Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ποιμήν του Ερμά"
μ |
μ (→Ο συγγραφέας) |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
Το κείμενο δεν αναφέρεται σε χωρία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]], κάτι που οδήγησε μερικούς στη σκέψη πως αποτελεί απλώς επεξεργασία κάποιου ιουδαϊκού κειμένου<ref>Spitta, Schlager</ref>. Κάτι τέτοιο όμως αντιστοίχως αποκλείεται, διότι ούτε σημεία της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] παρατίθενται, ούτε γνώση [[Πρωτοκανονικά|πρωτοκανονικών βιβλίων]] διαφαίνονται<ref>Π. Χρήστου, «''Ελληνική Πατρολογία''», τόμος Β΄, σελίς 387</ref>. Για το Χριστό, χρησιμοποιούνται οι όροι ''Σωτήρ, Υιός του Θεού και Κύριος'', ενώ απουσιάζουν όροι όπως ''Λόγος'' και ''Ιησούς Χριστός''. «''Συνδέει έντονα την αγγελολογία με την πνευματολογία, την ώρα που η αρετολογία αποτελεί βάση του οικοδομήματος τού έργου''»<ref>Στ. Παπαδόπουλος, «''Πατρολογία''», Τόμος Α΄, σελίς 191</ref>. Επίσης πρέπει να αναφερθεί πως παρατίθενται σημεία της ''Προς Κορινθίους'', του [[Κλήμης Ρώμης|Κλήμεντα Ρώμης]]<ref>Ποιμήν 1, 3, 4 - Α΄ Κλήμεντος 33</ref>. Ο Ερμάς γενικώς δε χειρίζεται υψηλή κοινή γλώσσα και δεν αποφεύγει τους λατινισμούς στο κείμενο αυτό, το οποίο συνεγράφη στα Ελληνικά. | Το κείμενο δεν αναφέρεται σε χωρία της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]], κάτι που οδήγησε μερικούς στη σκέψη πως αποτελεί απλώς επεξεργασία κάποιου ιουδαϊκού κειμένου<ref>Spitta, Schlager</ref>. Κάτι τέτοιο όμως αντιστοίχως αποκλείεται, διότι ούτε σημεία της [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιάς Διαθήκης]] παρατίθενται, ούτε γνώση [[Πρωτοκανονικά|πρωτοκανονικών βιβλίων]] διαφαίνονται<ref>Π. Χρήστου, «''Ελληνική Πατρολογία''», τόμος Β΄, σελίς 387</ref>. Για το Χριστό, χρησιμοποιούνται οι όροι ''Σωτήρ, Υιός του Θεού και Κύριος'', ενώ απουσιάζουν όροι όπως ''Λόγος'' και ''Ιησούς Χριστός''. «''Συνδέει έντονα την αγγελολογία με την πνευματολογία, την ώρα που η αρετολογία αποτελεί βάση του οικοδομήματος τού έργου''»<ref>Στ. Παπαδόπουλος, «''Πατρολογία''», Τόμος Α΄, σελίς 191</ref>. Επίσης πρέπει να αναφερθεί πως παρατίθενται σημεία της ''Προς Κορινθίους'', του [[Κλήμης Ρώμης|Κλήμεντα Ρώμης]]<ref>Ποιμήν 1, 3, 4 - Α΄ Κλήμεντος 33</ref>. Ο Ερμάς γενικώς δε χειρίζεται υψηλή κοινή γλώσσα και δεν αποφεύγει τους λατινισμούς στο κείμενο αυτό, το οποίο συνεγράφη στα Ελληνικά. | ||
− | Σε ότι αφορά το πρόσωπο της συγγραφής, είναι βέβαιο ότι πρόκειται περί του ιδίου, αφού τόσο ο ''Kανόνας του Muratori'' το θεωρεί βέβαιο προχωρώντας και ένα βήμα περισσότερο, αναφέροντας πως ήταν αδελφός του ''Πάπα Πίου'' (142-155), αν κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί<ref>Στ. Παπαδόπουλος, «''Πατρολογία''», Τόμος Α΄, σελίς 189</ref>, όσο και η ''Αιθιοπική'' μετάφραση του κώδικα του κειμένου, τον αναφέρει σαφώς ως τον συγγραφέα του. Πέραν τούτου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχονται, αν και διατυπώνονται αντιρρήσεις, θεωρείται πως απηχούν στην ιστορική αλήθεια. Έτσι ο Ερμάς φαίνεται πως ήταν δούλος πλούσιας γυναίκας την οποία αγαπούσε πολύ και η οποία τον άφησε τελικώς ελεύθερο. Επιδόθηκε στο εμπόριο και πλούτισε, αλλά εν συνεχεία έχασε τα πλούτη αυτά, λόγω της κακολογίας της γυναικός του και της κακής ζωής των παιδιών του. Ο ίδιος όμως παρέμενε πάντα αισιόδοξος και χαμογελαστός και αξιώθηκε να δει τη μετάνοια της οικογένειας του. Εικάζεται πως κατήγετο από την Αρκαδία, λόγω των εικόνων της ενάτης παραβολής, ενώ ο [[Ωριγένης]]<ref>Ωριγένους, ''Υπόμνημα Εις Ρωμαίους'' 10, 31</ref> μας πληροφορεί πως ο ''Ερμάς'' αυτός είναι ο ομώνυμος της [[Προς Ρωμαίους Επιστολή]]ς του [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Πάυλου]]<ref>Προς Ρωμαίους 16, 14</ref>, κάτι που συμφωνούν και νεότεροι συγγραφείς. | + | Σε ότι αφορά το πρόσωπο της συγγραφής, είναι βέβαιο ότι πρόκειται περί του ιδίου, αφού τόσο ο ''Kανόνας του Muratori'' το θεωρεί βέβαιο προχωρώντας και ένα βήμα περισσότερο, αναφέροντας πως ήταν αδελφός του ''Πάπα Πίου'' (142-155), αν και κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί<ref>Στ. Παπαδόπουλος, «''Πατρολογία''», Τόμος Α΄, σελίς 189</ref>, όσο και η ''Αιθιοπική'' μετάφραση του κώδικα του κειμένου, τον αναφέρει σαφώς ως τον συγγραφέα του. Πέραν τούτου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχονται, αν και διατυπώνονται αντιρρήσεις, θεωρείται πως απηχούν στην ιστορική αλήθεια. Έτσι ο Ερμάς φαίνεται πως ήταν δούλος πλούσιας γυναίκας την οποία αγαπούσε πολύ και η οποία τον άφησε τελικώς ελεύθερο. Επιδόθηκε στο εμπόριο και πλούτισε, αλλά εν συνεχεία έχασε τα πλούτη αυτά, λόγω της κακολογίας της γυναικός του και της κακής ζωής των παιδιών του. Ο ίδιος όμως παρέμενε πάντα αισιόδοξος και χαμογελαστός και αξιώθηκε να δει τη μετάνοια της οικογένειας του. Εικάζεται πως κατήγετο από την Αρκαδία, λόγω των εικόνων της ενάτης παραβολής, ενώ ο [[Ωριγένης]]<ref>Ωριγένους, ''Υπόμνημα Εις Ρωμαίους'' 10, 31</ref> μας πληροφορεί πως ο ''Ερμάς'' αυτός είναι ο ομώνυμος της [[Προς Ρωμαίους Επιστολή]]ς του [[Απόστολος Παύλος|Αποστόλου Πάυλου]]<ref>Προς Ρωμαίους 16, 14</ref>, κάτι που συμφωνούν και νεότεροι συγγραφείς. |
==Η διδασκαλία του== | ==Η διδασκαλία του== |
Αναθεώρηση της 11:35, 24 Ιουνίου 2008
Ο Ποιμένας του Ερμά είναι κείμενο της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας το οποίο συνδυάζει «προφητείαν και αποκάλυψιν, διαφέρον όμως των συνήθων προφητικών κειμένων κατά το ότι εμφανίζει ουράνια πρόσωπα αποκαλύπτοντα μυστικά περί μέλλοντος»[1]. Ανήκει στην ιουδαιοχριστιανική γραμματεία και δεν αναφέρεται στη συνήθη αποκαλυπτική προφητική γραμματεία της εποχής, αλλά μέσω οράσεων, εντολών και παραβολών αναφέρεται «στο άμεσο μέλλον και την ηθικήν συγκρότησιν της προσωπικότητος»[2]. Το σύγγραμα ονομάστηκε Ποιμένας λόγω του αγγέλου και της γυναικός που παρέχουν τις αποκαλύψεις, ενώ η συγγραφή του χρονολογείται περί το 100[3] και τόπος συγγραφής του ήταν η Ρώμη.
Ο συγγραφέας
Δευτερογενείς πηγές πληροφοριών για το συγγραφέα του έργου είναι περιορισμένες, ενώ υπάρχουν και υποθέσεις ότι αυτό ουδέποτε αποτελούσε ενιαίο έργο[4]. Οι περισσότεροι μελετητές όμως συμφωνούν περί ενότητος του έργου[5], αφού αυτή αποτυπώνεται στη σύνθεση του περιεχομένου του βιβλίου[6]. Η προσέγγιση της ημερομηνίας συγγραφής με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από το σύγγραμμα[7] είναι περίπου το 100. Ήταν αυτοτελές έργο και κυκλοφορούσε πιθανώς με την ονομασία «Οράσεις Ερμά». Μάλιστα σύμφωνα με Αιγυπτιακούς παπύρους[8], φαίνεται πως ο κλάδος της χειρογράφου παραδόσεως, το διατήρησε αυτοτελές. Η κριτική φιλολογική έρευνα σήμερα αποκαλύπτει πως η ένατη παραβολή και μέχρι το τέλος συνετάχθη μερικά έτη αργότερα, καθότι δεν τιτλοφορείται στην παράδοση του πρωτοτύπου. Έτσι προστέθηκε η ενότητα αυτή με το υπόλοιπο έργο, το οποίο πλέον μετονομάσθηκε από Οράσεις σε Ποιμένα.
Το κείμενο δεν αναφέρεται σε χωρία της Καινής Διαθήκης, κάτι που οδήγησε μερικούς στη σκέψη πως αποτελεί απλώς επεξεργασία κάποιου ιουδαϊκού κειμένου[9]. Κάτι τέτοιο όμως αντιστοίχως αποκλείεται, διότι ούτε σημεία της Παλαιάς Διαθήκης παρατίθενται, ούτε γνώση πρωτοκανονικών βιβλίων διαφαίνονται[10]. Για το Χριστό, χρησιμοποιούνται οι όροι Σωτήρ, Υιός του Θεού και Κύριος, ενώ απουσιάζουν όροι όπως Λόγος και Ιησούς Χριστός. «Συνδέει έντονα την αγγελολογία με την πνευματολογία, την ώρα που η αρετολογία αποτελεί βάση του οικοδομήματος τού έργου»[11]. Επίσης πρέπει να αναφερθεί πως παρατίθενται σημεία της Προς Κορινθίους, του Κλήμεντα Ρώμης[12]. Ο Ερμάς γενικώς δε χειρίζεται υψηλή κοινή γλώσσα και δεν αποφεύγει τους λατινισμούς στο κείμενο αυτό, το οποίο συνεγράφη στα Ελληνικά.
Σε ότι αφορά το πρόσωπο της συγγραφής, είναι βέβαιο ότι πρόκειται περί του ιδίου, αφού τόσο ο Kανόνας του Muratori το θεωρεί βέβαιο προχωρώντας και ένα βήμα περισσότερο, αναφέροντας πως ήταν αδελφός του Πάπα Πίου (142-155), αν και κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί[13], όσο και η Αιθιοπική μετάφραση του κώδικα του κειμένου, τον αναφέρει σαφώς ως τον συγγραφέα του. Πέραν τούτου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχονται, αν και διατυπώνονται αντιρρήσεις, θεωρείται πως απηχούν στην ιστορική αλήθεια. Έτσι ο Ερμάς φαίνεται πως ήταν δούλος πλούσιας γυναίκας την οποία αγαπούσε πολύ και η οποία τον άφησε τελικώς ελεύθερο. Επιδόθηκε στο εμπόριο και πλούτισε, αλλά εν συνεχεία έχασε τα πλούτη αυτά, λόγω της κακολογίας της γυναικός του και της κακής ζωής των παιδιών του. Ο ίδιος όμως παρέμενε πάντα αισιόδοξος και χαμογελαστός και αξιώθηκε να δει τη μετάνοια της οικογένειας του. Εικάζεται πως κατήγετο από την Αρκαδία, λόγω των εικόνων της ενάτης παραβολής, ενώ ο Ωριγένης[14] μας πληροφορεί πως ο Ερμάς αυτός είναι ο ομώνυμος της Προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Πάυλου[15], κάτι που συμφωνούν και νεότεροι συγγραφείς.
Η διδασκαλία του
Στόχος του Ερμά μέσω του κειμένου αυτού καταστάται η «οδήγηση των ανθρώπων στη μετάνοια και η διδαχή της ηθικής και ενάρετης ζωής»[16]. Για να γίνει μάλιστα πειστικός εμφανίζει αυτό το κήρυγμα ως αποκάλυψη, που δόθηκε από ένα άγγελο και μία γυναίκα. Κύρια σκέψη του Ερμά είναι η εκκλησία και η προαιώνια ιδέα αυτής, μέσα από ένα μάλλον γνωστικίζοντα τρόπο[17]. Παρουσιάζει μάλιστα τις διάφορες φάσεις αυτής παραλληλίζοντάς την με την ανάπτυξη ενός οργανισμού, που διέπεται από φάσεις ανάπτυξης όπως μεσήλιξ ή νεανίς. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει όμως να εκληφθεί ως δοκητισμός, αλλά προοπτική μέσω συμβολισμών πυθαγορείων προτύπων[18]. Μάλιστα προβάλει και την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, καθώς η Εκκλησία ως πύργος ανοικοδομούμενος, θα πληρωθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία, γιαυτό και είναι ο χώρος του πεδίου δράσεως του Αγίου Πνεύματος.
«Ο συγγραφέας μέσα από το έργο δείχνει ηθικολόγος, ευφάνταστος, φλύαρος αλλά και παραστατικός δυσνόητος ενίοτε, αλλά και ελκυστικός»[19], ενώ πρέπει να τονιστεί πως δεν είναι θεολόγος και δείχνει σταθερά αισιόδοξος με αποτέλεσμα να χάνεται ο μυστηριακός χαρακτήρας της μετάνοιας[20]. Έτσι ο Ερμάς ως ηθικολόγος και αδόκιμος θεολόγος, τονίζει την υπερβατικότητα του Θεού και το φόβο να προσεγγίσει Αυτόν, αλλά με ένα παράδοξο τρόπο, καθώς αυτό το πράττει πάντοτε «γελώντας». Έντονη όπως προανεφέρθη είναι η πνευματολογία του Ερμά. Στόχος του σε αυτή την περίπτωση είναι η «πνευματολογική θεμελίωση της χριστολογίας»[21], όπου «το πνεύμα το Άγιον, το προόν, το κτίσαν πάσαν την κτίσιν, κατώκισεν ο Θεός είς σάρκαν ήν ηβούλετο»[22]. Από ποιμαντικής απόψεως το κυρίως ενδιαφέρον του είναι η ηθικολογία και μάλιστα δημιουργεί και κατάλογο αρετών και κακιών, κατά τα πυθαγορικά πρότυπα. Κορυφαία αρετή θεωρεί την εγκράτεια, τη νηστεία και τη φιλαλληλία, ενώ ο πλούτος είναι αγαθό το οποίο εμποδίζει την ηθική τελείωση του ανθρώπου.
Παρότι φαίνεται πως Ερμάς επιδίδεται σε μια ρηχή και στατική ηθικολογία, εμφαίνει πρωτοπόρος στην ψυχολογική ανάλυση, προσπαθώντας να εισχωρήσει στο βάθος της ψυχής «δια να εύρη εκεί όλα τα συσσωρευμένα βάρη της συνειδήσεως»[23], γιαυτό και δύναται να χαρακτηριστεί πρόδρομος της ψυχολογίας του βάθους. Σαφής επίσης είναι η διδασκαλία περί των δύο οδών και ο τονισμός της δύναμης της θελήσεως, που είναι αυτή η οποία ρυθμίζει την αγωγή του ανθρώπου. Ο ίδιος στο ζήτημα της αυστηρότητος της μετανοίας, αποδέχεται τη μετάνοια, αλλά μετά αυτής να μην υπάρχει νέα ευκαιρία[24], επιλέγοντας ένα ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ της αυστηρότητος και της αμαρτητικής απάθειας η οποία διαφαίνεται από πολλά γνωστικά κινήματα.
Δείτε επίσης
Υποσημειώσεις
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 382
- ↑ ενθ.αν
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ L.W. Barnard το διαχωρίζει σε δύο κείμενα, St. Giant σε 3 κείμενα ενώ ο W. Coleborn σε 6
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 385
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 386
- ↑ Μνεία ονόματος Κλήμεντος, κήρυξη μετανοίας στη Ρώμη κατά το τρίτο έτος του Τραϊανού
- ↑ O Michigan Πάπυρος, αναφέρει πως ήταν πλήρες κείμενο, περιέχοντας μια τετρακτύν οράσεως
- ↑ Spitta, Schlager
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 387
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 191
- ↑ Ποιμήν 1, 3, 4 - Α΄ Κλήμεντος 33
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 189
- ↑ Ωριγένους, Υπόμνημα Εις Ρωμαίους 10, 31
- ↑ Προς Ρωμαίους 16, 14
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 189
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 389
- ↑ ενθ.αν
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 190
- ↑ Στ. Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, σελίς 190
- ↑ ενθ.αν.
- ↑ Παραβολή 5, 6, 5
- ↑ Π. Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», τόμος Β΄, σελίς 382
- ↑ Εντολή 4, 3
Βιβλιογραφία
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Αθήνα 2000.
- Παναγιώτη Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.