Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ιωάννης ο Δαμασκηνός"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
μ (Επίδραση)
μ (Η συμβολή του στην εικονομαχική έριδα)
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
 
Η εικονομαχική έριδα ήταν μια διαμάχη η οποία ξέσπασε στις αρχές του 8ου αιώνα στη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες θέλησαν σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθειά τους να διακόψουν τη προσκύνηση των εικόνων, με θεολογικό πρόσχημα, ότι κάτι τέτοιο αποτελεί [[ειδωλολατρία]]. Ο ''Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός''  σε αυτή τη διαμάχη συνέβαλε μέσα από το συγγραφικό του έργο, στην επικράτηση και διατήρηση του καθεστώτος της προσκύνησης των εικόνων. Θα λέγαμε δε, πως υπήρξε όχι απλώς υπερασπιστής των εικόνων, αλλά και ο πρωτοπόρος της θεολογίας της εικονομαχικής έριδος.
 
Η εικονομαχική έριδα ήταν μια διαμάχη η οποία ξέσπασε στις αρχές του 8ου αιώνα στη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες θέλησαν σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθειά τους να διακόψουν τη προσκύνηση των εικόνων, με θεολογικό πρόσχημα, ότι κάτι τέτοιο αποτελεί [[ειδωλολατρία]]. Ο ''Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός''  σε αυτή τη διαμάχη συνέβαλε μέσα από το συγγραφικό του έργο, στην επικράτηση και διατήρηση του καθεστώτος της προσκύνησης των εικόνων. Θα λέγαμε δε, πως υπήρξε όχι απλώς υπερασπιστής των εικόνων, αλλά και ο πρωτοπόρος της θεολογίας της εικονομαχικής έριδος.
  
Ο Ιωάννης στήριξε της δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «''μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443</ref>. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «''δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας''»<ref>ενθ.αν.</ref>. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του [[Θεός|Θεού]], ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι [[Προφήτης|προφήτες]] στην [[Παλαιά Διαθήκη]] είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί. Γι αυτό και συμφωνεί με το [[Μέγας Βασίλειος|Μέγα Βασίλειο]], ότι  η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Γεννά τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, δημιουργεί τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Ο Θεός ενεφανίσθη στους προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ως άνθρωπος (δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο όραμα του Δανιήλ). Όλοι αυτοί είδαν μια εικόνα του Θεού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «''αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής τού ότι ήταν''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445</ref>. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι Τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]], βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού [[Ευαγγέλιο|ευαγγελίου]]. Γι αυτό και η εικόνα είναι τα γράμματα των αγραμμάτων, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και οι [[Αγία Γραφή|Γραφές]] ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον ''Ιωάννη το Δαμασκηνό'', έχει χρονική σημασία και ισχύ και παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.
+
Ο Ιωάννης στήριξε της δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «''μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443</ref>. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «''δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας''»<ref>ενθ.αν.</ref>. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του [[Θεός|Θεού]], ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι [[Προφήτης|προφήτες]] στην [[Παλαιά Διαθήκη]] είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί, εξού και συμφωνεί με το [[Μέγας Βασίλειος|Μέγα Βασίλειο]], ότι  η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Γεννά τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, δημιουργεί τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «''αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής τού ότι ήταν''»<ref>Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445</ref>. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι Τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]], βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού [[Ευαγγέλιο|ευαγγελίου]]. Γι αυτό και η εικόνα είναι τα γράμματα των αγραμμάτων, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και οι [[Αγία Γραφή|Γραφές]] ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον ''Ιωάννη το Δαμασκηνό'', έχει χρονική σημασία και ισχύ, καθώς είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.
  
Ο ''Ιωάννης'' όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς [[Λόγος]], φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.
+
Ο ''Ιωάννης'' όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς [[Λόγος]], φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον ''Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό'' έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.
  
 
==Επίδραση==
 
==Επίδραση==

Αναθεώρηση της 17:00, 29 Ιουνίου 2008

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (645/680 - 749) αποτελεί Άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και έναν από τους πλέον πολυμαθείς και πολύπλευρους θεολόγους της, ο οποίος καλλιέργησε με επιτυχία όλους τους κλάδους της θεολογίας και κυρίως διακρίθηκε ως μεγάλος ερμηνευτής της ορθοδόξου πατερικής θεολογίας. Υπήρξε πολυγραφότατος, με έντονο ασκητικό φρόνημα, ενώ η συμβολή του κατά την περίοδο της εικονομαχίας τον έθεσε και ως μία από τις σπουδαιότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της εκκλησίας.

Ο βίος του

Νεανική Ηλικία

Αν και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να μη συνετάχθησαν βιογραφίες μετά το θάνατό του[1], οι πληροφορίες για το βίο του Αγίου Ιωάννη από σύγχρονους συγγραφείς είναι περιορισμένες και ουσιαστικά περιλαμβάνονται σε συναξάρια[2]. Έτσι οι πρώτες ολοκληρωμένες βιογραφίες του ανάγονται στο 10ο αιώνα και μάλιστα είναι αρκετά δύσκολο να δεις ανάμεσα σε αυτές τι είναι αυθεντικό και τι αμφισβητήσιμο[3]. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιωάννης αποτέλεσε θέμα ερεύνης διότι οι σωζόμενες βιογραφίες του σε αυτό το σημείο αντιφάσκουν. Με βάση τις Αραβικές πηγές ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 645, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο λόγω των χρονολογικών δεδομένων[4]. Σύμφωνα λοιπόν με τον Βίο του Στεφάνου, ανηψιού του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο Ιωάννης πέθανε το 749[5] και αν υποθέσουμε ότι γεννήθηκε το 645 τότε πέθανε σε ηλικία 104 ετών, κάτι που συμφωνούν και νεώτερα συναξάρια. Σύμφωνα όμως με το Σιναϊτικό κώδικα ο Ιωάννης πέθανε σε ηλικία 70 ετών, κάτι που φαίνεται πιο ορθό και άρα πρέπει να γεννήθηκε περί το 680.

Ο Ιωάννης γεννήθηκε στη Δαμασκό και προήρχετο από επιφανή οικογένεια της πόλεως. Ο παππούς του (Μανσούρ, ήτοι Νικηφόρος) ήταν διοικητής της βυζαντινής φρουράς της Δαμασκού, όταν οι Άραβες το 634 εισήλθαν στην πόλη και την κατέλαβαν, ο δε πατέρας του ήταν ή των «πραγμάτων επίτροπος» ή «λογοθέτης», της κυβέρνησης Αβδ-ελ-Μελέκ (Αβιμελέχ 685-907), θέση που αντιστοιχεί προς αυτή του υπουργού του υποδούλου χριστιανισμού, με κυρίως οικονομικά καθήκοντα. Μάλιστα από την ίδια οικογένεια προέρχονταν και οι πατριάρχες Σέργιος Α΄ και Ηλίας Γ΄. Ο Ιωάννης τις εγκύκλιες γνώσεις του τις απέκτησε δίπλα στο μοναχό Κοσμά το Μελωδό, ενώ υπάρχουν και άλλες ανεκδοτολογικού χαρακτήρος περιγραφές για το πώς ο πατέρας του βρήκε αυτό το δάσκαλο για τον Ιωάννη[6]. Μετά το θάνατο τού πατέρα του ο Δαμασκηνός εισήλθε στην υπηρεσία του χαλιφάτου (επί Ουαλίδ) και λέγεται πως κατέλαβε το αξίωμα του πρωτοσυμβούλου, ενώ αργότερα, άγνωστο πότε, αναχώρησε για τη μονή του Αγίου Σάββα, όπου εκάρη μοναχός και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Κατά την παράδοση εισήλθε στη μονή εξαιτίας των συγκρούσεων του με τον Αυτοκράτορα Λέοντα το Γ΄, λόγω της εικονομαχικής έριδας. Έτσι ο Αυτοκράτορας διέταξε να αποσταλεί επιστολή δήθεν του Ιωάννη στο χαλίφη του, που με βάση το περιεχόμενό της ο Ιωάννης διαφαινόταν ως προδότης, με αποτέλεσμα να του αποκόψει το χέρι, το οποίο θαυματουργικώς απεκαταστάθη. Κάτι τέτοιο όμως δε φαίνεται να είναι ορθό όπως συνάγεται από την 6η πράξη της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου[7], ενώ πιθανότερο είναι ότι αναχώρησε προ της εικονομαχικής έριδος[8].

Ο μοναχικός βίος

Στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα ο Ιωάννης τέθηκε υπό την επίβλεψη ενός πολύ αυστηρού γέροντος, ο οποίος στόχο είχε να καταπολεμήσει τον εγωισμό του, αφού υπέθετε πως η παιδεία και το κοσμικό φρόνημα μέσα στο οποίο ανδρώθηκε, θα είχε επηρεάσει και τη διαπαιδαγώγησή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι του είχε απαγορεύσει να γράφει και επί μακρόν να ομιλεί. Πέραν τούτου ο γέροντας του επέβαλλε και διαφόρων ειδών επιτίμια, στόχο την ταπείνωση του φρονήματός του, όπως να καθαρίζει ολόκληρο το χώρο της μονής κ.α. Όταν πείστηκε για την επιτυχή έκβαση των μεθόδων του, του επέτρεψε τόσο τη συγγραφή, όσο και την ομιλία. Μάλιστα χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Ε΄ (706-735), αλλά ο ίδιος παρέμενε πάντα πιστός στη σκληρή άσκηση και τη συγγραφή. Εκοιμήθη τελικώς σε ηλικία 70 ετών, εν μέσω της μεγάλης περί των εικόνων έριδος, στην οποία υπήρξε ο μεγάλος υπέρμαχος της ορθόδοξης παράδοσης. Η μνήμη του τιμάται στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Δεκεμβρίου.

Το θεολογικό σύστημα του Ιωάννη του Δαμασκηνού

Η συμβολή του στην εικονομαχική έριδα

Η συμβολή του στην εικονομαχία, υπήρξε ανεκτίμητη

Η εικονομαχική έριδα ήταν μια διαμάχη η οποία ξέσπασε στις αρχές του 8ου αιώνα στη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι αυτοκράτορες θέλησαν σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθειά τους να διακόψουν τη προσκύνηση των εικόνων, με θεολογικό πρόσχημα, ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ειδωλολατρία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε αυτή τη διαμάχη συνέβαλε μέσα από το συγγραφικό του έργο, στην επικράτηση και διατήρηση του καθεστώτος της προσκύνησης των εικόνων. Θα λέγαμε δε, πως υπήρξε όχι απλώς υπερασπιστής των εικόνων, αλλά και ο πρωτοπόρος της θεολογίας της εικονομαχικής έριδος.

Ο Ιωάννης στήριξε της δυνατότητα προσκύνησης των εικόνων πάνω σε μια σχέση «μεταξύ του πνευματικού και του υλικού, μεταξύ του αοράτου και του ορατού, όπως αυτό μας αποκαλύφθηκε μέσα στο φως της ενανθρωπήσεως»[9]. Έτσι ουσιαστικά θεωρεί πως η εικονομαχία είναι μια στάση «δοκητισμού, μια αναισθησία του μυστηρίου του Θε-ανθρώπου, και κατά μία έννοια, ένα είδος προ χριστιανικής νοοτροπίας»[10]. Ο ίδιος δεν αρνείται την ακαταληψία του Θεού, ούτε το απερίγραπτό του, επισημαίνει όμως πως όλοι οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη είδαν κάποια εικόνα του Θεού, όχι την αληθινή του ουσία. Έτσι για παράδειγμα η φλεγόμενη βάτος είναι μία εικόνα του Θεού, μια συμβολική μορφή. Η επιχειρηματολογία του όμως δε σταματάει εκεί, εξού και συμφωνεί με το Μέγα Βασίλειο, ότι η εικόνα αποτελεί ότι και οι λέξεις για τους αγράμματους και τους αδαείς. Αλλά και ο Θεός δημιουργεί εικόνες. Γεννά τον Υιό του το Μονογενή που είναι η ζωντανή και φυσική εικόνα του Πατρός, δημιουργεί τον άνθρωπο ως κατ’εικόνα Αυτού. Έτσι λοιπόν η σχέση ορατού και αοράτου, μεταβάλλεται οριστικά. Ο Υιός του Θεού από αόρατος και άυλος γίνεται ορατός. Τότε δε μπορούσε να απεικονιστεί, τώρα όμως μπορεί απεικονίζοντάς τον, όχι απλώς συμβολικά ή σε ένα πρότυπο, «αλλά με μια άμεση αίσθηση μιας άμεσης περιγραφικής αναπαραγωγής τού ότι ήταν»[11]. Έτσι αναφέρει, δεν απεικονίζω τον αόρατο Θεό στην εικόνα, αλλά τη σάρκα που ήταν ορατή. Στο Ισραήλ δε μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που δεν είδαν, εμείς όμως μπορούμε διότι Τον είδαμε. Άρα η απεικόνιση του Ιησού, βασίζεται πάντα πάνω στο μυστήριο της ενανθρώπησης, πάνω στο γεγονός του ιστορικού ευαγγελίου. Γι αυτό και η εικόνα είναι τα γράμματα των αγραμμάτων, είναι ένα υπόμνημα, είναι ότι η λέξη στο αυτί και εικόνα για το μάτι, μια πνευματική ένωση που φωτίζει τις αισθήσεις μας. Άλλωστε και οι Γραφές ουσιαστικά είναι ένα είδος λεκτικής απεικονίσεως. Έτσι η απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία ομοιωμάτων, για τον Ιωάννη το Δαμασκηνό, έχει χρονική σημασία και ισχύ, καθώς είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα με στόχο να ανακόψει την έφεση προς την ειδωλολατρία, όμως τώρα αυτή η εκπαίδευση έχει πάψει, έχει εκλεπτυνθεί, δε διατηρεί άλλωστε αυτός ο Νόμος την ίδια ισχύ μέσα στη βασιλεία της χάριτος. Αυτό καταστρατηγήθηκε από τη στιγμή που ασώματος απέκτησε σώμα, έγινε άνθρωπος. Αλλά μήπως και ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε και η θεότητα του δεν ενώθηκε με το κτιστό και ορατό σώμα, όπως το υλικό που ενώνεται με τη φωτιά και γίνεται φωτιά, ερωτά ο Δαμασκηνός. Έτσι και η υπόσταση του ενσαρκωμένου ανθρώπου ήταν και αυτή θεϊκή και γνήσια απεικόνιση του Θεού η οποία αποκτά έννοια λόγω του μυστηρίου της ενσαρκώσεως, όχι ως απλό σώμα, αλλά ως Θεός.

Ο Ιωάννης όμως επιχειρηματολογεί εξόχως και περί της προσκυνήσεως. Η εικών του Θεού, ο σαρκωθείς Λόγος, φωτίζει τη σάρκα. Γι αυτό άλλωστε και οι προσκυνούντες τον Ιησού, δεν προσκυνούν το σώμα, δεν προσκυνούν τη σάρκα, αλλά το θεοποιημένο σώμα, τη θεοποίησή της από τον ίδιο το Θεό. Έτσι δεν προσκυνώ την ύλη όταν προσκυνώ την εικόνα, αλλά προσκυνώ τον κτίστη της ύλης, ο οποίος έγινε υλικός για τη σωτηρία μας και οποίος ηργάσθη δια της ύλης, όντας υλικός για τη λύτρωσή μας. Γι αυτό αναφέρει πως δε θα παύσει να προσκυνεί αυτό μέσω του οποίου επετεύχθη η σωτηρία των ανθρώπων. Το σημείο αυτό της νίκης αποτελούν και οι εικόνες, διότι η φύση μας δοξάστηκε και προχώρησε στην αφθαρσία. Έτσι η σημαντικότητα για τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό έχει βάση χριστολογική, η απόδοση αποδίδεται στον πλαστουργό και ανακαινιστή της ύλης και όχι στην καθεαυτή ύλη και η άρνηση προσκυνήσεως στην εικόνα αποτελεί μια ουσιαστική απόρριψη της αγιαστικής μετάδοσης της χάριτος του Θεού, η οποία προ της ενανθρωπήσεως, ως ανθρώπινη και συνεπώς ως κτιστή φύση ήταν υπό κατάκριση. Τώρα πια όμως, όποιος αρνείται την προσκύνηση παραμένει αρνητής της ανανέωσης και της ανακεφαλαίωσης η οποία επήλθε δια μέσω Αυτού.

Επίδραση

Η επίδραση του Ιωάννη του Δαμασκηνού στην εκκλησία ήταν και παραμένει πολύπλευρη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το θεολογικό του έργο επεκτείνεται σε τρεις τομείς. Την υμνολογία, τη δογματική και την περί εικόνων απολογία, ενώ σημαντικό έργο παρήγαγε από άποψη ποιμαντικής θεολογίας (ονομάστηκε άλλωστε και χρυσορρόας) και στη συνάντηση του ελληνικού πνεύματος με το Χριστιανισμό. Η θεολογία του περί των εικόνων επηρέασε βαθύτατα την εκκλησία, με αποτέλεσμα να τεθεί ως βάση του όρου της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και στη συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος της εικονομαχίας. Σε ότι αφορά της λατρεία το όνομά του κοσμεί τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, ως συντάκτης πλήθους κανόνων, τροπαρίων, αλλά και ιδίως λόγω της διαμόρφωσης της βυζαντινής μουσικής και ιδιαιτέρως του οκτωήχου συστήματος αυτής. Δυστυχώς σήμερα είναι αδύνατο να συμπεράνουμε τα μελωδικά στοιχεία που προσέθεσε ή διαμόρφωσε ο ίδιος «αν και υποπετευόμεθα ότι θα ήσαν σημαντικά»[12]. Μάλιστα η συμβολή του στην εκκλησιαστική μουσική κρίνεται σημαντική διότι θεωρείται και ο διασώστης της εκκλησιαστικής μουσικής παραδόσεως, αφού συντήρησε και διέσωσε γραπτώς την εκκλησιαστική μουσική, η οποία για ορισμένο χρονικό διάστημα είχε υποχρεωτικώς διακοπή στους ναούς, μετά από εντολή των Ισαύρων.

Όμως ο Δαμασκηνός αναγνωρίζεται και ως κατεξοχήν δογματικός πατήρ της εκκλησίας. Τα δογματικά έργα του μάλιστα φαίνεται πως δεν έγιναν άμεσα γνωστά στην εκκλησιαστική παράδοση, αφού δε φαίνονται να μνημονεύονται μέχρι τον 9ο αιώνα, κάτι το οποίο οφείλεται πιθανώς στο ότι όπως ο ίδιος δήλωσε «ότι δε θα ειπή τίποτε ιδικόν του, αλλά θα μεταφέρει εις τα έργα του, παν ότι καλόν και ορθόν έχουν διδάξει οι παλαιοί πατέρες, οι δε μετέπειτα θεολόγοι παρετήρουν ότι πράγματι αυτός ανακεφαλαίωνε τα λεχθέντα παλαιοτέρων»[13]. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν υπήρξε ένα απλός αντιγραφέας ή συλλογέας, αλλά «αρμοστής και εναρμονιστής του δόγματος της διδασκαλίας των Πατέρων»[14]. Έτσι το έργο του Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, απέκτησε από ύστερους θεολόγους μεγάλη φήμη και η αξία του έργου αυτού του απέδωσε τα προσωνύμια του «στοιχειωτή του δόγματος»[15] και του «ακριβούς εικονίσματος των τριών ιεραρχών»[16]. Το δε έργο αυτό, κατέστη κανών και αποτέλεσε την πλέον συστηματική μέθοδο έκθεσης της δογματικής διδασκαλίας της εκκλησίας, ενώ έγινε ιδιαίτερα γνωστό κατά την εποχή των σταυροφοριών και στη Δύση, όπου χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Λατίνους θεολόγους.

Υποσημειώσεις

  1. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 312
  2. PG 94, 501-504
  3. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
  4. Θεωρείται αδύνατο ο Ιωάννης να επιδεικνύει κινητικότητα ωρίμου ανδρός σε ηλικία 90 ετών κατά το 730-734
  5. Θ. Δετοράκης, Ο Κοσμάς ο Μελωδός, Θεσσαλονίκη 1979
  6. Ιεροσολυμίτικος Βίος 8 εε
  7. Μansi, 13, 357
  8. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 403
  9. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 443
  10. ενθ.αν.
  11. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, σελίς 445
  12. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 334
  13. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
  14. Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Ε΄, σελίς 335
  15. Α. Δημητρακοπούλου, Εκκλησιαστική βιβλιοθήκη σελίς 70, Σχόλιο του Ευστρατίου Νικαίας
  16. Κωνσταντίνος Ακροπολίτης

Βιβλιογραφία

  • Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος E΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
  • Γεώργιος Φλορόφσκι, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 6ου, 7ου και 8ου αιώνα», Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007