Βασιλεία του Θεού
Βασιλεία ή Κυβέρνηση του Θεού, αποκαλούμε την «άκτιστο ενέργεια και δόξα δια της οποίας ο Θεός, βασιλεύει τον κόσμον και εις οποίαν μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας»[1]. Επίσης αποκαλείται και ως διοικητική οικονομία του Θεού, η οποία «επεκτείνεται και επί του κόσμου τούτου και ο άνθρωπος ως λογικό, αυτόβουλο και ελεύθερο ον δύναται να παρέμβει εν τη εκτυλίξει του ρου της ιστορίας. Παρά τη βούληση και την ενέργεια αυτή του ανθρώπου, η βουλή του Κυρίου επικρατεί, όπως υπό της Αγίας Γραφής μαρτυρείται»[2].
Ο Θεός ως δημιουργός του σύμπαντος κόσμου και της κτίσεως, είναι και ο κυβερνήτης της πλάσης, ο οποίος ως σκοπό δεν έχει μόνο τη συντήρηση του κόσμου αυτού, αλλά επιδιώκει και να οδηγήσει τα πλάσματά του στην τελείωση, και την κτίση στην πλήρωση του σχεδίου Του. Έτσι ο ίδιος με την πανσοφία Του καθοδηγεί την πλάση, μη αφήνοντάς την σε τυχαία πορεία, αλλά αντιθέτως ενεργώντας μέσω της Θείας θελήσεώς του. Η αποδοχή δε αυτής της πορείας του κόσμου υπό τη Θεία καθοδήγηση του Θεού, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τη δυνατότητα του αυτοβούλου, του αυτεξουσίου και της ελευθερίας του ανθρώπου, αλλά αντιθέτως αυτή είναι που γίνεται και μέσο της Θείας θελήσεως.
Ορισμός και ιστορική πορεία
Η έννοια της βασιλείας του Θεού είναι μία εκ των σημαντικότερων διδασκαλιών του ευαγγελίου και μια από τις πλέον συζητήσιμες θεολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ της θεολογίας της Δύσης και της Ανατολής. Σκοπός και πρόταση της διδασκαλίας αυτής κατά βάση είναι να καταδειχτεί πως ο κόσμος της πτώσης πλέον έπαυσε με την έλευση του Χριστού και πως επήλθε μία νέα ανακαινισμένη και μεταμορφωμένη κτίση, όπου σε αυτή πλέον υπάρχει η ελπίδα της απολυτρώσεως του ανθρώπου. Η λέξη βασιλεία, αλλά και οι αραμαϊκές memlakhah και malkuth, σύμφωνα με μελετητές θέλουν να τονίσουν την ενέργεια του βασιλεύειν, του κυβερνάν, του εξουσιάζειν, τελικά την επικράτηση του αγίου θελήματος, ίσως δε και την ιδεώδη κοινωνία στην οποία επικρατεί το θέλημά Του[3]. Σύμφωνα κυρίως με δυτικές αντιλήψεις, η βασιλεία ταυτίζεται μονομερώς άλλοτε με την εκκλησία και μόνο, άλλοτε δε με την επελθούσα και μόνο αποκατάσταση της δευτέρας παρουσίας. Σύμφωνα πάντως με τον ιερό Χρυσόστομο το "ελθέτω η βασιλεία σου" σημαίνει να μην προσηλώνεται ο άνθρωπος στα επίγεια, αλλά στην τριαδική θεότητα, κατά τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό σημαίνει να κυριαρχεί το θέλημα του Θεού πάνω στον άνθρωπο και όχι του διαβόλου, ενώ κατά τον Ωριγένη ταυτίζεται με τον ίδιο το Χριστό, δεχόμενος πως αυτή συντελείται στις ψυχές των ανθρώπων δια την εκριζώσεως της αμαρτίας[4].
Η βάση της διδασκαλίας αυτής, πρέπει να τονιστεί, ότι μέσα από τα Ευαγγέλια φαίνεται να είναι γνωστή υπό των Ισραηλιτών, προφανώς υπό της Παλαιάς Διαθήκης (Μαρκ. 1, 14/Λουκάς 17, 20 κ.α.). Η φράση βέβαια δεν ευρίσκεται αυτούσια στην Παλαιά Διαθήκη, παρόλα αυτά διδάσκεται εμμέσως (λ.χ. "Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού και η βασιλεία Αυτού πάντων δεσπόζει". Ψαλμοί ΚΓ΄, 7). Σύμφωνα λοιπόν με το πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης η βασιλεία του Θεού, αποτελεί την παρουσία του Θεού και την αποκάλυψη του σχεδίου Του, έχοντας ιστορικό χαρακτήρα καθώς αυτή συντελείται εν τόπο και χρόνω και δη στο λαό του Ισραήλ, ιδιαιτέρως δε ως πρώτη παρουσία στον Αβραάμ. Η βασιλεία αυτή για το λαό του Ισραήλ αποτελούσε μία διαρκή πραγματικότητα το δε εσχατολογικό όραμα μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία δεν υπήρχε στον τρόπο σκέψης και τη διδασκαλία τους, κάτι που όμως άλλαξε άρδην και όπως γίνεται έκδηλα φανερό, τόσο από τα μετέπειτα βιβλία της ΠΔ, αλλά και την Καινή Διαθήκη[5]. Είναι όμως επίσης έκδηλο πως οι ιδέες αυτές στο λαό του Ισραήλ κατά την εποχή του Χριστού είχαν έντονο ανατρεπτικό κατά της εξουσίας τόνο, καθώς οι προφητείες των μεγάλων ανδρών της ΠΔ εκλαμβάνονταν κατά γράμμα. Το μήνυμα μάλιστα του Χριστού υπήρξε για αυτούς έντονα ανατρεπτικό. Ο ίδιος μίλησε για πόλεμο στα πάθη και την αμαρτία, για το παράδειγμα της αγάπης και τελικά για τη μεταστροφή του ανθρώπου σύμφωνα με την οποία θα συντελεστεί θέλημα του πατρός Του. Έτσι κήρυξε μια αντιδιαμετρικά διαφορετική βασιλεία, μία πνευματική βασιλεία, με κέντρο τον εσωτερικό άνθρωπο και όχι την εξωτερική πυγμή, καθώς η βασιλεία που έφερε δεν ήταν "εκ του κόσμου τούτου" (Ιω. 18, 36).
Από μερικούς ερευνητές η βασιλεία του Θεού ταυτίστηκε με την Καινή κτίση της δευτέρας παρουσίας. Στην ιστορία της εκκλησίας και ήδη από τα πρώτα της βήματα εμφανίστηκαν αιρέσεις οι οποίες ταύτισαν το εσχατολογικό όραμα της βασιλείας του Θεού με μία επίγεια, κτιστή, υλική αναγέννηση κατά τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Πρώτος υπήρξε ο γνωστικός Κήρινθος, ο οποίος μπόλιασε με αρκετά χιλιαστικά ιουδαϊκά στοιχεία το χριστιανικό κήρυγμα, ενώ ακολούθησαν οι Εβιωναίοι, οι Ναζηραίοι, αλλά και στα νεώτερα χρόνια οι Σπουδαστές της Γραφής και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α.[6]. Πέραν αυτών όμως και επιφανείς εκκλησιαστικοί άνδρες υποστήριξαν το μοντέλο αυτό. Ανάμεσά τους ήταν ο Παπίας Ιεραπόλεως, Ο Ειρηναίος της Λυών, ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο Τερτυλλιανός και άλλοι ελάσσονες. Πολλοί πατέρες όμως τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση αντέκρουσαν -πολλές φορές- με σφοδρότητα το ζήτημα αυτό. Χαρακτηριστικός επ αυτού υπήρξε ο ιερός Αυγουστίνος, με αποτέλεσμα να περιπέσει η θεωρία αυτή σε ανυποληψία. Η τάση της εσχατολογικής προοπτικής επαναφέρθηκε όμως μετά τη διάσπαση των εκκλησιών της Δύσης, μεταξύ προτεσταντισμού και καθολικής εκκλησίας, απορρίπτοντας όμως κατά βάση το υλιστικό χιλιαστικό μοντέλο και προτάσσοντας τη βασιλεία του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων. Ειδικά σε ότι αφορά τον προτεσταντισμό, ενώ πρότεροι θεολόγοι με κορυφαίο τον Harnack αναφέρονται στην παρουσία της βασιλείας του Θεού ως μια παρούσα πραγματικότητα, οι νεώτεροι διαλεκτικοί με ηγέτη τον K. Barth συνάγουν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο λόγω της παντελούς αδυναμίας του ανθρώπου να σωθεί. Η βασιλεία του Θεού σε αυτούς γίνεται πραγματικότητα δια της πίστεως και μόνο.
Η βασιλεία του Θεού ως παρούσα πραγματικότητα και όχι ως κτιστή ή αποκλειστική μελλοντική πραγματικότητα
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ρωμανίδη «εις την Καινήν Διαθήκην η έλευσις της βασιλείας δεν ταυτίζεται με έλευσιν καταστάσεως αποκαταστάσεως, αλλά δηλοί την φανέρωσιν της αιωνίως υπαρχούσης δυνάμεως και χάριτος του Θεού και την υπό των ανθρώπων μέθεξιν της χάριτος ταύτης[7]. «Ούτως, η ομόφωνος ερμηνεία των Πατέρων της αρχαίας περιόδου και ολοκλήρου της ελληνόφωνης ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως ταυτίζει την βασιλείαν του Θεού με την άκτιστον δόξαν και χάριν Αυτού»[8] και γι αυτό το λόγο «ουδείς εκ των αρχαίων θεολόγων και συγγραφέων εταύτισε ποτέ την βασιλείαν του Θεού με κτίσμα ή με αυτήν ταύτην την αποκατάστασιν του λαού του Θεού υπό οιανδήποτε μορφήν. Αντιθέτως η εναλλαγή των όρων βασιλεία και δόξα φαίνεται σαφώς, τόσον μάλιστα, ώστε από μόνης της επιστημονικής, ιστορικής και φιλολογικής επόψεως επιβάλλεται εις τους διαφωνούντας να αποδείξουν αυτοί το αντίθετον»[9]. Τελικά «η ομόφωνος ερμηνεία των Πατέρων της αρχαίας περιόδου και ολοκλήρου της ελληνόφωνης ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως ταυτίζει την βασιλείαν του Θεού με την άκτιστον δόξαν και χάριν Αυτού. Ούτως η προφητεία του Χριστού «αμήν λέγω υμίν, ότι εισίν τινές των ώδε εστηκότων οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθείαν εν δυνάμει» καθ' όλους τους Πατέρας της Εκκλησίας εξεπληρώθη εις την αμέσως και εις τους τρεις σήμερον συνοπτικούς λεγομένους Ευαγγελιστάς επακολουθήσασαν Μεταμόρφωσιν του Χριστού, ότε οι τρεις πρόκριτοι των αποστόλων, ο Πέτρος ο Κηφάς και οι υιοί βροντής Ιωάννης και Ιάκωβος μετά Μωϋσέως και Ηλία είδον την φυσικήν δόξαν και θεότητα του Χριστού».[10]
Μέσα άλλωστε από τα συγράμματα των πατέρων διακρίνονται «ο Θεόφιλος Αντιοχείας ο οποίος σαφώς αναφέρει περί του Κυρίου ότι «βασιλείαν εάν είπω, δόξαν αυτού λέγω».Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης παραθέτει το χωρίον Ιωάννου 2, 11 αντικαθιστών εκ παραδρομής τον όρον «δόξαν Αυτού» με τον όρον «βασιλείαν των Ουρανών» ούτως, «αρχή των σημείων ήν εποίησεν ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την βασιλείαν των Ουρανών». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς παραθέτει το χωρίον Μάρκου 9,1 αντικαθιστών το «τήν βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» με «τόν Υιόν του ανθρώπου εν δόξη» ούτως, «εισί τινες των ώδε εστηκότων, οι ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του ανθρώπου εν δόξη». Αυτό διότι είδαν οι απόστολοι τον Χριστό εν τη βασιλεία Αυτού εις την Μεταμόρφωσιν. Ο Λουκάς παραλείπει το «εληλυθυίαν εν δυνάμει» του Μάρκου ως κάμει και ο Ματθαίος, όστις παραθέτει «έως αν ίδωσιν τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού». Ο Ωριγένης επίσης βλέπει το Ματθαίον 16, 28, Μαρκον 9, 1, Λουκάν 9, 27 εκπληρωθέν εν τη Μεταμορφώσει του Κυρίου. Το ίδιον ο άγιος Ιλάριος Πηκτάβων και ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, όστις γράφει, «οι απόστολοι αληθώς είδον την δόξαν αυτήν, ότε ο Κύριος Ιησούς επί του όρους έλλαμψε με το φως της θεότητος Αυτού». Ταύτα υπενθυμίζουν τα υπό του Γρηγορίου του Θεολόγου λεχθέντα, «φώς η παραδεχθείσα θεότης επί του όρους τοις μαθηταίς» ως και του Χρυσοστόμου, «λαμπρότερος εαυτού εφαίνετο ο Κύριος, της θεότητος παραδειξάσης τας ακτίνας αυτής»[11].
Οι Δυτικοί, επηρεασμένοι από τον ιερό Αυγουστίνο θεολογούν «καταβίβασι της βασιλείας του Θεού εις κτίσμα και η ταύτισις αυτής μετά της εκκλησίας ή του λαού του Θεού»[12]. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει πως η βασιλεία του Θεού ιδρύεται εν χρόνω, κάτι που η ορθόδοξος εκκλησία απορρίπτει, για τους Αγιογραφικούς και Πατερικούς λόγους, που ανωτέρω καταδείχθηκαν. Μάλιστα οι απόψεις αυτών καταλήγουν «ή σε μια πνευματικώς πραγματοποιημένη παρούσα πραγματικότης ή μία μελλοντική ελπίς επικρατήσεως της βασιλείας», ενώ «επίσης δύναται να έχη κοσμολογικόν, ή πολιτικόν, ή στρατιωτικόν, ή καθαρώς πνευματικοϋπερβατικόν χαρακτήρα»[13]. Τέλος πλείστοι των δυτικών θεολόγων «δε λαμβάνουν υπ' όψιν την υπό της Ιεράς Παραδόσεως συσχέτισιν των χωρίων Ματθ. 16, 28, Μαρκ. 9, 1, Λουκ. 9, 27 με την Μεταμόρφωσιν, ούτω κατά φυσικόν τρόπον ασχοληθέντες τινές με την Μεταμόρφωσιν δεν σχετίζουν δι' όλου την Μεταμόρφωσιν με την έλευσιν της πανταχού παρούσης ακτίστου βασιλείας του Θεού και Λόγου Χριστού»[14].
Υποσημειώσεις
- ↑ Ι.Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία...», Τόμος Α΄, Έκδοση 4η, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσαλονίκη, σελίς 34
- ↑ Π.Ν.Τρεμπέλα, «Δογματική», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Σωτήρ, σελίς 390
- ↑ ΘΗΕ, τ. 3, σελ. 660
- ↑ ο.π.
- ↑ ο.π., σελ. 662
- ↑ ΘΗΕ, τ. 3, σελ. 670
- ↑ Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Α΄, σελίς 184
- ↑ ενθ.αν. 184
- ↑ ενθ.αν. 187
- ↑ ενθ.αν. 184
- ↑ ενθ. αν. 188
- ↑ ενθ.αν. 183
- ↑ ενθ. αν. 183
- ↑ ενθ. αν. 190