Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Παπικό πρωτείο"
μ (→Παπικό πρωτείο και Αγία Γραφή) |
μ (→Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Με το όρο [[Παπικό πρωτείο]] αναφερόμαστε σε θεσμό και διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, θεωρείται ότι έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, αλλά και εξουσία επί των υπόλοιπων εκκλησιών, Δυτικών και Ανατολικών, ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της Γης. | Με το όρο [[Παπικό πρωτείο]] αναφερόμαστε σε θεσμό και διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, θεωρείται ότι έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, αλλά και εξουσία επί των υπόλοιπων εκκλησιών, Δυτικών και Ανατολικών, ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της Γης. | ||
+ | |||
+ | ==Ιστορικό== | ||
+ | |||
==Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο== | ==Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο== |
Αναθεώρηση της 18:17, 12 Ιουλίου 2008
Με το όρο Παπικό πρωτείο αναφερόμαστε σε θεσμό και διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, θεωρείται ότι έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, αλλά και εξουσία επί των υπόλοιπων εκκλησιών, Δυτικών και Ανατολικών, ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και αντιπρόσωπος του Χριστού επί της Γης.
Περιεχόμενα
Ιστορικό
Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι ο Επίσκοπος Ρώμης απελάμβανε πρεσβείων τιμής στα πλαίσια της παλαιάς Πενταρχίας των Πατριαρχείων της ενιαίας Εκκλησίας. Μετά το Σχίσμα του 1054 ως πρωτόθρονη Εκκλησία στον ορθόδοξο κόσμο υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Προκαθήμενός του είναι "πρώτος μεταξύ ίσων" στη σχέση του με τους Προκαθημένους των Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.
Για τους Ορθοδόξους, θεωρείται αδύνατο να επιτευχθεί ενότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης χωρίς αλλαγές στη διδασκαλία που αφορά στο παπικό πρωτείο. Το εμπόδιο αυτό παραμένει ισχυρό, καθώς, εκτός άλλων, η αποδοχή του με τη σημερινή μορφή θα σήμαινε και αποδοχή όλων των άλλων δογματικών διαφορών που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία με τηνΡωμαιοκαθολική Εκκλησία (π.χ. το αλάθητο του Πάπα).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι το πρωτείο της Ρώμης έλκει την καταγωγή του από τρεις παράγοντες:
- Πρώτον, η Ρώμη ήταν η πόλη στην οποία ο Απόστολος Πέτρος και ο Απόστολος Παύλος μαρτύρησαν και στην οποία ο Πέτρος ήταν επίσκοπος. Οι Ορθόδοξοι δεν παραβλέπουν τα σχετικά χωρία της Καινής Διαθήκης και αναγνωρίζουν τον Πέτρο ως τον πρώτο μεταξύ των Αποστόλων, σαφώς όμως, και με βάση τη Γραφή, δεν συσχετίζουν την έννοια αυτή με καμμία υπεροχή εξωτερικής δυνάμεως και δικαιοδοσίας.
- Δεύτερον, η έδρα της Ρώμης, όφειλε το πρωτείο της στη θέση που κατείχε στην Αυτοκρατορία. Όταν όμως η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη -τη "Νέα Ρώμη"- ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως μπορούσε να αξιώσει μια θέση σπουδαιότητας και προνομίου ίση με εκείνη του Επισκόπου της "Παλαιάς Ρώμης".
- Τρίτον, αν και υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις όποιες οι Πάπες υπέπεσαν σε αίρεση, εν τούτοις, κατά τους πρώτους οκτώ αιώνες της εκκλησιαστικής ιστορίας, η έδρα της Ρώμης κήρυξε με προσήλωση στην αλήθεια, και έτσι οι άνθρωποι απευθύνονταν κυρίως στη Ρώμη για καθοδήγηση. Αλλά ούτε το γεγονός αυτό είναι κάτι που ανατρέπει την ουσιαστική ισότητα των επισκόπων, κατά την οποία ο Πάπας είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων.
Έτσι, η Ορθόδοξη θέση παραμένει αμετακίνητη επάνω σε αυτό το ζήτημα: κανένας Επίσκοπος ή Πάπας ή Πατριάρχης δεν είναι υπεράνω του συνόλου των επισκόπων καθώς το Αλάθητο είναι ένα χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που αποδίδεται σ' ολόκληρη την Εκκλησία, και όχι στον πρώτο των Επισκόπων μόνο. Προτεραιότητα σε όλα τα θέματα που αφορούν την Εκκλησία θα πρέπει να έχουν οι Οικουμενικές Σύνοδοι.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον Πάπα ως τον πρώτο και ύπατο των επισκόπων του κόσμου, αλλά κατά το πρωτείο τιμής μόνο, και ίσο σε δικαιοδοσία προς τους άλλους επισκόπους, ή καλύτερα, Πατριάρχες. Η υπάρχουσα όμως μορφή του πρωτείου, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, επηρεάζει αρνητικά την όλη δομή της Εκκλησίας, την Εκκλησιολογία της και τη διοίκηση της. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Εκκλησιαστικούς Κανόνες, η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι μόνο μία από τις Εκκλησιαστικές Επαρχίες, άλλα θεωρείται ως μια αρχή συνδεδεμένη όχι μόνο με τη δική της επισκοπή, αλλά και με ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τον κόσμο. Από τον 5ο αιώνα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Επίσκοπος της Νέας Ρώμης, αναγνωρίστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους ως ο ίσος κατά τη δύναμη και τα πρεσβεία τιμής με τον Επίσκοπο της Παλαιάς Ρώμης (Κανόνας 2 της Β' Οικουμενικής Συνόδου και Κανόνες 28 και 36 της Δ' Οικουμενικής Συνόδου).
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί οτι ο παπισμός επιδίωξε να μετατρέψει το πρωτείο τιμής και κύρους του αρχαίου συστήματος των πατριαρχείων, σε δικαιοδοτική εξουσία με ανύψωση της Ρώμης πάνω από όλα τα άλλα πατριαρχεία, ώστε να καταστεί ο παπικός θρόνος η μία και μοναδική αρχή της χριστιανοσύνης που θα στηριζόταν πλέον όχι στη συνοδικότητα, αλλά στα παπικά διατάγματα και ανακοινώσεις.
Την δικαιοδοσία της εξουσίας που ο Πάπας επιδίωκε να ασκήσει σε όλους τους άλλους πατριάρχες, το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως την αρνιόταν, μη αναγνωρίζοντας στον πατριάρχη της "Πρεσβυτέρας Ρώμης" παρά μόνο το τιμητικό προβάδισμα λόγω αρχαιότητας της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν πάντα σαφές ότι τα βυζαντινά κείμενα πριν τον 11ο αιώνα, όταν αναφέρονταν στην ιδέα περί πρωτείου, αυτό γινόταν ρητορικά, χωρίς κανείς να αναγνωρίζει τις μεταγενέστερες μοναρχικές αξιώσεις του Πάπα με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές προεκτάσεις που εμφανίστηκαν κυρίως από το 1100, όταν η δυτική έκκλησιολογία είχε μετατοπιστεί αδιαμφισβήτητα προς την κατεύθυνση της παπικής μοναρχίας και υποστήριζε τις αξιώσεις της με μια νομικίστικη ερμηνεία των χωρίων της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στον άγιο Πέτρο.
Παπικό πρωτείο και Αγία Γραφή
Τα εδάφια στα οποία στηρίχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας περί Παπικού Πρωτείου ήταν[1]:
α) Ματθ. 16:18-19
- καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής.
- και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς.
β) Ιωάν. 21:15-17
- Ότε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς• Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ• ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ• βόσκε τα αρνία μου.
- λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον• Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ• ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ• ποίμαινε τα πρόβατά μου.
- λέγει αυτώ το τρίτον• Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με; και είπεν αυτώ• Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς• βόσκε τα πρόβατά μου.
γ) Λουκ. 22:32
- εγώ δεν εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστης σου· και συ ποτέ επιστρέψας στήριξαν τους αδελφούς σου.
Για το πρώτο χωρίο, οι υπερασπιστές του πρωτείου αναφέρονται στο σημείο όπου ο Ιησούς παραχώρησε στον Πέτρο τα "κλειδιά της βασιλείας των ουρανών" δίνοντάς του έτσι την εξουσία του "δεσμείν και λύειν" στον ουρανό και τη γη, συνδέοντας την αναφορά αυτή με ολόκληρο το ζήτημα της Σωτηρίας που κατ' αυτούς μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της εκκλησίας του Πέτρου.
Δεν φαίνεται όμως να δόθηκε στον Πέτρο κάτι περισσότερο απ' ότι στους υπόλοιπους αποστόλους:
- είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν• ειρήνη υμίν• καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. [...] αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς• αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται. (Ιωάν. 20:21-23)
Επίσης, στο Ιωάν. 21:15-17, η τριπλή ερώτηση προς τον Πέτρο μετά την τριπλή άρνηση προς το πρόσωπο του Ιησού, είχε ως σκοπό να αποκαταστήσει τον Πέτρο στο αποστολικό αξίωμα και γι αυτό, το περιεχόμενο του χωρίου είχε νόημα συγχωρητικό (τριπλή άρνηση - τριπλή ομολογία).
Οι υπερασπιστές του Παπικού Πρωτείου ισχυρίζονται ότι με την τριπλή ερώτηση, ο Ιησούς είχε σκοπό να δώσει στον Πέτρο και μέσω αυτού σε κάθε διάδοχό του στην έδρα της Ρώμης, την απόλυτη κυριαρχία και αρχηγία όλης της χριστιανικής εκκλησίας. Όμως, το καθήκον του Πέτρου να υπηρετεί το ποίμνιο, δεν μπορεί να συνδεθεί με το υποτιθέμενο δικαίωμα να κυριαρχεί επί όλων των άλλων ποιμένων. Είναι σαφές, ότι ούτε ο Πέτρος αξίωσε ένα τέτοιο δικαίωμα, ούτε και οι υπόλοιποι απόστολοι του το αναγνώρισαν όπως αναμφίβολα φαίνεται στην Καινή Διαθήκη:
- Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην (Πράξ. 8:14).
Εάν ο Πέτρος είχε λάβει το πρώτο παπικό αξίωμα, θα φρόντιζε να στείλει στη Σαμάρεια κάποιον απόστολο ή έστω θα πήγαινε ο ίδιος με δική του προφανώς πρωτοβουλία. Εδώ όμως ο Πέτρος, ως ίσος μεταξύ ίσων, αποστέλεται κανονικά σε υπηρεσία από τους υπόλοιπους αποστόλους, μη διακρινόμενος σε τίποτε από αυτούς. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο ίδιος ο Πέτρος:
- Πρεσβυτέρους τους εν υμίν παρακαλώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των του Χριστού παθημάτων, ο και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός, ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού (Α’ Πέτρου 5:1-2).
Ο ίδιος ο Πέτρος, με ταπεινοφροσύνη, δεν αξιώνει προνόμια, αλλά κατανοεί τον εαυτό του ως "συμπρεσβύτερο" και θυμίζει αυτό που επισημαίνεται και στον 34ο κανόνα των Αποστόλων:
- Οι επίσκοποι κάθε έθνους πρέπει να αναγνωρίζουν αυτόν που είναι πρώτος ανάμεσα τους και να τον θεωρούν κεφαλή τους και να μην πράττουν τίποτε το σημαντικό χωρίς τη συναίνεση του. Ο καθένας όμως μπορεί να κάνει τα πράγματα εκείνα που αφορούν στη δική του ενορία και στις περιοχές που υπάγονται σ' αυτήν. Όμως και εκείνος πού είναι πρώτος ας μην κάνει τίποτε χωρίς τη συναίνεση όλων. Γιατί έτσι μόνο θα υπάρξει ομόνοια και ό Θεός θά δοξαστεί διά Κυρίου εν Πνεύματι Άγίω.
Εξάλλου, τα περί μοναδικότητας στο έργο του Πέτρου, αναιρούνται και από τον Απ. Παύλο, που δεν αναγνωρίζει ρόλο ισχυρότερο από τον δικό του σε σχέση με την αποστολή που έλαβε από τον Χριστό:
- ο γαρ ενεργήσας Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής ενήργησε και εμοί εις τα έθνη• και γνόντες την χάριν την δοθείσαν μοι, Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας, ίνα ημείς εις τα έθνη, αυτοί δε εις την περιτομήν• (Γαλ. 2:8-9).
Οι προεκτάσεις της αναφοράς αυτής είναι αναπόφευκτες: Η Ρώμη δεν είναι δυνατόν να αξιώνει τον Πέτρο ως "δικό της" περισσότερο από την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχεια ή οποιονδήποτε άλλον τόπο ο Πέτρος ενήργησε ως απόστολος. Και μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Ρώμη, ως πρωτεύουσα των Εθνών, θα έπρεπε να έχει ακόμη λιγότερες αξιώσεις, μια που ο Πέτρος υπήρξε ο απόστολος της "περιτομής".
Επίσης στο ίδιο σημείο, η Καινή Διαθήκη ξεκαθαρίζει ότι ο Πέτρος δεν ξεχώριζε από άλλα επίσης σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, οι τρεις, Ιάκωβος, Πέτρος και Ιωάννης αναφέρονται ως ισότιμοι, χωρίς καν ο Πέτρος να αναφέρεται πρώτος στη σειρά:
- Ιάκωβος καί Κηφάς καί Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι (Γαλ. 2:9).
Ταυτόχρονα, ο Απόστολος Παύλος δείχνει να αντιμετωπίζει τον Πέτρο ως ισότιμο, εκφράζοντας ανοιχτά τις διαφωνίες του:
- Ότε δέ ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν, κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην, ότι κατεγνωσμένος ήν. (δηλ. και όταν ο Πέτρος ήρθε στην Αντιόχεια, εναντιώθηκα σ' αυτόν κατά πρόσωπο, για τον λόγο ότι ήταν αξιοκατάκριτος, Γαλ. 2:11).
Εκτός από τα παραπάνω, σαφής είναι η αντίθεση της Καινής Διαθήκης προς κάθε τάση για φιλοπρωτεία:
- ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν• οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος. ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών. (Ματθ. 20:25-28).
- και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς. ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος. (Μαρκ. 9:35).
- ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς• οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος. και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (Μαρκ. 10:42-45).
- Εισήλθε δε διαλογισμός εν αυτοίς, το τις αν είη μείζων αυτών. ο δε Ιησούς ιδών τον διαλογισμόν της καρδίας αυτών, επιλαβόμενος παιδίου έστησεν αυτό παρ' εαυτώ και είπεν αυτοίς• ος εάν δέξηται τούτο το παιδίον επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται, και ος εάν εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντά με. ο γαρ μικρότερος εν πάσιν υμίν υπάρχων, ούτός εστι μέγας. (Λουκ. 9:46-48).
- Εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς, το τις αυτών δοκεί είναι μείζων. ο δε είπεν αυτοίς. οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. υμείς δε ουχ ούτως, αλλ' ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος η ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών. (Λουκ. 22:24-27).
Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα περιεκτικό απόσπασμα που παρουσιάζει την ουσία της διένεξης στο ζήτημα του παπικού πρωτείου:
- "Η αμοιβαία συνεννόηση μεταξύ των Εκκλησιών, δηλαδή η επισκοπική συναδελφικότητα και η συνοδικότητα, υπήρξε εξαρχής η πεμπτουσία της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης. Εδώ ήταν το σημείο όπου μπορούσε κανείς να εντοπίσει την ανώτατη αυθεντία της Εκκλησίας. Η χριστιανοσύνη ήταν ταυτόχρονα πολυφωνία και ενότητα, μια οικογένεια βασικά ίσων αδελφών Εκκλησιών, η ενότητα της οποίας βασιζόταν όχι σε κάποια ορατή δικαστική εξουσία άλλα στη συνοδικότητα, καθώς και σε μια κοινή διακήρυξη πίστης και στη μυστηριακή ζωή...όλοι οι χριστιανοί προβαίνουν σε ομολογία πίστης στη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία. Πουθενά στο Σύμβολο της Πίστεως δεν τους ζητείται να ομολογήσουν ότι η Ρώμη ή το πρωτείο της είναι μια απόλυτη εξωτερική εξουσία, ανεξάρτητη από την Εκκλησία και την αυθεντία της...Η εξουσία του δεσμείν και λύειν που μνημονεύεται στην Καινή Διαθήκη είχε δοθεί...σε κάθε μαθητή και όχι μόνο στον Πέτρο. Το ίδιο ίσχυσε και αργότερα...όταν το Άγιο Πνεύμα εγκατοίκησε σε όλους αδιακρίτως τους μαθητές...Καμία ιδιαίτερη Εκκλησία δεν μπορούσε να θεωρεί ότι η πληρότητα της λυτρωτικής χάρης του Θεού ανήκει μόνο σ' αυτήν, εις βάρος των άλλων...Στην πράξη, τα χωρία της Αγίας Γραφής που αναφέρονταν στον Πέτρο, τα οποία προβλήθηκαν από τους Λατίνους, δεν είχαν τίποτε να συνεισφέρουν ως επιχειρήματα για τη ρωμαϊκή...υπεροχή. Η στενή λογική σχέση που η Ρώμη θεώρησε ότι υπήρχε ανάμεσα στην παπική μοναρχία και τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ήταν απλά αβάσιμη. Γιατί όλοι οι επίσκοποι, ως διάδοχοι των αποστόλων, διεκδικούν το προνόμιο και την εξουσία που δόθηκε στον Πέτρο. Εντέλει, τα λόγια του Σωτήρα δεν μπορούσαν να έχουν θεσμική, νομικίστικη ή εδαφική ερμηνεία ως ιδρυτική πράξη της ρωμαϊκής Εκκλησίας...Είναι σημαντικό να σημειώσουμε...ότι...μέχρι τότε [11ος αι.], τα τρία κείμενα-τεκμήρια [εννοεί της Κ.Δ.] θεωρούνταν κυρίως «ως η ιδρυτική πράξη της Εκκλησίας, με την έννοια ότι η εξουσία των κλειδιών...που παραχωρήθηκε στον Πέτρο παραχωρήθηκε συμβολικά σε όλους τους επισκόπους»"[2].
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία
- Τρεμπέλας Ν. Παν., Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1989
- Τρεμπέλας Ν. Παν., Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1990
- Τρεμπέλας Ν. Παν., Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, 3η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1991
- Τρεμπέλας Ν. Παν., Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας - Πανεπιστημιακαί παραδόσεις αναθεωρηθείσαι, έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000
- Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003
- Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός & Αγγλικανισμός (μτφρ. από τη β' Αγγλική έκδοση), Λιβάνης, Αθήνα 1996
- Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Έλληνες και Λατίνοι, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994
- Meyendorff John-Παπαδάκης Αριστείδης, Η Χριστιανική ανατολή και η άνοδος του Παπισμού - Η εκκλησία απο το 1071 ως το 1453, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003