Ιωάννειο κόμμα

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

«5 Τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; 6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι' ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ' ἐν τῷ ὕδατι καὶ τῷ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια. 7 Ὃτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες [ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. 8 καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ], τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν. 9 Εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ».

1η Επιστολή Ιωάννη 5:5-9: Μέσα στις αγκύλες, με τονισμένους χαρακτήρες, φαίνεται το «Ιωάννειο κόμμα»

Ιωάννειο κόμμα ή Κόμμα Ιωάννου (Λατ. comma Johanneum) ονομάζεται η φράση «ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ»[1], η οποία προστέθηκε ανάμεσα στα εδάφια 7 και 8 του πέμπτου κεφαλαίου της Πρώτης Επιστολής του αποστόλου Ιωάννη στην Καινή Διαθήκη.[2]

Το τμήμα αυτό, με σαφή τριαδολογική ομολογία, έγινε πολύ γνωστό στην ιστορία της κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης εξ αιτίας όσων γράφτηκαν υπέρ ή κατά της γνησιότητος του[3].

Έρευνα για το χωρίο αυτό έγινε από τον 16ο[4] μέχρι και τον 19ο-20ο αιώνα[5] και ως αποτέλεσμα έγινε ευρέως αποδεκτό ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν υπήρχαν στα παλαιότερα ελληνικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη. Στην ανατολή, από τους πρώτους που το παραθέτει και το ερμηνεύει, είναι ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός (τέλη 11ου–αρχές 12ου αι.)[6].

Ιστορικοκριτική έρευνα

Αν και έγιναν πολλές συζητήσεις για το χωρίο αυτό κατά τον 16ο αι.[7], οι οποίες κορυφώθηκαν με τη συγγραφή αξιόλογων έργων κατά τον 19ο[8], σήμερα γενικά, η κριτική αρνείται τη γνησιότητα του για τους εξής λόγους: α) Απουσιάζει από όλα τα γνωστά αρχαία ελληνικά χειρόγραφα· β) λείπει επίσης από πολλά αρχαία λατινικά χειρόγραφα και από όλες τις αρχαίες μεταφράσεις και γ) αγνοούν αυτό όλοι οι Έλληνες Πατέρες και συγγραφείς μέχρι του 11ου αι. και οι κυριώτεροι των Λατίνων Πατέρων και συγγραφέων[9].

Όπως υποστήριξε παλαιότερα ο καθηγητής της θεολογικής σχολής Θεσ/νίκης, Παναγιώτης Δημητρόπουλος[10], η ανυπαρξία αρχαίων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης, τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και η απώλεια πληθώρας πατερικών συγγραμμάτων, για πολλά από τα οποία είναι γνωστά μόνο οι τίτλοι τους, δεν επιτρέπει την ύπαρξη αναντίρρητης βεβαιότητας για την ιστορία του αποσπάσματος και την ύπαρξή του ή όχι στα πρωτότυπα κείμενα[11]. Τα στοιχεία αυτά αλλά και ο χαρακτήρας της κριτικής του κειμένου είναι τέτοιος που επιτρέπει στον καθηγητή Ιερεμία Φούντα (που δέχεται τη μή αυθεντικότητα του κόμματος) να γράψει ότι "το θέμα της αυθεντικότητος ή μή της περικοπής...είναι εισέτι υπό έρευναν" και "δεν επιτρέπεται, νομίζομεν, οι ερμηνευταί, είτε οι μεν είτε οι δε, να είναι αυθεντικοί εις τας θέσεις των, ως να θεωρούν αυτάς ως πράγματι αληθείς και αναντίρρητους, αλλά να τας διατυπώνουν ελευθέρως μεν και με δυνατήν κατάστρωσιν των επιχειρημάτων των, πλην μετ' επιφυλακτικότητος"[12].

Αντίθετα, ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος αναφέρει: "Η προσθήκη αυτή δεν υπάρχει σε κανένα ελληνικό χειρόγραφο και δεν μνημονεύεται από τους έλληνες πατέρες, παρά τις τριαδολογικές έριδες που θα καθιστούσαν αναγκαία την αναφορά σ' ένα τόσο σημαντικό χωρίο, αν αυτό υπήρχε πράγματι στο κείμενο. Την περιέχουν 4 μεταγενέστερα ελληνικά μικρογράμματα χειρόγραφα (ένα του 12ου αι., ένα του 15ου και δύο του 16ου αι.) κατ' επίδραση των λατινικών, στα οποία είχε νωρίτερα εισχωρήσει. Στα χειρόγραφα της Vulgata μαρτυρείται από τον 9ο αι. και ύστερα, ενώ ακόμη νωρίτερα μαρτυρείται στη Vetus Latina σε χειρόγραφα της Ισπανίας. Η αρχαιότερη μνεία της προσθήκης αυτής βρίσκεται στον αιρετικό Πρισκιλλιανό (+385) και ίσως ήδη στον Τερτυλλιανό στη Β. Αφρική. Έτσι πιθανή πατρίδα της προσθήκης θεωρείται η Β. Αφρική, από όπου διαδόθηκε κατόπιν στην Ισπανία και εισχώρησε στη Vulgata. [...] Σήμερα δεν γίνεται δεκτή από κανένα κριτικό του κειμένου η γνησιότητα της προσθήκης"[13].

Η θέση του "Ιωάννειου κόμματος" στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως κατεξοχήν εκκλησία της παραδόσεως[14] δίνει μεγάλη βαρύτητα σε αυτό που ονομάζεται Ιερά Παράδοση και "δεν είναι παρά η βίωση της Αγίας Γραφής από την Εκκλησία μέσα στη μακραίωνη ιστορία της"[15]. Από την παράδοση αυτή αποβάλλονται μόνο όσα στοιχεία "έχουν χάσει την οργανική τους σχέση με το ζωντανό σώμα του Χριστού"[16] και κατά συνέπεια, η περικοπή που ονομάστηκε "Κόμμα Ιωάννου" "εχρησιμοποιήθη...διότι μαρτυρεί την πίστιν της Εκκλησίας, ήτις έκαμε δεκτόν εις το κείμενον της το εν λόγω τμήμα και αφού το εδέχθη η Εκκλησία πρέπει να το δεχώμεθα και ημείς"[17].

Εκτός, λοιπόν, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγιγνώσκει την εν λόγω περικοπή στη Θεία Λειτουργία, μέσα από τα λειτουργικά της βιβλία[18], το "Κόμμα Ιωάννου" χρησιμοποίησαν αυτούσιο: άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε κατηχητικά-δογματικά και ερμηνευτικά τους έργα, όπως ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης[19] και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης[20], σημαντικοί ερμηνευτές όπως ο Ευθύµιος Ζιγαβηνός (11ος αιώνας)[21] και επιφανείς θεολόγοι όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος (15ος αιώνας)[22]. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε σε Δογματικά και Συμβολικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως είναι η Ομολογία πίστεως Μητροφάνους Κριτοπούλου (1625)[23], η οποία "διακριβοί και διαπτύσσει συστηματικώς τα ορθόδοξα δόγματα"[24] και η Ορθόδοξος Ομολογία Πέτρου Μογίλα (1638/42)[25] στην οποία "εξετίθεντο θετικώς και σαφώς τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας"[26]. Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί σε παλαιότερα έργα Ορθόδοξης Δογματικής, όπως του πρύτανη της εκκλησ. ακαδημίας του Κιέβου, αρχιμανδρίτη Αντωνίου (Δογματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής και Ανατολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1858, σελ. 116), ένα "αξιόλογον έργον" το οποίο "εσημείωσε πλείστας εκδόσεις"[27], ενώ καί σήμερα, καθηγητές όπως ο Ιωάννης Παναγόπουλος[28] και Χρήστος Βούλγαρης[29], στις Εισαγωγές τους, χρησιμοποιούν κανονικά το "κόμμα" στις αναλύσεις του περιεχομένου της Α' Ιωάννου. Τα παραπάνω, αποτελούν γεγονός, που μαρτυρεί ότι, αν και "το Α' Ιωάν. 5,7-8...φαίνεται δεν προέρχεται, στην παρούσα του μορφή, από τον κάλαμο του ιερού συγγραφέα", εντούτοις "η ίδια η Εκκλησία...κατακύρωσε στη Γραφή της, τα μοναδικά με τόση σαφήνεια τριαδολογικά χωρία, εφόσον αυτά εξέφραζαν την πίστη της."[30].

Κατά συνέπεια, μία εκκλησία με ιστορία αιώνων και τέτοια αντίληψη για την αξία των ιερών κειμένων, δεν θα μπορούσε να εναλλάσσει το κείμενό της σύμφωνα με τις εκάστοτε ερμηνείες των επιστημόνων που πολλές φορές μεταβάλλονται σε διάστημα λίγων χρόνων. Δεν χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία κριτικά κείμενα αλλά λειτουργικά κείμενα. Για τους Ορθοδόξους αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το λεγόμενο κριτικό κείμενo της Καινής Διαθήκης είναι προϊόν επιστημονικής σύνθεσης, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ στη Λατρεία από καμία Ομολογία[31]. Εκτός όμως αυτού, το πρόβλημα έχει και άλλες παραμέτρους: η 26 έκδοση των Nestle-Aland διαφέρει από την 25η σε 700 περίπου χωρία. Με αυτό τον τρόπο, παρά την τεράστια προσπάθεια μεγάλου πλήθους ειδικών ερευνητών, δεν έχει επιτευχθεί από τότε ομοφωνία μεταξύ τους, για καλύτερο και εγκυρότερο κείμενο[32]. Αυτές οι εκατοντάδες διαφορές είναι κάτι "που καταδεικνύει την ύπαρξη υποκειμενισμού"[33].

Αλλά κι αν τα μέχρι τώρα στοιχεία της επιστήμης δείχνουν ότι το Ιωάννειο Κόμμα δεν ήταν μέρος του πρωτοτύπου, αν και για κάποιους μελετητές, υπαινιγμοί του κόμματος υπάρχουν στη Δύση από τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., στον Τερτυλιανό (PL 2, 211C) και στον Κυπριανό (De unitate Ecclesiae VI, P.L. 4, 519B) αντίστοιχα[34], εντούτοις, αυτό περιέχει "θεολογία" που είναι "αληθής"[35] (για όσους βεβαίως πιστεύουν στην Αγία Τριάδα): ακόμη κι αν δεν μαρτυρείται από κανένα αρχαίο χειρόγραφο, το χωρίο αυτό "μαρτυρεί σαφέστατα την πίστιν της Εκκλησίας εις το τριαδικόν άμα και ενιαίον του θεού", ιδέα μάλιστα που σύμφωνα με την Ορθόδοξη ερμηνεία ενυπάρχει σε πάρα πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης[36].

Έτσι, στη χρήση κατά την εκκλησιατική λατρεία, προηγείται το κείμενο της Κ.Δ. που αναγιγνώσκεται επί αιώνες στη θεία Ευχαριστία. Κατά συνέπεια, "το κριτικό κείμενο Nestle-Aland χρησιμοποιείται στην πανεπιστημιακή διδασκαλία (Θεολογικές σχολές) και στις επιστημονικές εργασίες, ενώ το Εκκλησιαστικό (που λέγεται επίσης και Βυζαντινό) κείμενο είναι το λειτουργικό κείμενο που αναγινώσκεται στην Εκκλησία και διαδίδεται στο λαό από τις χριστιανικές κινήσεις της χώρας και από το ποιμαντικό έργο των ενοριακών ναών"[37].

Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης του 1904, που αποτελεί το επίσημο κείμενο της Κ.Δ. που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Κόμμα Ιωάννου είναι τυπωμένο, αν και με πλάγια και μικρότερου μεγέθους γράμματα. Και ενώ στον πρόλογό της έκδοσης, το "χωρίον τούτο" δηλώνεται "ως όλως αμάρτυρον", η Ιερά Σύνοδος, όπως ήταν φυσικό, επέβαλλε την παράθεσή του[38], καθώς την θεωρούσε αναγκαία[39]. Επίσης, κάποιες εκδόσεις που βασίζονται ουσιαστικά στο λεγόμενο Πατριαρχικό κείμενο, έχουν ενσωματώσει —είτε μέσα σε αγκύλες, είτε χρησιμοποιώντας διαφορετικό τύπο γραμμάτων— και επεξεργαστεί ερμηνευτικά το Ιωάννειο κόμμα.[40].

Για τον ίδιο λόγο, έγκριτοι επιστήμονες όπως οι καθηγητές ερμηνείας της Κ.Δ., των πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, Πέτρος Βασιλειάδης, Ιωάννης Γαλάνης, Γεώργιος Γαλίτης και Ιωάννης Καραβιδόπουλος, διατήρησαν το Ιωάννειο Κόμμα μέσα στη μετάφρασή τους της Καινής Διαθήκης στη Νεοελληνική Γλώσσα[41]. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο έργο δεν διατυπώνεται καμμία βεβαιότητα περί παρεμβολής ή νοθείας, αλλά αναφέρεται σε υποσημείωση (σελ. 387) ότι το τμήμα αυτό του κειμένου "δεν υπάρχει στα κυριότερα χειρόγραφα". Το ίδιο έπραξε και ο καθηγητής Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος στη μετάφρασή του[42] όπου διατήρησε το Ιωάννειο Κόμμα χωρίς σχόλια (σελ. 625-626)[43].

Υποσημειώσεις

  1. στον ουρανό, Ο Πατέρας, ο Λόγος, και το Άγιο Πνεύμα· και οι τρεις αυτοί είναι ένα. Και τρεις είναι αυτοί που δίνουν μαρτυρία στη γη
  2. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 378.
  3. Δημητρόπουλος Παν. "Κόμμα Ιωάννου", ΘΗΕ, τόμ. 7, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 760.
  4. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 448.
  5. Βλ. Marvin Richardson Vincent, Word Studies in the New Testament, Wm. B. Eerdmans Publishing Co. 1957, 2:366-367
  6. PG 130,872B.
  7. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 448.
  8. Βλ. Marvin Richardson Vincent, Word Studies in the New Testament, Wm. B. Eerdmans Publishing Co. 1957, 2:366-367
  9. Δημητρόπουλος, ΘΗΕ, ό.π.
  10. "Παρ' ημίν, την γνησιότητα του χωρίου υπεστηριξεν ο Π. Δημητρόπουλος": Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Β', Αθήνα 2005, σελ. 976.
  11. Δημητρόπουλος Παν. "Κόμμα Ιωάννου", ΘΗΕ, τόμ. 7, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1965, στ. 760.
  12. Φούντας Ιερεμίας (Αρχιμ.), Η περί Προϋπάρξεως του Ιησού Χριστού Διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, Αθήνα 2002, σελ. 128, υποσημ. #91.
  13. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 447-448.
  14. Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007, σελ. 289.
  15. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, "Η Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης στην Ορθόδοξη Εκκλησία", σελ. 11-30, στο Βιβλικές Μελέτες Β (Βιβλική Βιβλιοθήκη #16), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, εδώ σελ. 12-13.
  16. Ό.π., σελ. 13.
  17. Φούντας Ιερεμίας (Αρχιμ.), Η περί Προϋπάρξεως του Ιησού Χριστού Διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, Αθήνα 2002, σελ. 127.
  18. Λειτουργικό βιβλίο "Απόστολος", εκδ. Φως Χ.Ε.Ε.Ν., Αθήνα: "Τη Πέμπτη της ΛΕ' Εβδομάδος, Καθολικής Α' Επιστολής Ιωάννου το Ανάγνωσμα". Το "κόμμα Ιωάννου" βρίσκεται στη σελ. 256.
  19. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 91.
  20. Ερμηνεία εις τας επτά Καθολικάς επιστολάς των αγίων και πανευφήμων αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 614. Μάλιστα, επισημαίνει ότι στην εποχή του, το "Κόμμα Ιωάννου" βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα τυπωμένα βιβλία που περιέχουν τις καθολικές επιστολές (σελ. 615).
  21. Στο χωρίο PG 130,872B.
  22. Επιτομή του κατά Εθνικών, στο εδάφιο 4,15.
  23. Καρμίρης Ιωάννης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήνα 1953, σελ. 489-561. Στη σελ. 511 το "κόμμα".
  24. Στο ίδιο, σελ. 493.
  25. Καρμίρης, ό.π., σελ. 582-686. Στη σελ. 596 το "κόμμα".
  26. Ό.π., σελ. 583.
  27. Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 57.
  28. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 383.
  29. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Β', Αθήνα 2005, σελ. 970.
  30. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Θεολογία και Γλώσσα, Ακρίτας, έκδ. 3η βελτιωμένη, Αθήνα 2002, σελ. 105-106.
  31. Δεσπότης, Ο Κώδικας..., ό.π., σελ. 335.
  32. Στο πρωτότυπο: "Είναι απορίας άξιον, διατί αι από των αρχών του 16ου αιώνος μέχρι σήμερον γενόμεναι κριτικαί εκδόσεις του Ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης ηγνόησαν και περιεφρόνησαν το Εκκλησιαστικόν κείμενον, κατά την έπεξεργασίαν των διαφόρων εκδόσεων(!) με αποτέλεσμα το κείμενόν των να παρουσιάζεται «τεχνητόν» και «υποκειμενικόν». Του λόγου δε το αληθές αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι, άλλοι μεν ερευνηταί θεωρούν την α΄ γραφήν συγκεκριμένου χωρίου ως άρχικήν, άλλοι δε την β΄ γραφήν αυτού, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διαφοραί μεταξύ των, πολλάκις δε και διαφοραί μεταξύ διαδοχικών εκδόσεων του αυτού εκδότου, όπως π.χ. η 26η έκδοσις των Nestle-Aland διαφέρει της 25ης εις 700 περίπου χωρία. Ούτω, παρά την τεραστίαν προσπάθειαν μεγάλου πλήθους ειδικών ερευνητών, δεν έχει εισέτι επιτευχθή ομοφωνία μεταξύ αυτών, ως προς το καλλίτερον και εγκυρώτερον κείμενον": Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Β', Αθήνα 2005, σελ. 1403.
  33. Δεσπότης, Ο Κώδικας..., ό.π..
  34. Δεσπότης Σ. Σωτήριος, Ο Κώδικας των Ευαγγελίων, Άθως, Αθήνα 2007, σελ. 330-331, υποσημ. #22) / Σωτηρόπουλος Νικόλαος, Ο Ιησούς Γιαχβέ, 2η έκδ., εκδ. 'Ο Σταυρός', Αθήνα 1988, σελ. 33 / Δημητρόπουλος, "Κόμμα Ιωάννου", ΘΗΕ, ό.π., στ. 761.
  35. Στο πρωτότυπο: "Is the Johannine Comma Scripture? The evidence seems to say no. Is the Johannine Comma truthful? Is it sound theology? Yes." (Daniel L. Akin, The New American Commentary, vol. 38, 1, 2, 3 John, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2001, σελ. 199).
  36. Σωτηρόπουλος Νικόλαος, Ο Ιησούς Γιαχβέ, 2η έκδ., εκδ. 'Ο Σταυρός', Αθήνα 1988, σελ. 33-34.
  37. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, "Νεοελληνικές μεταφράσεις Καινής Διαθήκης κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα", σελ. 104-122, στο Βιβλικές Μελέτες Β (Βιβλική Βιβλιοθήκη #16), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, εδώ σελ. 115.
  38. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Βιβλικές Μελέτες Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 324: "Το χωρίον τούτο, σημειώνει η επιτροπή, ου μόνον κατά τας βάσεις της παρούσης εκδόσεως, αλλ' ουδέ κατ' εξαίρεση εφαίνετο εγχωρούν, ως όλως αμάρτυρον από των εκκλησιαστικών κειμένων, από των πατέρων και διδασκάλων της Ανατολικής Εκκλησίας, από των αρχαίων μεταφράσεων, από των αρχαιοτέρων απογράφων της Σλαυϊκής μεταφράσεως, και αυτής έτι της Λατινικής, και από πάντων των γνωστών ελληνικών χειρογράφων, των γεγραμμένων ανεξαρτήτως της κατά μικρόν εισαχθείσης εις την Βουλγάταν προσθήκης. Διαιρείται κατά γνώμην της Ιεράς Συνόδου".
  39. Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 379.
  40. Βλέπε Η Καινή Διαθήκη: Κείμενο και Ερμηνευτική Απόδοση υπό Ι. Θ. Κολιτσάρα, Η Καινή Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας του Π. Ν. Τρεμπέλα και Η Αγία Γραφή, Μετάφραση από τα Πρωτότυπα Κείμενα.
  41. Πρόκειται για την μετάφραση: "Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική μετάφραση στη δημοτική", εκδ. Βιβλικής Εταιρίας, 2η έκδ. 1989 αναθεωρημένη (c1985). Η μετάφραση τους έγινε με βάση το Εκκλησιαστικό Κείμενο κατά την Πατριαρχική έκδοση του 1904.
  42. Η Καινή Διαθήκη σε Νεοελληνική Απόδοση, 7η έκδ., Αθήνα 2003.
  43. Μάλιστα, ο Ακαδημαϊκός Μάρκος Α. Σιώτης και ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών θεωρεί την εργασία του Kου Δεληκωστοπούλου ως την "πιστοτέραν προς το πρωτότυπον κείμενον...μεταξύ των άλλων εν χρήσει και σήμερον" (ό.π., σελ. 31).