Σύμβολο της Πίστεως

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σύμβολο ή Κανών ή Nόμος της πίστεως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται «πάσα ομολογία της δογματικής πίστεως, αυθεντικώς διατυπωθείσαν υπό της οικείας Εκκλησίας»[1]. Το σύμβολον εν αρχή αποτελούσε γνώρισμα, εκ του οποίου διακρίνονταν «οι ανήκοντες εις την χριστιανικήν θρησκείαν από των μη ανηκόντων εις αυτήν»[2], γι'αυτό και αποκαλείται και Κανόνας ο οποίος περιέχει τη συνεπτυγμένη ομολογία της πίστεως[3].

Ο όρος σύμβολο είναι μη βιβλικός, ενώ φαίνεται πως πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Κυπριανό επίσκοπο Καρχηδόνος, κατά τον 3ο αιώνα, σε μια προσπάθεια να αποδώσει με σαφή ορολογία, την ομολογία πίστεως που απέδιδαν οι χριστιανοί, πριν το βάπτισμα, ώστε να διαχωρίζονται από τους πιστούς άλλων ομολογιών[4]. Τον 4ο αιώνα ο Ρουφίνος, ονόμασε σύμβολο, το λεγόμενο Σύμβολο των Αποστόλων (Commentarius in symbolum Apostolorum), με αποτέλεσμα έκτοτε να καθιερωθεί ο όρος αυτός και για τα σύμβολα των πρώτων δύο οικουμενικών συνόδων. Κατά τη αρχαία εποχή η έννοια σύμβολο ουσιαστικά αναφερόταν σε "ένα αναγνωριστικό σημείο που φανερώνει μία κρυμμένη πραγματικότητα"[5].

Ο στόχος θέσπισης των συμβόλων, ήταν η απόκρουση του «αμυθήτου πλήθους, αποκρύφων και νόθων γραφών»[6], από τη «συστηματική παρερμηνεία των γνήσιων αποστολικών έργων»[7], σε μία «συνεπτυγμένη μορφή». Ως Κανόνας, ταυτίστηκε πάντοτε με δογματικό περιεχόμενο, αφού κατά βάση αντιπαρέθετε τις θεμελιώδεις αλήθειες της αποστολικής παραδόσεως εναντίον των πεπλανημένων δοξασιών και γι αυτό οι μη ομολογούντες πίστη στο εκάστοτε σύμβολο, θεωρούνταν αιρετικοί. Πρέπει να τονιστεί όμως, πως το περιεχόμενο των βαπτιστηρίων συμβόλων, δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα σε κάθε περιοχή, αφού βάση τους ήταν η αντιμετώπιση των εκάστοτε τοπικών αναφυέντων αιρέσεων.

Τα σύμβολα της πίστεως σήμερα κρίνεται πως αποτέλεσαν σημαντικό συνδετικό κρίκο της ενότητας της εκκλησίας, αφού κατόρθωσαν, να επιδείξουν με ευσύνοπτο τρόπο την αληθή ορθόδοξο πίστη, τόσο του Κανόνος της αληθείας (regula veritatis), που ήταν οι Γραφές, όσο και της προφορικής αυθεντικής αποστολικής παραδόσεως (traditio apostolica), η οποία κατεγράφη σε αυτά. Η δυσκoλία μάλιστα απόκτησης των Γραφών στην αρχαία εκκλησία, λόγω συντήρησης και κόστους, έδινε τη δυνατότητα σε διάφορες ομολογίες να παραθέτουν νοθευμένα κείμενα και διδασκαλίες, κάτι που αντιμετώπισε επιτυχώς η θέσπιση των συμβόλων αυτών και ιδίως των Συμβόλων της Πίστεως των Οικουμενικών Συνόδων, τα αποία απετέλεσαν τον οικουμενικά αποδεκτό κανόνα πίστεως της αυθεντικά βιούμενης αποστολικής παραδόσεως.

Δείτε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. Ιω.Καρμίρης «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελίς 34
  2. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 182
  3. ενθ.αν.
  4. Epistola Magnum. MPL 3, 1113 εξ. 1191
  5. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελίδα38
  6. Ειρηναίου, κατά Αιρέσεων, Ι, 20, 1
  7. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Α΄, σελίς 180

Βιβλιογραφία

  • Ιω.Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Α΄, Αθήνα 1960.
  • Βλ. Φειδάς, «Εκκλησιαστική Ιστορία», Τόμος Α΄, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα 2002.