Ευαγγέλιο

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Στον Χριστιανισμό, η λέξη Ευαγγέλιο σημαίνει «χαρμόσυνη είδηση» ή «χαρούμενη αγγελία» και αναφέρεται κυρίως, στο καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο ευαγγελιστής Μάρκος, ο ευαγγελιστής Λουκάς και ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Τα βιβλία αυτά, διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, και του θανάτου του Ιησού, και εκθέτουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας Του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία του χριστιανισμού.

Χρήση του όρου

Η ονομασία του φιλολογικού αυτού είδους προέρχεται από μια λέξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου που πήρε νέο περιεχόμενο στο χριστιανισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, η λέξη "ευαγγέλιο" που τη συναντάμε από τον 8ο αιώνα π.Χ. στα έπη του Ομήρου[1], έχει την έννοια της χαρμόσυνης αγγελίας κάποιας νίκης ή της αμοιβής που παίρνει ο κομιστής της αγγελίας ή και της θυσίας που προσφέρεται στους θεούς για τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης. Μεταγενέστερα, στην αυτοκρατορική λατρεία των ελληνορωμαϊκών χρόνων, η μέρα της γέννησης του αυτοκράτορα θεωρείται "ευαγγέλιο".

Στον Χριστιανισμό, από το 2ο αιώνα και ύστερα η λέξη ευαγγέλιο άρχισε να δηλώνει και τα βιβλία εκείνα της Κ.Δ., που περιέχουν και αφηγούνται το γεγονός της νίκης του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων με τα θαύματα, τις διδασκαλίες του, το θάνατο και την ανάσταση του. Έτσι οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων με τη λέξη ευαγγέλιο δηλώνουν είτε το λυτρωτικό μήνυμα της Καινής Διαθήκης γενικά, είτε τα τέσσερα βιβλία, τα "ευαγγέλια"[2], είτε το κάθε ένα από τα τέσσερα βιβλία ξεχωριστά[3].

Το περιεχόμενο του Χριστιανικού ευαγγελίου

Η κατεξοχήν χαρμόσυνη αγγελία για την ανθρωπότητα, είναι η σωτηρία της από την αμαρτία, τη φθορά και τον πνευματικό θάνατο, και η αποκατάσταση της στενής κοινωνίας της με τον Θεό. Αυτά προσφέρθηκαν από τον Θεό στον κόσμο, με τη γέννηση, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού. Στην ορολογία της πρώτης εκκλησίας η λέξη "ευαγγέλιο" αναφέρεται στη νίκη του Χριστού επί των δυνάμεων του κακού, που είχαν δέσμιους τους ανθρώπους. Τη λέξη αυτή χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Χριστός[4] και κατόπιν η εκκλησία για το έργο του Χριστού, ιδιαίτερα για το σταυρικό του θάνατο και την Ανάσταση από τα οποία ήλθε η λύτρωση των ανθρώπων.

Τα Eυαγγέλια ως φιλολογικό είδος στην επιστημονική ερευνά

Πριν από την τελική καταγραφή των ευαγγελίων, είχαν διαμορφωθεί μέσα στην πρώτη χριστιανική κοινότητα, διηγήσεις για λόγια και έργα του Ιησού που εξυπηρετούσαν την ιεραποστολή, την κατήχηση, τη διδαχή, τη λατρεία, την απολογητική και άλλους τομείς της δράσης της πρώτης εκκλησίας.

Οι διηγήσεις αυτές, αποτελούν την προϊστορία των ευαγγελίων με την εξέταση των οποίων ασχολήθηκε η λεγόμενη Μορφοϊστορική μέθοδος που αναπτύχθηκε στη Γερμανία από το 1920 και μετά. Η επιστημονική αυτή άποψη της Μορφοϊστορικής Σχολής, δεχόταν ότι οι ευαγγελιστές ήταν απλά και μόνο συλλέκτες και καταγραφείς της παράδοσης της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού, άρα δεν πρέπει να αναζήτα κανείς στα κείμενά τους απόλυτη συνοχή.

Μεταξύ των εκπροσώπων της σχολής αυτής υπήρχαν διαφορετικές απόψεις όπου κατά μία εκδοχή αναγνωρίστηκε μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργικότητα της εκκλησίας, ενώ άλλη εκδοχή έκανε λόγο για ένα πιο σίγουρο ιστορικό πυρήνα στην παράδοση της εκκλησίας σχετικά με τον Ιησού.

Αργότερα, με την εμφάνιση της "Ιστορίας της σύνταξης", η προσοχή των ερευνητών στράφηκε στο γεγονός ότι οι ευαγγελιστές δεν είναι απλοί συλλέκτες, αλλά θεολόγοι με ξεχωριστή θεολογική τάση ο καθένας και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία διαπιστώνονται τόσο με την εκλογή του υλικού μεταξύ των στοιχείων της παράδοσης όσο και με τον τρόπο καταγραφής του, όπου εκφράζονται οι ιδιάζουσες σε κάθε ευαγγελιστή θεολογικές τάσεις.

Από εκει και πέρα, νεώτερες επιστημονικές τάσεις όπως η Στρουκτουραλιστική ανάλυση επικεντρώνονται περισσότερο με φιλολογικό ενδιαφέρον στα κείμενα, με την εξέταση της γλωσσικής τους δομής, των σχημάτων λόγου και των ρητορικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για την απόδοση του μηνύματος που περιέχουν. Στο ερώτημα που τίθεται, σχετικά με τις διαφορές που συχνά συναντάμε σε εξωτερικές διατυπώσεις κάποιων διδασκαλιών στα ευαγγέλια, η απάντηση που συνήθως δίδεται είναι πως αυτές σχετίζονται με το σκοπό που επιδίωκε ο κάθε ευαγγελιστής γράφοντας το ευαγγέλιο του και με τις ανάγκες των χριστιανών στους οποίους απευθύνεται. Στο σύνολο τους οι διηγήσεις των ευαγγελιστών συμπληρώνουν η μία την άλλη.

Επίσης, σχετικά με τις επισημάνσεις που γίνονται κατά καιρούς περί αντιθέσεων μεταξύ των ευαγγελιστών, υποστηρίζεται πως συνήθως τίθεται θέμα μη επιστημονικής αντιμετώπισης των φιλολογικών προβλημάτων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είτε, οι επισημάνσεις αυτές γίνονται για λόγους ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η επιστημονική θεολογική κοινότητα υποστηρίζει πως κάθε ευαγγελιστής βάζει την προσωπική του σφραγίδα, θεολογική ή φραστική, στο κοινό υλικό της παράδοσης ή στο υλικό που αντλεί από τις γραπτές πηγές, ανάλογα με τους παραλήπτες στους οποίους απευθύνεται.

Υποσημειώσεις

  1. Στην ξ ραψωδία της Οδύσσειας (στίχοι 152 και 166) αναφερεται «ἀλλ' ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ, ὡς νεῖται Ὀδυσεύς· εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω αὐτίκ', ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται ... τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· ὦ γέρον, οὔτ' ἄρ' ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τείσω οὔτ' Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται».
  2. Βλ. τη χαρακτηριστική φράση του Ειρηναίου: "έδωκεν ημίν τετράμορφον το ευαγγέλιον, ενί δε πνεύματι συνεχόμενον" (Έλεγχος, Γ', 11, 8-9).
  3. Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998, σελ. 133.
  4. βλ. Μαρκ. 1:15. 8:35. 10:29. 13:10. 14:9. 16:15 κ.λπ.

Βλέπε επίσης

Βιβλιογραφία

  • Αγουρίδης Σάββας, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991 (c1971)
  • Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην, τόμ. Α'+Β', Αθήνα 2005
  • Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 2η έκδ., Πουρναράς, θεσσαλονίκη 1998 (c1983)
  • Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994
  • Mioni Elpidio, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 1985
  • Reynolds D.L. & Wilson G.N., Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981
  • Turner G.E., Ελληνικοί Πάπυροι-Εισαγωγή στη Μελέτη και τη Χρήση των Παπυρικών Κειμένων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981