Καισαροπαπισμός

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Καισαροπαπισμός ονομάζεται το σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία οφείλει να είναι υποταγμένη στην απόλυτη εξουσία του καίσαρα, δηλαδή του κράτους[1]. Αν και το σύστημα αυτό χαρακτήριζε κυρίως τα ειδωλολατρικά κράτη (όπως π.χ. οι μεγάλες θεοκρατικές μοναρχίες της Ανατολής, Αίγυπτος κλπ.)[2], εν τούτοις η βαθύτερη εξέτασή του είναι αναγκαία και στην περίπτωση του Χριστιανισμού.

Ως γνωστόν, ο χριστιανισμός γεννήθηκε και διαδόθηκε ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία και μάλιστα βρέθηκε αντιμέτωπος με το πνεύμα της Ρωμαϊ­κής αυτοκρατορίας και υπέστη διωγμούς. Ωστόσο, μετά την αναγνώριση της Χριστιανικής θρησκείας πολιτειακά από τον Μέγα Κωνσταντίνο, αρχίζουν οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας "να παρουσιάζουν μια ιδιομορφία που η εξέλιξη της απομάκρυνε, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την όλη υπόθεση από τις βασικές αρχές, που ήταν αρχικά και παρέμεναν στη συνέχεια, τουλάχιστο θεωρητικά, αποδεκτές στην Ανατολή"[3].

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όμως, δύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με συνολικούς όρους, είτε ως Θεοκρατική, είτε ως Καισαροπαπική, εκτός βέβαια από περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, που μάλιστα, έχουν καταμηνυθεί ως τέτοιες. Κατά κανόνα, οι επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν προσπαθούσαν να ασκήσουν εξουσία στα εγκόσμια και οι αυτοκράτορες δεν νομοθετούσαν πάνω σε θρησκευτικά θέματα χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τις αποφάσεις των ποιμένων της Εκκλησίας και τις εντολές του εκκλησιαστικού δικαίου[4].

Επί του ζητήματος αυτού πάντως, διάφοροι ξένοι μελετητές αλλά και ο Έλληνας εκκλησιαστικός Ιστορικός Β. Στεφανίδης, υιοθέτησαν την άποψη ότι επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Βυζάντιο επικρατούσε πλήρης Καισαροπαπισμός και ο ρόλος του Ρωμαίου (Βυζαντινού) αυτοκράτορα ήταν πάντα αρκετά αυξημένος[5], παίζοντας σημαντικό ρόλο ακόμη και στην έκβαση του αγώνα των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών[6]. Στον αντίποδα της άποψης αυτής, "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλοεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων"[7].

Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, επειδή ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η "εκκλησιοποίηση", δηλαδή εν-Χρίστωση, όλου του κόσμου, συνεπώς και της Πολιτείας, καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από μέρους των αυτοκρατόρων[8]. Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ναι μεν "η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλ' αυτοί μόνο "προς ευκοσμίαν εξήρχον" της συνόδου, δηλαδή απλώς μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο έχων τα πρεσβεία τιμής πατριάρχης. Κανονικώς δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκει στον πρώτο τη τάξει αρχιερέα, ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη"[9] ενώ και οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων...οίτινες μόνοι απεφαίνοντο εν Αγίω Πνεύματι[10].

Αρκετοί είναι επίσης οι ερευνητές που δε συμμερίζονται τις απόψεις του Β. Στεφανίδη. Ειδικά για την Α' Οικουμ. Σύνοδο, βασικό επιχείρημα του Β. Στεφανίδη, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Φειδά, είναι η περιγραφή του Ευσεβίου και άλλες θέσεις τις οποίες χαρακτηρίζει "εσφαλμένες, γιατί παρανοούν ή και παρερμηνεύουν τις χρησιμοποιούμενες πηγές με υποκειμενικές ταυτίσεις ή και γενικεύσεις..."[11]. Ο καθηγητής Φειδάς θεωρεί πως ο Μ. Κωνσταντίνος "είχε πράγματι πλήρη συνείδηση...ότι η τελική απόφαση ήταν όχι δική του, κατά το υπόδειγμα της διαδικασίας του αυτοκρατορικού εκκλήτου, αλλά της συνόδου των επισκόπων, οι οποίοι θα αποφάσιζαν κατά πλειοψηφία ή και με ομοφωνία των μελών της, όπως και ο ίδιος ομολογεί."[12]. Εκτός των άλλων, ο αυτοκράτορας "είχε τη συνείδηση ότι απλώς ήταν "συμπαρών" ή ότι "παρήν" στις εργασίες της συνόδου" διαφορετικά, η σύνοδος "αντί της απλής δηλώσεως της "παρουσίας" του αυτοκράτορα ("επί παρουσία"), θα έπρεπε να χρησιμοποίηση δηλωτικούς του ρόλου του χαρακτηρισμούς ("προκαθημένου", "προεξάρχοντος", "εξάρχοντος" κ.λπ.)"[13]. Συνεπώς "τα εγκώμια...του Ευσεβίου στον αυτοκράτορα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των δικαιωμάτων του βασιλιά στην Εκκλησία....Από την προσεκτική μελέτη...όλων των πηγών, και όχι μόνο των στοιχείων που παραθέτει ο Ευσέβιος, καταφαίνεται, ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα ήταν κατά βάσιν προστατευτικός"[14].

Αλλά και γενικότερα, η άποψη που εξέφρασε "ο Βασίλειος Στεφανίδης δεχόμενος κατ' αρχήν, ότι επεκράτει εν Βυζαντίω ο καισαροπαπισμός..."[15] και απόψεις που αναφέρονται σε αλλοιώσεις του πολιτεύματος "της αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας"[16] παραβλέπουν ότι "θεμελιώδες και αποφασιστικόν στοιχείον εις την ζωήν της Εκκλησίας είναι αι Σύνοδοι και αι αποφάσεις αυτών" εφόσον βέβαια, "αυταί εγένοντο δεκταί υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας...διότι ούτε η σύγκλησις μιας Συνόδου ως Οικουμενικής υπό του αυτοκράτορος...ούτε η τυχόν κύρωσις δια διατάγματος εξησφάλιζε την Οικουμενικότητα μιας Συνόδου (παράδειγμα η εν Εφέσω Σύνοδος του 449 ήτις ωνομάσθη ληστρική)"[17].

Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα περί Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, θα έπρεπε να επανεξεταστεί με τη βοήθεια μιας νέας προσέγγισης και οργάνωσης των πηγών ώστε να καθοριστεί σαφέστερα ο βαθμός και το είδος ελέγχου που ασκούσε πραγματικά ο αυτοκράτορας[18], αφού, πρώτον, "δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο"[19] και δεύτερον, "πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[20]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της εικονομαχικής έριδας η οποία "κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια" αλλά και "η απελπισμένη προσπάθεια βυζαντινών αυτοκρατόρων να επιτύχουν ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας"[21], γεγονός το οποίο αποτελεί ένα από τα "πειστικότερα επιχειρήματα κατά του βυζαντινού καισαροπαπισμού" καθώς, ο αυτοκράτορας αν και μπόρεσε "να καθαιρέσει τρεις διαφορετικούς πατριάρχες [...] δεν μπόρεσε να ελέγξει ή να προσβάλει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας και την ορθόδοξη πίστη της"[22]. Και οι περιπτώσεις αυτοκρατορικής αποτυχίας δεν είναι μόνο αυτές:

  • Απέτυχε ο Μ. Κωνσταντίνος όταν "επέβαλε τον αρειανισμό"[23] αλλά και ο "Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού" και "εφάρμοσε με ιδιαίτερη σκληρότητα την πολιτική του Κωνσταντίου εναντίον των οπαδών της Α' Οικουμενικής συνόδου"[24].
  • Απέτυχε η "απόπειρα του Θεοδόσιου να επιβάλει την παρουσία του αυτοκράτορα στο ιερό του ναού". Η προσπάθεια αυτή "αποκρούστηκε αρχικώς από τον Αμβρόσιο στη Δύση, ενώ στη συνέχεια καταργήθηκε και στην Κωνταντινούπολη, όπως βεβαιώνει ο Κωνσταντίνος Ζ' και η 'Επαναγωγή' (ή Συναγωγή) του Φωτίου"[25].
  • Απέτυχε ο σφετεριστής Βασιλίσκος να επιβάλει "τον Μονοφυσιτισμό"[26], όπως και όταν "καταδίκασε τη Δ' Σύνοδο και τον Τόμο του Λέοντα Α' της Ρώμης, προσπαθώντας έτσι να ευνοήσει τους Μονοφυσίτες"[27].
  • Το ίδιο συνέβη όταν ο αυτοκράτορας "Ζήνων...απέφευγε να συναριθμήση τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους"[28] και τελικά "παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον"[29] η οποία πλέον δεν μνημονευόταν "ως υποχρεωτική"[30].
  • Απέτυχε και ο Ιουστινιανός όταν "δια τεσσάρων διαταγμάτων ώρισε την πίστιν των υπηκόων του, εφαρμόσας ενωτικήν πολιτικήν, εν τη προσπαθεία να ικανοποίηση αμφοτέρας τας πλευράς και τέλος επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν δια του Αφθαρτοδοκητισμού"[31] με διάταγμα του 564 μ.Χ.[32] και "όσοι αρνήθηκαν να το επικυρώσουν, όπως ο Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, εκθρονίσθηκαν"[33].
  • Απέτυχε και ο Ηράκλειος όταν "επέβαλε τον Μονοθελητισμόν"[34] με την "Έκθεση" του, δηλ. διάταγμα που εξέδωσε το 638 μ.Χ.[35].
  • Επίσης απέτυχαν ο "Λέων Γ', ο Κωνσταντίνος ο Ε' και άλλοι" όταν επέβαλαν "την εικονομαχίαν"[36] (η οποία μάλιστα εκφυλίσθηκε όταν έμεινε "χωρίς την αυτοκρατορική υποστήριξη"[37]).
  • Δεν έγινε αποδεκτή η "προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να σεβασθή ως μάρτυρας όλους τους στρατιώτας που έπεσαν κατά την διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους" αφού "βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχας και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου [...] αναγκάσθηκε να εγκατάλειψη το σχέδιο του"[38].
  • Απέτυχε η αυτοκρατορική πολιτική "εν τω ζητήματι του σχίσματος και εν ταις αποπείραις προς ένωσιν"[39] όπως στην περίπτωση του Μιχαήλ του Η', που "στη σύνοδο του 1277...αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα σχέδια του...για την ένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία"[40].

Φαίνεται τελικά ότι η "πεποίθηση, σ' ό,τι αφορά το Βυζάντιο ότι η Εκκλησία είναι υποταγμένη στο Κράτος, πράγμα που εκφράζεται με τον Καισαροπαπισμό" δεν φαίνεται ικανή "να περιγράψει μια πραγματικότητα που έχει περισσότερες αποχρώσεις και είναι πολύ πιο περίπλοκη...ο αυτοκράτορας, ως χριστιανός, εξαρτάται από τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης, ως πολίτης του Κράτους, εξαρτάται από τον αυτοκράτορα. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει τον απόλυτο χωρισμό, τη σαφή διάκριση, ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και το ιερατείο, πράγμα που συνέβη στο Βυζάντιο. Έτσι ή πλατειά διαδομένη θεωρία, που παρουσιάζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως ιερέα δεν αντέχει καθόλου όταν εξετάζουμε τις πηγές."[41]. Άλλωστε "ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών...δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της Ιερωσύνης"[42]. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει το Βυζάντιο για Καισαροπαπισμό, με την έννοια της υποταγής της Εκκλησίας στην Πολιτεία[43]. Εκκλησία και Πολιτεία σχημάτιζαν ένα οργανικό σύνολο, όμως μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό υπήρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεία, "η ιερωσύνη (sacerdotium) και η αυτοκρατορική εξουσία (imperium) [...] και κανένα στοιχείο δεν εξασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω στό άλλο"[44].

Όπως διαπιστώνει ο δογματολόγος Νικ. Ματσούκας:

"Η αυτοκρατορική εξουσία και η εκκλησιαστική διακονία, δηλαδή η βασιλεία και η ιερωσύνη, στο Βυζάντιο συνεργάστηκαν και άλλοτε συγκρούστηκαν απηνώς. Η συνεργασία και η σύγκρουση καθεαυτές πείθουν ότι οι δυό εξουσίες είχαν κατά το μάλλον και ήττον ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Μονάχα αυτοδιοικούμενες και ανεξάρτητες κοινότητες μπορούν να συνεργαστούν και να συγκρουστούν. Υποταγμένη εξουσία, λόγου χάρη, δεν μπορεί να συγκρουστεί προς το αφεντικό της. Μικροσκοπικά αν εξετάσουμε τη βυζαντινή ιστορία, εντοπίζουμε καισαροπαπισμό· Όμως μακροσκοπικά αν θεωρήσουμε τα πράγματα, διαπιστώνουμε ότι σε άκρως ζωτικά θέματα, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και καθαρώς αυτοκρατορικά, η αυτοκρατορική εξουσία δεν κατάφερε να υπαγορεύσει τα σχέδια της στην Εκκλησία: 1) οι αυτοκράτορες δεν πέτυχαν να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν μπόρεσαν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, υστέρα από αιμάτινους αγώνες, έχασαν οριστικά το παιχνίδι, και 4) η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν έγινε ποτέ, μολονότι με νύχια και δόντια επιχειρήθηκε αυτό το σχέδιο. Ερώτημα αμείλικτο: που είναι ο καισαροπαπισμός;"[45].

Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, "ένεκα της μη τελικής επικρατήσεως της καισαροπαπικής πολιτικής" και "των εκάστοτε τεθέντων υπ' αυτής σκοπών, δεν απέθεσεν ο καισαροπαπισμός την σφραγίδα του επί του ιστορικού βίου της Εκκλησίας"[46]. Ασφαλώς, η μικροσκοπική "εξέταση των ιστορικών γεγονότων δείχνει πως καισαροπαπικές επιβολές έγιναν πάμπολλες, σε περιπτώσεις κυρίως διοικητικές και σε εκλογές εκκλησιαστικών ηγετών"[47]. Εξετάζοντας όμως με μια "μακροσκοπική θεώρηση" τη σύγκρουση αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας[48], ο "καισαροπαπισμός δεν κατόρθωσε τίποτα ουσιαστικό σε σοβαρά ζητήματα της Αυτοκρατορίας"[49], ιδιαίτερα σε εκείνα τα οποία η Εκκλησία θεωρούσε ως ζωτικής σημασίας[50], με αποτέλεσμα, η αυτοκρατορική εξουσία να μην κατορθώσει ποτέ "να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια"[51].

Κατά συνέπεια, ο όρος Καισαροπαπισμός "έχει απορριφθεί από τους περισσότερους μελετητές ως παραπλανητική και ανακριβής ερμηνεία της Βυζαντινής πολιτικής πραγματικότητας"[52]. Μάλιστα, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (7ος αι.), στον αγώνα του εναντίον των διαταγμάτων του Ηρακλείου και του Κώνσταντος Β΄, διατύπωσε σαφείς απόψεις που "δείχνουν το ισχύον βυζαντινό πρότυπο"[53]:

"Και ουδείς των βασιλέων ηδυνήθη μέσαις φωναίς πείσαι τους θεηγόρους πατέρας συμβιβασθήναι τοις επί αυτών αιρετίζουσιν αλλά ταις τραναίς και κυρίαις και καταλλήλοις τω ζητουμένω δόγματι εκέχρηντο, λέγοντες προφανώς ότι ιερέων εστί το ζητείν και ορίζεσθαι περί των σωτηρίων δογμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Και είπας· τι ουν; ουκ έστι πας βασιλεύς χριστιανός και ιερεύς; Και είπον ουκ έστιν ουδέ γαρ παρίσταται θυσιαστηρίω"[54].

Σε αιρετικούς αυτοκράτορες δεν υπήρξε υπακοή[55]. Σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα όπως ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας (+373), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ο Μάξιμος ο Ομολογητής (+662), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+750), ο Θεόδωρος ο Στουδίτης (+826), αντιστάθηκαν στην αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, η μνήμη πολλών αυτοκρατόρων, ειδικά του Κωνσταντίου του Α΄ (337-361), του Λέοντος του Γ΄ (717-741), του Κωνσταντίνου του Ε΄ (του Κοπρωνύμου) (741-775) και του Μιχαήλ του Η΄ (1250-1282), αναθεματίστηκαν επίσημα, επειδή υποστήριξαν ετερόδοξες διδασκαλίες[56].

Υποσημειώσεις

  1. "Kαισαροπαπισμος", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.
  2. "καισαροπαπισμός", e-δομή (ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ), εκδόσεις Δομή Α.Ε., Αθήνα 2003-2004 [DVD-ROM].
  3. Ζαχαρόπουλος Νίκος, Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, τόμ. Α'-Εισαγωγή, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 65.
  4. Πλακίδας Deseille, "Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εν μέσω των Εθνών" στο Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία, τόμ. Β', έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 185-186.
  5. βλ. Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 2007 (c1919), σελ. 25: "H Ανατολική Εκκλησία μεταβαλλόταν σε κρατική Εκκλησία υποταγμένη στη θέληση του μονάρχη".
  6. (Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-152, 175, 177, 181
  7. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  8. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 24
  9. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, Κανονικόν Δίκαιον, έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 182
  10. ΘΗΕ, στο ίδιο, στ. 689
  11. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία..., στο ίδιο, σελ. 428
  12. στο ίδιο, σελ. 430
  13. στο ίδιο, σελ. 431
  14. Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Β', Αθήνα 2004, σελ. 67.
  15. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 1.
  16. ό.π., στ. 2.
  17. ό.π..
  18. Deno J. Geanakoplos (Professor of History, University of Illinois), Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism, Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec., 1965), σελ. 381.
  19. "caesaropapism", Britannica, ό.π..
  20. Στο ίδιο.
  21. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ι. Κατα Μανιχαίων Διάλογος. ΙΙ. Προς τους Διαβάλλοντας...», (απόδοση-σχόλιο Νίκος Ματσούκας), σελίς 20.
  22. Meyendorff John, Παπαδάκης Αριστείδης, Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού. Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ. 341.
  23. Κονιδάρης Ι. Γερ., "Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας", λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, τόμ. 04, 1964, στ. 4.
  24. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 341.
  25. Καραμπελιάς Γιώργος, 1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 55.
  26. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, ό.π..
  27. Σαββίδης Αλέξης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983, σελ. 117.
  28. Φειδάς, στο ίδιο, σελ. 664.
  29. ΘΗΕ, ό.π..
  30. Ματσούκας Α. Νίκος, Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ', Ε', ΣΤ' αιώνα, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 118.
  31. ΘΗΕ, στο ίδιο. βλ. και
  32. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον, 6η έκδ. (ανατύπωση της β' έκδοσης του 1959), Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 779Β.
  33. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ', Βυζαντινός ελληνισμός - πρωτοβυζαντινοί χρόνοι 324-642 μ.Χ., Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 418Β.
  34. ΘΗΕ, ό.π..
  35. Καρμίρης Ιωάννης,'Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 202.
  36. ΘΗΕ, στο ίδιο.
  37. Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 788.
  38. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α', Μπεργαδής, Αθήνα 1954, σελ. 418.
  39. ΘΗΕ, ό.π..
  40. Κουτσούρης Γ. Δημήτριος, Η Λειτουργία του Συνοδικού Συστήματος κατά την περίοδο των Ησυχαστικών Ερίδων, Αθήνα 1995.
  41. Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, 'Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 149-150.
  42. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Οι Βυζαντινοί Πατέρες του Έκτου, Έβδομου και Όγδοου αιώνα (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 333.
  43. Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 73.
  44. Ware Κάλλιστος, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ό.π.
  45. Ματσούκας Α. Νίκος, 'Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Γ' (Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία-Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 297-298.
  46. λήμμ.: "Βυζάντιον", ΘΗΕ, στ. 5.
  47. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία', τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 457.
  48. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
  49. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 457.
  50. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 458.
  51. Deno J. Geanakoplos, ό.π., σελ. 397: "Αs we have shown, the em­peror was never able successfully to penetrate into the church's inner core, the more spiritual form relating to dogma and the sacraments".
  52. Στο πρωτότυπο: "The term has been rejected by most scholars as a misleading and inaccurate interpretation of Byz. political reality." (Aristeides Papadakis-Alexander Kazhdan, "Caesaropapism", The Oxford Dictionary of Byzantium, Ed. Alexander P. Kazhdan, Oxford University Press, 1991).
  53. Ματσούκας, Δογματική..., Β΄, σελ. 456.
  54. Μαξίμου Ομολογητού, Εξήγησις της κινήσεως, PG 90,117ΑΒ.
  55. Μέγιεντορφ Ιωάννης, Η Βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Μόσχος Δημήτρης), Αρμός, Αθήνα 1990, σελ. 19.
  56. Μέγιεντορφ, Η Βυζαντινή κληρονομιά..., ό.π.

Βιβλιογραφία

Η αναφερόμενη στις υποσημειώσεις βιβλιογραφία.

Δείτε επίσης