Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θεόδωρος Νικαίας"

Από OrthodoxWiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(συνδεσμος)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο Θεόδωρος γεννήθηκε στο Ναύπλιο περίπου το 895. Ο Πατέρας του ήταν ιερέας. Θα πρέπει να είχε μία αδελφή, της οποίας ο γιος Αναστάσιος, ακολούθησε τον θείο του στην Κωνσταντινούπολη και χειροτονήθηκε από τον ίδιο Διάκονος.
+
Ο '''Μητροπολίτης Νικαίας Θεόδωρος''', αποτελεί μία από τις σημαντικές μορφές της εκκλησιαστικής ιστορίας των μέσω χρόνων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο περίπου το 895 και ο πατέρας του ήταν ιερέας. Πιθανώς είχε μία αδελφή, της οποίας ο γιος Αναστάσιος, ακολούθησε τον ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χειροτονήθηκε από τον ίδιο Διάκονος. Ο Θεόδωρος, μετά την χειροτονία του [[Πέτρος Επίσκοπος Άργους|Αγίου Πέτρου]] ως Επισκόπου Άργους, υπήρξε μαθητής του στην Σχολή κλασσικών σπουδών που ίδρυσε ο Άγιος στο Άργος. Αργότερα χειροτονήθηκε από τον Άγιο Πέτρο διάκονος και στη συνέχεια ιερέας. Πιθανόν τον τοποθέτησε σε κάποια υπηρεσία της επισκοπής, όπου απέκτησε διοικητική πείρα.  
Ο Θεόδωρος, μετά την χειροτονία του Αγίου Πέτρου ως Επισκόπου Άργους, υπήρξε μαθητής του στην Σχολή κλασσικών σπουδών που ίδρυσε ο Άγιος στο Άργος. Στην πρέπουσα ηλικία ο Θεόδωρος χειροτονήθηκε από τον Άγιο Πέτρο διάκονος και στη συνέχεια ιερέας. Πιθανόν τον τοποθέτησε σε κάποια υπηρεσία της επισκοπής, όπου απέκτησε διοικητική πείρα.  
 
  
« Ασκητικός, λιπόσαρκος, μετρίου αναστήματος, με αραιά γένια και λίγα μαλλιά. Φιλάσθενος και αδύναμος από την φύση του, συχνά αναφέρεται στις ηπατικές και στομαχικές του παθήσεις. Η ασκητική του ζωή τον έκανε ακόμα πιο ευάλωτο στις ασθένειες. Η ελαχίστη αλλαγή στο κλίμα, στη διατροφή, στις συνθήκες διαβίωσης ήταν ικανή να του προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ οι αυπνίες από τις οποίες υπέφερε τον εξαντλούσαν περισσότερο»<ref>Παναγιώτη Α. Γιαννόπουλου (Τακτικός Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο ''Universite Catholique de Louvain'' (Βέλγιο)), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, ΤΟΜΟΣ IV, (2000) </ref>
+
Ο ίδιος ήταν «''ασκητικός, λιπόσαρκος, μετρίου αναστήματος, με αραιά γένια και λίγα μαλλιά. Φιλάσθενος και αδύναμος από την φύση του, συχνά αναφέρεται στις ηπατικές και στομαχικές του παθήσεις. Η ασκητική του ζωή τον έκανε ακόμα πιο ευάλωτο στις ασθένειες. Η ελαχίστη αλλαγή στο κλίμα, στη διατροφή, στις συνθήκες διαβίωσης ήταν ικανή να του προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ οι αϋπνίες από τις οποίες υπέφερε τον εξαντλούσαν περισσότερο''»<ref>Παναγιώτη Α. Γιαννόπουλου (Τακτικός Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο ''Universite Catholique de Louvain'' (Βέλγιο)), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, ΤΟΜΟΣ IV, (2000)</ref>. Έτσι παρέμεινε κοντά στον [[Επίσκοπος|Επίσκοπο]] του μέχρι τον θάνατο του, το 925. Κατόπιν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου Αυτοκράτορας ήταν ο ''Κωνσταντίνος Ζ΄'' από το 912, αλλά ήδη από το 920 Συναυτοκράτορας είχε στεφθεί ο ''Ρωμανός Α΄ο  Λεκαπηνός''. Άγνωστοι φίλοι και υποστηρικτές - ίσως και συγγενείς του Αγίου Πέτρου – σύστησαν τον Θεόδωρο στην Αυτοκρατορική αυλή. Εντάχθηκε στον Αυτοκρατορικό κλήρο της [[Αγία Σοφία|Αγίας Σοφίας]] και όταν ο Ρωμανός τοποθέτησε (933) τον 16ετή γιο του στον Πατριαρχικό θρόνο, ο Θεόδωρος ανέλαβε την θέση του χαρτοφύλακα.
 +
 +
Την εποχή αυτή οι κληρικοί της Αγίας Σοφίας τον εξέλεξαν ως εκπρόσωπό τους. Η κοινωνική άνοδος και η επαγγελματική καταξίωση τον διευκόλυναν στις βλέψεις του για υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα, ενώ η φιλία που τον συνέδεε με τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη ενίσχυαν την θέση του και τις φιλοδοξίες του. Όμως, λόγω της αυστηρής προσήλωσης στους κανόνες και τους νόμους, δημιούργησε αρκετούς εχθρούς μεταξύ ορισμένων μοναχών και κληρικών οι οποίοι είτε διότι ήσαν διεφθαρμένοι είτε διότι φθονούσαν την ανοδική πορεία του Θεοδώρου, τον κατηγόρησαν αφενός για αδικήματα οικονομικής φύσης και αφετέρου για την κυκλοφορία ενός λιβελογραφήματος κατά του [[Πατριάρχης Θεοφύλακτος|Πατριάρχη Θεοφύλακτου]]. Το κείμενο αυτό εξόργισε τον Πατριάρχη αλλά και τον Αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος – προκειμένου να αμυνθεί- απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του, τους Ναυπλιείς, ζητώντας την υποστήριξη τους. Στην αρχή αμφιταλαντεύτηκαν, αλλά με την παρέμβαση του ''Μητροπολίτη Χριστόφορου'', μολονότι οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν αγαθές, υποστήριξαν ένθερμα την αθωότητα του. Ο Θεόδωρος δικαιώθηκε, αλλά σχετικά αποδυναμωμένος. Η δεύτερη ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Τον κατηγόρησαν ότι αμφισβητούσε τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, καταλογίζοντάς του ανικανότητα. Το αδίκημα αυτό επέσυρε την ποινή της εξορίας. Παρ΄όλη την υποστήριξη του Πατριάρχη, ο Θεόδωρος τιμωρήθηκε με την ποινή του εκτοπισμού.
  
Ο Θεόδωρος παρέμεινε κοντά στον Επίσκοπο του μέχρι τον θάνατο του, το 925. Κατόπιν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ από το 912, αλλά ήδη από το 920 Συναυτοκράτορας είχε στεφθεί ο Ρωμανός Α΄ο  Λεκαπηνός.
+
Εξόριστος κάπου κοντά στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόδωρος, έγραφε σε φίλους και υποστηρικτές του προκειμένου να του επιτραπεί η επάνοδος στην Πόλη. Τελικά, με την βοήθεια του Θεοδώρου, Μητροπολίτη Κυζίκου, ο Θεόδωρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο επιστολές του προς τον Αυτοκράτορα και την ίδια την Αυτοκράτειρα, όχι μόνο αποκαταστάθηκε αλλά του ανέθεσαν και υψηλότερα καθήκοντα στην Εκκλησιαστική διοίκηση. Το 956 περίπου, ο Θεόδωρος χειροτονήθηκε [[Μητροπολίτης Νικαίας]]. Εκεί, γράφει και το Βίο του [[Επίσκοπος Άργους Πέτρος|Αγίου Πέτρου]]. Αποφεύγει ρήξεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και το 956 δεν μετέχει σε ομάδα αντιφρονούντων Ιεραρχών που αντιτάχθηκαν στην αποκατάσταση του [[Ευθύμιος Α΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως|Πατριάρχη Ευθυμίου]]. Μάλιστα αναλαμβάνει συντονιστής της ομάδας του Κωνσταντίνου Ζ΄και των ομοφρόνων Μητροπολιτών που συνηγορούν για την απομάκρυνση του Πολυεύκτου. Σε επιστολή του προς τον Ρωμανό Β΄σε περίπτωση επιτυχίας του σχεδίου τους ήταν αυτός που θα καταλάμβανε τον Πατριαρχικό θρόνο. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Ζ΄τον πρόλαβε. Δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες και ο Θεόδωρος δεν αξιώθηκε τον θρόνο. 
Άγνωστοι φίλοι και υποστηρικτές - ίσως και συγγενείς του Αγίου Πέτρου – σύστησαν τον Θεόδωρο στην Αυτοκρατορική αυλή. Εντάχθηκε στον Αυτοκρατορικό κλήρο της Αγίας Σοφίας και όταν ο Ρωμανός τοποθέτησε (933) τον 16ετή γιό του στον Πατριαρχικό θρόνο, ο Θεόδωρος ανέλαβε την θέση του χαρτοφύλακα. 
 
Οι κληρικοί της Αγίας Σοφίας τον εξέλεξαν ως εκπρόσωπό τους. Η κοινωνική άνοδος και η επαγγελματική καταξίωση τον διευκόλυναν στις βλέψεις του για υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα. Η φιλία που τον συνέδεε με τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη ενίσχυαν την θέση του και τις φιλοδοξίες του.
 
Όμως, λόγω της αυστηρής προσήλωσης στους κανόνες και τους νόμους, δημιούργησε αρκετούς εχθρούς μεταξύ ορισμένων μοναχών και κληρικών οι οποίοι είτε διότι ήσαν διεφθαρμένοι είτε διότι ζήλευαν την ανοδική πορεία του Θεοδώρου, τον κατηγόρησαν αφ΄ενός για αδικήματα οικονομικής φύσης και αφ΄ετέρου για την κυκλοφορία ενός λιβελλογραφήματος κατά του [[Πατριάρχης Θεοφύλακτος|Πατριάρχη Θεοφύλακτου]]. Το κείμενο αυτό εξόργισε τον Πατριάρχη αλλά και τον Αυτοκράτορα.
 
Ο Θεόδωρος – προκειμένου να αμυνθεί- απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του, τους Ναυπλιείς, ζητώντας την υποστήριξη τους. Στην αρχή αυτοί αμφιταλαντεύτηκαν, αλλά με την παρέμβαση του Μητροπολίτη Χριστόφορου, μολονότι οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν αγαθές, υποστήριξαν ένθερμα την αθωότητα του.
 
Ο Θεόδωρος δικαιώθηκε, αλλά σχετικά αποδυναμωμένος. Οι αντίπαλοι του κατάλαβαν ότι ο Θεόδωρος δεν ήταν άτρωτος. Η δεύτερη ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Τον κατηγόρησαν ότι αμφισβητούσε τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και του καταλόγιζε ανικανότητα. Το αδίκημα αυτό επέσυρε την ποινή της εξορίας. Παρ΄όλη την υποστήριξη του Πατριάρχη, ο Θεόδωρος τιμωρήθηκε με την ποινή του εκτοπισμού.
 
Εξόριστος κάπου κοντά στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόδωρος, έγραφε σε φίλους και υποστηρικτές του προκειμένου να του επιτραπεί η επάνοδος στην Πόλη. Τελικά, με την βοήθεια του Θεοδώρου, Μητροπολίτη Κυζίκου, ο Θεόδωρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.  
 
Μετά από δύο επιστολές του προς τον Αυτοκράτορα και την ίδια την Αυτοκράτειρα, όχι μόνο αποκαταστάθηκε αλλά του ανέθεσαν και υψηλότερα καθήκοντα στην Εκκλησιαστική διοίκηση.
 
  
Το 956 περίπου, ο Θεόδωρος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης [[Νικαίας]]. Εκεί, γράφει και το Βίο του [[Επίσκοπος Άργους Πέτρος|Αγίου Πέτρου]]. Αποφεύγει ρήξεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και το 956 δεν μετέχει σε ομάδα αντιφρονούντων Ιεραρχών που αντιτάχθηκαν στην αποκατάσταση του Πατριάρχη Ευθυμίου. Μάλιστα αναλαμβάνει συντονιστής της ομάδας του Κωνσταντίνου Ζ΄και των ομοφρόνων Μητροπολιτών που συνηγορούν για την απομάκρυνση του Πολυεύκτου.
+
Ο Θεόδωρος πέθανε περίπου το 963 στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να γνωρίζουμε που ετάφη.     
Σε επιστολή του προς τον Ρωμανό Β΄σε περίπτωση επιτυχίας του σχεδίου τους ήταν αυτός που θα καταλάμβανε τον Πατριαρχικό θρόνο. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Ζ΄τον πρόλαβε. Δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες και ο Θεόδωρος δεν αξιώθηκε τον θρόνο.
 
Ο Θεόδωρος πέθανε περίπου το 963 στην Κωνσταντινούπολη. Κανείς δεν γνωρίζει που ετάφη.     
 
  
 
== Υποσημειώσεις ==
 
== Υποσημειώσεις ==

Αναθεώρηση της 11:15, 28 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεόδωρος, αποτελεί μία από τις σημαντικές μορφές της εκκλησιαστικής ιστορίας των μέσω χρόνων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο περίπου το 895 και ο πατέρας του ήταν ιερέας. Πιθανώς είχε μία αδελφή, της οποίας ο γιος Αναστάσιος, ακολούθησε τον ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χειροτονήθηκε από τον ίδιο Διάκονος. Ο Θεόδωρος, μετά την χειροτονία του Αγίου Πέτρου ως Επισκόπου Άργους, υπήρξε μαθητής του στην Σχολή κλασσικών σπουδών που ίδρυσε ο Άγιος στο Άργος. Αργότερα χειροτονήθηκε από τον Άγιο Πέτρο διάκονος και στη συνέχεια ιερέας. Πιθανόν τον τοποθέτησε σε κάποια υπηρεσία της επισκοπής, όπου απέκτησε διοικητική πείρα.

Ο ίδιος ήταν «ασκητικός, λιπόσαρκος, μετρίου αναστήματος, με αραιά γένια και λίγα μαλλιά. Φιλάσθενος και αδύναμος από την φύση του, συχνά αναφέρεται στις ηπατικές και στομαχικές του παθήσεις. Η ασκητική του ζωή τον έκανε ακόμα πιο ευάλωτο στις ασθένειες. Η ελαχίστη αλλαγή στο κλίμα, στη διατροφή, στις συνθήκες διαβίωσης ήταν ικανή να του προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ οι αϋπνίες από τις οποίες υπέφερε τον εξαντλούσαν περισσότερο»[1]. Έτσι παρέμεινε κοντά στον Επίσκοπο του μέχρι τον θάνατο του, το 925. Κατόπιν αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ από το 912, αλλά ήδη από το 920 Συναυτοκράτορας είχε στεφθεί ο Ρωμανός Α΄ο Λεκαπηνός. Άγνωστοι φίλοι και υποστηρικτές - ίσως και συγγενείς του Αγίου Πέτρου – σύστησαν τον Θεόδωρο στην Αυτοκρατορική αυλή. Εντάχθηκε στον Αυτοκρατορικό κλήρο της Αγίας Σοφίας και όταν ο Ρωμανός τοποθέτησε (933) τον 16ετή γιο του στον Πατριαρχικό θρόνο, ο Θεόδωρος ανέλαβε την θέση του χαρτοφύλακα.

Την εποχή αυτή οι κληρικοί της Αγίας Σοφίας τον εξέλεξαν ως εκπρόσωπό τους. Η κοινωνική άνοδος και η επαγγελματική καταξίωση τον διευκόλυναν στις βλέψεις του για υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα, ενώ η φιλία που τον συνέδεε με τον Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη ενίσχυαν την θέση του και τις φιλοδοξίες του. Όμως, λόγω της αυστηρής προσήλωσης στους κανόνες και τους νόμους, δημιούργησε αρκετούς εχθρούς μεταξύ ορισμένων μοναχών και κληρικών οι οποίοι είτε διότι ήσαν διεφθαρμένοι είτε διότι φθονούσαν την ανοδική πορεία του Θεοδώρου, τον κατηγόρησαν αφενός για αδικήματα οικονομικής φύσης και αφετέρου για την κυκλοφορία ενός λιβελογραφήματος κατά του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Το κείμενο αυτό εξόργισε τον Πατριάρχη αλλά και τον Αυτοκράτορα. Ο Θεόδωρος – προκειμένου να αμυνθεί- απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του, τους Ναυπλιείς, ζητώντας την υποστήριξη τους. Στην αρχή αμφιταλαντεύτηκαν, αλλά με την παρέμβαση του Μητροπολίτη Χριστόφορου, μολονότι οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν ήταν αγαθές, υποστήριξαν ένθερμα την αθωότητα του. Ο Θεόδωρος δικαιώθηκε, αλλά σχετικά αποδυναμωμένος. Η δεύτερη ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Τον κατηγόρησαν ότι αμφισβητούσε τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, καταλογίζοντάς του ανικανότητα. Το αδίκημα αυτό επέσυρε την ποινή της εξορίας. Παρ΄όλη την υποστήριξη του Πατριάρχη, ο Θεόδωρος τιμωρήθηκε με την ποινή του εκτοπισμού.

Εξόριστος κάπου κοντά στην Κωνσταντινούπολη ο Θεόδωρος, έγραφε σε φίλους και υποστηρικτές του προκειμένου να του επιτραπεί η επάνοδος στην Πόλη. Τελικά, με την βοήθεια του Θεοδώρου, Μητροπολίτη Κυζίκου, ο Θεόδωρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο επιστολές του προς τον Αυτοκράτορα και την ίδια την Αυτοκράτειρα, όχι μόνο αποκαταστάθηκε αλλά του ανέθεσαν και υψηλότερα καθήκοντα στην Εκκλησιαστική διοίκηση. Το 956 περίπου, ο Θεόδωρος χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Νικαίας. Εκεί, γράφει και το Βίο του Αγίου Πέτρου. Αποφεύγει ρήξεις με το αυτοκρατορικό περιβάλλον και το 956 δεν μετέχει σε ομάδα αντιφρονούντων Ιεραρχών που αντιτάχθηκαν στην αποκατάσταση του Πατριάρχη Ευθυμίου. Μάλιστα αναλαμβάνει συντονιστής της ομάδας του Κωνσταντίνου Ζ΄και των ομοφρόνων Μητροπολιτών που συνηγορούν για την απομάκρυνση του Πολυεύκτου. Σε επιστολή του προς τον Ρωμανό Β΄σε περίπτωση επιτυχίας του σχεδίου τους ήταν αυτός που θα καταλάμβανε τον Πατριαρχικό θρόνο. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Ζ΄τον πρόλαβε. Δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες και ο Θεόδωρος δεν αξιώθηκε τον θρόνο.

Ο Θεόδωρος πέθανε περίπου το 963 στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να γνωρίζουμε που ετάφη.

Υποσημειώσεις

  1. Παναγιώτη Α. Γιαννόπουλου (Τακτικός Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Universite Catholique de Louvain (Βέλγιο)), Ναυπλιακά Ανάλεκτα, ΤΟΜΟΣ IV, (2000)

Βιβλιογραφία

  • Μιχαήλ Γ. Λαμπρινίδης, Δ.Ν. «Η Ναυπλιά. Από Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις των καθ'ημάς», Έκδοσις Γ΄, Ναύπλιον 1975
  • Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, «Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους. Βίος και λόγοι», Έκδοσις Ιεράς Μητρόπολης Αργολίδος, 1976.