Εβιωναίοι
Εβιωναίοι ή Εβιωνίτες αποκαλούνταν τα μέλη γνωστικής και ιουδαιοχριστιανικής αιρέσεως του 1ου και 2ου αιώνα, που κυρίως δρούσαν ανατολικά του Ιορδάνη[1]. Σαφή άποψή για την ονομασία τους δεν έχουμε, αν και εικάζουμε ότι προήλθε ένεκα του εγκρατιτικού βίου τους και της πενίας μέσα στην οποία ζούσαν. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τους αποτελούσαν μείγμα ιουδαϊκών και χριστιανικών δοξασιών και αποκαλούνταν αρχικώς Ναζωραίοι, παρουσιάζοντας αργότερα και γνωστική παραφυάδα. Υπολείμματά τους ανευρίσκουμε μέχρι και τον 5ο αιώνα[2].
Ονομασία
Μέρος της σειράς άρθρων Γνωστικισμός | |
Αρχαϊκά Συστήματα | |
Ιουδαΐζοντες γνωστικοί | |
Αντινομιστές | |
Διάφοροι | |
Τριαρχικοί- Ανθρωπογονικοί | |
Διαρχικοί | |
Σύγχρονοι | |
Την ονομασία Εβιωνίτες πρώτη φορά την ανευρίσκομαι στο έργο του Ειρηναίου "Κατά Αιρέσεων" και εν συνεχεία και σε άλλους συγγραφείς όπως ο Τερτυλλιανός και ο Ωριγένης. Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί είναι φανερό πως αγνοούσαν την προέλευση του ονόματος και υπέθεσαν πως αυτή προερχόταν από πρόσωπο το οποίο αποκαλείτο Εβιών[3]. Η λέξη Εβιών όμως είναι εβραϊκή και σημαίνει το φτωχό. Ο λόγος που τους απέδωσαν την ονομασία είναι άγνωστος, αλλά ερευνητές εικάζουν πως αυτό τους αποδόθηκε είτε λόγω ταπεινότητός τους, είτε λόγω της ένδειας που περιέπεσαν μετά τη φυγή από τα Ιεροσόλυμα το 70, είτε το πιθανότερο, το οποίο και αναφέρει ο Ειρηναίος, εκ της κατακρίσεως του πλούτου και της εγκράτειας στην τροφή[4]. Εκ του Ειρηναίου επίσης συνάγουμε πως το όνομά τους είχε ήδη περιέλθει σε χρήση περίπου από το 150.
Διδασκαλία
Ιουδαιοχριστιανοί Εβιωναίοι ή Ναζωραίοι
Η ακριβής προέλευσή τους δε μπορεί να εξακριβωθεί. Οι Εβιωνίτες, όπως και άλλες ιουδαιοχριστιανικές ομάδες, ήταν συνήθως καρπός της αποδεσμεύσεως των εθνικών ομάδων από το Μωσαϊκό νόμο ή από τις αρχικές κοινότητες των χριστιανών Ιουδαίων. Πολλές ομάδες όμως είτε έπρατταν μόνο ένα εκ των δύο, είτε έμεναν δυσαρεστημένες από την ένωση των δύο στοιχείων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέες ομάδες εκ των σπλάχνων του χριστιανισμού, όπως παρατηρούν ήδη κατά το δεύτερο αιώνα τόσο ο Ιουστίνος[5], όσο και ο Ωριγένης[6] κατά τον 3ο. Εδώ πρέπει να λεχθεί, ότι οι Εβιωναίοι αυτοί, αρχικώς είχαν το όνομα Ναζωραίοι, και εν συνεχεία για άγνωστο λόγο άρχισαν του συγχέονται με τους γνωστικούς Εβιωναίους[7]. Οι Εβιωναίοι λοιπόν απέφευγαν την κοινωνία με τους εθνικούς χριστιανούς και δε δέχονταν την Αποστολικότητα του Παύλου, για τον οποίον είχαν εφεύρει ιστορία, ότι ήταν εθνικός προσήλυτος ο οποίος μετά από την απογοήτευση ενός αρραβώνα με Ιουδαία, κόρη αρχιερέως, αποφάσισε να επιτεθεί σφοδρώς στους ιουδαίους. Οι ίδιοι εκτελούσαν κατά γράμμα το Μωσαϊκό νόμο και τηρούσαν τόσο το Σάββατο, όσο και τις Κυριακές[8], ενώ δογματικώς, ήσαν μονοθεϊστές. Επιπρόσθετα, δεν πίστευαν στη θεότητα του Χριστού, ούτε στην προΰπαρξή του (αν και μεταγενεστέρως την δέχτηκαν[9]), όπως και την εκ παρθένου γέννηση. Πίστευαν μάλιστα πως ο Χριστός δεν επιτέλεσε λυτρωτικό έργο, αλλά απλώς ηθικό, το οποίο θα μπορούσε να επιτελέσει και οποιοσδήποτε άλλος. Το βάπτισμα όμως ήταν σφραγίδα της προσωπικότητας αυτού, οπότε και κατέστη μεσσίας[10].
Γνωστικοί Εβιωνίτες
Στην ομάδα των ιουδαίων εβιωνιτών, εμφανίστηκε μία ακόμα παραφυάδα με γνωστικό περιεχόμενο. Αυτό συνέβη προοδευτικά με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν τόσο από το χριστιανισμό, όσο και από τον ιουδαϊσμό. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Επιφανίου[11], είναι εμφανές πως ήσαν κοντά στην εσσηνή παράδοση, όπως για παράδειγμα στο καθημερινό λατρευτικό τυπικό του βαπτίσματος. Οι Εβιωνίτες τους ακολουθούσαν επίσης στο ότι στο Θεό εξ υπαρχής έβλεπαν δύο δυνάμεις, του αγαθού και του κακού[12], ενώ διέκριναν και την ιστορία σε δύο φάσεις, του αιώνος τούτου και του επερχόμενου, που ανήκει στο Χριστό. Το Χριστό δεν το θεωρούσαν Θεό, αλλά εκ των αρχαγγέλων, καταδικάζοντας όπως και οι Εσσαίοι τις αιματηρές θυσίες και το ιερατείο, υιοθετώντας όμως δοξολογική λατρεία. Οι Εβιωνίτες με λίγα λόγια ισχυρίζονταν πως ο Ιωσήφ γέννησε υιό ονομαζόμενο Ιησού, στον οποίο κατήλθε ο προ αιωνίως υπάρχων Χριστός[13].
Ο χαρακτήρας της διδασκαλίας τους ήταν διαρχικός. Διακρίνουμε στην ψευδοκλήμεντεια επιστολή τη διδασκαλία περί των δύο συζυγιών (δημιουργία μέρας-νύχτας, ήλιου-σελήνης, ζωή-θανάτου). Έτσι στο δημιουργικό έργο του Θεού παρουσιάζονται επίσης δύο τάξεις συζυγιών, όπου κατά την πρώτη δημιουργεί τις τάξεις των κτιστών συζυγιών. Με τη δημιουργία λοιπόν του ανθρώπου έχουμε αντίθετη κατεύθυνση, αφού εμφανίζεται αρχικώς το κακό και εν συνεχεία το καλό, όπως και ο Κάιν προηγήθηκε του Άβελ, ο Ισμαήλ του Ισαάκ, ο Ησαύ του Ιακώβ κλπ. Έτσι ο Θεός όρισε δύο βασιλείες και δύο αιώνες, την πονηρή, στον αιώνα τούτο και την αγαθή, για το μέλλοντα αιώνα[14]. Ο δυισμός αυτός ενυπάρχει και στον άνθρωπο, ο οποίος στο βάθος του είναι δυαδικός.
Σε ότι αφορά την ηθική συμπεριφορά οι Εβιωνίτες διακρίνονταν για την ελάστικότητά τους και παρότι απέρριπταν μέρος του νόμου, μη αναγνωρίζοντας κανένα προφήτη μετά το Μωϋσή, τηρούσαν την περιτομή και το Σάββατο. Δημιούργησαν όμως παράλληλα και δικό τους ηθικό σύστημα[15], λέγοντας πως μερικές διατάξεις του νόμου είναι ψευδείς προσθήκες. Οι ίδιοι, απέφευγαν τη βρώση κρέατος, ήσαν ιδιαίτερα εγκρατείς, αποφεύγοντας ακόμα και το οίνο, με αποτέλεσμα κατά τη Θεία Ευχαριστία να χρησιμοποιούν νερό (υδροπαραστάτες), αρχικώς μάλιστα απέφευγαν και το γάμο. Εν συνεχεία όμως τον επέβαλαν[16], μάλιστα σε νεαρή ηλικία, επιτρέποντας και περισσότερο από ένα.
Στο σύστημα των Εβιωναίων επίσης κυριαρχεί μία υποτιμητική περί θηλυκού αντίληψη. Η παρουσία της προφητείας είναι αρσενική και θηλυκή, με τον Αδάμ εκπρόσωπο του καλού και την Εύα του κακού[17]. Οι παρατηρήσεις τους αυτές στηρίζονται πάνω σε βιολογικές παρατηρήσεις. Έτσι η αρχή του αγαθού είναι συνδεδεμένη με το αρσενικό, φανερωμένη υπό των προφητών σε μία ευθεία γραμμή από τον Αδάμ, μέχρι το Μωυσή και απευθείας στο Χριστό. Ο Χριστός βέβαια δεν είναι Θεός, όπως προείπαμε αλλά προφήτης, φορέας του αρσενικού στοιχείου, που έλαβε Πνεύμα για να διδάξει την αλήθεια, που δεν είχε λυτρωτικό και σωστικό χαρακτήρα.
Τελικά το σύστημα των Εβιωνιτών, πρέπει να χαρακτηριστεί ως συγκρητιστικό, δυιστικό και με επιλεκτικό ιουδαϊκό χαρακτήρα. Χρησιμοποιούσαν επίσης το καθ Εβραίους ευαγγέλιον και την Κλημέντεια επιστολή, αντί των Αποστολικών πράξεων και αρνούνταν τον Απόστολο Παύλο[18]. Η άρνηση του Αποστόλου αυτού, συνήθως προέκυπτε από τις μήτρες της ιουδαϊκής εθνικής αντίθεσης στους λόγους του, όπως η κατάργηση της περιτομής κ.α.[19]. Επίσης, ησαν μέτοχοι χιλιαστικών απόψεων[20]. Από τους γνωστικίζοντες Εβιωνίτες, προήλθαν και οι Ελκεσαΐτες, περί το 200[21].
Βιβλία
Εβιωναίων Ευαγγέλιον
Οι Εβιωνίτες φαίνεται πως είχαν συγγράψει και δικό τους Ευαγγέλιο, το οποίο χρονολογείται από τις αρχές του 2ου αιώνα[22] μέχρι και το 150[23]. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τους αρχαίους συγγραφείς είναι σχετικώς συγκεχυμένες. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Επιφάνιος μιλά για Ευαγγέλιο των Εβιωναίων, αλλά ο Ιερώνυμος το συγχέει με τον Κατά Εβραίους Ευαγγέλιον, όπως και ο Ευσέβιος Καισαρείας[24]. Οι πληροφορίες αυτές όμως βρίσκονται σε σύγχυση[25], εξ αιτίας διάφορων ομάδων ιουδαιοχριστιανών που χρησιμοποιούσαν αυτό το ευαγγέλιο (όπως και νωρίτερα το αραμαϊκό του Ματθαίου). Εν πάση περιπτώσει, όπως διαφαίνεται, οι Εβιωναίοι απομακρυνόμενοι από την ιουδαιοχριστιανική παράδοση συνέγραψαν και δικό τους ευαγγέλιο, το οποίο σήμερα έχει απολεσθεί[26].
Το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε στα Ελληνικά[27] και σήμερα διαθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα τα οποία μας βοηθούν να διαφωτίσουμε σημεία της διδασκαλίας τους. Έτσι περιγράφεται το βάπτισμα ως νέα γέννηση, ενώ δεν περιέχεται το σχέδιο της θείας οικονομίας από της γεννήσεως του Ιησού, αλλά από το 30ο έτος της ηλικίας του, καθώς και η γέννηση του Χριστού, ουσιαστικά έγινε κατά τη βάπτιση, μία θέση την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν Δυναμικοί Μοναρχιανοί και Αρειανιστές[28]. Σε άλλο σημείο γίνεται καταπολέμηση των θυσιών. Επιπρόσθετα αναφέρονται μερικές πληροφορίες για τον Ιωάννη το βαπτιστή, σύμφωνα με τις οποίες ο Ιωάννης δεν έτρωγε άγριο μέλι και ακρίδες, αλλά εγκρίδες έλαιο, δηλαδή τηγανίτες.
Επιρροές
Ο καθηγητής Σωτήριος Δεσπότης σημειώνει πως ο χαμένος συνδετικός κρίκος μεταξύ χριστιανισμού και Ισλάμ είναι, σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές ο Ιουδαιοχριστιανισμός, ο οποίος από τον Επιφάνιο Σαλαμίνος χαρακτηρίστηκε ως μία από τις 80 τότε γνωστές αιρέσεις[29]. Οι Ναζωραίοι ομολογούσαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού, ζούσανε όμως σύμφωνα με τα μωσαϊκά έθιμα. Οι ιουδαιοχριστιανοί, και κυρίως οι Εβιωνίτες και οι βαπτιστές Σαβαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν το Χριστό ως άνθρωπο εξ ανθρώπων Μεσσία εγκαταστάθηκαν στην αραβική χερσόνησο και μάλιστα στη Μεδίνα. Σημειωτέον ότι το ιουδαιοχριστιανικό ρεύμα επιβιώνει μέχρι σήμερα στην Αφρική και στις Ινδίες. Οι Αιθίοπες μονοφυσίτες, οι οποίοι διακρίνονται για την ευλάβεια και την πίστη τους στις παραδόσεις τιμούν την κιβωτό του Μωυσή (ταβότ), χρησιμοποιούν μια σημιτική λειτουργική γλώσσα, ψέλνουν ψαλμούς με τη συνοδεία τυμπάνων και σαλπίγγων, έχουν καθιερώσει μαζί με τη βάπτιση την περιτομή, τιμούνε το Σάββατο, και έχουν αντίστοιχες διαιτητικές συνήθειες (απαγόρευση χοιρινού). Στη νότια Ινδία ζούνε 70.000 χριστιανοί Tekkumbgam ή Southist οι οποίοι έφθασαν εκεί στην Κεραλά από τη Συρία η Μεσοποταμία το 345 υπό την ηγεσία ενός Θωμά από την Κανά ή Χαναάν. Ομολογούν τον Ιησού ως το Μεσσία των Ιουδαίων[30].
Υποσημειώσεις
- ↑ Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 37
- ↑ ΘΗΕ, τ. 5, σελ. 293
- ↑ ΘΗΕ, τ. 5, σελ. 292
- ↑ ΘΗΕ, ο.π., σελ. 292
- ↑ Διάλογος 47
- ↑ Κατά Κέλσου 5, 61
- ↑ Κ. Σκουτέρης, Ιστορία των Δογμάτων, σελ. 288
- ↑ Ιππόλυτου, Κατά πασών των αιρέσεων 7, 34
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 288
- ↑ ΘΗΕ, ο.π.
- ↑ Κατά Αιρέσεων 1, 2, 30
- ↑ Π. Χαστούπης, Κουμαρανικά χειρόγραφα. Τάξις της κοινότητος..., Αθήνα 1979, σελ. 15-16
- ↑ Π.Χρήστου, Ελληνικκή Πατρολογία, σελ. 140
- ↑ Ψευδοκλημέντεια, Ομιλία 20, 2
- ↑ Κ. Σκουτέρης, ο.π., σελ. 289
- ↑ Πανάριον 30, 2
- ↑ Ψευδοκλημέντεις Ομιλίες 3, 22 και 3, 21
- ↑ Π. Χρήστου, ο.π., σελ. 140
- ↑ Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική ιστορία, τ. Α΄,, σελ. 54-55
- ↑ Βλ. Φειδάς, ο.π., σελ. 150
- ↑ ΘΗΕ, ο.π., σελ. 294
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 211
- ↑ ΘΗΕ, ο.π.
- ↑ ΘΗΕ, ο.π., σελ., 294
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 211
- ↑ ΘΗΕ, ο.π.
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 211
- ↑ ΘΗΕ, ο.π., 295
- ↑ Πανάριον 374-377
- ↑ Σωτήριος Δεσπότης, Σημειώσεις παραδόσεων "Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ", σελ. 94
Πηγές
- Κωνσταντίνος Σκουτέρης, "Ιστορία Δογμάτων", τ. Α΄, Αθήνα 1998.
- λήμμα "Εβιωναίοι" ΘΗΕ, τόμος 5, Μαρτίνος, Αθήνα 1962-1968.
- Βλάσιος Φειδάς, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τ. Α΄, Διήγηση, Αθήνα 2002.
- Βασίλειος Στεφανίδης, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
- Παναγιώτης Χρήστου, "Ελληνική Πατρολογία", Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005