πιθανή: σε ένα σύστημα θεοτήτων και σε μια βασική κοσμολογική ιδέα..."[52]

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το θέμα των δανείων και ο καθηγητής Charles Penglase:

"Για να βεβαιωθούμε για μια επιρροή ή τουλάχιστον την πιθανότητα της επιρροής […] είναι απαραίτητο να καθιερωθεί η ιστορική δυνατότητα της επιρροής, και έπειτα, τα παράλληλα μεταξύ των ιστοριών να εκπληρώνουν ένα αρκετά αυστηρό σύνολο σχετικών κριτηρίων...Είναι πάρα πολύ εύκολο κάποιος να βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα μετά από επιφανειακά παράλληλα μεταξύ διηγήσεων που δεν μπορούν πραγματικά να στηριχτούν μετά από μια πιο στενή διερεύνηση. Συνεπώς, τα παράλληλα πρέπει να περιέχουν στο υπόβαθρο παρόμοιες ιδέες και επίσης, για να ευσταθεί οποιαδήποτε εικασία επιρροής, απαιτεί τα παράλληλα αυτά να είναι πολυάριθμα, σύνθετα και λεπτομερή, με μια παρόμοια εννοιολογική χρήση...Τέλος, τα παράλληλα και οι παρόμοιες ελλοχεύουσες ιδέες τους πρέπει να περιλαμβάνουν και τα κεντρικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο υλικό που συγκρίνεται. Μόνο τότε, θα φαινόταν, ισχυρή οποιαδήποτε αξίωση πέρα από μια απλή σύμπτωση"[53].

Σε καμμία περίπτωση οι επιφανειακές ομοιότητες, τα επουσιώδη και οι εξωτερικές μορφές δεν αποτελούν δάνειο εφόσον είναι αποσυνδεδεμένες από τα αρχικά τους κύρια χαρακτηριστικά:

"Ο τονισμός της ανάγκης προς αποφυγή οποιουδήποτε συγκρητισμού είναι προφανής...Όλα τα επί μέρους κοινά στοιχεία στη δραστηριότητα των Αποστόλων και των Θείων Ανδρών έχουν στην περίπτωση των πρώτων εμβαπτισθεί στο κεντρικό χριστιανικό γεγονός, κι η ύπαρξη τους γίνεται δεκτή ή ανεκτή, γιατί τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν αυθυπόστατα, καθεαυτό, αλλά είναι πάντοτε δεμένα με το κεντρικό γεγονός, με το κεντρικό πρόσωπο του χριστιανικού κηρύγματος, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Ενώ, λοιπόν, είναι δυνατός ο συμβιβασμός στα επουσιώδη και στις εξωτερικές μορφές, ο συγκρητισμός στην ουσία απορρίπτεται διαρρήδην."[54]

Η προϊστορία λοιπόν του χριστιανικού σταυρού είναι διαφορετική από τα παγανιστικά σύμβολα: για τους "ανά τους αιώνας Πατέρες και συγγραφείς...ο σταυρός συνεσχετίσθη μετά γεγονότων της Π. Διαθήκης, πολλά των οποίων θεωρούνται ως ο τύπος, ή προεικόνισις του σταυρού."[55].

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνέδεσαν τον Σταυρό με την Παλαιά Διαθήκη και τις εκεί προεικονίσεις του:

"...η αναγραφή του Χ, όπερ θα ηδύνατο να ταυτισθεί προς το "ταυ", το οποίον ετίθετο επί του μετώπου των Ισραηλιτών και όπερ...θα έφερον επί του μετώπου των οι εκλεκτοί του Αρνίου. Πρόκειται, επομένως περί της αρχαιοτέρας μαρτυρίας της χρήσεως του σημείου του σταυρού υπό των εκλεκτών των αφωσιωμένων εις το "αρνίον, όπερ ως ποιμήν ποιμαίνει αυτούς και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών" (Αποκ. ζ' 17)."[56]

Από εκεί, "αναζητούντες στοιχεία μαρτυρούντα περί της επικρατήσεως του συμβόλου του σταυρού, από του A' ή του Β' μ.Χ. αιώνος, θεωρούμεν σκόπιμον όπως αναφερθώμεν εις την δια κινήσεως της χειρός διαγραφήν του σχήματος αυτού. Το ούτω σχηματιζόμενον σημείον του σταυρού ήτο παλαιότατον, μαρτυρούμενον προ του τέλους του Β' αιώνος...το σημείον του σταυρού επί του μετώπου ήτο απανταχού της αρχαίας Εκκλησίας διαδεδομένον."[57]

Η σύνδεση αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι "ουδείς λόγος συντρέχει όπως αναζητήσωμεν την συνήθειαν αυτήν...εις μη χριστιανικός λατρείας..."[58]

Άλλωστε, η αρχαία Εκκλησία, είχε συνείδηση των διαφορών και της αποστάσεως ανάμεσα σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Ο Σταυρός του Ιησού για παράδειγμα, δεν γίνεται δεκτός ως τμήμα του βουλήματος των εθνών, αλλά αποτελούσε σημείο διαφοροποίησης και σύνορο ανάμεσα στις δύο ιδεολογίες:

"το βούλημα των εθνών κατειργάσθαι, πεπορευμένους εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοφλυγίαις, κώμοις, πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείαις. Όρον έχωμεν τον σταυρόν του κυρίου, ω περισταυρούμεθα [...]"[59].

Για εκείνους που τιμούν το Σταυρό "...η θρησκευτική αυτή και συμβολική έννοια του σταυρού, η παρά τοις εθνικοίς απαντώσα, ουδέ επ' ελάχιστον επέδρασεν επί της θρησκευτικής εννοίας του σταυρού παρά τοις Χριστιανοίς, παρ' οις η θρησκευτική σημασία του σταυρού προήλθεν εξ ώρισμένου ιστορικού γεγονότος, του θανάτου του σταυρικού του Χριστού."[60]

Πράγματι "στην Καινή Διαθήκη...το κεντρικό σύμβολο είναι η σκληρή πραγματικότητα του σταυρού, ο οποίος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον προσωποπαγή χαρακτήρα του και το ιστορικό περιβάλλον, με τα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να συνδεθεί και στα οποία κανένας μύθος δεν μπορεί να επιβληθεί."[61].

Για τον λόγο αυτό απορρίπτεται η οποιαδήποτε περίπτωση συγκρητισμού στην περίπτωση του Σταυρού. Ο Σταυρός δεν έχει αξία ως ανεξάρτητο αντικείμενο όπως στις αρχαίες λατρείες αλλά του "αποδίδεται τιμητική προσκύνηση, που άλλωστε είναι γνωστή στη Γραφή (Γεν. μζ' 31), όχι όμως λατρεία, γιατί πάντοτε στη σκέψη μας έχουμε τον σταυρό του Χριστού, και όχι κάποιο αντικείμενο που το ταυτίζουμε με τον Θεό ή το εκλαμβάνουμε πως εικονίζει θεό (=είδωλο)."[62].

Απορρίπτεται κατηγορηματικά η οποιαδήποτε πιθανότητα ειδωλολατρείας και στην περίπτωση που επάνω στο Σταυρό εικονίζεται ο Ιησούς:

"...η δευτέρα εντολή απαγορεύει την ειδωλολατρείαν των ψευδών Θεών...η εικών του Σωτήρος Χριστού δεν είναι είδωλο ψεύδους Θεού μη υπάρχοντος, ουδέ θεοποιηθέν άγαλμα, ουδέ λατρεία αύτη προσφέρεται, αλλά τιμητική προσκύνησις προς το πρωτότυπον αναφερομένη. Το είδωλον αφιστά τον λάτρην εαυτού από του αληθινού Θεού αλλ' η εικών του Σωτήρος...ανάγουσιν ημάς εις τον μόνον αληθινόν Θεόν..."[63]

Όπως αναφέρεται στον Όρο Πίστεως της εν Νίκαια Ζ' Οικουμενικής Συνόδου:

"...του τιμίου και ζωοποιού σταυρού...τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται. Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν."[64].

Προφανώς, η ανάγνωση της φαινομενολογίας της θρησκείας, δεν πρέπει να έγκειται στην ταύτιση στοιχείων που παρουσιάζονται και λειτουργούν σε διαφορετικά πλαίσια και συναρτήσεις, ούτε οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα το να απομονώνονται σημεία από μια διδασκαλία και τη λατρεία της, που ταυτίζονται με παρόμοιες εκδηλώσεις άλλων θρησκειών, αφού υπάρχει ο κίνδυνος να διατυπωθούν θεωρίες, με αποσπασματική άποψη επάνω στα ιστορικά δεδομένα των θρησκειών και με κενά ως προς τις ερμηνείες των θρησκευτικών φαινομένων.

Επιπλέον ανάγνωση

Υποσημειώσεις

  1. λήμμα: "Σταυρός", Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρος, 2005
  2. βλ. Theological dictionary of the New Testament, Vol. 7, σελ. 577, λήμμα: Σταυρός/Σταυρός in the New Testament/IV. The Later Use of the Word * The Ante-Nicene Fathers Vol. Ι,ΙΙ,ΙΙΙ,IV: Translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325
  3. υπέμεινεν σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας Εβρ. 12:2
  4. "There is good evidence to suggest that to "stretch out the hands" would be readily recognized as alluding to crucifixion. In Barnabas 12:2-4...Moses stretching out his hands (εξέτεινεν τας χείρας...)...understood as prophetic of the crucifixion of Jesus...The specific phrase εκτείνω τας χείρας or εκπετάννυμι τας χείρας as an allusion to crucifixion seems to have become fixed in Christian usage, but there is evidence in pagan authors also that the posture referred to was associated with crucifixion (Epictetus 3.26.22: εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι; Seneca, De consol. ad Marc. 20.3: brachia patibulo explicuerunt...)" (Aufstieg und Niedergang der romischen Welt (ANRW). Tl. II, Principat. Bd 26, 1 : Religion (Vorkonstantinisches Christentum : Neues Testament [Sachthemen] / Ed. Haase, Wolfgang. -Berlin : W. de Gruyter, 1992, σελ. 547)
  5. The Anchor Bible Dictionary, Doubleday, 1996, λήμμα: crucifixion, Τόμος 1, σελ. 1207 * Loeb Classical Library, De Consolatione, 20,3, transl. Basore, John W., London: William Heinemann, 1932 * L. Annaeus Seneca Troades, Atze Johannes Keulen, Lucius Annaeus Seneca, Brill Academic Publishers, 2001, σελ. 352
  6. Aufstieg und Niedergang der romischen Welt, 3 Tle. in Einzelbdn., von Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Gruyter; Auflage: 1, 1982, σελ. 680 * Evans, C. A., "Word Biblical Commentary": Mark 8:27-16:20, Vol. 34B, σελ. 499, Dallas: Word, Incorporated, 2002 * Aufstieg Und Niedergang Der Romischen Welt (ANRW): Geschichte Und Kultur Roms Im Spiegel Der Neueren Forschung, Teil IΙ: Principat, Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Walter de Gruyter-Berlin-New York, 1992, σελ. 547
  7. ANRW: Geschichte Und Kultur Roms Im Spiegel Der Neueren Forschung, Teil IΙ: Principat, Hildegard Temporini, Wolfgang Haase, Walter de Gruyter-Berlin-New York, 1992, σελ. 547: "[...] there is evidence in pagan authors also that the posture referred to was associated with crucifixion (Epictetus 3.26.22: εκτείνας σεαυτόν ως οι εσταυρωμένοι) [...] the allusion is to the practice of binding of the outstretched arms of the criminal to the crossbeam, which he had then to carry to the place of execution."
  8. Ενδεικτικά, αναφέρουν για το patibulum: * The Wycliffe Bible Encyclopedia. Moody Press, λήμμα Cross: "The patibulum, a wooden crossbar" * Theological dictionary of the New Testament. 1964-c1976, (Vol. 7, σελ. 573): "Crucifixion took place as follows. The condemned person carried the patibulum (cross-beam) to the place of execution" * New Bible Dictionary, InterVarsity Press, σελ. 245: "He was then made to carry the cross-beam (patibulum) [..] It was this patibulum, not the whole cross" * The murder of Jesus: A study of how Jesus died, Nashville, TN: Word Pub, 2000, σελ. 193: "to carry only the lateral crossbeam (known as the patibulum)" * The International Standard Bible Encyclopedia, Revised (Vol. 1, σελ. 826): "The initial variation in form of the primitive cross was apparently the addition of the cross-beam. This development, in the Roman world at least, may be related to the carrying of the patibulum" * Art in the Early Church, Walter Lowrie, σελ. 129: "The patibulum (fig. I on pl. 32a), an upright stake with a transverse bar above it, is the most realistic form of the cross on which criminals were hung" * The Seven Books of History against the Pagans, Roy J. Deferrari, Paulus Orosius, 1964: "The transverse beam was called the patibulum and, in Rome at least, it was customary for the criminal to carry only this beam." * A Dictionary of the Bible: Dealing with Its Language, Literature, and Contents, Including the Biblical Theology, C. Scribner's Sons, σελ. 140: "the leaders of all the peoples fastened to the patibulum." * Treatises on Penance: On Penitence and on Purity, Newman Press, σελ. 294: "Patibulum (from patere) [...] In executions, this was fastened to the stipes or palus to form a cross. Hence, by metonymy, patibulum is often used for crux." * The Mythical Interpretation of the Gospels: Critical Studies in the Historic Narratives, Thomas James Thorburn, σελ. 276: "In accordance with the usual custom in the case of condemned criminals, Jesus had to bear the horizontal beam (patibulum) of his cross to the place of execution." * On the Trial of Jesus, Paul Winter, σελ. 65: "A heavy wooden bar (patibulum) was placed upon the neck of the condemned man, and his outstretched arms were fastened to the beam. In this position, he was led to the place of execution. There he was lifted up, the beam being secured to a vertical stake (simplex), fixed in the ground, so that his feet hung suspended in the air." * The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge Vol. 3, σελ. 312: "the cross-piece ( patibulum ) was either bolted fast to the upright post" * Dallas Theological Seminary. (1983). Bibliotheca Sacra Volume 140 σελ. 120): "It is this writer’s position that the phrase “take up his cross” is a figure of speech derived from the Roman custom requiring a man convicted of rebellion against Rome’s sovereign rule to carry the cross-beam (patibulum) to his place of execution." * Oxford Readings in the Roman Novel, S. J. Harrison, Oxford University Press, 1999, σελ. 260: "Patibulum seems to be used here as a synonym for crux"
  9. Γρατσέας Γ., "Σταυρός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 460 ("Ελέχθη ήδη ότι επί του σταυρού, κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας, αι χείρες ηπλούντο προς τα πλάγια, προσδεδεμέναι ή προσηλωμένοι επί του οριζοντίου ξύλου του σταυρού."
  10. ΘΗΕ, ό.π., στ. 455 ("κατά τους χρόνους της Κ. Διαθήκης, πέραν των σχήματος Τ σταυρών, υπήρχον εν χρήσει και τετραμερείς, οίτινες θα είχον το σχήμα του ανισοσκελούς σταυρού.")
  11. The Cambridge Companion to Jesus, Cambridge University Press, 2001, σελ. 90-91 * The Anchor Bible Dictionary, New York-Doubleday, Vol. 1, Page 1207
  12. Boles, K. L. (1993). Galatians & Ephesians. The College Press NIV commentary (Ga 6:14). Joplin, Mo.: College Press.
  13. "βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον" (Ιωάν. 19:17)
  14. ΘΗΕ, ό.π., στ. 456
  15. The Cambridge Companion to Jesus, Markus Bockmuehl, Cambridge University Press, 2001, σελ. 90-91: "If we can accept the certainty of Jesus' crucifixion as an historical datum, what can we say about the manner of his death? [...] In spite of the paucity and ambiguity of the evidence, Martin Hengel suggests a summary sketch of the Roman procedure of crucifixion. Crucifixion included a flogging beforehand, with victims generally made to carry their own crossbeams to the location of their execution, where they were bound or nailed to the cross with arms extended, raised up, and, perhaps seated on a small wooden peg (Hengel 1977: 22–32)." * New Bible Dictionary, Wood, D. R. W., Wood, D. R. W., & Marshall, I. H., InterVarsity Press, 1996, σελ 246 * Theological dictionary of the New Testament, λήμμα: Σταυρός, Τόμος 7, σελ. 574, σημείωση #21 (αναφορά σε Cf. Benz, 1055), Grand Rapids, MI: Eerdmans, 1976
  16. Dictionary of Paul and his letters, Hawthorne, G. F., Martin, R. P., & Reid, D. G., Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1993, σελ. 198: "the noun “cross”(stauros [...] the cross, with or without a crossbeam"
  17. ΘΗΕ, ό.π., στ. 451-452
  18. ΘΗΕ, ό.π., στ. 458
  19. ΘΗΕ, ό.π., στ. 451
  20. Η περιγραφή προσδιορίζει σταυρό σε σχήμα ή + (πρβλ. "Cross", Charles F. Pfeiffer et al., The Wycliffe Bible Encyclopedia, Moody Press 1975 / D. R. W. Wood et al., The New Bible Dictionary, InterVarsity Press 1982, σελ. 245 / R. Laird Harris et al., Theological Wordbook of the Old Testament, Moody Press 1980, σελ. 971.
  21. "The very form of the cross, too, has five extremities, two in length, two in breadth, and one in the middle, on which [last] the person rests who is fixed by the nails." Αγγλικό κείμενο από The Ante-Nicene Fathers Vol.I: translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325, Roberts-Donaldson, Eerdmans publishing company, 1997, σελ. 395 και Irenaeus Against Heresies, Kessinger Publishing, 2004, σελ. 70. Η συγκεκριμένη αναφορά από το έργο του Ειρηναίου έχει σωθεί μόνο στη Λατινική.
  22. Αγγλικό κείμενο από: The Ante-Nicene Fathers Vol. IV: translations of the writings of the Fathers down to A.D. 325, Roberts-Donaldson, Eerdmans publishing company, 1997, σελ. 340
  23. * Religions of Rome, Volume 2, Mary Beard, Simon Price, John North, ISBN: 0521456460, σελ. 57 * The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge, Funk & Wagnalls Company, 1908, σελ. 318 * Apologetical Works and Minucius Felix Octavius, Catholic University of America Press, 1950, σελ. 336 * Rise of Christianity, A Sociologist Reconsiders History, Rodney Stark, ISBN: 0691027498, σελ. 146 * Backgrounds of Early Christianity, Everett Ferguson, ISBN: 0802822215, σελ. 597 * The Monuments of Ancient Rome, "L'Erma" di Bretschneider, 1950, σελ. 48 * Christianity, Judaism and Other Greco-Roman Cults, Morton Smith, Jacob Neusner, ISBN: 9004042156, σελ. 168 * The Early Christians, Frederick A. Praeger, 1961, σελ. 83 * Ancient Rome in the Light of Recent Discoveries, Houghton Mifflin, 1888, σελ. 122 * Matthew, a Commentary, Frederick Dale Bruner, ISBN: 0802826709, σελ. 730 * Early Christian Families in Context, David L Balch, Carolyn Osiek, ISBN: 080283986X, σελ. 103 * The Mass, Lucien Deiss, ISBN: 0814620582, σελ. 17 * Homilies for the Sundays of Advent and Lent, Richard Viladesau, ISBN: 0809136260, σελ. 46 * The Myriad Christ, Merrigan T., Haers J., ISBN: 9042909005, σελ. 147 * The Suffering of the Impassible God, The Dialectics of Patristic Thought, Paul Gavrilyuk, ISBN: 0199269823, σελ. 75 * Visual Communication with Infotrac: Images with Messages, Paul Martin Lester, ISBN: 0534637205, σελ. 207 * Tagging: Changing Visual Patterns and the Rhetorical Implications of a New Form of Graffiti, Journal article, ETC.: A Review of General Semantics, Vol. 50, 1993 * The Church of Apostles and Martyrs Vol. 1, Henri Daniel-Rops Image Books, 1960, σελ. 220 & 258 * History of Mediaeval Art, Harper & Brothers, 1887, σελ. 74 * Laughing Gods, Weeping Virgins: Laughter in the History of Religion, Routledge, 1997, σελ. 54 * Graphic Arts, Garden City Pub. Co., 1936, σελ. 81 * Central Italy and Rome, K. Baedeker, 1909, σελ. 236 * Evangelism In The Early Church, Michael Green, ISBN: 0802827683, σελ. 244 * Art History-An Anthology of Modern Criticism, Vintage Books, 1963, σελ. 299 * The Forum and the Palatine, A. Bruderhausen, 1928, σελ. 72-73 * Roman Sources of Christian Art, Columbia University Press, 1951, σελ. 160 * The Remains of Ancient Rome, John Henry Middleton, A. and C. Black, 1892, σελ. 208 * Light from the Ancient Past-The Archeological Background of the Hebrew-Christian Religion, Princeton University Press, 1946, σελ. 292
  24. πρβλ. λήμμα: CROSS, CRUCIFY στο Vine's complete expository dictionary of Old and New Testament words, Vine, W. E., Unger, M. F., & White, W., Nashville: T. Nelson, 1996, Vol. 2, p. 256 του Προτεστάντη λόγιου W(illiam) E(dwy) Vine (18731949)
  25. Τσάκωνα Β., Αι Ωδαί του Σολομόντως-Εισαγωγή, Κείμενον, Ερμηνεία, Συμμετρία, 1994, σελ. 182
  26. Μάριος Π. Μπέγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1995, σελ. 153-154
  27. Αναστασίου Γιαννουλάτου, Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού, εκδ. Ακρίται, Αθήνα 2004, σελ. 425-426
  28. Κων/νος Καλοκύρης, ΘΗΕ, τόμ. 03, Αθήνα 1963, στ. 304
  29. Theological Dictionary of the New Testament, edited by Gerhard Kittel, Geoffrey William Bromiley and Gerhard Friedrich, Eerdmans, 1964-c1976, τόμ. 4, σελ. 794
  30. Γρατσέας Γ., "Σταυρός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 414
  31. Walter Burkert, Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, η επίδραση της Ανατολής, Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 135
  32. Charles Penglase, Greek Myths and Mesopotamia - Parallels and Influence in the Homeric Hymns and Hesiod, Routledge, 1994, σελ. 5-7
  33. Αγουρίδης Σάββας, 'Άρα γε Γινώσκεις α Αναγινώσκεις; - Ερμηνευτικές και Ιστορικές Μελέτες σε Ζητήματα των Αρχών του Χριστιανισμού', Άρτος Ζωής, Αθηνα 1989, σελ. 182-183
  34. ΘΗΕ, ό.π.
  35. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 419
  36. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 422
  37. ΘΗΕ, ό.π.
  38. Κλήμης Αλεξανδρείας (τέλη 2ου αιώνα), Παιδαγωγός, 3.12.85
  39. "Σταυρός", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927-1934, τόμ. 22, σελ. 304-305
  40. Theological Dictionary Of The New Testament (Abridged In One Volume), edited By Gerhard Kittel And Gerhard Friedrich, W.B. Eerdmans 1985, σελ. 614
  41. Αλεβιζόπουλος Αντώνιος, Η Λατρεία της Σκοπιάς, ("Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ορθοδοξία"), τόμ. Γ', Αθήνα 1995, σελ. 51
  42. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 111-112
  43. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 239
  44. * Religions of Rome, Volume 2, Mary Beard, Simon Price, John North, ISBN: 0521456460, σελ. 57 * The New Schaff-Herzog Encyclopedia of Religious Knowledge, Funk & Wagnalls Company, 1908, σελ. 318 * Apologetical Works and Minucius Felix Octavius, Catholic University of America Press, 1950, σελ. 336 * Rise of Christianity, A Sociologist Reconsiders History, Rodney Stark, ISBN: 0691027498, σελ. 146 * Backgrounds of Early Christianity, Everett Ferguson, ISBN: 0802822215, σελ. 597 * The Monuments of Ancient Rome, "L'Erma" di Bretschneider, 1950, σελ. 48 * Christianity, Judaism and Other Greco-Roman Cults, Morton Smith, Jacob Neusner, ISBN: 9004042156, σελ. 168 * The Early Christians, Frederick A. Praeger, 1961, σελ. 83 * Ancient Rome in the Light of Recent Discoveries, Houghton Mifflin, 1888, σελ. 122 * Matthew, a Commentary, Frederick Dale Bruner, ISBN: 0802826709, σελ. 730 * Early Christian Families in Context, David L Balch, Carolyn Osiek, ISBN: 080283986X, σελ. 103 * The Mass, Lucien Deiss, ISBN: 0814620582, σελ. 17 * Homilies for the Sundays of Advent and Lent, Richard Viladesau, ISBN: 0809136260, σελ. 46 * The Myriad Christ, Merrigan T., Haers J., ISBN: 9042909005, σελ. 147 * The Suffering of the Impassible God, The Dialectics of Patristic Thought, Paul Gavrilyuk, ISBN: 0199269823, σελ. 75 * Visual Communication with Infotrac: Images with Messages, Paul Martin Lester, ISBN: 0534637205, σελ. 207 * Tagging: Changing Visual Patterns and the Rhetorical Implications of a New Form of Graffiti, Journal article, ETC.: A Review of General Semantics, Vol. 50, 1993 * The Church of Apostles and Martyrs Vol. 1, Henri Daniel-Rops Image Books, 1960, σελ. 220 & 258 * History of Mediaeval Art, Harper & Brothers, 1887, σελ. 74 * Laughing Gods, Weeping Virgins: Laughter in the History of Religion, Routledge, 1997, σελ. 54 * Graphic Arts, Garden City Pub. Co., 1936, σελ. 81 * Central Italy and Rome, K. Baedeker, 1909, σελ. 236 * Evangelism In The Early Church, Michael Green, ISBN: 0802827683, σελ. 244 * Art History-An Anthology of Modern Criticism, Vintage Books, 1963, σελ. 299 * The Forum and the Palatine, A. Bruderhausen, 1928, σελ. 72-73 * Roman Sources of Christian Art, Columbia University Press, 1951, σελ. 160 * The Remains of Ancient Rome, John Henry Middleton, A. and C. Black, 1892, σελ. 208 * Light from the Ancient Past-The Archeological Background of the Hebrew-Christian Religion, Princeton University Press, 1946, σελ. 292
  45. πρβλ. λήμμα: CROSS, CRUCIFY στο Vine's complete expository dictionary of Old and New Testament words, Vine, W. E., Unger, M. F., & White, W., Nashville: T. Nelson, 1996, Vol. 2, p. 256 του Προτεστάντη λόγιου W(illiam) E(dwy) Vine (18731949)
  46. Τσάκωνα Β., Αι Ωδαί του Σολομόντως-Εισαγωγή, Κείμενον, Ερμηνεία, Συμμετρία, 1994, σελ. 182
  47. Μάριος Π. Μπέγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1995, σελ. 153-154
  48. Αναστασίου Γιαννουλάτου, Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού, εκδ. Ακρίται, Αθήνα 2004, σελ. 425-426
  49. Κων/νος Καλοκύρης, ΘΗΕ, τόμ. 03, Αθήνα 1963, στ. 304
  50. Theological Dictionary of the New Testament, edited by Gerhard Kittel, Geoffrey William Bromiley and Gerhard Friedrich, Eerdmans, 1964-c1976, τόμ. 4, σελ. 794
  51. Γρατσέας Γ., "Σταυρός", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 414
  52. Walter Burkert, Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, η επίδραση της Ανατολής, Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 135
  53. Charles Penglase, Greek Myths and Mesopotamia - Parallels and Influence in the Homeric Hymns and Hesiod, Routledge, 1994, σελ. 5-7
  54. Αγουρίδης Σάββας, 'Άρα γε Γινώσκεις α Αναγινώσκεις; - Ερμηνευτικές και Ιστορικές Μελέτες σε Ζητήματα των Αρχών του Χριστιανισμού', Άρτος Ζωής, Αθηνα 1989, σελ. 182-183
  55. ΘΗΕ, ό.π.
  56. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 419
  57. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 422
  58. ΘΗΕ, ό.π.
  59. Κλήμης Αλεξανδρείας (τέλη 2ου αιώνα), Παιδαγωγός, 3.12.85
  60. "Σταυρός", Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927-1934, τόμ. 22, σελ. 304-305
  61. Theological Dictionary Of The New Testament (Abridged In One Volume), edited By Gerhard Kittel And Gerhard Friedrich, W.B. Eerdmans 1985, σελ. 614
  62. Αλεβιζόπουλος Αντώνιος, Η Λατρεία της Σκοπιάς, ("Μάρτυρες του Ιεχωβά και Ορθοδοξία"), τόμ. Γ', Αθήνα 1995, σελ. 51
  63. Αγίου Νεκταρίου, 'Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις', 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 111-112
  64. Καρμίρης Ιωάννης,Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 239