Απόστολος Πέτρος

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Απόστολος Πέτρος
Apostle Peter.jpg
Ο Απόστολος Πέτρος
Γέννηση περ. 1 μ.Χ., Βηθσαϊδά
Κοίμηση περ. 64 μ.Χ., Ρώμη
Εορτασμός 29 Ιουνίου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος


Ο Απόστολος Πέτρος ή Άγιος Πέτρος, ήταν ένας εκ των 12 μαθητών του Ιησού Χριστού. Ιουδαίος στην καταγωγή, από την περιοχή της Γαλιλαίας, αναδείχτηκε ως η πλέον εμβληματική μορφή των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού, που διακρινόταν για την ειλικρίνεια, τον αυθορμητισμό και την αφοσίωσή του. Μετά την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, ανέλαβε σημαντική δράση για τη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος, δρώντας κυρίως στην περιοχή της Ιουδαίας. Είναι δύσκολο σήμερα να ταυτοποιηθεί η χρονική παρουσία του στη Ρώμη (πιθανώς μετά το 55) καθώς δεν έχουμε σαφείς πηγές για την πορεία του και το μαρτύριό του. Ήταν συγγραφέας δύο επιστολών, ενώ είναι και το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θέλησε να θεμελιώσει το παπικό πρωτείο.

Ο βίος του

Καταγωγή και βίος πριν την κλήση

Ο Απόστολος Πέτρος γεννήθηκε στη Βηθσαϊδά (Ιω. 1, 45), κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ. Αδερφός του ήταν ο πρωτόκλητος Ανδρέας, που από κοινού και μαζί με τους υιούς του Ζεβεδαίου, Απόστολο Ιάκωβο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά (Ματθ. 4, 18). Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης ή Ιωνάς (Ιω. 1, 43. 21, 15-17), ενώ ο ίδιος αναφέρεται ως Σίμωνας (Ματθ. 10, 2, Μαρκ. 3, 16), Συμεών (Πράξεις 15, 14) αλλά και Κηφάς, που σημαίνει Πέτρα (Α΄ Κορινθίους 1, 12. Γαλάτας 1, 18). Ο Ματθαίος ονομάζει το Σίμωνα γιο του Ιωνά (Βαριωνά), αν και κατά μία άποψη, που ακόμα δεν έχει σταθερή βάση, η ονομασία αυτή σημαίνει τρομοκράτης[1]. Το όνομα Ιωνάς, πιθανώς να είναι σύντμηση και απλογραφία του Ιωάννης[2].

Ο Απόστολος Πέτρος κατοικούσε στην Καπερναούμ (Ματθ. 5, 14. Μαρκ. 1, 21) από όπου καταγόταν η γυναίκα του. Στην Καπερναούμ εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του. Για τη γυναίκα του δεν αναφέρεται κάτι σχετικό στην Καινή Διαθήκη αν και είναι γνωστό ότι ήταν έγγαμος, γιατί ο Χριστός θεράπευσε την πεθερά του (Ματθ. 8, 14-15. Λουκ. 4, 38-39). Είναι πιθανό η σύζυγος του να μη ζούσε όταν τον κάλεσε ο Χριστός στο αποστολικό αξίωμα[3]. Μάλιστα αργότερα, στις ιεραποστολικές του περιοδείες, είχε μαζί του και μια χριστιανή αδελφή για να τον υπηρετεί (Α΄ Κορινθίους 9, 5).

Το γεγονός ότι ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά αλλά και το γεγονός ότι τα μέλη του Συνεδρίου αποκάλεσαν αυτόν - όπως και τον Ιωάννη - "αγράμματους και απλοϊκούς" (Πράξεις 4, 13) δείχνουν ότι δεν είχε φοιτήσει σε ραβινική σχολή. Είναι πιθανό όμως να ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου. Η κλήση του στο αποστολικό αξίωμα έγινε σταδιακά. Πρώτα τον παρουσίασε στο Χριστό, ο αδελφός του Ανδρέας (Ιω. 1, 42), ενώ προφανώς ήταν παρών στο γάμο της Κανά, όπου αμέσως μετά εγκαταστάθηκε με τον Ιησού και τους άλλους μαθητές στην Καπερναούμ (Ιω. 2, 1-12). Την κλήση του αναφέρουν οι τρεις Συνοπτικοί Ευαγγελιστές. Αναφέρεται πάντοτε μεταξύ των μαθητών στους καταλόγους της Καινής Διαθήκης και αποτελούσε, μαζί με τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη, τον πιο στενό κύκλο των μαθητών, λαμβάνοντας πρωτεύουσα θέση στον Αποστολικό κύκλο[4].

Μετονομασία

Στην Καινή Διαθήκη δε φαίνεται καθαρά πότε ο Ιησούς ονόμασε το Σίμωνα Κηφά, δηλ. βράχο, πέτρα, που αποδίδεται στην Ελληνική ως "Πέτρος". Κατά το Ματθαίο (16, 18) η μετονομασία αυτή συνδέεται με την ομολογία του Πέτρου στην Καισάρεια του Φιλίππου. Κατά το Μάρκο (3, 16) και το Λουκά (6, 14,) η αλλαγή αυτή του ονόματος του από Σίμωνα σε Πέτρο, μνημονεύεται στην αρχή του καταλόγου των δώδεκα, όταν δηλ. συγκροτήθηκε και ολοκληρώθηκε από τον Ιησού η ομάδα των δώδεκα. Ο Ιωάννης (1, 42) γράφει πως όταν για πρώτη φορά ο Σίμων συναντήθηκε με τον Ιησού, στον οποίο τον παρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας, ο Ιησούς του είπε ότι θα ονομαστεί Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος.

Ο Απόστολος Πέτρος μέσα από την Καινή Διαθήκη και μέχρι την ανάληψη του Κυρίου

Ο Απόστολος Πέτρος, μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, διαφαίνεται πως κατείχε πρωτεύοντα ρόλο. Ο χαρακτήρας του διαφαίνεται ενθουσιώδης, ορμητικός, ενεργητικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, αναλαμβάνοντας διαρκώς πρωτοβουλίες. Συνάμα όμως επεδείκνυε και ένα ευμετάβλητο και ασταθή χαρακτήρα. Ο ίδιος παρέμενε πάντοτε ειλικρινής και αφοσιωμένος στο Χριστό, εμφάνιζε όμως μερικές φορές εξάρσεις, που τις καταπράυνε γρήγορα γιατί εξ αιτίας τους έχανε το θάρρος του.

Παρατηρώντας μερικά στιγμιότυπα της ζωής του Πέτρου, βρισκόμαστε στην Καπερναούμ όπου ο Χριστός αναφέρει στους ακροατές του, ότι για να έχουν ζωή αιώνιο πρέπει να τρώγουν το Σώμα Του και να πίνουν το Αίμα Του. Εκείνοι δεν αντιλήφθηκαν το μήνυμά Του και σκανδαλιζόμενοι έφυγαν. Ρωτώντας ο Κύριος τους Δώδεκα μαθητές Του, εάν θέλουν και αυτοί να φύγουν, ο Πέτρος απάντησε αμέσως "Κύριε, σε ποιόν να πάμε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου και εμείς πιστεύσαμε και γνωρίσαμε ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος". Μετά από προτροπή του Ιησού, ο Πέτρος βάδισε στη θάλασσα (Ματθ. 14, 28-32). Επίσης μετά από προτροπή του Ιησού, ψάρεψε ένα ψάρι που είχε στην κοιλιά του ένα νόμισμα, για να πληρώσει τον φόρο στους Ρωμαίους (Ματθ. 17, 24-27).

Στην Καισάρεια του Φιλίππου, λίγο πριν από το πάθος, ο Χριστός υπέβαλε στους μαθητές του την ερώτηση ποια γνώμη είχαν οι άνθρωποι για Εκείνον. Ο Πέτρος απάντησε ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού (Ματθ. 16, 13-16). Τότε ο Ιησούς απεκάλεσε τον Πέτρο μακάριο, επειδή δέχθηκε την αποκάλυψη όχι από άνθρωπο, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Του είπε πώς σε αυτή την πέτρα, δηλαδή στην ομολογία ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του, της οποίας "πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν". Στη συνέχεια ζήτησε από τους μαθητές Του να κρατήσουν κρυφό ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, και τους φανέρωσε ότι θα μεταβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα. Ο Πέτρος πήρε το Χριστό ιδιαιτέρως και προσπάθησε να τον αποτρέψει από από την πορεία του προς το Πάθος. Ο Χριστός όμως τον επιτίμησε αυστηρά ("Ύπαγε οπίσω μου σατανά" Ματθ. 16,23).

Ο Πέτρος, μαζί με τους Ιωάννη και Ιάκωβο, ήταν παρών στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο Όρος Θαβώρ (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36). Όταν ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος αρνήθηκε. Ο Χριστός απευθυνόμενος προς αυτόν του είπε πως "εάν δεν δεχθής να σού πλύνω τα πόδια δεν μπορείς να μένης κοντά μου". Τότε ο Απόστολος Πέτρος απάντησε, "Τότε Κύριε μη μου πλύνεις μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι"(Ιωάν. 13, 5-10). Το ίδιο βράδυ φαίνεται να διακατέχεται από έντονη αγωνία για να μάθει ποιος είναι ο προδότης του Ιησού (Ιωάν. 13, 24), ενώ διαμαρτύρεται διότι ο Ιησούς του είπε πως εκεί που οδεύει, δεν μπορεί ο ίδιος ακόμα να τον ακολουθήσει. Ο Πέτρος υπόσχεται στον Κύριο ότι είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του γι' αυτόν (Ιωάν. 13, 36-37· πρβλ. Ματθ. 26, 33. Μάρκ. 14, 29). Ο Κύριος όμως προφητικά του προανήγγειλε ότι θα τον αρνιόταν τρεις φορές.

Όταν ο Ιησούς προσευχήθηκε στον κήπο της Γεθσημανή και γυρίζοντας κοντά στους μαθητές του, τους βρήκε να κοιμούνται, πρώτα απευθύνθηκε στον Πέτρο (Μάρκ. 14, 37), ενώ τη στιγμή που Τον συνελάμβαναν, ο Πέτρος με μαχαίρι έκοψε το αυτί ενός από τους δούλους του αρχιερέα. Ο Χριστός τον επετίμησε θεραπεύοντας τον Μάλχο (Ματθ. 26, 51. Μάρκ. 14, 47. Λουκ. 22, 50. Ιωάν. 18, 10). Κατά τη σύλληψη του Ιησού, ο Πέτρος τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέα (Ματθ. 26, 58. Μάρκ. 14, 54. Λουκ. 22, 54. Ιωάν. 18, 15-16). Στη συνέχεια ο Πέτρος Τον αρνείται τρεις φορές με όρκο. Αφού αλέκτωρ ελάλησε τρις, θυμήθηκε τον λόγο του Χριστού που του είχε προαναγγείλει αυτή την πτώση, και μετανιώνοντας, έκλαψε πικρά. Ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του, τον ρώτησε τρεις φορές εάν τον αγαπά, και του έδωσε την εντολή να ποιμαίνει τα λογικά Του πρόβατα, αποκαθιστώντας τον στο αποστολικό αξίωμα.

Μετά την Ανάληψη

Οι ειδήσεις για την ιστορία του Πέτρου μετά την Ανάληψη δεν είναι πολλές. Γι αυτό και δε μπορούμε να έχουμε ένα διάγραμμα της πορείας του και κανένα σταθερό σημείο για μια σωστή χρονολόγηση. Στην ιστορία της πρώτης Εκκλησίας, ο Πέτρος πρωτοστατεί στην πρώτη διοικητικού χαρακτήρα πράξη των Αποστόλων, όταν υπέδειξε σε κοινή σύναξη των πιστών να εκλέξουν τον αντικαταστάτη του Ιούδα του Ισκαριώτη (Πρ. 1, 13-26). Την ημέρα της Πεντηκοστής πάλι ο Πέτρος σηκώθηκε μαζί με τους άλλους έντεκα Αποστόλους και μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος ώστε να πιστέψουν και να βαπτιστούν 3.000 άνθρωποι (Πρ. 2, 14-41). Στη συνέχεια θεράπευσε κάποιο χωλό στο Ναό, όντας με τον Ιωάννη (Πρ. 3, 1-11), ενώ μίλησε για δεύτερη φορά προς το πλήθος (Πρ. 2, 12-26). Αυτή η πράξη του, είχε σα συνέπεια να οδηγηθεί με τον Ιωάννη στο συνέδριο. Εκεί μίλησε με παρρησία (Πρ. 4, 1-12), λέγοντας ότι δεν μπορούσε να μη μιλήσει γι' αυτά που είδε και άκουσε (Πρ. 4, 20). Οι Ιουδαίοι και μάλιστα οι Σαδδουκαίοι τον συνέλαβαν για δεύτερη φορά μαζί με τον Ιωάννη και τους φυλάκισαν, για να αποφυλακιστούν όμως με θαυμαστό τρόπο (Πρ. 5, 17-42).

Γεγονότα, όπως η θανατική τιμωρία του Ανανία και της συζύγου του Σαπφείρας (Πρ. 5, 1-11) και τα θαύματα που έκανε και με τη σκιά του ακόμη (Πρ. 5, 15-16) μεγάλωσαν πολύ τη φήμη του Αποστόλου Πέτρου. Μαζί με τον Ιωάννη στάλθηκαν αργότερα από τους Αποστόλους στη Σαμάρεια όταν άκουσαν ότι εκεί διαδόθηκε ο λόγος του Θεού (Πρ. 8, 14). Στη Σαμάρεια συναντήθηκε ο Πέτρος με το Σίμωνα το μάγο (Πρ. 8, 18-24), ενώ μαζί με τον Ιωάννη κήρυξαν το λόγο του Θεού σε πολλά χωριά της (Πρ. 8, 25). Με κέντρο τα Ιεροσόλυμα, πολλές φορές μετέβαινε σε περιοδείες και επισκεπτόταν τις πλησιόχωρες Εκκλησίες (Πρ. 9, 32), γι αυτό και μαζί με τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη θεωρούνταν οι "στύλοι» της Εκκλησίας" (Γαλ. 2, 9). Σε μια περιοδεία θεράπευσε στη Λύδδα τον παραλυτικό Αινέα (Πρ. 9, 32-34) και στην Ιόππη ανέστησε την Ταβιθά ή Δορκάδα (Πρ. 9, 36-42). Πάντως στις περιοχές αυτές προϋπήρχαν Χριστιανοί και δεν είναι ο Πέτρος ο πρώτος ιεραπόστολος των περιοχών αυτών (πρβλ. Πρ. 9, 32). Εκτός αυτού ο Πέτρος φαίνεται ότι είχε σημαντικά αποτελέσματα στη Λύδδα και Σάρωνα (Πρ. 9, 35). Στην Ιόππη ο Πέτρος έμεινε αρκετές ημέρες (Πρ. 9, 43) και στην Καισαρεία, όπου πορεύτηκε με θεία εντολή, κατήχησε και βάπτισε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο και όλους τους δικούς του (Πρ. 10, 1-48).

Όταν γύρισε στα Ιεροσόλυμα εξιστόρησε τα γεγονότα με τον Κορνήλιο και έδωσε απάντηση στους χριστιανούς εκ περιτομής, που δυσαρεστήθηκαν γιατί βάπτισε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πρ. 11, 1-17). Το 42 ή 44 ο Ηρώδης Αγρίππας Α΄ τον συνέλαβε μετά τη θανάτωση του Αποστόλου Ιακώβου και αφού είδε ότι αυτή η πράξη άρεσε στους Ιουδαίους, θέλησε να τον θανατώσει. Ο Θεός όμως τον έσωσε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πέτρος πήγε στο σπίτι της Μαρίας, της μητέρας του Μάρκου (Πρ. 12, 1-17) και από εκεί πορεύτηκε σ' άλλον τόπο (Πρ. 12, 17). Στη συνέχεια ο Πέτρος λαμβάνει μέρος στην Αποστολική Σύνοδο, το 49 στα Ιεροσόλυμα, όπου διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο μαζί με τον Παύλο, τον αδελφόθεο Ιάκωβο και το Βαρνάβα (Πρ. 15, 14. Γαλ. 2, 7-8). Τάσσεται με σθένος υπέρ της ελευθερίας των Εθνικοχριστιανών σε σχέση με την περιτομή και τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι οι εξ Εθνικών Χριστιανοί να συμμορφώνονται με αυτές γιατί και οι Εθνικοί, όπως και οι Ιουδαίοι, σώζονται μόνον με την πίστη στο Χριστό (Πρ. 15, 1-29). Αργότερα συναντιέται στην Αντιόχεια με τον Παύλο, ο οποίος τον έψεξε γιατί έκανε παραχωρήσεις στους ιουδαΐζοντες σε βάρος των εξ Εθνικών Χριστιανών (Γαλ. 2, 11-21).

Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στους Εβραίους και μάλιστα στην Παλαιστίνη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, που χρησιμοποιεί στην περίπτωση αυτή τον Ωριγένη, αναφέρει ότι ο Πέτρος κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της διασποράς, στον Πόντο, τη Γαλατία, τη Βιθυνία, την Καππαδοκία και την Ασία[5].

Εικασίες για ζηλωτική ιδιότητα

Από το γεγονός ότι ο Πέτρος έφερε μαχαίρι και απέκοψε το αυτί του Μάλχου τη νύχτα της σύλληψης του Ιησού, κάποιοι υπέθεσαν ότι ο Πέτρος ήταν αναρχικός Σικάριος (τρομοκράτης) του ομίλου των Ζηλωτών, οι οποίοι αντιστέκονταν ενεργητικά στη ρωμαϊκή εξουσία. Στον όμιλο αυτό ήταν ο Σίμων ο Ζηλωτής και πιθανόν και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την πιθανότητα η λέξη "Βαριωνάς" να μην σημαίνει "γιος του Ιωνά" αλλά "τρομοκράτης". Πάντως αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί να υποστηριχτεί με σιγουριά[6].

Απόστολος Πέτρος και Ρώμη

Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι ο Πέτρος υπήρξε ο πρώτος Πάπας, δηλ. Επίσκοπος Ρώμης, υποστηρίζοντας το "Πρωτείο του Πάπα" στο υποτιθέμενο πρωτείο του Πέτρου έναντι των άλλων Αποστόλων. Αυτό το θεμελιώνουν από τα λόγια του Ιησού στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου: "Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω σ'αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου...".

Η άποψη ότι ο Απόστολος Πέτρος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης στηρίζεται κυρίως στις λεγόμενες Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, μια συλλογή κειμένων αγνώστου συγγραφέα, που έγινε στη Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα μ. Χ.. Πρόκειται για νόθα κείμενα που αποβλέπουν στην ενίσχυση της παπικής εξουσίας. Στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις των Αποστόλων, στις επιστολές Προς Γαλάτας, Προς Κορινθίους Α΄, Προς Ρωμαίους, καθώς και στις λεγόμενες επιστολές της αιχμαλωσίας), δε βρίσκουμε ιστορικές μαρτυρίες για επίσκεψη του Πέτρου στη Ρώμη[7]. Κάτι τέτοιο είναι πολύ σημαντικό διότι ο Πέτρος δε φαίνεται να είχε επισκεφτεί τη Ρώμη μέχρι τουλάχιστον το 55, τη στιγμή που ψευδο-Ισιδώρειες διατάξεις τον αναφέρουν ως επίσκοπο για 25 περίπου έτη και μέχρι το θάνατό του, δηλαδή αρκετά πριν από το 50, ενώ και οι επιστολές του δε φαίνεται να απευθύνονται προς τους Ρωμαίους.

Η ιστορική έρευνα σήμερα καταλήγει πως ο Πέτρος δεν είναι ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, όπου ο Χριστιανισμός δεν κηρύχτηκε από τους Αποστόλους, γιατί κανένας δεν φαίνεται να πήγε στη Ρώμη για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Στη Ρώμη ο Χριστιανισμός κηρύχτηκε από άγνωστους Χριστιανούς, οι οποίοι προφανώς άκουσαν τον Πέτρο στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής (Πρ. 2, 10) και κάποιους ακόμα που είχαν διδαχθεί το χριστιανισμό από τον Παύλο στις διάφορες πόλεις, όπου κήρυξε[8]. Επίσης, ο Απόστολος Πέτρος δεν υπήρξε ο πρώτος Πάπας της Ρώμης, αφού σύμφωνα με τους διασωθέντες επισκοπικούς καταλόγους, αλλά και τις ιστορικές μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων, ως πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης ουδέποτε αναφέρεται ο Πέτρος, αλλά ο Λίνος, άλλοτε δε, αν και εσφαλμένως υπό του Τερτυλλιανού, ο Κλήμεντας Ρώμης.

Βλέπε: Παπικό πρωτείο, Πρεσβεία τιμής των Εκκλησιών.

Μαρτυρικός θάνατος

Πιστεύεται ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στις 13 Οκτωβρίου του 64 μ.Χ. στο Ιπποδρόμιο του Νέρωνα στη Ρώμη. Έρευνες[9] που έχουν γίνει στις κατακόμβες της Ρώμης θεωρείται ότι έχουν ανακαλύψει τον τάφο του Αποστόλου, ο οποίος βρίσκεται στις κρύπτες κάτω από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, αν και υπάρχουν και αντίθετες απόψεις[10]. Επίσης θεωρείται ότι έχουν ανακαλυφθεί και οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος στη φυλακή του Μαμερτίνου στη βασιλική Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι.

Επιστολές

Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές, οι οποίες δεν είναι μεγάλες σε έκταση, είναι όμως πλούσιες σε θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες. Η Α' επιστολή Πέτρου αναφέρεται κυρίως στον εξαγνισμό και την υπακοή. Στο χωρίο 1:9 διαφαίνεται πως κατά τον Απόστολο, δεν είναι η αρχή της πίστεως ή η πίστη γενικά που φέρνει ως αποτέλεσμα τη σωτηρία, αλλά το "τέλος της πίστεως" που επιτυγχάνει τη σωτηρία. Η πορεία της αυξήσεως στην πνευματική ζωή τονίζεται στο χωρίο 2:2 όπου πως πρέπει ο πιστοί να αυξηθούν για να φτάσουν στη σωτηρία" («ίνα … αυξηθήτε εις σωτηρίαν»), ενώ στο χωρίο 2:11 γίνεται λόγος για τον «πόλεμο» που διεξάγεται ανάμεσα στις σαρκικές επιθυμίες και τον άνθρωπο.

Κεντρικό θέμα της B΄ επιστολής αποτελεί η εσχατολογία, η οποία αναπτύσσεται στην επιστολή εξαιτίας της εμφάνισης στην κοινότητα χριστιανών που αμφισβητούσαν τον ερχομό του Κυρίου, την πρόνοια του Θεού για τον κόσμο και την εξάρτηση του κόσμου από τον δημιουργό Θεό.

Στο χωρίο 1:4 της Β' επιστολής Πέτρου βλέπουμε ότι οι υποσχέσεις που μας έχει δώσει ο Θεός είναι μεγάλες και πολύτιμες· η δε διαφθορά μέσα στον κόσμο υπάρχει λόγω των κακών επιθυμιών. Οι άνθρωποι όμως μπορούν να αποφύγουν τη διαφθορά αλλά και να γίνουν μέτοχοι ή κοινωνοί της Θείας φύσεως -μια ιδέα που αναπτύσσεται στην Αρχαία Εκκλησία και στην Ανατολική Ορθόδοξη σκέψη-, θέτοντας έτσι το θεμέλιο για το δόγμα της θεώσεως. Παράλληλα στο χωρίο 1:10 της Β' επιστολής Πέτρου μνημονεύεται η «κλήση» και η «εκλογή». Ο Χριστιανός προτρέπεται να δείχνει «προθυμία» για να κάνει ακριβώς αυτή την «κλήση και εκλογή» σταθερή («βεβαίαν»). Κατά το χωρίο 2:20-22 η απομάκρυνση από την «οδό της δικαιοσύνης» δεν είναι μόνο πιθανή, αλλά πραγματικά συμβαίνει· κι' αυτή είναι κάτι χειρότερο από του να μην είχε κανείς γνωρίσει καθόλου την «οδό της δικαιοσύνης»[11].

H Β Πέτρου επιστολή χαρακτηρίζεται και ως «αντιαιρετική», γιατί δίνει μία κατοχυρωμένη απάντηση στους αμφισβητίες της ορθής πίστης. Συνάμα έχει και «απολογητική» διάθεση, αφού αναπτύσσει την πίστη της χριστιανικής κοινότητας χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που απαντούν τόσο στην ιουδαϊκή και την ευρύτερη χριστιανική παράδοση όσο και στη θύραθεν γραμματεία[12].

Διαβάστε επίσης

Υποσημειώσεις

  1. Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, σελ. 58
  2. Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, σελ. 58
  3. Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, σελ. 58
  4. Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, σελ. 59
  5. Εκκλησιαστική Ιστορία, 3,1. 4,2
  6. Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, σελ. 58
  7. Βλ. σχετικό άρθρο του Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομ. Καθηγητού Πανεπιστημίου στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» Να 1678-1680. (23/2/2007, 2/3/2007 και 9/3/2007). [1]
  8. Βλ. Α. Α. Γκλαβίνα, Οι δώδεκα Απόστολοι, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, 1993, σελ. 57-67: "Χριστιανοί στη Ρώμη υπήρχαν ήδη πριν από το διάταγμα του Κλαυδίου (Πρ. 18, 2), το 50. ... Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο Παύλος στο 16 κεφάλαιο της Επιστολής του προς τους Ρωμαίους στέλνει πλήθος ασπασμών σε πιστούς μιας πόλης στην οποία δεν κήρυξε ακόμη και οι οποίοι ήταν γνωστοί του και συνδέονταν μαζί του...Ο Απόστολος Παύλος, που συνήθιζε να κηρύττει εκεί όπου δεν είχε ακόμη ακουστεί το όνομα του Χριστού, γιατί δεν ήθελε να οικοδομεί πάνω σε ξένα θεμέλια (Ρωμ. 15, 20), ομολογεί ότι θέλει να κηρύξει στη Ρώμη (Ρωμ. 1, 15) την επιθυμία του αυτή αναφέρουν και οι Πράξεις των Αποστόλων (19, 21. 23, 11). Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη, που γράφει προς τους Ρωμαίους (56), κανένας Απόστολος δεν πέρασε από τη Ρώμη."
  9. Lietzmann Petrus et Paulus in Rom,Berlin,1937,238
  10. Ch.Guignotte, K. Heussi
  11. Γεωργίου Φλορόφσκι, "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 73-76, 81).
  12. Ατματζίδης, Χαράλαμπος Γ., "Η εσχατολογία στη Β' Επιστολή Πέτρου", Εκδόσεις Πουρναρά, 2005