Ιάκωβος ο αδελφόθεος

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ιάκωβος ο αδελφόθεος
Jamesbrotherlord.jpg
Ο Άγιος Ιάκωβος ο δίκαιος
Γέννηση άγνωστο
Κοίμηση περ. 62 μ.Χ., Ιεροσόλυμα
Εορτασμός 23 Οκτωβρίου,
26 Δεκεμβρίου
Σημαντικές ημερομηνίες 49 μ.Χ. Αποστολική Σύνοδος
Τίτλος Απόστολος


Ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο αποκαλούμενος και δίκαιος, είναι άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έζησε κατά την αποστολική εποχή και υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Αποκαλείται αδελφόθεος διότι ήταν συγγενής του Ιησού[1]. Έγινε μαθητής του Ιησού μετά την Ανάσταση και έδωσε μαρτυρικώς τη ζωή του, όταν καταδικάστηκε από το συνέδριο των Σαδδουκαίων.

Ο βίος του

Η συγγένεια με τον Ιησού

Μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης παρατηρούμε πως κάποια πρόσωπα χαρακτηρίζονται ως αδελφοί του Κυρίου. Ένας εξ αυτών και μάλιστα με το μεγαλύτερο μερίδιο αναφορών είναι ο Ιάκωβος. Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για αυτή την ονομασία είναι τρεις:

  • Σύμφωνα με τον Ελβίδιο, ο Ιωσήφ απέκτησε παιδιά με τη Θεοτόκο μετά τη γέννηση του Ιησού.
  • Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ο όρος πρέπει να κατανοηθεί ως εξάδελφοι του Χριστού.
  • Σύμφωνα με τον Επιφάνιο, ο Ιωσήφ είχε υιούς από προηγούμενη γυναίκα.

Από τις τρεις αυτές απόψεις η πλέον σωστή είναι του Επιφανίου[2], καθώς είναι γνωστό αφενός πως ο Ελβιδίος δε χαρακτηρίζεται από αντικειμενικότητα, αφού καταπολεμούσε τις θέσεις της εκκλησίας για τον παρθενικό ασκητισμό, με ιδιαίτερη βάση το αειπάρθενο της Θεοτόκου[3], αφετέρου ότι ο Ιωσήφ είχε και άλλα παιδιά. Πέραν των προλεγομένων είναι γνωστό πως η μητέρα του Ιησού δεν είχε άλλα δικά της παιδιά, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση ο Ιησούς δε θα χρειαζόταν να αφήσει τον Ιωάννη να φροντίζει τη μητέρα του, σαν γιο της, όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε (Ιω. 20, 4).

Καινή Διαθήκη

Ο Ιάκωβος δεν ακολούθησε ως μαθητής τον Ιησού κατά την περίοδο της διδασκαλίας Του, αλλά μόλις μετά την ανάστασή Του, γι αυτό και όλες οι αναφορές που έχουμε για το βίο του είναι ύστερες. Κατέλαβε ηγετική θέση στην αρχαία χριστιανική εκκλησία (Ματθ. 13, 55. Μαρκ. 6, 3. Πράξεις 1, 14. 12, 17. Α΄ Κορινθ. 15, 7 κ.α.), ενώ μέσα στα ευαγγέλια αναφέρεται πάντοτε ως πρώτος από τους αδελφούς του Ιησού (Ματθ. 13, 55. Μάρκο. 6, 3) κάτι που δείχνει πως πιθανώς ήταν ο πρεσβύτερος[4].

Ο Απόστολος Παύλος μας αναφέρει ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε μετά την ανάσταση στον Ιάκωβο και εν συνεχεία στους αποστόλους (Ά Κορινθ. 15, 7), δείχνοντάς μας έτσι πως κλήθηκε με ιδιαίτερο τρόπο στο αποστολικό αξίωμα, όπως και ο ίδιος. Η εξαίρετη θέση μάλιστα που κατείχε στη συνείδηση των μελών της αρχαίας εκκλησίας διαφαίνεται και από την απόκληση του Αποστόλου Παύλου, ως «στύλου» (Γαλ. 2, 9) και αποστόλου (Γαλ. 1, 19). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει πως όταν ο Πέτρος αποφυλακίστηκε με θαυμαστό τρόπο, κατευθύνθηκε στο σπίτι της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου, όπου τελικά ζήτησε να απαγγείλουν τα γενόμενα και στον Ιάκωβο (Πράξεις 12, 17), ενώ όταν υποχρεώθηκε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα, αφού κινδύνευε να συλληφθεί και πάλι από τον Ηρώδη Αγρίππα, παρήγγειλε να διηγηθούν τα συμβάντα στον Ιάκωβο και τους αδελφούς του (Πράξεις 12, 17). Μία τέτοια κίνηση μάλιστα εκλαμβάνεται από μερικούς ερευνητές, ότι ήταν η απαρχή της ανάληψης των ηνίων της εκκλησίας των Ιεροσολύμων από τον Ιάκωβο[5].

Στην Αποστολική σύνοδο (Πράξεις 15, 4-29) ο Ιάκωβος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο. Ο ίδιος μάλιστα μέσα από την αποστολική περιγραφή διαφαίνεται ως επικεφαλής της συνόδου. Έτσι λαμβάνει θέση ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα με τους εξ εθνών χριστιανούς, τασσόμενος υπέρ της άποψης να μην επιβαρύνονται με την περιτομή, αλλά να δοθεί ιδιαίτερη μνεία για την ηθική πορεία του βίου τους και την αποχή από τα έθιμα των ειδωλολατρών (Πρ. 15, 19-20). Μετά την τρίτη περιοδεία του ο Παύλος φτάνοντας στα Ιεροσόλυμα, παρουσιάστηκε στο Ιάκωβο για να διηγηθεί τα συμβάντα (Πρ. 21, 18-19). Ο Ιάκωβος τελικά φαίνεται πως δεν εγκατέλειψε τα Ιεροσόλυμα, περιορίζοντας την αποστολική του δράση στους Ιουδαίους (Γαλ. 2, 9), χωρίς όμως να αντιτίθεται το άνοιγμα στον εθνικό χώρο (Γαλ. 2, 6-10). Οι πληροφορίες από το σημείο αυτό και μετά μέσα στην Καινή Διαθήκη για τον Ιάκωβο σταματούν.

Εξωγραφικές μαρτυρίες και μαρτύριο

Αρκετές πηγές, υπάρχουν σχετικά με το βίο του Ιακώβου. Σύμφωνα με το απόκρυφο κείμενο "Καθ Εβραίους Ευαγγέλιον", ο Ιάκωβος προετοιμάστηκε περιμένοντας τον Ιησού με αποχή από κάθε τροφή. Το ίδιο κείμενο αποδέχεται επίσης ότι έλαβε μέρος και στο Μυστικό Δείπνο. Η περίπτωση φυσικά να εμφανίστηκε στο Μυστικό Δείπνο θεωρείται απίθανη, όχι όμως και ο ασκητικός χαρακτήρας του που επιβεβαιώνεται και από άλλους συγγραφείς. Ο Ηγήσιππος, μέσω του Ευσεβίου[6] μας αναφέρει τον Ιάκωβο ως Ναζιραίο και πως προσευχόταν τόσο πολύ για το λαό ώστε τα γόνατά του είχαν βγάλει κάλους όμοιους με κάλους καμήλας. Το όνομα "δίκαιος", του αποδόθηκε ένεκα της ασκητικότητάς του. Σύμφωνα με τον Κλήμη Αλεξανδρείας ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων[7].

Ιστορικές μαρτυρίες περί του θανάτου του Ιακώβου λαμβάνουμε από διάφορα απόκρυφα κείμενα, τον Ηγήσιππο, τον Κλήμη Αλεξανδρείας και τον Φλάβιο Ιώσηπο. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι του Ηγήσιππου, αν και αυτή που σήμερα προκρίνεται ως η πλέον κοντά στην αλήθεια είναι του Ιώσηπου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηγήσιππο[8] την εορτή του Πάσχα, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι συνέστησαν στον Ιάκωβο να σταθεί στο πτερύγιο του Ναού και να αποκηρύξει την πίστη του στο Χριστό. Ο Ιάκωβος έπραξε όμως το αντίθετο με αποτέλεσμα να τον κρημνίσουν και να τον λιθοβολήσουν. Ένας ρεχαβίτης ιερέας προσπάθησε να τον σώσει, αλλά ένα γναφέας με το ξύλο της δουλειάς του τον σκότωσε. Σύμφωνα με τον πιο αξιόπιστο Ιώσηπο[9] ύστερα από το θάνατο του Φήστου ο Καίσαρας έστειλε ως έπαρχο τον Αλβίνο. Πριν όμως φτάσει στην θέση του, ο Σαδδουκαίος αρχιερέας Άνανος συγκάλεσε συνέδριο, στο οποίο δίκασε τον Ιάκωβο και άλλους ασεβείς, σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Οι Φαρισαίοι που ήταν επιεικέστεροι στο γράμμα του νόμου, ενημέρωσαν τον Αλβίνο για το συμβάν, όπως και τον Αγρίππα. Ο Αλβίνος τελικά έστειλε απειλητική επιστολή στον Άνανο, ενώ ο Αγρίππας τον απομάκρυνε από τη θέση του, αλλά ήταν πλέον αργά. Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία δύο φορές το χρόνο. Στις 23 Οκτωβρίου και τις 26 Δεκεμβρίου.

Υποσημειώσεις

  1. Απόστολος Γλαβίνας, Οι δώδεκα Απόστολοι, σελ. 117
  2. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 117
  3. Γεώργιος Φλορόφσκι, Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες, σελ. 113
  4. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 117
  5. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελ. 119
  6. Εκκλησιαστική Ιστορία 2, 23, 4-18
  7. Ευσέβιος Εκκλησιαστική ιστορία 2, 1, 3
  8. Ευσέβιο, Εκκλησιαστική ιστορία 2, 23, 4εξ.
  9. Ιουδαϊκή αρχαιολογία ΧΧ, 197-203

Βιβλιογραφία

  • Απόστολος Γλαβίνας, Οι Δώδεκα Απόστολοι, Τέρτιος, Κατερίνη 1993.

Διαβάστε επίσης